Η ζωή μετά τον θάνατο (3/4) - Point of view

Εν τάχει

Η ζωή μετά τον θάνατο (3/4)









ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού

 

Όλα τα γεγονότα πού συνδέονται με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού λέγονται εσχατολογικά, γιατί αναφέρονται στην εσχάτη ημέρα, δηλαδή σε όσα θα συμβούν μετά το τέλος του παρόντος κόσμου. Συνήθως ομιλούμε για το τέλος της ιστορίας, αλλά αυτό δεν εκφράζει πλήρως την πραγματικότητα, αφού ή Ιστορία δεν εξαντλείται μόνον στα ιστορικά γεγονότα, αλλά αναφέρεται και στην ζωή των αγίων. Ή ζωή των αγίων μετά θάνατον, καθώς επίσης και η ζωή των ανθρώπων μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού δεν αποτελούν την λεγομένη μεταϊστορική εποχή, αλλά είναι ιστορική εποχή, πρόκειται για την ιστορία των αγίων. Όπως ο κόσμος δεν καταστρέφεται, αλλά ανακαινίζεται, όπως ο άνθρωπος δεν αφανίζεται, αλλά μεταμορφώνεται, έτσι και η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, αλλά αλλάζει περιεχόμενο και ζωή.

Όταν, λοιπόν, κάνουμε λόγο για εσχατολογικά γεγονότα, εννοούμε κυρίως όλα εκείνα πού θα συμβούν με την Δευτέρα έλευση του Χριστοί για να κρίνει τους ανθρώπους. Επομένως, αναμένουμε αυτά τα εσχατολογικά γεγονότα, αλλά μπορούμε ακόμη να πούμε ότι από πλευράς τρόπου ζωής τα έσχατα ήδη είναι παρόντα, αφού οι άγιοι απολαμβάνουν την Βασιλεία του Θεού από την παρούσα ζωή. Όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια, οι άγιοι από τώρα προγεύονται όλα εκείνα πού πρόκειται να αποκαλυφθούν στους λεγόμενους έσχατους καιρούς. Χρονικά περιμένουμε τα έσχατα, τροπικά τα έσχατα έρχονται και βιώνονται από τους άγιους.

Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με τρία συγκεκριμένα θέματα, πού συνδέονται με τα εσχατολογικά αυτά γεγονότα, πού έχουν σχέση με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Πρώτον θα αναφερθούμε γενικά στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, δεύτερον θα αναπτύξουμε την θεολογική αλήθεια περί της αναστάσεως των σωμάτων και τρίτον θα δούμε τα γεγονότα της κρίσεως, η οποία συνδέεται με την έλευση του Χριστού και την ανάσταση των σωμάτων.

1. Ή ένδοξη έλευση του Χριστού

Σε όλη την Βιβλικοπατερική παράδοση λέγεται ότι ο Χριστός πρόκειται να έλθει εκ νέου στον κόσμο για να κρίνει τους ανθρώπους. Είναι μια αλήθεια πού δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τους Χριστιανούς. Ό Ίδιος ο Χριστός στην περικοπή της μελλούσης κρίσεως κάνει λόγο για την εκ νέου ένδοξη έλευση Του. Λέγει: «όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού» (Ματθ. κε'. 31). Το «όταν» δεν είναι υποθετικό, αλλά χρονικό, πού σημαίνει ότι θα υπάρξει χρόνος κατά τον οποίο θα έλθει ο Χριστός στον κόσμο και μάλιστα με δόξα πολλή. Και σε άλλο σημείο ο Χριστός είπε: «και τότε όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλαις» (Μάρκ. ιγ'. 26).

Στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου περιγράφεται ή ανάληψη του Χριστού, λέγεται ότι οι άγγελοι είπαν στους έκπληκτους μαθητές: «άνδρες Γαλιλαίοι τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ούρανόν; ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ' υμών εις τον ούρανόν, ούτως έλεύσεται, όν τρόπον έθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν» (Πράξ. α', 11). Ό τρόπος με τον όποιο αναλήφθηκε θα είναι ο ίδιος με τον όποιο θα επανέλθει στην γη.

Ό Απόστολος Παύλος διδάσκει ότι όσοι ζουν τότε, όταν θα έλθει ο υιός του ανθρώπου, και μάλιστα όσοι είναι δίκαιοι, θα αρπαγούν «εν νεφέλαις εις άπάντησιν του Κυρίου εις αέρα» (Α' θεσ. δ', 17). Και στην Αποκάλυψη είναι γραμμένο: «Ιδού έρχεται μετά των νεφελών και όψεται αυτόν πάς οφθαλμός» (Αποκ. α', 7).

Τα χωρία αυτά, πού είναι αντιπροσωπευτικά, δηλώνουν ότι οι πιστοί πιστεύουν ακράδαντα ότι ο Χριστός θα έλθη στην γη για να κρίνει τους ανθρώπους, όταν θα έλθει το τέλος αυτού του κόσμου και η αρχή

της νέας ζωής. Γι' αυτό στο Σύμβολο της Πίστεως δίνουμε την ομολογία: «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς ου της Βασιλείας ουκ έσται τέλος». Στην Αγία Γραφή υπάρχουν πολλές εκφράσεις πού δηλώνουν την έλευση του Χριστού, θα παρουσιάσουμε μερικές από αυτές, τις πλέον ενδεικτικές.

Κατ' αρχάς η δευτέρα έλευση του Χριστού χαρακτηρίζεται ημέρα, και μάλιστα ημέρα του Κυρίου και ημέρα της Κρίσεως. Ό Απόστολος Πέτρος γράφει: «Ηξει δε η ημέρα Κυρίου» (Β' Πέτρ. γ', 10). Ό Απόστολος Παύλος άλλου την χαρακτηρίζει ημέρα «του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α' Κορ. α'. 8), άλλου «ημέρα Χριστού» (Φιλιπ. α', 10) και άλλου ημέρα η οποία θα δηλώσει τα πάντα (Α' Κορ. γ', 13). Ό δε Ευαγγελιστής Ιωάννης την ονομάζει ημέρα της κρίσεως (Α' Ίω. δ', 17). Λέγεται ημέρα, γιατί αυτή σε σχέση με την παρούσα ζωή, πού είναι σκότος, εκφράζει μια νέα πραγματικότητα. Ή εικόνα της ημέρας δεν είναι άσχετη με την εικόνα του ηλίου. Επειδή ο Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο Όποιος τότε θα εμφανιστεί, γι' αυτό λέγεται ημέρα.

Ό Ευαγγελιστής Ιωάννης συνδέει την ημέρα αυτή με τα έσχατα και την χαρακτηρίζει εσχάτη ημέρα. Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ο ίδιος ο Χριστός κάνει λόγο για την εσχάτη ημέρα. Σε ένα σημείο λέγει ότι θα αναστήσει τον άνθρωπο «εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. στ'. 39), και σε άλλο ότι ο λόγος Του θα κρίνει τους ανθρώπους «εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. ιβ', 48). Εδώ η λέξη ημέρα, πού συνδέεται με το εσχάτη, δείχνει περισσότερο την τελευταία ημέρα πριν την έναρξη της Βασιλείας του Θεού. Όποτε συνδέεται περισσότερο με το τέλος της παρούσης ζωής.

Ή ημέρα του Κυρίου συνδέεται αναπόσπαστα με την παρουσία του Χριστού. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο χρησιμοποιούνται και άλλες εκφράσεις για να δηλώσουν αυτήν την πραγματικότητα. Χαρακτηρίζεται ως ημέρα της επιφανείας της δόξης του Θεού (Τιτ. 6', 13). Επίσης λέγεται ημέρα «της επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α' Τιμ. στ', 14). Άλλοτε συνδέεται με την λέξη παρουσία, γιατί θα παραστεί ο Χριστός. Οι μαθητές ρώτησαν τον Χριστό: «και τι το σημείον της σής παρουσίας και της συντέλειας του αιώνος;» (Ματθ. κδ', 3). Κατά την ημέρα εκείνη θα γίνει η αποκάλυψη της δόξης του Θεού και όλοι οι άνθρωποι, και αυτοί πού την αγνοούσαν προηγουμένως, θα την δουν. Ό Απόστολος Πέτρος κάνει λόγο για την αποκάλυψη της δόξης του Θεού. (Α' Πέτρ. δ', 13) και ο Απόστολος Παύλος για την αποκάλυψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού «απ’ ουρανού μετ' αγγέλων δυνάμεων αυτού» (Β' θεσ. α', 7).

Τα χωρία αυτά τα οποία μνημονεύσαμε προηγουμένως, δείχνουν την πίστη της Εκκλησίας, η οποία στηρίζεται τόσο στους αποκαλυπτικούς λόγους του Ιδίου του Χριστού, όσο και στην βεβαιότητα των Αποστόλων ότι θα έλθει, οπωσδήποτε, η ημέρα κατά την οποία θα γίνει η συντέλεια αυτού του κόσμου και θα έλθει ο Χριστός να κρίνει τους ανθρώπους, οι όποιοι θα έχουν αναστηθεί, αφού οι ψυχές τους θα εισέλθουν εκ νέου στα σώματα και θα παρουσιασθούν στο φοβερό βήμα του κριτού.

Ενώ είναι βέβαιο ότι θα έλθει ο Χριστός για να κρίνει τους ανθρώπους, εν τούτοις, όπως φαίνεται στην Άγια Γραφή, είναι άγνωστη η ημέρα αυτή, η μεγάλη και επιφανής. Ό ίδιος ο Χριστός είπε στους μαθητές Του: «Περί δε της ημέρας εκείνης ή της ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι εν ουρανώ, ουδέ ο υιός, ει μη ο πατήρ» (Μάρκ. ιγ', 32). Και όταν μετά την Ανάσταση Του οι μαθητές νόμισαν ότι ήλθε η ημέρα εκείνη, ο Χριστός ελευθερώνοντας τους από εσφαλμένες αντιλήψεις, τους είπε: «ούκ υμών εστί γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ό πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία...» (Πράξ. α'. 7).

Βέβαια, όταν λέγει ο Χριστός ότι κανείς άλλος δεν γνωρίζει την ώρα εκείνη, εκτός από τον Πατέρα, δεν εννοεί ότι την αγνοεί και ο Ίδιος ως Θεός. Το γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι και οι άγγελοι την αγνοούν. Αλλά όσα γνωρίζει ο Πατήρ γνωρίζει και ο Υιός. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, λέγει: «ουδείς οίδεν ει μη μόνη η Αγία Τριάς, η μία και αδιαίρετος Θεότης». Ό Τριαδικός Θεός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, πού έχουν κοινή ουσία και φύση, γνωρίζουν την ώρα πού θα γίνει η συντέλεια του κόσμου και θα έλθει ο Χριστός. Ό λόγος του Χριστού, ότι ο Υιός αγνοεί την ώρα αυτή, «κατά την της ανθρωπότητας αυτού φύσιν είπεν άγνοειν, ου κατά την της Θεότητας»1. Δηλαδή, εδώ ο Χριστός αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση και όχι στην Θεότητα Του, και σαφώς ήθελε να δείξει ότι το κτιστό δεν μπορεί να γνωρίζει την ώρα και την ημέρα της συντέλειας του κόσμου και της ελεύσεώς Του. Ή ημέρα και η ώρα της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού όχι μόνον είναι άγνωστη, αλλά θα έλθει και αιφνιδιαστικά. Ό Χριστός, αποκαλύπτοντας αυτήν την αλήθεια, λέγει ότι θα γίνει κατά τον τρόπο της αστραπής. Όπως η αστραπή εμφανίζεται ξαφνικά από την μια άκρη στην άλλη, «ούτως έσται και ο υιός του ανθρώπου εν τη ημέρα αυτού» (Λουκ. ιζ', 24).

Ό Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί άλλη εικόνα για να δείξει το αιφνίδιο της ελεύσεως του Χριστού. Ή εικόνα αυτή προέρχεται από την ληστεία. Όπως ο κλέπτης δεν προειδοποιεί, αλλά εντελώς αιφνιδιαστικά εισέρχεται στο σπίτι, το ίδιο θα γίνη με την ημέρα εκείνη: «οίδατε ότι η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται» (Α' θεσ. ε'. 1-2). Κατά τον κατάλληλο καιρό «δείξει ο μακάριος και μόνος δυνάστης, ο βασιλεύς των βασιλευόντων και ο κύριος των κυριευόντων...» (Α' Τιμ. στ', 15) την ημέρα της επιφανείας Του. Το αιφνιδιαστικό της ημέρας εκείνης φαίνεται και σε άλλα χωρία της Αγίας Γραφής. Διδάσκοντας ο Χριστός για το άγνωστο της μεγάλης ημέρας της επιφανείας Του λέγει ότι δύο άνθρωποι θα είναι στον αγρό και ο ένας θα παραληφθή ενώ ο άλλος θα αφέθη. Δύο γυναίκες θα είναι στόν μύλο και θα αλέθουν. Ή μία θα παραληφθεί και η άλλη θα αφεθεί (Ματθ. κδ', 40-41).

Ό Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος σ' αυτήν την πραγματικότητα, λέγει ότι, όσοι την ημέρα εκείνη ζουν και δεν έχουν πεθάνει, θα αλλαγούν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, όσο αρκεί για να άνοιξη και να κλείση το βλέφαρο του ματιού. «Πάντες μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα. εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι» (Α' Κορ. ιε'. 51-52).

Παρά το άγνωστο και αιφνίδιο της ημέρας εκείνης, υπάρχουν μερικά γνωρίσματα, πού δηλώνουν τον ερχομό της. Στην εντέλεια κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αυτό το γεγονός, αλλά κατά τον βαθμό της ετοιμότητας, της νήψεως, μπορεί να καταλάβει κανείς την κρισιμότητα των καιρών από εξωτερικά γνωρίσματα. Αυτά περιγράφονται από τον Ίδιο τον Χριστό (Ματθ. κδ'). Τα βασικά σημεία, όπως τα περιγράφει ο Χριστός, είναι ότι θα κηρυχθεί το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση, θα επικρατεί στην οικουμένη μεγάλη αποστασία των ανθρώπων και θα εμφανισθούν πολλοί ψευδοπροφήτες. Ό αντίχριστος, με τα θαύματα και τα σημεία πού θα επιτελεί, θα επιδιώκει να πλανά ακόμη και τους εκλεκτούς, θα επικρατούν πόλεμοι, διωγμοί, λιμοί, σεισμοί, κ.λ.π. Πρέπει όμως να πούμε ότι και από αυτά τα γεγονότα είναι δύσκολο να κατανοηθεί το τέλος του κόσμου και η έλευση του Χριστού. Ή Εκκλησία καλλιεργεί το εσχατολογικό κήρυγμα, αλλά ταυτόχρονα καθορίζει ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση να ερμηνεύονται τα γεγονότα κάθε γενεάς. Μόνον όσοι είναι φωτισμένοι και έχουν αποκάλυψη εκ μέρους του Θεού γνωρίζουν αμυδρώς ότι πρόκειται περί γεγονότων πού προηγούνται της παρουσίας του Χριστού, με μοναδικό σκοπό να οδηγήσουν τον λαό στην μετάνοια και την επιστροφή στον Θεό. Αποτελεί, επομένως, πεποίθηση της Εκκλησίας ότι ο Χριστός πρόκειται να έλθει πάλι για να κρίνει τους ανθρώπους, αλλά όμως είναι άγνωστη αυτή η ημέρα και ώρα. Μόνον όσοι έχουν φωτισμένο νου μπορούν αμυδρώς να γνωρίζουν από τα διάφορα γεγονότα ότι πλησιάζουν οι ήμερες, αλλά και πάλι αγνοούν την έλευση αυτής της ημέρας, κατά την ρητή βεβαίωση του Χριστού. Γι' αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποφεύγουμε να καθορίζουμε χρόνους και καιρούς, κατά τους οποίους νομίζουμε ότι θα συμβούν αυτά τα εσχατολογικά γεγονότα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κινούνται και οι άγιοι Πατέρες. Στην συνέχεια θα αναφέρουμε μερικά σημεία από την πατερική διδαχή, πολύ ενδεικτικά.

Πρώτον. Ό λόγος για την κρίση των ανθρώπων, πού θα επακολούθηση της ελεύσεως του Χριστού, είναι «δυσερμήνευτος», κατά τον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο, γιατί δεν πρόκειται για γεγονότα παρόντα και βλεπόμενα, αλλά για μελλοντικά και αόρατα. Γι’ αυτό, εκείνοι πού ομιλούν και εκείνοι πού ακούν έχουν ανάγκη πολλής προσευχής, πολλής σπουδής, πολλής καθαρότητας του νοός. Και αυτό είναι απαραίτητο, ώστε όσοι ομιλούν να τα γνωρίζουν καλά, όσοι δε ακούν να μπορέσουν να τα ακούν συνετώς2.

Ό λόγος αυτός του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου, πού θα τον υπενθυμίσουμε και αργότερα, όταν θα αναφερθούμε στο μελλοντικό δικαστήριο, πού θα στηθεί με την έλευση του Χριστού, έχει αρκετό ενδιαφέρον, γιατί γίνονται πολλά λάθη ως προς το θέμα αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι πού μιλούν για τα εσχατολογικά γεγονότα αρκετά ανθρωποκεντρικά και διαστρέφουν εν πολλοίς τα χωρία της Γραφής και των Πατέρων, και έτσι δημιουργούν πλάνες, αλλά και απελπισία στους ανθρώπους. Όπως υπάρχουν άλλοι πού τον λόγο των Γραφών και των Πατέρων τον αντιλαμβάνονται κατά τις αντιλήψεις τους. Γι' αυτό χρειάζεται πνευματική σύνεση, πολλή διάκριση για να γίνει κατανοητός ο λόγος αυτός και να οδηγήσει σε μετάνοια. Γιατί, ό,τι οδηγεί σε ψυχολογικό φόβο και κατά άνθρωπο απόγνωση δεν είναι Ορθόδοξο. Αντίθετα, το αληθινό και Ορθόδοξο οδηγεί τον άνθρωπο, δια του πνευματικού φόβου, στην κατά Θεόν ελπίδα, στην μετάνοια και την προσευχή.

Δεύτερο . Ό άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος λέγει ότι η ημέρα της ελεύσεως του Χριστού ονομάζεται ημέρα του Κυρίου, όχι γιατί είναι η τελευταία από τις επίγειες ήμερες, ούτε γιατί πρόκειται κατά την ημέρα αυτή να έλθει ο Χριστός, ούτε ακόμη γιατί την ημέρα αυτή θα γίνει η κρίση των ανθρώπων, «άλλ' επειδή αυτός ο των απάντων Θεός και δεσπότης λάμψει τηνικαύτα τη δόξη της ιδίας Θεότητας». Όποτε, η ημέρα αυτή λέγεται ημέρα Κυρίου για την λάμψη του φωτός της Θεότητας, και όχι για μια απλή παρουσία. Όπως κατά την διάρκεια της ημέρας όλα τα αστέρια σβήνουν από την λάμψη του αισθητοί ήλιου, το ίδιο θα συμβεί και κατά την ημέρα εκείνη. Όλα τα ορατά θα υποχωρήσουν και θα δώσουν τόπο στον ποιητή

του ουρανού και της γης. Και αυτός πού τώρα είναι σε όλους αόρατος, τότε θα είναι ο μόνος «ημέρα τε και Θεός». Και έτσι για τους αγίους θα είναι ημέρα αϊδίου χαρμάνης. Για τους αμαρτωλούς, οι όποιοι δεν είδαν αυτό το φως στην ζωή τους δια της καθάρσεως ο Χριστός θα είναι απρόσιτος και στο μέλλον3.

Τρίτον. Στην Άγια Γραφή, όταν γίνεται λόγος για την έλευση του Χριστού, αναφέρονται αστραπές, νεφέλες, σάλπιγγες,, θρόνοι και άλλες εικόνες. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς λέγει ότι ο λόγος περί της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού είναι συγκαταβατικός. Όλα αυτά τα γεγονότα, βέβαια, υπερβαίνουν τον ανθρώπινο νου, την ανθρώπινη λογική και αίσθηση. Ό Χριστός γνωρίζει επακριβώς όλα αυτά πού πρόκειται να συμβούν, αλλά όμως «συγκαταβαίνει τη δυνάμει των διδασκομένων, συμμέτρους τους λόγους αποδιδούς»4.

Ή ανθρώπινη φύση έχει εξοικειωθεί με τα ανθρώπινα αυτά και αισθητά γεγονότα, και έτσι μπορεί να κατανόηση τα εσχατολογικά γεγονότα. Γι' αυτό και ο Χριστός από συγκατάβαση χρησιμοποιεί τέτοιες εικόνες και παραστάσεις. Θα υπάρχει, βέβαια, κρίση, θα υπάρχει ευφροσύνη των δικαίων και οδύνη των αμαρτωλών, θα υπάρχει Κόλαση και Παράδεισος, αλλά αυτά δεν θα είναι αισθητά, αφού ξέρουμε πολύ καλά από την πατερική παράδοση ότι δεν πρόκειται περί κτιστών πραγμάτων. Ακόμη και το πυρ της Κολάσεως δεν είναι κτιστό και αισθητό, αλλά άκτιστο. Ό αναγνώστης πρέπει να κάνη υπομονή έως ότου μελετήση το σχετικό κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου με τίτλο «Παράδεισος και Κόλαση», για να διαπιστώσει πώς νοούνται όλες αυτές οι πραγματικότητες. Έτσι δεν πρέπει να στεκόμαστε στα αισθητά παραδείγματα και να χάνουμε την ουσία των λεγομένων. Ούτε, βέβαια, να βλέπουμε απλώς την ουσία των πραγμάτων αυτών, περιφρονούντες τα παραδείγματα. Γιατί, αφού ο Χριστός τα χρησιμοποίησε, πρέπει να παραμένουμε σε αυτά και να εξηγούμε το βαθύτερο νόημα τους, οδηγώντας τους ανθρώπους στην μετάνοια και όχι στην αφοβία.

Τέταρτον. Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού αντιπαρατίθεται προς την πρώτη παρουσία Του. Όταν ομιλούμε για Πρώτη Παρουσία, εννοούμε την ενανθρώπηση του Χριστού και όταν κάνουμε λόγο για την Δευτέρα Παρουσία, εννοούμε την έλευση του Χριστού για να κρίνει τους ανθρώπους. Υπάρχει δε σαφής διαφορά μεταξύ Πρώτης και Δευτέρας Παρουσίας.

Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρουσιάζει την διαφορά μεταξύ αυτών των δύο Παρουσιών, λέγει ότι κατά την πρώτη Παρουσία κρυπτόταν η δόξα της Θεότητας Του κάτω από την σάρκα, πού ανέλαβε από μας και για την σωτηρία μας. Ακόμη και τώρα η δόξα της Θεότητας Του κρύπτεται προς τον Πατέρα με την ομόθεη σάρκα Του. Τότε όμως, κατά την Δευτέρα Παρουσία Του, «πάσαν εκκαλύπτει την δόξαν». Τότε θα φανεί λαμπρός, περιαυγάζοντας τα πέρατα της οικουμένης με τις ακτίνες της Θεότητός Του. Και ερμηνεύοντας τον λόγο του Χριστού, «όταν έλθει ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ' αυτού», λέγει ότι κατά την πρώτη έλευση Του έφερε τους αγγέλους και περιβαλλόταν από τα αγγε λικά τάγματα, αλλά αφανώς, και συγκρατούσε τον ζήλο τους, εναντίον των θεομάχων. Όμως κατά την Δευτέρα Παρουσία θα έλθει φανερά με τους αγγέλους, με όλη Του την δόξα και μεγαλοπρέπεια5.

Πέμπτον. Στα έργα του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου μπορούμε να βρούμε και μια άλλη αλήθεια σχετικά με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, και ίδίως με την κρίση των ανθρώπων. Ό άγιος Συμεών διεξοδικώς αναλύει ότι η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και η μελλοντική δίκη θα γίνει κυρίως για τους αμαρτωλούς, πού ζουν μέσα στα πάθη και την αμαρτία, όχι όμως για τους άγιους, οι όποιοι από τώρα βιώνουν την Παρουσία του Χριστού. Όσοι είναι τέκνα του φωτός εκείνου και όσοι γίνονται υιοί της μελλούσης ημέρας, «έπ' αυτούς η ημέρα Κυρίου ουδέποτε επελεύσεται», θα έλθει, βέβαια, ο Χριστός για να

κρίνει τους ανθρώπους, αλλά αυτοί έχουν κριθή από την ζωή αυτή και δεν θα ακολουθήσει δικαστήριο. Ή παρουσία του Χριστού θα είναι υπόθεση χαράς και ευφροσύνης. Όταν ό Χριστιανός τηρεί εν φόβω και τρόμω τις εντολές του Χριστού και ζει με μετάνοια συγγενεύει με το φως εκείνο, και έτσι στην πραγματικότητα από αυτήν ακόμη την ζωή περνά από την κρίση. Ό Θεούμενος βαπτίζεται από το θειο πυρ και το Αγιον Πνεύμα «και γίνεται όλος καθαρός, όλος αμόλυντος, υιός φωτός και ημέρας, και ουχί έκτοτε ανθρώπου θνητού»6. Θα παραθέσω ένα καταπληκτικό χωρίο του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου, γιατί δεν μπορώ να το προσπεράσω ασχολίαστο, αλλά και δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθεί με δικά μου λόγια. «Ό τοιούτος εν τη μελλούση κρίσει και δίκη ου κρίνεται, προκέκριται γαρ· ουδέ υπό του φωτός εκείνου ελέγχεται, προπεφώτισται γαρ, ουδέ εν τούτω τω πυρί εισερχόμενος δοκιμάζεται ή καίεται, προδεδοκίμασται γαρ· ουδέ ως τότε φανεισαν ημέραν Κυρίου λογίζεται, όλος γαρ εκ της ομιλίας και της συνουσίας Θεού ημέρα φαεινή και λαμπρά γέγονεν»7.

Ό λόγος του αγίου Συμεών είναι καταπληκτικός. Θα ήθελα να σχολιάσω το γεγονός ότι η κρίση ουσιαστικά γίνεται από την ζωή αυτή, Ό άνθρωπος πού βλέπει το φως, βαπτίζεται με το Άγιον Πνεύμα και δεν λογίζεται την ημέρα του Κυρίου, γιατί με την συνουσία του με τον Θεό, ολόκληρος είναι ημέρα φαεινή και λαμπρά. Πρέπει να σημειώσουμε την λέξη «συνουσία», πού δείχνει την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Πραγματικά, αφού ολόκληρος ο άνθρωπος είναι φαεινή και λαμπρά ημέρα, αφού ολόκληρος είναι φως,δεν μπορεί να ξεχωρίσει την έλευση της ημέρας. Ή ημέρα αυτή είναι δικό του υπαρξιακό γεγονός. Έτσι, λοιπόν, η Δευτέρα Παρουσία θα φανεί κυρίως στους αμαρτωλούς, πού έζησαν κατά την διάρκεια της παρούσης ζωής με τα πάθη και δεν τήρησαν τις εντολές του Θεού. Για τους άγιους είναι φυσική κατάσταση, πού την βιώνουν από τώρα. Βέβαια, και οι άγιοι περιμένουν την Δευτέρα έλευση του Χριστού, για να αναστηθούν και τα σώματα τους, τα οποία και τώρα ζουν την αφθαρσία, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος να γευθεί τα πλούσια δώρα της μεγάλης ημέρας και ενδόξου επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Επομένως, η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού είναι γεγονός αναντίρρητο, αφού μαρτυριέται από τον αποκαλυπτικό λόγο του Θεού, από την επιβεβαίωση των Αποστόλων και από τα βιώματα των αγίων, οι όποιοι από τώρα ζουν την Βασιλεία του Θεού.

2. Ή ανάσταση των νεκρών

Στενά συνδεδεμένη με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού είναι και η ανάσταση των νεκρών, πού είναι βεβαιοτάτη πίστη της Εκκλησίας, γι' αυτό και στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε: «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Όταν κάνουμε λόγο για ανάσταση των νεκρών, εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων, ότι, δηλαδή, οι ψυχές θα εισέλθουν πάλι στα νεκρά σώματα και θα ζωοποιηθούν, και έτσι θα συγκροτηθεί πάλι ολόκληρος ο άνθρωπος. Αυτό είναι πολύ φυσικό και δικαιολογημένο, γιατί οι ψυχές δεν πεθαίνουν ποτέ οντολογικά αφού η αθανασία της ψυχής είναι ένα δώρο πού το έδωσε από την αρχή ο Θεός. Τα σώματα πεθαίνουν, γι’ αυτό με τον όρο ανάσταση νεκρών πάντοτε εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων.

Στο σημείο αυτό φαίνεται και η διαφορετική αντιμετώπιση για την ανάσταση των σωμάτων, πού κάνει η φιλοσοφία και η ορθόδοξη θεολογία. Ή κλασσική φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να δεχθεί την άποψη ότι τα σώματα θα αναστηθούν, ακριβώς γιατί πιστεύει σε κατά φύσιν αθάνατη ψυχή και σε κατά φύσιν θνητό σώμα. Κατά την αρχαία φιλοσοφική σκέψη η αθάνατη κατά φύσιν ψυχή, πού βρισκόταν προηγουμένως στον κόσμο των ιδεών, περικλείστηκε στο σώμα σαν σε φυλακή και, επομένως, σωτηρία και λύτρωση της ψυχής είναι η αποδέσμευση της από το σώμα. Με αυτήν την έννοια το σώμα είναι κακό και ο εγκλεισμός της ψυχής σε αυτό συνιστά και εκφράζει την πτώση της.

Έτσι εξηγείται το ότι οι Αθηναίοι αντέδρασαν όταν ο Απόστολος Παύλος μίλησε για ανάσταση νεκρών πάνω στον Άρειο Πάγο. Ό Απόστολος Παύλος έκανε λόγο για τον Χριστό πού θα έλθει να κρίνει την οικουμένη. Μεταξύ των άλλων είπε: «έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν άνδρι ώ ώρισε, πίστιν παράσχων πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών». Στο σημείο αυτό οι Αθηναίοι τον διέκοψαν, όπως σημειώνουν οι Πράξεις των Αποστόλων: «ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον' ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πράξ. ιζ', 31-32). Ή αντίδραση αυτή δεν ήταν άσχετη από την ακατανόητη γι' αυτούς αντίληψη περί αναστάσεως νεκρών σωμάτων.

Όμως, σε όλη την Βιβλικοπατερική παράδοση φαίνεται καθαρά ότι θα γίνει, οπωσδήποτε, η ανάσταση των σωμάτων για να συγκροτηθεί ολόκληρος ο άνθρωπος, ο οποίος, βέβαια, και με τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα δεν έχασε την υπόσταση του.

Θα προσπαθήσουμε στην συνέχεια να δούμε με κάθε συντομία τι λέγει η Άγια Γραφή και η πατερική παράδοση για την ανάσταση των σωμάτων, αλλά και για το πώς θα είναι τα σώματα στην μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ζωή. Θα φανεί ότι αυτό αποτελεί βεβαία πίστη και βασικό σημείο της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Άλλωστε, η πρόσληψη της ανθρωπινής φύσεως από τον Χριστό και η θέωσή της, το ότι η σάρκα πού προσέλαβε ο Χριστός από την Παναγία είναι ομόθεη, καθώς επίσης ότι η θεία με την ανθρώπινη φύση είναι πάντοτε ενωμένες στον Χριστό, δείχνουν την άξια του σώματος. Το σώμα δεν ήταν εξ αρχής κακό, δεν είναι φυλακή της ψυχής, είναι θετικό δημιούργημα του Θεού.

Κατ' αρχάς πρέπει να αναφέρουμε μερικά χωρία της Άγιας Γραφής στα οποία γίνεται λόγος για την ανάσταση των σωμάτων.

Ό Προφήτης Ησαΐας ομολογεί: «αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις, και ευφρανθήσονται οι εν τη γη» (Ήσ. κστ'. 19). Στο βιβλίο του Προφήτου Ιεζεκιήλ παρουσιάζεται ένα καταπληκτικό γεγονός αναστάσεως σωμάτων, οπού φαίνεται ότι με τον λόγο του Θεού τα ξηρά οστά απέκτησαν νεύρα, σάρκες και δέρμα, και στην συνέχεια δόθηκε και το πνεύμα, δηλαδή, η ψυχή (Ίεζ. λζ', 1-14). Το υπέροχο αυτό θαυματουργικό γεγονός δείχνει πώς θα γίνει η ανάσταση των νεκρών κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, γι' αυτό η Εκκλησία διαβάζει αυτήν την περικοπή κατά την ακολουθία του επιταφίου, και μάλιστα όταν επιστρέφουμε στον Ναό μετά την περιφορά. Ή ανάσταση του Χριστού είναι προοίμιο της δικής μας αναστάσεως, αφού ο Χριστός με τον θάνατο και την Ανάσταση Του νίκησε το κράτος του θανάτου και έδωσε σε όλους τους ανθρώπους ως δώρο την μελλοντική ανάσταση. Οι Ιουδαίοι είχαν ακλόνητη πεποίθηση ότι θα γίνει στο μέλλον η ανάσταση των νεκρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την συνάντηση του Χριστού με την Μάρθα, την αδελφή του Λαζάρου, μετά τον θάνατο του τελευταίου, ο Χριστός την διαβεβαίωσε ότι θα αναστηθεί ο αδελφός της. Ή Μάρθα τότε απήντησε: «οίδα ότι αναστήσεται εν τη άναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. ια'. 22-23).

Οι τρεις αναστάσεις που έκανε ο Χριστός, δηλαδή της θυγατρός του Ιαείρου, του υιού της χήρας της Ναϊν και του Λαζάρου, καθώς επίσης και η δική Του ανάσταση, πού έγινε με την Θεότητα Του, είναι βεβαιώσεις και προοίμια της αναστάσεως όλων των ανθρώπων κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Στην διδασκαλία του Χριστού βρίσκουμε πολλά χωρία πού αναφέρονται στην ανάσταση των νεκρών. Σε μια ομιλία Του ο Χριστός είπε: «έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού» (Ίω. ε', 28). Άλλοτε είπε: «εγώ ειμί η  ανάστασις και η ζωή» (Ίω, ια', 25). Την διδασκαλία αυτή παραλαμβάνουν οι άγιοι Απόστολοι, και είναι διάχυτη μέσα στις επιστολές τους. Ιδιαιτέρως ο Απόστολος Παύλος πολλές φορές κάνει λόγο για την ανάσταση των σωμάτων στις επιστολές του, πού απηύθυνε στις Εκκλησίες πού δημιουργούσε, και οι όποιες, λόγω του ότι βρίσκονταν σε ειδωλολατρικά περιβάλλοντα, οπού ήταν διάχυτη η αντίληψη ότι το σώμα είναι κακό είχαν επηρεαστεί. Θα αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά χωρία. Στους Ρωμαίους αναφέρεται στην απολύτρωση του σώματος, όπου σαφώς θίγει το θέμα της αναστάσεως του σώματος: «και ημείς αυτοί εν εαυτοίς στενάζομεν υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι, την απολύτρωσιν του σώματος ημών» (Ρωμ. η', 23). Στους Θεσσαλονικείς λέγει ότι η ανάσταση θα γίνει με την δύναμη του Χριστού, κατά την Δευτέρα Παρουσία Του. «Αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταθήσεται απ ουρανού, και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον» (Α' Θεσ. δ', 16).

Στα κείμενα της Αγίας Γραφής δεν βλέπουμε μόνον την πίστη της Εκκλησίας στην ανάσταση των νεκρών, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά και το πώς θα είναι τα σώματα αυτά.  Ξέρουμε από όλη την Ορθόδοξη Παράδοση ότι τα σώματα θα είναι πνευματικά. Ό Χριστός δηλώνει ότι οι άνθρωποι στην μέλλουσα ζωή δεν θα έχουν τα στοιχεία της σαρκικότητος. Είναι γνωστόν ότι μετά την πτώση ο άνθρωπος φόρεσε την φθαρτότητα και την θνητότητα, και, επομένως, ο τρόπος της συλλήψεως του, της κυοφορίας του, του θηλασμού ανήκει στην μετά την πτώση ζωή, τον οποίο, βέβαια, ευλόγησε ο Θεός για την αύξηση του ανθρωπίνου γένους. Όμως μετά την ανάσταση θα καταργηθούν όλες αυτές οι καταστάσεις και οι άνθρωποι θα διάγουν ως άγγελοι. Λέγει ο Χριστός: «οι δε καταξιωθέντες τού αιώνος εκείνου τυχείν και της αναστάσεως της εκ νεκρών ούτε γαμούσι ούτε γαμίζονται' ούτε γαρ αποθανείν έτι δύνανται· ίσάγγελοι γαρ εισι και υιοί εισι του θεού, της αναστάσεως υιοί όντες» (Λουκ. κ', 35-36).

Τα σώματα των άγιων, ενώ από τώρα προγεύονται της δόξης του Θεού, επειδή έχουν την άχτιστη Χάρη του Χριστού, τότε θα μεταμορφωθούν και θα γίνουν σώματα δόξης. Ό Απόστολος Παύλος λέγει ότι ό Χριστός «μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού...» (Φιλ, γ', 21). Όπως το σώμα του Χριστού λάμπει από την Θεότητα, έτσι θα λάμπουν και τα σώματα των δικαίων στον ουρανό, θα υπάρχει, βέβαια, μεγάλη διαφορά μεταξύ του σώματος του Χριστού και του σώματος των άγιων. Γιατί, το θεανθρώπινο σώμα έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, ενώ το σώμα των αγίων αγιάζεται από την Χάρη του Θεού. Άλλωστε, γνωρίζουμε καλά από την παράδοση μας ότι ο άνθρωπος πάσχει την θέωση, ενώ ο Χριστός ποιεί την θέωση.

Εκεί πού αναπτύσσει ο Απόστολος Παύλος την διδασκαλία περί της αναστάσεως των νεκρών είναι η Α' προς Κορινθίους επιστολή του. Φαίνεται ότι μερικοί Κορίνθιοι ήταν επηρεασμένοι από φιλοσοφικές ιδέες για το ανθρώπινο σώμα. Ό Απόστολος Παύλος γράφει ότι αν δεν πρόκειται να αναστηθούν τα σώματα τότε ούτε ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών (Α' Κορ.ε'. 12-16). Έπειτα απαντά σε ερωτήματα τα οποία ενδεχομένως έθεταν οι Κορίνθιοι, για το πώς θα αναστηθούν οι νεκροί και τι σώμα θα έχουν (Α' Κορ. ιε', 35-41). Απαντώντας σε αυτά τα ερωτήματα φέρνει παράδειγμα από τον αισθητό κόσμο. Ό άνθρωπος σπέρνει ένα μικρό κόκκο και ο Θεός σε αυτόν τον κόκκο δίνει διαφορετικό σώμα. Το επιχείρημα είναι ότι ο άνθρωπος δεν φυτεύει σιτάρι, άλλα σπόρο και από τον σπόρο αυτόν εξάγεται διαφορετικό σώμα, ανάλογα με το σπέρμα. Αυτό θα συμβεί και κατά την ανάσταση των νεκρών, θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων, με την δύναμη του Χριστού, και, φυσικά, τα σώματα ενώ θα είναι τα ίδια, εν τούτοις θα έχουν διαφορετική λειτουργία. Οι νεκροί θα εγερθούν άφθαρτοι, γιατί, όπως χαρακτηριστικά λέγει, «δει το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσιαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Α' Κορ. ιε', 53).

Είναι πολύ σημαντικό ότι ό Απόστολος Παύλος παρουσιάζει λεπτομερέστατα την κατάσταση των σωμάτων κατά την ανάσταση των νεκρών. Γράφει στους Κορινθίους: «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη' σπείρεται εν ασθένεια, εγείρεται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (Α' Κορ. ιε', 43-44). Εδώ φαίνεται η διαφορά μεταξύ του σώματος προ και μετά τον θάνατο του ανθρώπου και του σώματος μετά την ανάσταση, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.

Στο αποστολικό αυτό χωρίο βλέπουμε τα τέσσερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού θα έχει το σώμα μετά την ανάσταση. Το ένα, ότι θα είναι άφθαρτο σε αντίθεση με το φθαρτό της διαλογικής ζωής. Το δεύτερο γνώρισμα, ότι θα είναι δοξασμένο σε αντίθεση με την ατιμία. Το τρίτο, ότι θα είναι δυνατό, σε αντίθεση με την ασθένεια, και το τέταρτο γνώρισμα, ότι θα είναι πνευματικό σε αντίθεση με το πρώτο, πού ήταν ψυχικό. Αυτό σημαίνει ότι ενώ το σώμα της διαλογικής ζωής ήταν φθαρτό, άτιμο, ασθενικό και ψυχικό, δηλαδή κυβερνώμενο από τις ψυχικές λειτουργίες, το σώμα της αναστάσεως θα είναι άφθαρτο, δοξασμένο, δυνατό και πνευματικό. Αν ερμηνεύσουμε την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου με βάση την πατερική παράδοση, μπορούμε να πούμε ότι τα σώματα των ανθρώπων μετά την ανάσταση τους θα είναι άφθαρτα, δεν θα έχουν ανάγκη τροφής και ύπνου, δεν θα υπόκεινται σε αλλοιώσεις. Οι Πατέρες λένε ότι θα είναι όπως το σώμα του Χριστού, πού εξήλθε από τον τάφο, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, πού εισερχόταν και εξερχόταν στο υπερώο, κεκλεισμένων των θυρών, δεν είχε ανάγκη τροφής, διήνυε μεγάλες αποστάσεις. κ.λ.π. Βέβαια, έφαγε ο Χριστός μετά την ανάσταση όχι γιατί το είχε ανάγκη, αλλά για να καταλάβουν οι μαθητές ότι δεν ήταν φάντασμα Ή τροφή εκείνη κάηκε από την Θεότητα Του, αφού δεν υπήρχε πεπτικό σύστημα και όλες οι διεργασίες, πού είναι γνωρίσματα της φθαρτότητος και της θνητότητος.

Και το σώμα των αμαρτωλών θα αποβάλει την φθαρτότητα και την θνητότητα, αλλά δεν θα είναι πνευματικό και δοξασμένο, όπως των αγίων. Και, φυσικά και των αγίων το σώμα θα έχει δόξα ανάλογα με την κατάσταση της ψυχής. Ό Απόστολος Παύλος θα πει: «αστήρ γαρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» (Α' Κορ. ιε'. 41). Όπως άλλο είναι το φως του ηλίου, άλλο το φως της σελήνης και άλλο των αστέρων, το ίδιο θα συμβαίνει και με την δόξα των αγίων. Ανάλογα με την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, πού απέκτησε ο άνθρωπος από αυτήν την ζωή θα ακτινοβολεί και στην αιώνια ζωή. Δεν πρόκειται για κάποια προσωποληψία εκ μέρους του Θεού, αλλά ο άνθρωπος θα λαμβάνει την χάρη ανάλογα με την χωρητικότητα Του. Ό Θεός θα ατελή την χάρη Του σε όλους και ο καθένας θα λάμπει και θα ακτινοβολεί ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να δούμε και το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι τότε θα αποκτήσουν μία ηλικία. Σε ένα τροπάριο ψάλλουμε: «και ηλικία μια πάντες γενήσονται». Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι θα αποκτήσουν την ηλικία ενός ώριμου ανθρώπου. Και το νήπιο πού κοιμήθηκε σε μικρή ηλικία, αλλά και εκείνος πού κοιμήθηκε σε βαθειά γηρατειά θα έχουν την ίδια ηλικία πού όπως λέγεται, θα είναι η ηλικία του Χριστού. Πάντως, είναι φυσικό να αποκτήσουν την ηλικία ενός ωρίμου ανθρώπου, πού βρίσκεται περίπου στην ηλικία των τριάκοντα ετών. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος σε ποίημα του γράφει ότι οι ψυχές των ανθρώπων, πού θα ενωθούν πάλι με τα σώματα τους, «εκάστη κατ' αξίαν ευρίσκει το κατάλυμμα φωτός ή σκότους πλήρες». Όσες άναψαν την λαμπάδα τους από αυτήν την ζωή θα είναι σε φως ανέσπερο και όσες ήταν ακάθαρτες και είχαν τα μάτια της καρδιάς τυφλά δεν πρόκειται να δουν το θειο φως. Και τα σώματα των αγίων θα είναι άγια σκεύη του Αγίου Πνεύματος. Όπως ήταν καθαρότατα εδώ, έτσι και θα εγερθούν δοξασμένα «λάμποντα, αστράπτοντα ως φως το θείον»8.

Θα μπορούσα να παραθέσω την διδασκαλία πολλών αγίων τόσο για την βεβαιότητα της αναστάσεως των σωμάτων και την αιώνια ζωή, όσο και για το πώς θα γίνει η ανάσταση τους. Θα αρκεστώ όμως στην παράθεση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την ανάσταση των σωμάτων, θα δούμε μερικές πτυχές αυτής της διδασκαλίας. Πιστεύω πώς είναι αρκετά διαφωτιστική και χαρακτηριστική. Κατ' αρχάς ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ότι, όταν ομιλούμε για ανάσταση ή αναβίωση ή μετακόσμηση, και όταν χρησιμοποιούμε πολλά αλλά ονόματα, χαρακτηρίζουμε το σώμα πού υπόκειται στην φθορά και όχι την ψυχή, η οποία, ως άφθαρτη, ανώλεθρη και αθάνατη, δεν πρόκειται να αναστηθεί, γιατί δεν πεθαίνει9. Ή ανάσταση των σωμάτων συνδέεται και με την ανάσταση όλων των μελών πού με ποικίλες αιτίες καταστράφηκαν. Κατά την ημέρα της αναστάσεως και το μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος το οποίο πριν από χιλιάδες χρόνια έφαγαν τα σαρκοβόρα πουλιά θα ευρέθη «μη λείπον». Αλλά και τα μέλη εκείνα τα οποία έφαγαν τα κήτη και τα σκυλόψαρα και όλα τα θαλάσσια ζώα θα συναναστηθούν με τον άνθρωπο. Τα σώματα πού κατέκαψε η φωτιά και κατέφαγαν τα σκουλήκια στους τάφους, και, γενικά, όλα τα σώματα τα οποία εξηφάνισε η φθορά, «ανελλιπή και ακέραια αναδοθήσεται εκ της γης»10. Επομένως, όλα τα ελλείποντα μέλη θα αναπληρωθούν και θα παρουσιασθεί ολόκληρος ο άνθρωπος. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε το δικό μας σώμα, το όποιο, όμως, δεν θα υπόκειται στην φθορά και τον θάνατο. Αυτό θα γίνει οπωσδήποτε γιατί συνδέεται με την δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό. Δεν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο για να πεθάνει, αλλά ο θάνατος είναι αποτέλεσμα και καρπός της αμαρτίας. Και εάν ο ποιμήν των προβάτων θέλει να είναι υγιές το κοπάδι του και σχεδόν αθάνατο, εάν ο βουκόλος με διάφορες θεραπείες θέλει να αυξάνει τα βόδια του, εάν ο γιδοβοσκός εύχεται να γεννούν οι αίγες του δίδυμα και όλοι αποβλέπουν σε κάτι ωφέλιμο, το ίδιο θέλει και ο Θεός. Είναι φανερό από αυτά τα παραδείγματα ότι ο Θεός θέλει να ανάπλαση «το φθαρέν ποίημα»11.Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης στην ομιλία του αυτή πού εξεφώνησε κατά την ημέρα του Πάσχα και αναφέρεται στην ανάσταση του Χριστού και την ανάσταση των σωμάτων, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, υποστηρίζει ότι θα γίνει οπωσδήποτε η ανάσταση των νεκρών, ότι δεν είναι αδύνατη για τον Θεό, και επί πλέον αναλύει τον τρόπο με τον όποιο θα γίνει. Είναι πολύ σημαντικά όσα λέγονται από τον άγιο Γρηγόριο, τα οποία θα παραθέσουμε με συντομία. Ή ανάσταση των σωμάτων δεν είναι αδύνατο να γίνει. Για πολλούς λόγους.

Π ρ ώ τ ο ν. Ό Θεός πού θα αναστήσει τα σώματα των νεκρών είναι ο ίδιος πού δημιούργησε τον άνθρωπο από το χώμα. Εμείς, λέγει ο άγιος Γρηγόριος, θεωρούμε δεδομένη την δημιουργία, όμως αν σκεφθούμε καλύτερα θα δούμε ότι είναι κάτι το θαυμαστό. Πραγματικά, πώς ο λεπτός χους συγκεντρώθηκε και έγινε σάρκα, και από το ίδιο το υλικό έγιναν τα οστά, το δέρμα, το λίπος και οι τρίχες, δηλαδή, πώς ενώ είναι μια σάρκα εμφανίζονται διαφορετικά τα μέλη. Περιγράφει την διαφορετική υφή κάθε μέλους του σώματος. αφού ο πνεύμονας είναι απαλός, το συκώτι τραχύ και κόκκινο, η καρδία σφικτό όργανο κ.λ.π. Ακόμη, είναι πολύ παράδοξο ότι η Εύα έγινε από ένα μικρό μέρος, από την πλευρά του Αδάμ. Πώς, δηλαδή, η πλευρά έγινε κεφαλή, πόδια, χέρια, κ.λ.π. Ό Θεός πού δημιούργησε τον άνθρωπο με αυτόν τον τρόπο έχει την δύναμη να τον αναδημιουργήσει πάλι και να διορθώσει το μέλος του σώματος πού εφθάρη. Άλλωστε, ο Ίδιος ο Θεός είναι ο δημιουργός και της πρώτης κτίσεως και της δευτέρας μετακοσμήσεως Γι' αυτό είναι γνώρισμα των ευγνωμόνων και σωφρονούντων να πιστεύουν σε αυτά πού λέγει ο Θεός και να μην εξετάζουν τους τρόπους και τα αίτια, τα οποία ξεπερνούν τις δυνάμεις τους12.

Δ ε ύ τ ε ρ ο ν. Τα διάφορα παραδείγματα πού υπάρχουν στην φύση δείχνουν ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο και αμήχανο γι' Αυτόν. Ή παντοδυναμία του Θεού φαίνεται στην ποικίλη και πολυσύνθετη φύση. Ολόκληρη η φύση κηρύττει μεγαλοφώνως το μεγαλείο του Θεού και την δύναμη Του. Οι αναστάσεις πού έκανε ο Χριστός, όπως του τετραημέρου Λαζάρου, του υιού της χήρας της Ναΐν και της θυγατρός του Ιαείρου, δείχνουν ότι είναι δυνατόν να αναστήσει κατά τον αυτόν τρόπο και όλους τους ανθρώπους, όταν εκείνος το θέληση. Ό τεχνίτης πού κατασκευάζει έναν ανδριάντα μπορεί να κατασκευάσει και άλλους. Έτσι και ο Χριστός πού ανάστησε τρεις ανθρώπους μπορεί να το κάνη και σε πολλούς άλλους. Γι' αυτό, στην ερώτηση, πώς ανασταίνονται οι νεκροί, άπαντα ερωτηματικώς: «πώς ο τετραήμερος ηγέρθη Λάζαρος;»13.

Όχι μόνον στην πρώτη δημιουργία, αλλά και στην συνέχεια, σε αυτήν πού συντελείται στην φύση φαίνεται η δύναμη και η παντοδυναμία του Θεού. Ξέρουμε ότι η γέννηση ενός ανθρώπου είναι καρπός της ενέργειας του Θεού. Δια της Χάριτος του Θεού ο άνθρωπος συλλαμβάνεται, κυοφορείται, γεννάται και μεγαλώνει. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι η ανάσταση των νεκρών μπορεί να γίνει κατά τον τρόπο πού γεννιέται ο άνθρωπος. Είναι αρκετά παράδοξο, κατά την ανθρώπινη λογική, πώς το σπέρμα, πού στην αρχή είναι άμορφο, αποκτά στην συνέχεια μορφή και δημιουργούνται τα επί μέρους μέλη του ανθρωπίνου σώματος. Αν από το άμορφο σπέρμα γίνεται ο άνθρωπος, δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστο η ύλη πού βρίσκεται στους τάφους και η οποία είχε μια μορφή ευθύς να ανακαινισθεί στην παλαιά διάπλαση και να γίνει πάλι ο χους άνθρωπος, όπως έγινε κατά την πρώτη δημιουργία14.

Μερικοί άνθρωποι θεωρούν απίθανη την εξανάσταση των σωμάτων και τον απαρτισμό του ανθρώπου μετά τον θάνατο, και θεωρούν πολύ φυσική την διάπλαση του εμβρύου και την ανάπτυξη του ανθρώπου με την φυσική του γέννηση. Άλλα, αν το δεύτερο είναι δυνατόν να γίνει, το ίδιο δυνατό είναι και το πρώτο αφού ο Ίδιος Θεός είναι πού δημιουργεί και το Ένα και το άλλο. Χρησιμοποιεί ακόμη και την περίπτωση του κεραμοποιού, ο οποίος είναι δυνατόν, όταν κατασκευάζει από τον πηλό ωραία αντικείμενα, μετά από μια διαδικασία, να εισέρχεται κάποιος στο εργαστήριο του και να τα καταστρέφει. Ό καλός κεραμεύς όμως αν θέλει μπορεί να επανόρθωση αυτό πού συνέβη, κατασκευάζοντας πάλι τα ίδια αντικείμενα όχι κατώτερα από ό,τι ήταν προηγουμένως. Είναι ανόητο να πιστεύουμε ότι ο κεραμοποιός, πού είναι τόσο μικρό κτίσμα της δυνάμεως του Θεού, μπορεί να κάνη κάτι τέτοιο και δεν πιστεύουμε ότι ο Θεός μπορεί να ανακαινίσει τον νεκρό.

Ό Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί την εικόνα του σπόρου του σιταριού πού πέφτει στην γη και πεθαίνει και από εκεί φυτρώνει ένα μεγάλο σιτάρι. Ό άγιος Γρηγόριος προσαρμόζει θαυμάσια αυτήν την εικόνα. Αφού αναλύει διεξοδικά τι γίνεται από εκείνο τον μικρό σπόρο σίτου και πόσα μυστήρια κρύπτει μέσα του, λέγει ότι είναι θαυμαστό πώς ένας ξηρός κόκκος σίτου όταν σαπίζει θαυματουργεί, αφού μόνος του πέφτει στην γη και φυτρώνει πλήθος. Ή ανακαίνιση του ανθρώπου είναι ευκολότερη από την ανακαίνιση του σιταριού. Ό άνθρωπος με την ανάσταση του δεν λαμβάνει τίποτε περισσότερο από εκείνο πού είχε15.

Οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποιούν πολλές εικόνες από την φύση και τις παρουσιάζουν στο ποίμνιο τους. Αυτό το βλέπουμε σε πολλές ομιλίες τους, και στην ομιλία του αγίου Γρηγορίου πού εξετάζουμε στο σημείο αυτό. Για να δείξει ότι είναι δυνατή η ανάσταση των νεκρών, αναλύει πολύ ωραία, ρεαλιστικά και παραστατικά, με  ζωηρά χρώματα και λογοτεχνικό ταλέντο, πώς τα δένδρα κατά την διάρκεια του χειμώνας είναι ξερά και με την έναρξη της ανοίξεως ανθοφορούν και γίνονται χώρος, όπου συγκεντρώνονται τα πουλιά, πού ευχαριστούν τον άνθρωπο. Ακόμη και τα ερπετά και τα φίδια κρύβονται κατά την χειμερινή νάρκη στην γη, και μόλις έλθει ο κατάλληλος καιρός και ακουσθεί μια βροντή πού αντηχεί σαν σύνθημα ζωής, τότε αναπηδούν και εκτελούν τις εργασίες τους. Όπως τα φίδια ξυπνούν από την νάρκη τους με την ακοή αυτής της βροντής της ζωής, το ίδιο και τα νεκρά σώματα των ανθρώπων θα δεχθούν τις ψυχές και θα αναστηθούν, όταν θα ακουσθεί η σάλπιγγα του Θεού. Κάνει μια θαυμάσια περιγραφή του ανθρώπου από την γέννηση μέχρι τον θάνατο του. Παρατηρεί ότι η ζωή των ανθρώπων, όπως και των ζώων, υφίσταται την αλλοίωση και την μεταβολή. Ό άνθρωπος, μετά την γέννηση του, διαδοχικά αυξάνεται, αποκτά διάφορες λειτουργίες, και καθώς μεγαλώνει και φθάνει στο τέρμα της ζωής του γίνεται πάλι βρέφος πού ψελλίζει, ανοητεύει και έρπει με τα χέρια και τα πόδια, όπως στην αρχή της ζωής του. Όλα αυτά δείχνουν ότι και προ του θανάτου ο άνθρωπος δέχεται μεταβολές επί μεταβολών, αλλοιώσεις και ανακαινίσεις16. Αυτό, φυσικά, θα γίνει και κατά την ανάσταση. Εφ' όσον το φθαρτό φθείρεται με τον νόμο της φθοράς, πολύ περισσότερο θα ανακαινισθεί με την δύναμη και την ενέργεια του Θεού. Αλλά και ο ύπνος, πού είναι αναγκαίος για την καθημερινή μας ξεκούραση, καθώς επίσης και η έγερσή μας από τον ύπνο, δείχνουν το μυστήριο της αναστάσεως των νεκρών. Άλλωστε, ο ύπνος είναι εικόνα του θανάτου και η εγρήγορση είναι εικόνα της αναστάσεως. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τον ύπνο αδελφό του θανάτου, γιατί ο άνθρωπος τότε μοιάζει σαν νεκρός, αναίσθητος. Δεν αναγνωρίζει φίλους και εχθρούς, δεν παρατηρεί όσους βρίσκονται γύρω του, γι' αυτό και μπορεί κανείς εύκολα να βλάψει τους κοιμισμένους. Όταν ξυπνά ο άνθρωπος ανακτά βαθμιαία τις δυνάμεις του και φαίνεται σαν να έχει ζωντανεύσει. Αν στον άνθρωπο γίνονται αλλοιώσεις και εκστάσεις, κατά την διάρκεια της ημέρας και της νύκτας, είναι πολύ ανόητο και φιλόνικο να μην πιστεύουμε στον Θεό πού επαγγέλλεται «τον έσχατον ανακαινισμόν»17.

Από όλα αυτά τα παραδείγματα φαίνεται ότι είναι πολύ φυσικό γεγονός η ανάσταση των σωμάτων. Όπως θεωρούμε φυσικό γεγονός την γέννηση του ανθρώπου, τις εναλλαγές στην φύση, την αύξηση των φυτών και, γενικά, όπως θεωρούμε φυσικά όλα τα γεγονότα πού συμβαίνουν στην φύση, άλλο τόσο φυσικό πρέπει να θεωρήσουμε την ανακαίνιση και αναδημιουργία του ανθρώπου, την ανάσταση των σωμάτων. Γιατί ο Θεός πού έκανε τα πρώτα, μπορεί να κάνη και τα έσχατα.

Τ ρ ί τ ο ν. Το σώμα μετά την έξοδο της ψυχής από αυτό δεν καταστρέφεται ολοσχερώς. Διαλύεται μεν «εις τα εξ ων συνετέθη», αφού αποτελείται από τέσσερα στοιχεία, το νερό, τον αέρα, το πυρ και την γη, αλλά όμως δεν εξαφανίζεται. Σε άλλο κεφάλαιο είδαμε τις απόψεις του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ότι η ψυχή, καίτοι χωρίζεται από το σώμα, εν τούτοις όμως θυμάται τα στοιχεία και τα μέλη του σώματος της, εφάπτεται με αυτά και στον κατάλληλο καιρό, με την δύναμη του Θεού, θα τα συγκέντρωση και θα αποτελεστεί το πνευματικό σώμα. Αυτό δείχνει ότι, παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν καταργείται η υπόσταση. Στην ομιλία αυτή πού μελετάμε, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το σώμα δεν αφανίζεται ολοσχερώς αλλά διαλύεται στα στοιχεία από τα οποία αποτελέσθηκε, «και εστίν εν ύδατι και αέρι και γη και πυρί». Το ότι παραμένουν τα πρωτότυπα στοιχεία και προσχωρούν σε αυτά όσα προέρχονται από εκείνα, μετά την διάλυση του σώματος, δείχνει ότι μέσα στα γενικά σώζονται και τα επί μέρους. Και όταν ακόμη τα τέσσερα αυτά στοιχεία, από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος, προσχωρήσουν στα πρωτότυπα τους, και πάλι, σωζόμενα τα πρωτότυπα, σώζονται και τα ειδικά, τα επί μέρους. Ξέρουμε πολύ καλά ότι όλος ό κόσμος έγινε από το μηδέν, από μη υπάρχουσα ύλη. Αν στον Θεό είναι εύκολο να ξαναδημιουργήσει κάτι από το μηδέν, είναι ευκολότερο να δημιουργήσει από τα υπάρχοντα στοιχεία. Έτσι, αφού υπάρχουν αυτά τα πρωτότυπα, είναι δυνατόν στον Θεό να κατασκευάσει πάλι τον άνθρωπο18.

Τ ε τ α ρ τ ο ν. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης για την ανάσταση των σωμάτων χρησιμοποιεί και παραδείγματα από τις απόψεις των ανθρώπων της εποχής του. Πολλοί θεωρούσαν και θεωρούν πολύ φυσικό να μεταβαίνουν τα γνωρίσματα των σωμάτων πού σάπισαν, στους απογόνους τους, και ακόμη γνωρίσματα ξένων σωμάτων να μεταδίδωνται σε άλλα σώματα, και όμως δεν πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να ανανεωθούν τα ίδια γνωρίσματα σε αυτούς πού τα είχαν κάποτε δικά τους. Θα παραθέσω τον λόγο του άγιου Γρηγορίου Νύσσης, γιατί είναι άξιος παρατηρήσεως. Λέγει ότι είναι ακατανόητο «...τα δε ίδια και εξαίρετα περί αυτών των ποτέ κεκτημένων ανανεούσθαι και αναβιώσκεσθαι μη συνομολογείν»19. Παρατηρώντας αυτό το χωρίο, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι κατά την ανάσταση των σωμάτων οι άνθρωποι θα παραλάβουν το δικό τους σώμα με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα, αλλά όμως μεταμορφωμένα. Αφού το σώμα θα αναστηθεί «εν δυνάμει και αφθαρσία» σημαίνει ότι δεν θα έχει επάνω του τα στίγματα της φθοράς, της θνητότητας και της ασθενείας. Φυσικά, περισσότερες λεπτομέρειες δεν γνωρίζουμε πάνω σε αυτό το θέμα. αλλά νομίζω όσα παρατέθηκαν είναι πολύ εκφραστικά.

Π έ μ π τ ο ν. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης όμως, επιμένει πολύ ότι είναι αναγκαία η ανάσταση των νεκρών και για την καλή διαβιωοη των ανθρώπων. Γιατί, αν ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής, τότε ο φονιάς, ο μοιχός, ο πλεονέκτης, ο επίορκος, ο ψεύτης, ο άσπλαχνος θα γίνονται χειρότεροι, θα αυξάνονται στην κακία. Αν δεν υπάρχει ανάσταση, δεν υπάρχει κρίση. Αν δεν υπάρχει κρίση, τότε χάνεται και ό φόβος του Θεού και, φυσικά, όπου δεν σωφρονίζει ο φόβος, «εκεί χορεύει μετά της αμαρτίας ο διάβολος»20.

Έτσι, όταν η Εκκλησία μιλάει για την μέλλουσα ζωή και το δικαστήριο, αυξάνει στους ανθρώπους τον φόβο του Θεού. Αυτός ο φόβος εξανθρωπίζει περισσότερο την ζωή. Γι' αυτό, η διδασκαλία περί του θανάτου και της αναστάσεως των σωμάτων κάνει τον άνθρωπο κοινωνικό στοιχείο. Όποιος εκδιώκει τον φόβο, αυτός γίνεται υποχείριος των δαιμόνων, παίγνιο όλων των παθών. Το συμπέρασμα είναι ότι θα γίνει ανάσταση των νεκρών. Αυτό μαρτυρεί ο λόγος του Θεού, αυτό μας απεκάλυψε ο Θεός, αυτό επιβεβαιώνουν οι άγιοι με την ζωή και την διδασκαλία τους, αυτό μαρτυρεί και η ανθρώπινη πείρα. Γι' αυτό και στεκόμαστε με σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα. Το σεβόμαστε, το αγαπούμε, αγωνιζόμαστε να καθαριστούμε από τις αμαρτίες, ώστε και αυτό να δοξαστεί. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ησυχασμός των λεγομένων νηπτικών Πατέρων απέβλεπε και στο σώμα, το όποιο τιμούμε πολύ. Αυτό παρατηρούμε στα έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Ό σεβασμός στο ανθρώπινο σώμα εκδηλώνεται και στον ενταφιασμό του. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υιοθετείται η καύση ή η αποτέφρωση των σωμάτων, αλλά ο ενταφιασμός τους. Βέβαια, όπως είπαμε προηγουμένως, κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, και όσων τα σώματα κάηκαν, θα αναστηθούν, αλλά αν ο άνθρωπος με την δική του θέληση επιθυμεί την καύση του σώματος του δείχνει ότι δεν πιστεύει στην ανάσταση του. Δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι, εκεί πού επικράτησε η καύση των σωμάτων, επικρατούσαν αντιλήψεις ότι το σώμα είναι φυλακή της ψυχής, πού πρέπει να αποβληθεί, για να ελευθερωθεί η ψυχή. Εμείς σεβόμαστε το σώμα. το ενταφιάζουμε και περιμένουμε την ανάσταση του. Οι άγιοι κοιμούνται με την νοσταλγία της αναστάσεως. Ομολογούν «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».

3. Ή μέλλουσα κρίση

Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και η ανάσταση των νεκρών συνδέεται στενά με την μέλλουσα κρίση, το λεγόμενο μελλοντικό δικαστήριο. Όλοι οι άνθρωποι θα παραστούν ενώπιον του φοβερού βήματος του Χριστού. Στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι ο Χριστός θα έλθει μετά δόξης «κρίναι ζώντας και νεκρούς». Αυτή η πεποίθηση αποτελεί κεντρική διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως θα διαπιστώσουμε στα επόμενα. Μάλιστα, σε όλες τις λατρευτικές συνάξεις και στην θεια Λειτουργία γίνεται λόγος για την παράσταση μπροστά στον θρόνο του Θεού. Ό ιερεύς εύχεται: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν άπολογίαν την επί του φοβερού βήματος του Χριστού, αιτησώμεθα».

Θα δοθεί στην συνέχεια ευκαιρία να τονίσουμε ότι, καίτοι χρησιμοποιούμε εικόνες μέσα από δικαστήρια, όμως η κρίση θα έχει περισσότερο χαρακτήρα αποκαλύψεως και φανερώσεως της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Άλλωστε, όλες οι χρησιμοποιούμενες εικόνες έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Ό Χριστός και οι άγιοι, όπως θα δούμε, κάνουν χρήση τέτοιων εικόνων για να δώσουν στους ανθρώπους να καταλάβουν παραστατικά την φοβερή εκείνη ημέρα, κατά την οποία θα δουν την πραγματικότητα. Επομένως, χωρίς να καταργούμε τις εικόνες, πρέπει να εισχωρούμε στην ουσία τους και το εσωτερικό τους περιεχόμενο. Κατά τον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο «πολύς... ο περί της κρίσεως λόγος και δυσερμήνευτος, ότι ου περί ενεστώτων και δρωμένων εστίν, αλλά περί μελλόντων και αοράτων». Τα παρόντα είναι ορώμενα, τα μέλλοντα είναι αόρατα, γι' αυτό και απαιτείται καθαρότητα νοός, πολλή προσευχή και πολλή σπουδή21.

Στην Αγία Γραφή γίνεται πολύς λόγος για την μέλλουσα κρίση, η οποία είναι αφετηρία για την αιώνια ζωή και την αιώνια Κόλαση. Είναι γνωστές οι παραβολές πού είπε ό Χριστός, των Δέκα Παρθένων, των ζιζανίων και των γάμων. Δεν είναι εύκολο και δυνατό να αναλύσουμε όλα αυτά τα στοιχεία. Όμως θα παραθέσουμε τα πιο ενδεικτικά.

Ό Χριστός διαβεβαίωσε τον λαό ότι Αυτός θα κρίνει τους ανθρώπους στον μέλλοντα αιώνα. «Ουδέ ο Πατήρ κρίνει ουδένα, αλλά την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω υιώ» (Ίω. ε'. 22). Και αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από το γεγονός ότι ο Χριστός είναι το πρωτότυπο του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος είναι εικόνα του Χριστού, αλλά και δια του Χριστού έγινε η αναγέννηση του ανθρώπου. Αυτός ενηνθρώπησε, έπαθε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε. Αυτός, λοιπόν, θα είναι ο κριτής των ανθρώπων. Ό Απόστολος Πέτρος σε ομιλία του δήλωσε ότι έλαβε εντολή από τον Χριστό να κήρυξη, ότι Αυτός θα είναι ό κριτής των ανθρώπων. «Και παρήγγειλεν ήμιν κηρύξαι τω λαω και διαμαρτύρασθαι ότι αυτός εστίν ο ωρισμένος υπό του Θεού κριτής ζώντων και νεκρών» (Πράξ. ι'. 42). Την ίδια διδασκαλία κηρύττει και ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο, όταν είπε: «έστησεν ημέραν εν ή μέλλει κρίνειν την οίκουμένην εν δικαιοσύνη, εν άνδρι ω ώρισε, πίστιν παράσχων πάσιν, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών» (Πράξ. ιζ', 31).

Στα αποστολικά αυτά χωρία φαίνεται ότι ο Χριστός θα είναι ο κριτής των ανθρώπων. Παράλληλο χωρίο του Αποστόλου Παύλου είναι ή προτροπή του στον μαθητή του Τιμόθεο: «Διαμαρτύρομαι ουν εγώ ενώπιον του Θεού και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του μέλλοντος κρίνειν ζώντας και νεκρούς κατά την επιφάνεια αυτού και την βαοιλείαν αυτού» (Β' Τιμ. δ', 1). Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού λέγεται επιφάνεια και βασιλεία, πού συνδέεται με την κρίση νεκρών και ζώντων, όσων, δηλαδή, πέθαναν προηγουμένως και όσων θα ζουν εκείνη την ώρα. Ή σύνδεση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού με τον θρόνο δείχνει και το μεγαλείο του Θεού και την εξουσία του Χριστού να κρίνει τους ανθρώπους, αλλά και τον φόβο των ανθρώπων ενώπιον της κρίσεως και του κριτού. Ό Χριστός χρησιμοποίησε αυτήν την εικόνα όταν είπε ότι μετά την έλευση Του με τους αγγέλους «καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού» (Ματθ. κε', 31).

Ό θρόνος, πού είναι σύμβολο του Θεού και της δόξης Του, αλλά και της εξουσίας πού έχει πάνω στους ανθρώπους, έχει την προέλευση του στην λατρεία των θεοτήτων της αρχαιότητος, και του Θεού - αυτοκράτορος των Ρωμαίων, αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη. καθώς επίσης και στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Ήδη ο Προφητάναξ Δαυίδ γράφει σε έναν ψαλμό του: «ητοίμασεν εν κρίσει τον θρόνον αυτού και αυτός κρίνει την οικουμένην εν δικαιοσύνη» (Ψαλμ. θ', 8-9). Υπάρχει δε μια παράσταση, πού λέγεται «ετοιμασία του θρόνου», η οποία συνδέθηκε με τον Γολγοθά. Από τον ΙΑ΄ αιώνα η παράσταση της «ετοιμασίας του θρόνου» συνδέθηκε με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και το μελλοντικό δικαστήριο22. Ή έννοια του θρόνου, πού υπενθυμίζει τον αυτοκρατορικό θρόνο και τα δικαστήρια, συνδέθηκε στενά με την κρίση ζώντων και νεκρών από τον Χριστό και την συναντούμε σε πολλά χωρία των επιστολών του Αποστόλου Παύλου. Αναφερόμενος ο Απόστολος στο γεγονός ότι όλοι είμαστε ικέτες, δούλοι του Χριστού και δεν πρέπει να κρίνουμε τους άλλους, βεβαιώνει: «πάντες γαρ παραστησόμεθα τω βήματι του Χριστού» (Ρωμ. ιδ'. 10). Οι Χριστιανοί της Ρώμης, στους οποίους λέγεται αυτό. είχαν γνώση και πείρα τι σημαίνει θρόνος του αυτοκράτορος και του δικαστού. Το ιδιο λέγει και στους Χριστιανούς της Κορίνθου: «τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσητε έκαστος τα δια του σώματος προς α έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν» (Β' Κορ. ε', 10).

Επειδή θα συντελεσθεί η τελική κρίση των ανθρώπων, και επειδή ο πραγματικός Κριτής είναι ο Χριστός γι' αυτό οι Χριστιανοί πρέπει να αποφεύγουν να κρίνουν τους συνανθρώπους τους, τους άλλους αδελφούς τους. Γράφει ό Απόστολος Παύλος: «ο δε ανακρίνων με Κύριος εστίν, ώστε μη προ καιρού τι κρίνετε, έως αν έλθει ο Κύριος, ός και φωτίσει τα κρυπτά του σκότους και φανερώσει τάς βουλάς των καρδιών» (Α' Κορ. δ', 5). Στο χωρίο αυτό εκτός του ότι λέγεται ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός κριτής των ανθρώπων, συγχρόνως παρουσιάζεται και ο τρόπος με τον οποίο θα κρίνει. Αυτός πού είναι το φως το αληθινό, με την εμφάνιση Του θα αποκάλυψη όλα τα κρυπτά του σκότους και θα φανέρωση όλες τις δούλες και τις επιθυμίες πού υπάρχουν στην καρδιά. Σε άλλο σημείο ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στην κρίση πού θα γίνει από τους αγίους. Γράφει: «Ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούσι;» (Α' Κορ.στ', 2). Αυτό το χωρίο δείχνει πάλι τον τρόπο πού θα γίνει η Κρίση. Δεν πρόκειται για ένα κοσμικό δικαστήριο όπου θα απαγγελθεί η κατηγορία, και θα υπάρχουν μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, και στην συνέχεια θα ακουσθεί η απόφαση. Ή εικόνα του μελλοντικού δικαστηρίου είναι παρμένη από την δικαστική εξουσία, αλλά το περιεχόμενο της είναι διαφορετικό. Ή εμφάνιση του ηλίου της δικαιοσύνης θα αποκαλύψει τα πάντα, όλοι θα απογυμνωθούν από τα εξωτερικά γνωρίσματα, καθώς επίσης θα γίνει σύγκριση μεταξύ των αγίων και των αμαρτωλών. Με αυτήν την έννοια λέγεται ότι και οι άγιοι θα κρίνουν τον κόσμο. Όλα αυτά θα τα δούμε στην συνέχεια, όταν θα κάνουμε λόγο για το πώς οι Πατέρες ερμηνεύουν τα χωρία της Αγίας Γραφής, πού αναφέρονται στην μέλλουσα κρίση.

Είναι γνωστή η παραβολή των γάμων, πού είπε ο Χριστός. Όταν ο βασιλεύς εισήλθε στον χώρο πού ήταν οι κεκλημένοι για τους γάμους του υιού του, είδε και κάποιον πού δεν είχε ένδυμα γάμου. Αφού τον επέπληξε, λέγοντας «εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου», διέταξε να του δέσουν χέρια και πόδια και να τον ρίψουν στο εξώτερο πυρ, οπού θα είναι «ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. κβ', 1-14). Κατά την ερμηνεία της παραβολής αυτής, πού κάνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο γάμος αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και στην Βασιλεία των Ουρανών. Ή είσοδος του Βασιλέως, πού είναι ο Θεός, είναι «η κατά τον καιρόν της μελλούσης κρίσεως έκφανσις». Το ένδυμα του πνευματικοί γάμου πού ήταν απαραίτητο για τους προσκεκλημένους, είναι  αρετή. Και, φυσικά, όταν μιλούν οι άγιοι Πατέρες για την αρετή, εννοούν τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος και όχι μια επιφανειακή ανθρώπινη αρετή. Εκείνος πού δεν θα έχει το ένδυμα των αρετών όχι μόνον θα είναι ανάξιος της Βασιλείας του Θεού, αλλά και θα τιμωρηθεί. Όχι μόνον η ψυχή θα αποδειχθεί ανάξια της παστάδος εκείνης, αλλά και το σώμα, αν δεν έζησε με εγκράτεια, αγνεία και σωφροσύνη. Ή τιμωρία του μη έχοντος ένδυμα γάμου συνδέεται με την απομάκρυνση του από την κατοικία και την συναυλία των ευφραινομένων. Πρόκειται βασικά για χωρισμό από τον Θεό, και την μη μέθεξη της Χάριτος Του. Το ότι δένονται τα χέρια και τα πόδια, κατά διαταγή του Βασιλέως, δηλώνει την σύσφιγξη του ανθρώπου από σειρές αμαρτιών, πού συμβαίνει από την ζωή αυτή. Ή αφόρητη οδύνη και ο μεγάλος πόνος πού αισθάνεται ο άνθρωπος με την διάπραξη της αμαρτίας από τώρα, θα συνεχισθεί και στην άλλη ζωή. Το ότι εκβάλλεται στο πυρ το εξώτερο δείχνει το «πορωτέρω Θεού γινόμενος, ως μη φωτός έργα πράξας ενθάδε». Εφ' όσον από την ζωή αυτή δεν έπραξε έργα φωτός, δεν μπορεί να μεθέξη του φωτός, κατά την ημέρα εκείνη. Αυτό δηλώνει η φράση ότι αποχωρίζεται από τον Θεό. Το σκότος στο όποιο θα οδηγηθεί είναι συνώνυμο με το άσβεστο πυρ, τους ακοίμητους σκώληκας, τον κλαυθμό και τον βρυγμό των οδόντων. Όλα αυτά δείχνουν «τάς επικείμενος και ψυχής και σώματος καθαπτομένας αφόρητους οδύνας» και τις θρηνώδεις κραυγές από την ανωφελή και ατελείωτη μεταμέλεια, δηλαδή θα μετανοιώνουν για τα έργα πού έπραξαν αλλά δεν θα είναι δυνατόν ποτέ να παρηγορηθούν, να ολοκληρωθεί η μετάνοια23.

Ή περικοπή της μελλούσης κρίσεως είναι ανεπανάληπτη και εκφραστικότατη και επειδή είναι διδασκαλία του Χριστού είναι πέρα ως πέρα αυθεντική. Κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει και να θέλει να λέγεται Χριστιανός. Και αυτό γιατί ο λόγος περί της κρίσεως προέρχεται από το αδιάψευστο στόμα του Χριστού (Ματθ. κε', 31-46). Δεν θα παρουσιάσουμε το κείμενο του Ευαγγελίου πού περιγράφει την μέλλουσα κρίση, αλλά θα αναφερθούμε στην ερμηνεία πού κάνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, και μέσα από την ερμηνεία της θα δούμε και τα σχετικά γεγονότα. Ερχόμενος ο Χριστός μετά δόξης και με τους αγγέλους Του, θα χωρίσει τους ανθρώπους, όπως το κάνει ο ποιμήν, και οι μεν δίκαιοι θα τοποθετηθούν στα δεξιά Του, οι δε αμετανόητοι αμαρτωλοί στα αριστερά Του. Ή κρίση θα γίνει με βάση την αγάπη ή το μίσος πού έδειξαν απέναντι στους αδελφούς τους, πού βρίσκονταν σε δύσκολες περιστάσεις. Το ερώτημα είναι, γιατί το μόνο κριτήριο είναι η ελεημοσύνη; Και είναι τελικά δίκαιο να σωθούν οι άνθρωποι από την ελεημοσύνη, ενώ άλλοι να κατακριθούν στον αιώνιο θάνατο, μόνο και μόνο επειδή δεν έδειξαν συμπάθεια στους συνανθρώπους τους; Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναλύει θαυμάσια την περικοπή μέσα από την όλη εκκλησιαστική εμπειρία. Λέγει ότι οι δίκαιοι θα απολαύσουν την Βασιλεία του Θεού όχι απλώς για μια μικρή ελεημοσύνη, την οποία επέδειξαν, αλλά για την όλη τους αναγεννημένη ύπαρξη. Αυτό φαίνεται από τρία πράγματα.

Πρώτον, από το ότι αποκαλούνται πρόβατα. Με τον ορό αυτόν δείχνει ότι είναι δίκαιοι, πραεϊς, επιεικείς και βάδισαν την ομαλή και πεπατημένη οδό των αρετών, ακολούθησαν, δηλαδή, τον Χριστό, πού είναι ο πραγματικός Ποιμήν των ανθρώπων. Και όχι μόνο τον ακολούθησαν, αλλά ομοιώθηκαν με Αυτόν, πού είναι ο αμνός του θεοί. Αυτό σημαίνει και ότι τήρησαν σε όλη τους την ζωή τις εντολές του Θεού, αλλά και ότι ήταν διαρκώς έτοιμοι «εις τον υπέρ του καλού θάνατον». Από αυτούς άλλοι είναι υιοί του Θεού, επειδή είναι φύλακες «της εκ Θεού μυστικής αναγεννήσεως», και άλλοι μισθωτοί, γιατί απέκτησαν την Χάρη πάλι με τους ίδρωτες της μετανοίας και της ταπεινώσεως.

Δεύτερον, οι δίκαιοι έζησαν στην ζωή τους την αγάπη πού είναι πλήρωμα νόμου, είναι η αρετή πού υπέρκειται όλων των άλλων αρετών και αποτελεί την κεφαλή τους. Ή φιλανθρωπία είναι έκφραση του αναγεννημένου ανθρώπου, ιδίως μάλιστα όταν ή φιλανθρωπία γίνεται μέσα στα πλαίσια της φιλοθεΐας.

Τρίτον, οι δίκαιοι χαρακτηρίζονται και από την ταπείνωση. Γιατί, καίτοι ο Χριστός τους υπενθυμίζει τι έκαναν, αυτοί δεν το αισθάνονται. Ή ταπείνωση συνδέεται με την αγάπη. Οι δίκαιοι αισθάνονται ανάξιοι των επαίνων. Επομένως, οι δίκαιοι με όλα αυτά τα γνωρίσματα δείχνουν ότι ήταν ενωμένοι με τον Θεό, αναγεννημένοι πνευματικά. Το αντίθετο συμβαίνει με τους αμαρτωλούς, πού θα σταθούν στα αριστερά του Χριστού. Δεν καταδικάζονται απλώς για τις παραλείψεις μερικών μικρών έργων αγάπης και φιλανθρωπίας, αλλά για τους αντίθετους λόγους, για τους οποίους επαινέθηκαν οι δίκαιοι.

Πρώτον, αποκαλεί τους αμαρτωλούς ερίφια, «ως θρασείς και άτακτους και κατά κρημνών φερομένους της αμαρτίας». Όπως τα κατσίκια ανεβαίνουν σε κρημνώδεις τόπους, το ίδιο παρατηρεί κανείς στους αμαρτωλούς. Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί δεν απέκτησαν το φρόνημα του Χριστού, δεν έγιναν πρόβατα πού καθοδηγούνται από τον αληθινό ποιμένα, αλλά προτίμησαν την άτακτη και θρασεία ζωή, δεν ομοιώθηκαν με τον αμνό του Θεού, πού σημαίνει δεν απέκτησαν το θυσιαστικό ήθος για τους αδελφούς τους.

Δεύτερον, δεν έδειξαν φιλανθρωπία και αγάπη, πού σημαίνει ότι δεν είχαν αναγεννηθεί από το Πανάγιο Πνεύμα. Αντίθετα έδειξαν μίσος. Όπως η αγάπη είναι πλήρωμα όλων των αρετών, έτσι και το μίσος και τα έργα του μίσους, ο ασυμπάθητος τρόπος, και η αμετάδοτη γνώμη, «πλήρωμα εστί της αμαρτίας». Καταδικάζονται οι αμαρτωλοί από την μισανθρωπία, γιατί από αυτήν ακολουθούν όλες οι κακίες.

Τρίτον, οι αμαρτωλοί διακρίνονται για την υπερηφάνεια, πού είναι συνδεδεμένη με τον ασυμπαθή τρόπο. Και τότε πού κατηγορούνται για την ασυμπάθειά τους, αντί να προσέλθουν ταπεινωμένοι, αντιλέγουν και δικαιώνουν τον εαυτό τους. Δείχνει ότι η μισανθρωπία είχε γίνει φύση τους. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι μεν δίκαιοι εισέρχονται στην Βασιλεία των Ουρανών, οι δε αμαρτωλοί αποστέλλονται στην Κόλαση.

Αναλύοντας αυτό το σημείο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι οι δίκαιοι απολαμβάνουν την αιώνια ζωή: «ζωήν έξουσι και περισσόν έξουσι». Ή «ζωή» αναφέρεται στην συνύπαρξη με τον Θεό, το «περισσόν» δηλώνει ότι είναι υιοί και κληρονόμοι της Βασιλείας του Θεού, δηλαδή μετέχουν της ίδιας δόξης και βασιλείας. Οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη Θεού. Ταυτόχρονα, θα συνυπάρχουν με τους δαίμονες και θα παραδοθούν στο κολαστικό πυρ24.

Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, ερμηνεύοντας αυτήν την περικοπή, λέγει ότι ο Χριστός αναφέρεται σε κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Το ότι ελέγχει τους αμαρτωλούς, επειδή πεινούσε και δεν τον έθρεψαν ή διψούσε και δεν του έδιναν νερό να πιει, σημαίνει ότι πεινούσε την σωτηρία τους και αυτοί δεν ανταποκρίνονταν. Ό άνθρωπος με την δημιουργία του από τον Θεό, ως κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Του, και με την είσοδο του στην Εκκλησία, πού είναι το Σώμα του Χριστού, είναι στενά συνδεδεμένος με τον Θεό. Ιδίως με τα μυστήρια ο άνθρωπος γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού. Όταν λοιπόν, δεν ζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού τότε είναι σαν να αφήνει πεινασμένο και διψασμένο τον Χριστό.

Αναλύοντας αυτήν την σκέψη του, ο άγιος Συμεών λέγει ότι ο Χριστός πείνασε την επιστροφή και μετάνοια του ανθρώπου και εκείνος δεν ικανοποίησε την πείνα Του. Έδίψησε την σωτηρία του, και δεν του έδωσε την δυνατότητα να την γευθεί. Ήταν γυμνός από τις ενάρετες πράξεις του, και δεν τον έντυσε, γιατί, αφού ο Χριστιανός είναι μέλος του Χριστού, όταν στερείται αυτών των αρετών είναι σαν να αφήνει γυμνά και έκθετα τα μέλη Του. Ήταν κλεισμένος στην στενή, ακάθαρτη και σκοτεινή φυλακή της καρδίας του, και δεν θέλησε να τον επισκεφθεί ή να τον εξαγάγει στο φως. Γνώριζε ο Χριστιανός ότι ο Χριστός ήταν ασθενής, λόγω της ραθυμίας και της απραξίας του (του Χριστιανού), και δεν τον διακόνησε δια των αγαθών έργων και πράξεων25.

Πραγματικά, ο Χριστός θέλει την σωτηρία του ανθρώπου, πού είναι δικό του δημιούργημα και από αγάπη έπαθε πολλά για την σωτηρία του. Συγχρόνως. με το άγιο Βάπτισμα ο Χριστιανός είναι μέλος του σώματος Του. Και όταν δεν ανταποκρίνεται σ' αυτήν την επιθυμία του Χριστού και παραμένει στο σκοτάδι της αμαρτίας, τότε αυτοκαταδικάζεται. Κάνει εντύπωση αυτό πού λέγει, ότι βρίσκεται μέσα στην στενή, σκοτεινή και βρωμερή φυλακή της καρδίας. Πραγματικά, με το άγιο Βάπτισμα, η Χάρη του Θεού παραμένει μέσα στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου. Με τις αμαρτίες όμως τις όποιες διαπράττουμε, μετά την είσοδο μας στην Εκκλησία, καλύπτεται η θεία Χάρη. Έτσι ο Χριστός μοιάζει σαν φυλακισμένος μέσα στην καρδιά. Αυτό ακριβώς θα είναι και η Κόλαση του ανθρώπου. Συναφής με αυτά είναι και ή ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην παραβολή των Δέκα Παρθένων, πού είπε ο Χριστός. Κατά την παραβολή, οι πέντε φρόνιμες παρθένες πού είχαν λάδι μαζί με τις λαμπάδες τους, εισήλθαν στους γάμους, ενώ οι πέντε μωρές παρθένες, πού δεν είχαν λάδι, δεν αξιώθηκαν αυτής της μεγάλης χαράς (Ματθ. κε', 1-13).

Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, η είσοδος στην Βασιλεία του Θεού, είναι συνάρτηση της παρθενίας, όχι απλώς του σώματος, αλλά κυρίως της ψυχής. Αυτήν την ψυχική παρθενία μπορούν όλοι να την βιώσουν. Ή παρθενία εξασκείται με την άσκηση, την εγκράτεια και τους ποικίλους αγώνες των αρετών. Χρειάζονται όμως και χέρια πού θα κρατούν τις αναμμένες λαμπάδες, καθώς επίσης και λάδι. Τα χέρια είναι το πρακτικό της ψυχής, δηλαδή η μετάνοια, η προσπάθεια για την κάθαρση της ψυχής. Λαμπάδες αναμμένες είναι ο οικείος νους μέσα στον oποιο θα υπάρχει η εμμέριμνος γνώση, πού στηρίζεται στο πρακτικό της ψυχής και αφιερώνεται δια βίου στον Θεό και συνάπτεται με τις ελλάμψεις πού προέρχονται από Εκείνον. Φαίνεται εδώ ότι πρόκειται για την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό του νοός. Ή νοερά προσευχή, η ακατάπαυστη κοινωνία με τον Θεό, συνδέεται με τις ελλάμψεις πού προέρχονται από τον Θεό. Χρειάζεται όμως και άφθονο λάδι. πού είναι η αγάπη, η οποία είναι η κορυφή όλων των αρετών26.

Με αυτά πού αναφέραμε ως τώρα, αναλύοντας ενδεικτικά μερικά χωρία πού αναφέρονται στην κρίση και το μελλοντικό δικαστήριο, σύμφωνα με την ερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας, φαίνεται ότι η μέλλουσα κρίση δεν είναι μια τυπική δικαστική διαδικασία, όπως την συναντούμε στα δικαστήρια, αλλά έκφραση και αποκάλυψη, δια του Χριστού, της εσωτερικής πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Ό αναγεννημένο από το Πανάγιο Πνεύμα θα φανεί τότε καθαρά σε όλους τους ανθρώπους, θα αποκαλυφθεί η συγγένεια του με τον Χριστό πού θα λάμπει και θα ακτινοβολεί ενώ ο μη αναγεννημένος, και μάλιστα εκείνος πού έχει σκοτεινό και αφώτιστο νου, θα αποκαλυφθεί σε όλους τους ανθρώπους, αφού δεν θα έχει μέθεξη Θεού. Όπως η εμφάνιση του αισθητού ήλιου αποκαλύπτει τα πάντα, έτσι και η έλευση του αληθινού ηλίου της δικαιοσύνης θα είναι πραγματική αποκάλυψη των εσωτερικών διαθέσεων και επιθυμιών των ανθρώπων. Αυτό ακριβώς θα το δούμε εκφραστικότερα, κυρίως στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου.

Κατ' αρχήν πρέπει να υπογραμμισθεί και πάλι ότι ο Χριστός είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Αυτός είναι το φως το αληθινό, το όποιο θα λάμψη κατά την έλευσή Του για να κρίνει τους ανθρώπους. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, αναφερόμενος στον Χριστό, λέγει: «Συ βασιλεία ουρανών, συ γη. Χριστέ, πραέων, συ χλόης ο Παράδεισος, συ νυμφών ο θειος, συ ο παστός, ο άρρητος, συ η τράπεζα πάντων, συ ης ο άρτος της ζωής, συ καινότατον πόμα...». Προσθέτει ότι ο Χριστός, πού είναι ο απρόσιτος ήλιος, θα λάμψη στο μέσον των αγίων, και τότε όλοι θα ελλαμφθούν κατά αναλογία της πίστεως, της πράξεως, της ελπίδος, της αγάπης, της καθάρσεως και του φωτισμού, πού προέρχεται από το Πνεύμα Του. Οι διάφοροι μοναί πού θα υπάρξουν στον Παράδεισο θα λογισθούν ως «τα μέτρα της αγάπης, της θεωρίας τε της σης»27.

Επομένως, ανάλογα με την πνευματική του καθαρότητα, ο άνθρωπος θα ακτινοβολεί την λάμψη του Θεού. Ή έλευση του ηλίου της δικαιοσύνης μεταξύ των ανθρώπων θα αποκάλυψη τα πάντα. Έτσι νοείται και ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: «η ζωή ημών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ, όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και ημείς σύν αύτω φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολ. γ'. 3-4). Παράλληλος είναι και ο άλλος λόγος του Αποστόλου Παύλου: «τα δε πάντα ελεγχόμενα υπό του φωτός φανερούται, πάν γαρ το φανερούμενον φως εστί» (Εφ. ε', 12-13). Όλοι όσοι διέπραξαν τα θεια στην ζωή τους θα βρίσκονται στο φως και οι εργάτες των φαύλων, όπως διδάσκει ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, «εν σκότει δ' έσονται ποινών» μέσον δε αυτών θα υπάρχει μεγάλο χάσμα28.

Έτσι, ο Χριστός θα αποκάλυψη με την εμφάνιση Του τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, την όλη τους ύπαρξη, αυτό πού υπάρχει στο βάθος της καρδιάς. Αυτή η αποκάλυψη είναι αιώνια ζωή και αιώνια κόλαση, γιατί το πρώτο συνιστά την μέθεξη του Θεού, το δε δεύτερο συνδέεται με την μη μέθεξη και την μη κοινωνία με τον Θεό.

Αυτό πού θα γίνει στην άλλη ζωή, κατά την μέλλουσα Κρίση, γίνεται και από τώρα. Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι ό Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, το ανέσπερο, αληθινό και αΐδιο φως. Μέσα σε αυτό βρίσκονται τώρα οι ψυχές των αγίων, ενώ τότε στην μέλλουσα ζωή, θα βρίσκωνται και τα σώματα τους. Όσοι δεν μετανοούν από τώρα, καίτοι απολαμβάνουν τον αισθητό ήλιο και παραμυθούνται από τα άλλα κτίσματα του Θεού, ζουν έξω από το Φως, τότε κατά την μέλλουσα ζωή, θα ευρεθούν πολύ μακρυά από τον Θεό και θα παραδοθούν στην αιώνια Κόλαση29.

Επομένως, εκείνο πού θα γίνει στην άλλη ζωή βιώνεται από τώρα. Γι' αυτό ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος ζητά από τον Θεό να του δώσει την Χάρη Του από τώρα, σάν σε άρραβώνα, ώστε να τον απόλαυση και στην μέλλουσα ζωή: «Και αξίωσον εντεύθεν θεραπεύσαί σε, σωτήρ μου, και λαβείν σου Πνεύμα θείον, αρραβώνα βασιλείας και εκείθεν απολαύσαι του νυμφώνος σου, της δόξης, καθορώντα σε Θεέ μου, εις αιώνας αιωνίους»30.

Αυτό απασχολεί όλους τους άγιους. Δεν φοβούνται τον θάνατο, αλλά τα όσα θα συμβούν μετά από αυτόν, και κυρίως κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Δεν τους απασχολεί τόσο ο χρόνος του θανάτου, όσο ο τρόπος με τον οποίο θα φύγουν, δηλαδή σε ποια κατάσταση θα είναι εκείνη την ώρα, γιατί αυτό θα έχει αιώνιες συνέπειες. Ό άγιος Συμεών λέγει ότι τον φοβίζει και του δημιουργεί τρόμο, αν πεθάνει έχοντας τυφλό τον νου. Έστω κι αν κανείς λάβει το αισθητό φως, το φως των οφθαλμών μετά την ανάσταση του, δεν έχει κανένα όφελος, αν δεν έχει πνευματικούς οφθαλμούς για να δη τον Θεό. Σε μια τέτοια περίπτωση ο άνθρωπος εξερχόμενος από το σκοτάδι ενδημεί πάλι στο σκοτάδι και θα είναι στους αιώνες χωρισμένος από τον Θεό31.

Έτσι, η εμφάνιση του Θεού ως ήλιου, θα αποκαλύψει την πνευματική γύμνωση του ανθρώπου. Τώρα έχουμε την δυνατότητα με διαφόρους τρόπους να καλύπτουμε την πνευματική μας γυμνότητα, ενώ τότε όλα θα αποκαλυφθούν. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος σε μια κατήχηση του παρουσιάζει την αλήθεια ότι δεν πρόκειται να ωφεληθεί ο άνθρωπος τότε από όλα τα υλικά, αισθητά, και διανοητικά χαρίσματα πού τυχόν έχει στην ζωή του θέτει πολλές ερωτήσεις, όπως π.χ. που θα είναι τότε τα δείπνα τα πολυτελή, τα διάφορα πολυτελή ενδύματα, η αλαζονεία των εξουσιαστών κ.λ.π. θα ήθελα να επικεντρώσω την προσοχή σε αυτό πού λέγει, ότι τότε θα αποκαλυφθεί η ψυχική γυμνότητα του ανθρώπου. Ερωτά: «Που τα μεγάλα τότε ονόματα; Που ή αγιοσύνη η έχειν νυν νομιζόμεθα ή νομίζομεν; Που οι κόλακες και εμπαίκται, οι αγίους ημάς αποκαλούντες και την τρίβον των ποδών ημών εκταράσσοντες32.

Πολλοί από μας έχουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε άγιοι, ότι είμαστε γεμάτοι από αρετές, αφού μάλιστα υπάρχουν και μερικοί κόλακες, πού καλλιεργούν αυτήν την κενοδοξία. Τότε όμως θα αποκαλυφθούν όλα, και όλοι οι άνθρωποι θα δουν την γυμνότητα μας. Υπάρχουν πολλά πράγματα πού στην ζωή αυτήν καλύπτουν την τυφλότητα της καρδιάς και την γυμνότητα της ψυχής μας. Πολλές φορές αυτό γίνεται με την σοφία και την γνώση του κόσμου. Νομίζουμε ότι κάτι είμαστε, ενώ ουσιαστικά είμαστε νεκροί κατά Θεόν, δεν έχουμε τίποτε καλό. Τότε όλα θα φανερωθούν.

Ερωτά ο άγιος Συμεών ό νέος θεολόγος: «Που η δοκουσα φρόνησις των περιφανών εν τη γνώσει και τη σοφία του κόσμου; Που η οίησις και το δοκείν ειναι τι, μηδέν όντων ημών33. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, τότε θα καταλάβει μεγάλος φόβος και τρόμος τους ράθυμους και χαύνους και οκνηρούς. Έτσι, μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος πού ζει με μετάνοια και θεωρεί τον εαυτό του «υποκάτω πάσης κτίσεως», γιατί «εκ δεξιών αυτού εστολισμένος τότε σταθήσεται»34. Μόνον οι στολισμένοι με την Χάρη του Θεού θα σταθούν στα δεξιά του θρόνου του Θεού. Όταν ο άγιος Συμεών κάνη λόγο για ένδυμα και γυμνότητα, δεν εννοεί μόνον την ύπαρξη ή την έλλειψη των αρετών, αλλά το Άγιον Πνεύμα, το ίδιο το φως του Θεού. Τότε η νύκτα θα φωτισθεί ως ημέρα, κάθε οικία και σπήλαιο και ο ουρανός και η γη θα αρθούν, και έτσι όσοι δεν έχουν ενδυθεί τον Χριστό δηλαδή «οι μη λαβόντες το φως... και εν αυτώ προόντες και φως όντες», τότε θα φανούν γυμνοί και θα γεμίσουν από πολλή αισχύνη, θα φανεί κάθε πράξη κακή ή καλή, κάθε έννοια και ενθύμηση από την γέννησή μας μέχρι την τελευταία μας αναπνοή. Όλα θα αποκαλυφθούν ενώπιον των ανθρώπων35.

Κάνει εντύπωση εδώ ότι θα φανούν γυμνοί κυρίως όσοι δεν είδαν το φως από αυτήν την ζωή και δεν έγιναν φως. Όποτε το πρόβλημα δεν είναι ηθικό, αλλά πνευματικό, οντολογικό. Ή γυμνότητα έχει σχέση με την μη μέθεξη του φωτός από αυτήν την ζωή. Γι' αυτό συνιστά ο άγιος Συμεών να αγωνίζονται να εισέλθουν δια της μετανοίας, στην στενή πύλη «και το ένδον ταύτης θεάσασθαι φως» από αυτήν την ζωή36.

Ή θεωρία του ακτίστου φωτός δεν είναι πολυτέλεια της πνευματικής ζωής, αλλά η ουσία και ο σκοπός της. Στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου φαίνεται και κάτι άλλο, πούσυνδέεται με τα προηγούμενα. Όταν τηρούμε τις εντολές του Θεού, οδηγούμαστε στο Φως. Επομένως, η μη τήρηση των εντολών μας απομακρύνει από το φως και μας παραπέμπει στο σκοτάδι. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι εντολές τον Θεού θα καταδικάσουν τον άνθρωπο.

Ό λόγος του Θεού είναι ζών και διαμένει στους αιώνες. Ό παραθεωρηθείς λόγος του Θεού «στήσεται κατά πρόσωπον ενός εκάστου τότε και έκαστον κατακρίνει μη φυλάξαντα τούτον». Ή Κρίση θα γένη με τις εντολές του Θεού, πού θα ελέγξουν πιστούς και απίστους. Στην πραγματικότητα, οι άπιστοι θα είναι αυτοκατάκριτοι για τα έργα πού έκαναν. Τότε δεν θα βοηθήσει τον άνθρωπο ούτε η ανθρώπινη σοφία και γνώση, ούτε η καλλιέπεια των λόγων ούτε τα χρήματα και η απόκτηση των επιγείων πραγμάτων37.

Στην Βιβλικοπατερική παράδοση βλέπουμε και έναν άλλο τρόπο με τον όποιο θα δικασθούν οι άνθρωποι στην μέλλουσα Κρίση. Λέγεται ότι οι άνθρωποι θα κατακριθούν από τους αγίους. Ήδη αυτό το συναντούμε στον λόγο του Χριστού προς τους μαθητές Του: «αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές με, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ό υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθήσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Ματθ. ιθ', 28).

Οι μαθητές δηλαδή, θα καθίσουν σε δώδεκα θρόνους και θα κρίνουν τις φυλές του Ισραήλ. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Απόστολος Παύλος. Κατηγορώντας τους Χριστιανούς, ότι καταφεύγουν σε κοσμικά δικαστήρια για να λύσουν τις διάφορες υποθέσεις τους, λέγει: «ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούοι;» (Α' Κορ. στ', 2). Αλλά πώς νοείται αυτή η κρίση από τους αγίους;

Ό άγιος Συμεών δίνει και στο σημείο αυτό απάντηση. Λέγει ότι κάθε άνθρωπος, ευρισκόμενος μπροστά στην αιώνια ζωή και στο ανεκλάλητο εκείνο φως θα δη «τον όμοιον αυτού και κριθήσεται παρ' αυτού». Όλοι οι άνθρωποι, πού έζησαν στην γη με διαφορετικούς τρόπους ζωής, θα συγκριθούν με άλλους ανθρώπους πού έζησαν μαζί τους με τις ίδιες συνθήκες ζωής. Και οι μεν έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, οι δε αρνήθηκαν τις εντολές Του. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορεί να ύπαρξη καμμιά δικαιολογία ότι οι συνθήκες ζωής ήταν δύσκολες και γι' αυτό δεν μπορούσαν να ζήσουν σύμφωνα με τα δικαιώματα του Θεού. Έτσι, οι πατέρες θα κριθούν από τους πατέρες, οι συγγενείς και φίλοι από τους συγγενείς και φίλους τους, οι αδελφοί από τους αδελφούς, οι πλούσιοι από τους πλουσίους, οι πτωχοί από τους πτωχούς, οι παντρεμένοι από αυτούς πού διέπρεψαν στον γάμο κ.λ.π. Όταν οι αμαρτωλοί δουν αμαρτωλούς πού μετανόησαν, οι πόρνοι πού δεν μετανόησαν δουν μετανοημένους πόρνους, όταν οι βασιλείς δουν βασιλείς άγιους κ.λ.π. και, γενικά, όταν ο καθένας δει τον όμοιό του, πού είχε την ίδια φύση, τα ίδια χέρια και οφθαλμούς, τις ίδιες συνθήκες ζωής ότι σώθηκε, αυτό θα  αυτοκαταδίκη, δεν θα έχει κανένα επιχείρημα και καμμιά δικαιολογία38.

Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο λόγος του άγιου Συμεών, τον όποιο θα παραθέσω ακριβώς: «Ούτως ουν έκαστος ημών των αμαρτωλών υπό έκαστου των άγιων κατακριθήσεται, ώσπερ οι άπιστοι υπό των πιστών και οι αμαρτήσαντες μεν, μη μετανοήσαντες δε, υπό των πλείονα ίσως αμαρτησάντων και θερμώς μετανοησάντων κατακριθήσονται»39.

Είναι φοβερό να βλέπει κανείς εκείνη την ώρα μέσα στην δόξα του Θεού «τον ποτέ μετ' αυτού συναποκαρέντα, και συνεσθίοντα και συμπίνοντα, τον ομοήλικα, τον όμότεχνον» να είναι όμοιος με τον Χριστό, ενώ αυτός το αντίθετο. Τότε δεν θα μπόρεση καθόλου να μιλήση40. Αυτό ακριβώς σημαίνει ότι θα κριθούμε από τους άγιους, θα μας ελέγξει η μετάνοια τους και το ότι έζησαν στις ίδιες με μας συνθήκες και όμως εκείνοι ανεδείχθησαν δοχεία του Παναγίου Πνεύματος, μιμήθηκαν κατά πάντα τον Χριστό. Δεν θα μπορούμε καθόλου να δικαιολογηθούμε.

Ένα άλλο σημείο πού βλέπουμε στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου είναι ότι τότε, κατά την μέλλουσα Κρίση, θα στερηθούν της αιωνίου ζωής όσοι δεν έλαβαν το Άγιον Πνεύμα. Δεν θα στερηθούν τον Παράδεισο μόνον όσοι αμάρτησαν. Είναι ενδεχόμενο κάποιος να μην αμαρτήσει, αλλά αν δεν έχει τις αρετές, πού είναι καρπός του Παναγίου Πνεύματος. Θα στερηθεί της αιωνίου ζωής. θα εκβληθή του Παραδείσου και θα πορευθεί στην Κόλαση. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Συμεών: «Καν αμάρτημα μη έχη, αρετών δ' υπάρχη δίχα ίσταται γεγυμνωμένος»41. Έτσι, και αμαρτίες αν δεν έχουμε διάπραξη, θα αποδειχθούμε ανάξιοι της δόξης του Θεού, αν δεν έχουμε αρετές.

Προχωρεί ακόμη περισσότερο για να τονίσει ότι δεν αρκούν μόνο αρετές, αλλά χρειάζεται και η δόξα του Θεού, η Χάρη του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οι αρετές δεν είναι απλά κατορθώματα της ατομικής προσπάθειας του ανθρώπου, αλλά καρποί του Παναγίου Πνεύματος. Όπως ο Αδάμ επειδή δεν τήρησε τις εντολές του Θεού, απογυμνώθηκε από την θεία δόξα και στερήθηκε του Παραδείσου, έτσι και εκείνος πού θα ευρέθη «δόξης θείας ως εκείνος αληθώς γεγυμνωμένος», θα εξέλθει του παραδείσου της βασιλείας του Θεού και του ουρανίου νυμφώνος42.

Εκείνο πού χρειάζεται για να εισέλθει κανείς στην Βασιλεία του Θεού, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, είναι η μέθεξη του Παναγίου Πνεύματος. Είναι φοβερά η ημέρα της Κρίσεως, γιατί εκτός από άλλα πράγματα, ο άνθρωπος θα μάθη «ότι οι μη έχοντες Πνεύμα το θείον εν διάνοια λαμπάδος δίκην λάμπον και εν καρδία ενοικούν ανεκφράστως τω αιωνίω παραπέμπονται σκότει»43.

Γι' αυτό οι επανειλημμένες προτροπές του άγιου Συμεών του νέου θεολόγου, ο όποιος θεωρείται δικαίως θεολόγος του φωτός, συνίστανται στην απομάκρυνση από τις κακίες και τα πάθη, στην ελευθέρωση της καρδιάς από κάθε ακαθαρσία, στην απόκτηση της καθαρότητος του νοός, την μέθεξη της θείας Χάριτος, την απόλαυση του θείου Φωτός. Όταν ο άνθρωπος ζει κατ' αυτόν τον τρόπο, τότε όταν θα έλθει ο Χριστός, θα αποκαλυφθεί και θα είναι ανέκφραστη και ανεκλάλητη η χαρά. Θα έχει μέθεξη Θεού», ενώ ο αμαρτωλός θα δη τον Θεό, αλλά αυτό θα είναι αυτοκαταδίκη και αυτοτιμωρία, θα βίωση την καυστική ενέργεια του φωτός. Συμπερασματικά λέμε ότι θα έλθει εκ νέου ο Χριστός στον κόσμο, και αυτό θα είναι η Δευτέρα Παρουσία Του. Θα ανακαινισθεί όλη η κτίση, θα αναστηθούν οι νεκροί, θα αλλοιωθούν όσοι θα ζουν τότε, και θα επακολουθήσει η κρίση των ανθρώπων. Όλα αυτά είναι αλήθειες, οι όποιες, οπωσδήποτε, θα συμβούν, αλλά δεν γνωρίζουμε την ημέρα και την ώρα πού θα συμβούν.

Γι' αυτό ό Χριστός μας προτρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι. Όπως συνέβη με τον κατακλυσμό του Νώε. πού οι άνθρωποι ήσαν «τρώγοντες, πίνοντες, γαμούντες, εκγαμίζοντες» έως ότου μπήκε ο Νώε στην κιβωτό και τότε όλοι κατάλαβαν ότι ήλθε ο κατακλυσμός, το ίδιο θα συμβεί με την παρουσία του υιού του ανθρώπου. ΓΊ' αυτό λέγει ο Χριστός: «γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται» (Ματθ. κδ', 37-42). Και στο τέλος της παραβολής των Δέκα Παρθένων ό Χριστός είπε: «γρηγορείτε ουν ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν ή ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθ. κε'. 13).





50 122, σελ. 344-346

50 129, σελ. 25β

SC29, σελ. 260

Γρηγορίου Παλαμά έργα, 9 ΕΠΕ, σελ. 110

5. ένθ. άνωτ. σελ. 120

6. 50 129. σελ. 266

7. ενθ. άνωτ. σελ. 268

5. ένθ. άνωτ. σελ. 120

6. 50 129. σελ. 266

7. ενθ. άνωτ. σελ. 268

8. 50 196. σελ. 178

9. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 10 ΕΠΕ. σελ. 436

10. ένθ. άνωτ. σελ. 410-412

11. ένβ. άνωτ. σελ. 416

12. ένθ. άνωτ. σελ. 416-418

13. ενθ. άνωτ. σελ. 420-422

14. ένθ. άνωτ. σελ. 422-424

15. ενβ. άνωτ. σελ. 424-426

16. ένθ. άνωτ. σελ. 428-430

17. ένθ. άνωτ. σελ. 430-432

18. ένθ. άνωτ. σελ. 432

19. ένθ. άνωτ. σελ. 442

20. ένθ. άνωτ. σελ. 434

21. SC 129, σελ. 258

22. Βλ. θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 5, σελ.953-955

23. Γρηγορίου Παλαμά έργα, 10 ΕΠΕ, σελ. 574-576

24. Γρηγορίου Παλαμά έργα. 9 ΕΠΕ, σελ. 122 και εξής

25. SC 129, σελ. 306

26. Γρηγορίου Παλαμά Έργα. 9 ΕΠΕ, σελ. 126

27. SC 156, σελ. 168

28. SC 156, σελ. 166

29. Γρηγορίου Παλαμά έργα, 10 ΕΠΕ, σελ. 186-188

30. SC 174, σελ. 70-72

31. SC 156, σελ. 164

32. SC 113, σελ. 188

33. ένθ. άνωτ. σελ. 190

34- ένθ. άνωτ. σελ. 190

35. SC 113. σελ. 140-142

36. ενθ. Άνωτ. σελ. 142

37. SC 174. σελ. 396-398

38. SC 96, σελ. 434-436

39. SC 96, σελ. 458

40. ένθ. ανώι. σελ. 458

41. SC 174, σελ. 46

42. SC 174, σελ. 44-46

43. SC 174, σελ. 146


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'
Παράδεισος και Κόλαση


Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, η ανάσταση των σωμάτων, η παράσταση όλων των ανθρώπων μπροστά στο φοβερό βήμα του Χριστού και, φυσικά, η τελική κρίση έχει κατάληξη τον Παράδεισο και την Κόλαση. Οι δίκαιοι θα αποκτήσουν τον Παράδεισο, την αιώνια ζωή, ενώ οι αμαρτωλοί την Κόλαση.
Ό Παράδεισος βρίσκεται στην αρχή της ιστορίας του ανθρώπου, ενώ στο τέλος θα υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση. Γι' αυτό σε όλη την Άγια Γραφή γίνεται λόγος τόσο για τον Παράδεισο όσο και για την Κόλαση. Βασική διδασκαλία της Αγίας Γραφής είναι ότι ο άνθρωπος μετά την δημιουργία του ετέθη στον Παράδεισο και έπειτα έχασε την κοινωνία του με τον Θεό. Έκτοτε μέσα στον άνθρωπο υπάρχει η αναζήτηση αυτής της παραδείσιας ζωής. Ό Χριστός με την ενανθρώπησή Του έδωσε την δυνατότητα στον κάθε άνθρωπο να επανέλθει στον Παράδεισο και να απόκτηση κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό. Έτσι ο άνθρωπος σε όλη του την ζωή, ιδίως αυτός πού ζει μέσα στην Εκκλησία και αγωνίζεται να τηρεί τις εντολές του Θεού και να μετέχει της Χάριτος Του, αγωνίζεται να σωθεί και να εισέλθει στον Παράδεισο.
Επομένως το θέμα «Παράδεισος και Κόλαση» είναι από τα κεντρικά της Άγιας Γραφής και της Εκκλησίας. Χρειάζεται όμως μελέτη και ανάλυση του τι ακριβώς είναι ο Παράδεισος και ή Κόλαση, πώς ερμηνεύονται στην Ορθόδοξη πατερική Παράδοση. Αυτό το έργο είναι αναγκαίο και απαραίτητο για τον επιπρόσθετο λόγο ότι έτσι, όχι μόνον θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε την Αγία Γραφή, αλλά και να δούμε το έργο της Εκκλησίας. Όπως θα φανεί στην συνέχεια, το θέμα αυτό είναι σπουδαιότατο, γιατί παρουσιάζει την ουσία και το έργο της Εκκλησίας. Δεν μπορούμε να δούμε την αποστολή της Εκκλησίας, αν δεν εξετάσουμε την ορθόδοξη αντίληψη για τον Παράδεισο και την Κόλαση. Επομένως, οι συνέπειες αυτής της ερμηνείας είναι πάρα πολύ μεγάλες.
1. Ή Άγια Γραφή για τον Παράδεισο και την Κόλαση
Στην ενότητα αυτή δεν θα μας απασχόληση το θέμα για τον νοητό και αισθητό Παράδεισο, όπως μας τον περιγράφει η Παλαιά Διαθήκη, αλλά κυρίως για τον Παράδεισο και την Κόλαση στην διδασκαλία του Χριστού και των αγίων Αποστόλων. Υπάρχουν τρία χωρία στην Καινή Διαθήκη στα οποία γίνεται λόγος για τον Παράδεισο. Το πρώτο χωρίο είναι η διαβεβαίωση του Χριστού στον ληστή επί του Σταυρού: «αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ, κγ', 43). Ό Παράδεισος για τον όποιο κάνει λόγο ο Χριστός είναι η ίδια η Βασιλεία του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι Βασιλεία του Θεού και Παράδεισος ταυτίζονται, αφού ό ληστής τον παρακαλεί «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» (Λουκ. κγ', 42) και ο Χριστός τον διαβεβαιώνει για την είσοδο του στον Παράδεισο. Είναι χαρακτηριστική η ερμηνεία του ιερού Θεοφύλακτου για το θέμα αυτό: «ο γαρ ληστής εστί μεν εν Παραδείσω, ήτοι τη βασιλεία, και ου μόνον αυτός, αλλά και πάντες ους αριθμείται ο Παύλος, ου μέντοι απήλαυσε της τελείας των αγαθών κληρουχίας»1.
Το δεύτερο χωρίο, στο όποιο γίνεται λόγος για τον Παράδεισο, αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο και είναι συνδεδεμένο με μια εμπειρία την οποία είχε ο θειος Απόστολος: «και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον' είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν ότι ηρπάγη εις τον Παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β' Κορ. ι6. 3-4). Ερμηνεύοντας αυτό το χωρίο, ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι «Παράδεισος είναι λέξις Περσική και θέλει να ειπεί κήπος κατάφυτος από διάφορα δένδρα...». Συγχρόνως λέγει ότι η αρπαγή του Αποστόλου Παύλου στον Παράδεισο, κατά μερικούς εξηγητές, σημαίνει το «καθ' ό,τι εμυήθη τους περί του Παραδείσου μυστικούς, και απορρήτους λογούς, οι τίνες μέχρι της σήμερον είναι απόκρυφοι εις ημάς». Τότε κατά την θεωρία, ο Απόστολος Παύλος ανέβει έως τρίτου ουρανού, δηλαδή πέρασε τους τρεις ουρανούς, την πρακτική φιλοσοφία, την φυσική θωριά, έφθασε στην μυστική θεολογία, πού είναι ο τρίτος ουρανός, και από εκεί ηρπάγη στον Παράδεισο, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Έτσι μυήθηκε στο τι ήταν το ξύλο της ζωής στο μέσον του Παραδείσου, τι ήταν το ξύλο της γνώσεως, τα Χερουβείμ και η φλόγινη ρομφαία πού φύλασσαν την πύλη της Εδέμ, τι ακριβώς ήταν τα δύο ξύλα της ζωής και της γνώσεως του καλού και του κακού, και όλες τις άλλες μεγάλες αλήθειες, πού παρουσιάζει ή Παλαιά Διαθήκη2.
ΤΟ τρίτο χωρίο υπάρχει στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Στον επίσκοπο της Εφέσου παραγγέλλεται μεταξύ των άλλων: «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο εστίν εν τω παραδείσω του Θεού μου» (Αποκ. β', 7). Κατά τον Ανδρέα Καισαρείας, ξύλο της ζωής δηλούται περιφραστικώς η αιώνιος ζωή. Ό Θεός επαγγέλλεται «μετασχείν των του μέλλοντος αιώνος αγαθών»3. Επίσης, κατά τον Αρέθα Καισαρείας «Παράδεισον την μακαρίαν και αιωνίζουοαν εκληπτέον ζωήν»4. Επομένως, Παράδεισος, αιώνιος ζωή και Βασιλεία των Ουρανών είναι το ίδιο πράγμα. Δεν θα επιχειρήσουμε στο σημείο αυτό μεγαλύτερη ανάλυση για το τι είναι Παράδεισος, αναφορικά με τους όρους Βασιλεία του Θεού και Βασιλεία των Ουρανών. Γεγονός είναι ότι Παράδεισος είναι ή αιώνια ζωή εν κοινωνία και ενότητι με τον Τριαδικό Θεό.
Ή λέξη Κόλαση προέρχεται από το ρήμα κολάζω και έχει δύο σημασίες. Ή μια δηλώνει το κλάδεμα, δηλαδή την αναχαίτιση των κλάδων των δένδρων, και η δεύτερη δηλώνει την τιμωρία. Με την δεύτερη κυρίως έννοια χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή, από την άποψη όμως ότι δεν τιμωρεί ο Θεός, αλλά αυτοτιμωρείται ο άνθρωπος, γιατί δεν δέχεται την δωρεά του Θεού. Πάντως, η ακοινωνησία του ανθρώπου με τον Θεό είναι τιμωρία, όταν μάλιστα σκεφθούμε ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού, και αυτός είναι ο βαθύτερος σκοπός της υπάρξεως του.
Δύο χωρία της Αγίας Γραφής αναφέρονται ρητώς στην Κόλαση. Το ένα υπάρχει στην Περικοπή του Χριστού για τήν μέλλουσα Κρίση. Ό Χριστός είπε: «και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αίώνιον» (Ματθ. κε', 46). Αν αυτό το χωρίο συνδυασθεί με το προηγούμενο «πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αίώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε'. 41), φαίνεται ότι η Κόλαση ταυτίζεται με το αιώνιο πυρ, το οποίο ετοιμάσθηκε για τον διάβολο και τους αγγέλους του και όχι για τον άνθρωπο.
Το άλλο χωρίο της Άγιας Γραφής πού περιέχει την λέξη Κόλαση βρίσκεται στην επιστολή του Ευαγγελιστού Ιωάννου: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοδούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Α' Ίω. δ', 18). Βέβαια, δεν αναφέρεται ρητώς στην Κόλαση, δηλαδή στον τρόπο ζωής των αδίκων μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά στην τιμωρία πού συνδέεται με τον φόβο και είναι αλλότρια της αγάπης.
Ή ζωή της Κολάσεως αποδίδεται στην Άγια Γραφή με άλλους όρους και άλλες εκφράσεις, όπως «πυρ αιώνιον» (Ματθ. κε', 41), «σκότος εξώτερον» (Ματθ. κε'.30), «γέεννα πυρός» (Ματθ. ε', 22). κ.λ.π. Δεν είναι όμως σκοπός μου εδώ να αναλύσω και αυτές τις σημασίες. Θα τις θίξουμε κάπως όταν σε άλλη ενότητα εξετάσουμε τις συνέπειες της περί Παραδείσου και Κολάσεως διδασκαλίας των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.
2. Οι άγιοι Πατέρες για τον Παράδεισο και την Κόλαση
Είναι πολύ σημαντικό να δούμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων για τον Παράδεισο και την Κόλαση, γιατί αυτοί είναι οι απλανείς διδάσκαλοι της Εκκλησίας, οι φορείς της αμιάντου Παραδόσεως, και γι' αυτό η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθεί έξω από την Θεόπνευστη διδασκαλία τους. Άλλωστε, η Εκκλησία, πού είναι το θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, γράφει την Αγία Γραφή και την ερμηνεύει. Ή γενική διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας είναι ότι ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν υπάρχουν εξ επόψεως του Θεού, αλλά εξ επόψεως του ανθρώπου. Βεβαίως, υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση σαν δύο τρόποι ζωής, αλλά δεν είναι ο Θεός πού τους δημιούργησε. Στην πατερική παράδοση φαίνεται καθαρά ότι δεν υπάρχουν δύο τόποι, αλλά ο ίδιος ο Θεός είναι Παράδεισος για τους αγίους και ο ίδιος ο Θεός είναι Κόλαση για τους αμαρτωλούς. Αυτό συνδέεται αναπόσπαστα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων για την καταλλαγή και την συμφιλίωση, όπως και για την εχθρότητα του ανθρώπου με τον Θεό. Πουθενά στην Άγια Γραφή δεν φαίνεται ότι Θεός καταλλάσσεται με τους ανθρώπους, αλλά ότι ο  Χριστός καταλλάσσει τον άνθρωπο με τον Θεό.
Άλλωστε, φαίνεται σε όλη την πατερική Παράδοση ότι Θεός ποτέ δεν είναι εχθρός του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος καθίσταται εχθρός του Θεού διότι δεν έχει κοινωνία και μέθεξη με Αυτόν. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται εχθρός του Θεού και όχι ο Θεός του ανθρώπου. Ό άνθρωπος με την αμαρτία πού διαπράττει βλέπει τον Θεό οργισμένο και εχθρικό5. Αυτό το θέμα θα το δούμε παρουσιάζοντας την διδασκαλία συγκεκριμένων Πατέρων της Εκκλησίας.
Νομίζω ότι είναι καλό να αρχίσουμε από τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, ο όποιος κάνει λόγο για το τι είναι Παράδεισος και τι είναι Κόλαση. Μιλώντας για τον Παράδεισο λέγει ότι Παράδεισος είναι η αγάπη του θεοί. Και, φυσικά, όταν αναφερόμαστε στην αγάπη, εννοούμε κυρίως και προ παντός την άκτιστη ενέργεια του Θεού. Γράφει: «Παράδεισος εστίν η αγάπη του Θεού, εν ή η τρυφή πάντων των μακαρισμών»6. Αλλά αναφερόμενος και στην Κόλαση λέγει σχεδόν τα ίδια πράγματα, ότι, δηλαδή, και η Κόλαση είναι η μάστιγα της αγάπης. Γράφει: «Εγώ δε λέγω, ότι οι εν τη γεέννη κολαζόμενοι τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται. Και τι πικρόν και σφοδρόν το της αγάπης κολαστήριον;»7.
   Έτσι, η Κόλαση είναι το μαρτύριο της αγάπης του Θεού. Άλλωστε, όπως λέγει ο ίδιος, η λύπη στην καρδιά από την αμαρτία, πού έγινε σε βάρος της αγάπης του Θεού, «οξυτέρα εστί πάσης κολάσεως γινομένης»8. Πραγματικά, τιμωρία είναι όταν αρνούμαστε και αντιβαίνουμε στην αγάπη κάποιου. Είναι φοβερό να μας αγαπούν και εμείς να συμπεριφερόμαστε ανάρμοστα. Αυτό αν το συγκρίνουμε με την αγάπη του Θεού, μπορούμε να καταλάβουμε το μαρτύριο της Κολάσεως.
Και συνδέεται με εκείνο πού λέγει πάλι ο άγιος Ισαάκ, ότι είναι άτοπο να ισχυρίζεται κανείς «ότι οι αμαρτωλοί εν τη γεέννη στερούνται της αγάπης του Θεού»9. Επομένως, και οι κολασμένοι θα δέχωνται την αγάπη του Θεού. Ό Θεός θα αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δικαίους και αμαρτωλούς, αλλά δεν θα αισθάνωνται όλοι κατά τον ίδιο βαθμό και τρόπο αυτήν την αγάπη. Πάντως, είναι άτοπο να ισχυριζόμαστε ότι Κόλαση είναι η απουσία του Θεού. Από αυτά συνεπάγεται ότι η βίωση του Θεού εκ μέρους των ανθρώπων θα είναι διαφορετική. Στον καθένα θα δοθεί από τον Δεσπότη Χριστό «το προς αξίαν», «κατά το μέτρον των αριστευμάτων αυτού». Γιατί εκεί θα καταργηθούν οι τάξεις των διδασκόντων και διδασκομένων και σε καθέναν θα υπάρχει «η οξύτης της εφέσεως παντός». Έτσι, ένας θα είναι εκείνος πού θα δώσει την Χάρη Του προς όλους, δηλαδή ο ίδιος ο Θεός. αλλά οι άνθρωποι θα την δέχωνται ανάλογα με την δεκτικότητα τους. Ή αγάπη του Θεού θα πίπτει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ενεργή κατα διπλούν τρόπο, τους μεν αμαρτωλούς θα κολάζει τους δε δικαίους θα ευφραίνει. Γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, εκφράζοντας την Ορθόδοξη Παράδοση πάνω στο θέμα αυτό: «Ενεργεί δε η αγάπη εν τη δυνάμει αυτής κατά διπλούν τρόπον τους μεν αμαρτωλούς χολάζουσα, ως και ενταύθα συμβαίνει προς φίλον από φίλου· τους δε τετηρηκότας τα δέοντα, ευφραίνουσα εν αυτή»10.
Επομένως, η ίδια η αγάπη του Θεού, η ίδια ενέργεια θα επιπίπτει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ενεργεί διαφορετικά. Πώς όμως θα γίνεται αυτή η διαφορά; Ό Θεός είπε στον Μωυσή: «ελεήσω όν αν ελεώ, καί οίκτειρήσω ον αν οικτείρω» ("Εξ. λγ', 19). Ό Απόστολος Παύλος, αναφέροντας αυτό το χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης, συμπεραίνει: «άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει» (Ρωμ. θ', 18). Χρειάζεται να  ερμηνευθεί αυτό μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Πώς ο Θεός τον ένα θέλει να ελεήσει και τον άλλο θέλει να σκληρύνει; Υπάρχει προσωποληψία στον Θεό;
Κατά την ερμηνεία του Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, αυτό συνδέεται με την φύση του ανθρώπου και όχι με την φύση και την ενέργεια του Θεού. Λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος: «Καθώς ο ήλιος το μεν κηρί, απαλύνει, τον δε πηλόν σκληρύνει, όχι καθ' εαυτόν, αλλά δια την διαφορετική ύλην του κηρού και του πηλού· έτζι και ο Θεός την πηλίνην καρδίαν του Φαραώ λέγεται πώς σκληρύνει»11. Επομένως, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου θα ενεργή και η Χάρη του Θεού, δηλαδή η αγάπη Του, η οποία θα ακτινοβολεί σε όλους. Στην προοπτική αυτή εντάσσεται και Ο Μ. Β α σ ί λ ε ι ο ς. Ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός», λέγει ότι αυτό το θαύμα πραγματοποιήθηκε στους Τρεις Παίδες στην κάμινο του πυρός. Ή φωτιά στην περίπτωση αυτή διακόπηκε στα δύο, και γι' αυτό «ενεπύριζε τους κύκλω πάντας», ενώ «πνεύμα εδέξατο εν εαυτή, ηδίστην αναπνοήν και ανάψυξιν, ώσπερ εν σκιά τινι φυτών, εν ειρηνική καταστάσει παρεχομένη τοις παισίν». Έτσι, ενώ η φωτιά εκείνη κατέκαιε τους έξω από αυτήν, εν τούτοις δρόσιζε τους Παίδες, σαν να βρίσκονταν κάτω από την σκιά ενός δένδρου. Στην συνέχεια παρατηρεί ότι το πυρ πού ετοιμάσθηκε από τον Θεό για τον διάβολο και τους αγγέλους του «διακόπτεται τη φωνή τον Κυρίου». Το πυρ έχει δύο δυνάμεις, την καυστική και φωτιστική δύναμη και ενέργεια, γι' αυτό και καίει και φωτίζει. Έτσι, οι άξιοι της φωτιάς θα αισθανθούν την καυστική ιδιότητα της και οι άξιοι του φωτισμού θα αισθανθούν την φωτιστική ιδιότητα του πυρός. Γι' αυτό ολοκληρώνει πολύ χαρακτηριστικά: «Φωνή ουν Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός» και μερίζοντας, ως αλαμπές μεν είναι το πυρ της κολάσεως, άκαυστον δε το φως της αναπαύσεως απομείναι»12.
Επομένως, το πυρ της Κολάσεως θα είναι αλαμπές, θα στερήται της φωτιστικής ιδιότητος, ενώ το φως των δικαίων θα είναι άκαυστον, θα στερήται της καυστικής ιδιότητος, και αυτό θα είναι αποτέλεσμα της διαφορετικής ενεργείας του Θεού. Οπωσδήποτε, αυτό υπονοεί ότι ανάλογα με την κατάσταση του ο άνθρωπος θα δέχεται και την άκτιστη ενέργεια του Θεού.
Η ερμηνεία αυτή περί του Παραδείσου και της Κολάσεως δεν είναι μόνον του αγίου Ισαάκ του Σύρου και του Μ. Βασιλείου, αλλά είναι γενική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν αποφατικά τα περί του αιωνίου πυρός και της αιωνίου ζωής. Όταν μιλούμε για άποφατισμό δεν εννοούμε ότι οι Πατέρες αλλοιώνουν την διδασκαλία της Εκκλησίας μιλώντας αφηρημένα και στοχαστικά, αλλά ότι ερμηνεύουν τα θέματα αυτά προσπαθώντας να τα αποδεσμεύσουν από κατηγορίες της ανθρωπινής σκέψεως και από εικόνες των αισθητών πραγμάτων13. Και στο σημείο αυτό φαίνεται η διαφορά των Ορθοδόξων - Ρωμηών Πατέρων από τους Φραγκολατίνους, οι όποιοι έλαβαν αυτές τις πραγματικότητες ως κτιστές14.
Έτσι, λοιπόν, και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναπτύσσει την σπουδαία αυτήν Αλήθεια, η οποία, όπως θα φανεί, έχει μεγάλη σημασία για την εκκλησιαστική και πνευματική ζωή. Συνιστά στους ακροατές του να δέχωνται τις διδασκαλίες της Εκκλησίας περί της αναστάσεως των σωμάτων, της κρίσεως και της ανταποδόσεως των δικαίων. Και πρέπει να τις δέχωνται μέσα στην προοπτική ότι η μέλλουσα ζωή είναι «φως τοις κεκαθαρμένοις την διάνοιαν», φυσικά, «κατά την αναλογίαν της καθαρότητας», και αυτό ονομάζουμε Βασιλεία των Ουρανών, και σκότος «τοίς τυφλώττουσι το ήγεμονικόν», πού είναι στην πραγματικότητα αλλοτρίωση Θεού, «κατά την αναλογίαν της εντεύθεν αμβλυωπίας»15. Ή αιώνια ζωή είναι φως γι' αυτούς πού καθάρισαν τον νου τους, και μάλιστα κατά τον βαθμό της καθάρσεως, και σκότος γι' αυτούς πού είναι τυφλοί στον νου, δηλαδή γι' αυτούς πού δεν φωτίσθηκαν από την ζωή αυτήν και δεν έφθασαν στον φωτισμό και την θέωση. Αυτήν την διαφορά μπορούμε να την δούμε και από τις αισθητές πραγματικότητες. Ό ένας και αυτός ήλιος «φωτίζει μεν την υγιαίνουοαν όψιν άμαυροι δε την ασθενούσαν». Όποτε δεν φταίει ο ήλιος, αλλά η κατάσταση του οφθαλμού. Το ίδιο ακριβώς αναλογικά θα γίνει και κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Ένας είναι ο Χριστός «άλλ' εις πτώσιν κείται και ανάστασιν πτώσιν μεν τοις απίστοις, ανάστασιν δε τοις πιστεύουσι»16. Ό ίδιος και Αυτός Λόγος του Θεού, ακόμη και τώρα, πολύ περισσότερο τότε, «και φοβερός τοις ουκ αξίοις δια την φύσιν και χωρητός δια φιλανθρωπίαν τοις ούτως ηυτρεπισμένοις»17. Γι’ αυτό δεν αξιώνονται όλοι να ευρίσκονται στην ίδια τάξη και στάση, άλλ' ο μεν είναι άξιος για την μία, ο άλλος για την άλλη, «προς μέτρον, οίμαι, της εαυτού καθάρσεως»18. Ανάλογα με την καθαρότητα της καρδιάς και του νου ο άνθρωπος θα γεύεται της μιας και της αυτής άχτιστου ενεργείας του Θεού. Επομένως, καί κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο ίδιος ο Θεός είναι Παράδεισος και Κόλαση για τον άνθρωπο, αφού ο καθένας γεύεται της ενεργείας του Θεού αναλόγως της ψυχικής του καταστάσεως. Γι' αύτό σε μια δοξολογητική του φράση θα πει: «Ώ Τριά ης εγώ κατηξιώθην, και λάτρης είναι, και κήρυξ εκ πλείονος ανυπόκριτος! Ώ Τριάς η πάσι ποτέ γνωσθησομένη, τοις μεν τη έλλαμψει, τοις δε τη κολάσει»19. Ό ίδιος ο Τριαδικός Θεός είναι και έλλαμψη και κόλαση για τους ανθρώπους. Ό λόγος του άγιου είναι ξεκάθαρος και αποκαλυπτικός.  Θα ήθελα όμως να μνημονεύσω και τον άγιο Γ ρ ηγ ό ρ ι ο τον Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ο οποίος τονίζει, την ίδια διδασκαλία.
   Αναφερόμενος στον λόγο του Ιωάννου του Προδρόμου περί του Χριστού, «ούτος βαπτίσει υμάς εν πνεύματι αγίω και πυρί», λέγει ότι θέλει να φανέρωση αυτήν την αλήθεια, ότι, δηλαδή, οι άνθρωποι θα δεχθούν ανάλογα ή την κολαστική ή την φωτιστική ιδιότητα της Χάριτος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ούτος», φησί, «βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι αγίω και πυρί», τω φωτιστικώ δηλονότι και κολαστικώ, κατ' άξιαν εκάστου τής εαυτού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον»20.
Βέβαια, είναι ανάγκη να δούμε την διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μέσα σε όλη την ορολογική προοπτική περί της άκτιστου Χάριτος του Θεού. Ό άγιος διδάσκει ότι όλη η κτίση μετέχει της ακτίστου Χάριτος του Θεού, άλλα όμως όχι κατά τον ίδιο τρόπο και κατά τον ίδιο βαθμό. Έτσι, η μέθεξη της Χάριτος του Θεού από τους αγίους είναι διαφορετική από την μέθεξη της από την άλλη κτίση, θα τονίσει χαρακτηριστικά: «Ει δ' εν όν τοις πάσι μεθεκτόν, ούχ ένιαίως, αλλά διάφορος μετέχεται... εί και μετέχει πάντα του Θεού αλλά της των αγίων μεθέξεως πολλήν και μεγίστην ορώμεν την διαφοράν»21.
Άλλωστε, γνωρίζουμε από την όλη διδασκαλία της Εκκλησίας ότι η άκτιστη Χάρη του Θεού λαμβάνει διάφορα ονόματα από τα αποτελέσματα, από το έργο πού επιτελεί. Εάν καθαρίζει τον άνθρωπο λέγεται καθαρτική, εάν τον φωτίζει λέγεται φωτιστική, εάν τον θεώνη λέγεται θεοποιός. Επίσης, άλλοτε λέγεται ουσιοποιός, άλλοτε ζωοποιός και άλλοτε σοφοποιός. Επομένως, όλη η κτίση μετέχει της άκτιστου Χάριτος του Θεού, αλλά διαφοροτρόπως. Και γι' αυτό δεν πρέπει να κάνουμε σύγχυση μεταξύ της θεοποιού Χάριτος πού μετέχουν οι άγιοι και άλλων ενεργειών. Το ίδιο, βέβαια, συμβαίνει και με την Χάρη του Θεού στην αιώνια ζωή. Οι δίκαιοι θα μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας, ενώ οι αμαρτωλοί και ακάθαρτοι θα βιώνουν την καυστική και κολαστική ενέργεια του Θεού.
  Αυτήν την διδασκαλία την συναντούμε και στα ασκητικά συγγράμματα διαφόρων αγίων. Για παράδειγμα αναφέρουμε τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, ο οποίος λέγει ότι το ίδιο πυρ ονομάζεται και «πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως». Πρόκειται για το άγιο και υπερουράνιο πυρ, πού είναι η Χάρη του Θεού. Ή Χάρη του Θεού, πού δέχονται οι άνθρωποι σε αυτήν την ζωή, τους μεν «καταφλέγει, δια το έτι έλλειπες της καθάρσεως», τους άλλους «φωτίζει, δια το μέτρον της τελειότητας»22. Βέβαια, η Χάρη του Θεού δεν θα καθαρίζει τους αμετανόητους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή, αλλά αυτό πού λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης συμβαίνει τώρα. Και είναι βεβαιωμένο από την Ασκητική εμπειρία ότι οι άγιοι στην αρχή αισθάνονται τήν Χάρη του Θεού σαν φωτιά πού κατακαίει τα πάθη και στην συνέχεια, όσο καθαρίζεται η καρδιά, τόσο και αισθάνονται την Χάρη του Θεού ως φως.
Σύγχρονοι Θεόπτες βεβαιώνουν ότι όσο κανείς μετανοεί και εν Χάριτι βιώνει την Κόλαση κατά την πορεία της ασκήσεως του, τόσο και αυτή (η Χάρη), χωρίς καν να το περιμένει ο άνθρωπος, μετατρέπεται σε Άκτιστο Φως. Πρόκειται για την ίδια Χάρη του Θεού, η οποία πρώτα καθαρίζει τον άνθρωπο, και όταν αυτός φθάσει σε μεγάλο βαθμό μετανοίας και καθάρσεως, θεάται ως φως. Επομένως, δεν πρόκειται περί κτιστών πραγμάτων και ανθρωπίνων συναισθηματικών καταστάσεων, αλλά περί βιώσεως της ακτίστου Χάριτος του Θεού.
3. Ό Παράδεισος και η Κόλαση στην εκκλησιαστική ζωή
Αυτά πού περιγράφουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας και αναλύσαμε πιο πάνω, χρησιμοποιώντας τις μαρτυρίες μερικών μεγάλων Πατέρων, τα βλέπουμε καθαρά και μέσα στην εκκλησιαστική ζωή. Άλλωστε, οι άγιοι Πατέρες, πού αναφέραμε, δεν είναι στοχαστές φιλόσοφοι, πού στοχάζονται πάνω στα θέματα της πίστεως, αλλά ερμηνεύουν την εκκλησιαστική εμπειρία και είναι εκφραστές της αποκαλύψεως πού υπάρχει μέσα στην Εκκλησία. Δύο απλά παραδείγματα θα χρησιμοποιήσω για να δειχθεί ότι τα όσα αναφέραμε είναι κοινή διαπίστωση  και εμπειρία της Εκκλησίας.
   Το ένα παράδειγμα είναι η μετάληψη του Σώματος και Αίματος του Χριστού. Ή θεία Κοινωνία ενεργεί αναλόγως με την κατάσταση του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος είναι ακάθαρτος, τον κατακαίει, αν αγωνίζεται να καθαρθεί ή βρίσκεται στην θέωση, τότε ενεργεί αναλόγως.
   Ό Απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους για το θέμα αυτό: «ώστε ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου» (Α' Κορ. ια', 27). Για να βεβαιώσει στην συνέχεια: «δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί» (Α' Κορ. ια', 30). Και αυτό γίνεται γιατί «ο εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει» (Α' Κορ. ια', 29). Ή μετάληψη, δηλαδή, του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, ενώ για τους κεκαθαρμένους και θεουμένους γίνεται ζωή, για τους ακάθαρτους γίνεται κρίμα και θάνατος, ακόμη και σωματικός. Πολλές ασθένειες και θάνατοι, όπως βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος, προέρχονται από την αναξία μετάληψη των Τιμίων Δώρων. Γι' αυτό ο Απόστολος Παύλος συνιστά: «δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηριού πινέτω» (Α' Κορ. ια'. 28).
Αυτό το «δοκιμαζέτω», αν συνδυαστεί με το όλο πνεύμα του Αποστόλου Παύλου, κατά το οποίο μέσα στην καρδιά πρέπει να έχει κανείς την Χάρη του Θεού, και με το χωρίο «καλόν γαρ χάριτι βεβαιούσθαι την καρδίαν» (Έβρ. ιγ', 9) δείχνει ότι πρέπει κανείς να εξετάζει σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεται για να πλησίαση στην Θεια Κοινωνία. Γιατί η Θεία Κοινωνία για ιούς καθαιρομένους γίνεται κάθαρση, για τους φωτιζομένους έλλαμψη, για τους θεουμένους θέωση και για τους ακάθαρτους και αμετανόητους γίνεται κρίμα και καταδίκη. Κόλαση. Γι' αυτό στις λειτουργικές ευχές ο ιερεύς παρακαλεί τον Θεό να μη γίνει η θεία Κοινωνία εις κρίμα και κατάκριμα, αλλά σε άφεση των αμαρτιών. Χαρακτηριστική είναι η ευχή του ιερού Χρυσοστόμου: «καταξίωσον ημάς μεταλαβείν των επουρανίων σου και φρικτών Μυστηρίων ταύτης της ιεράς και πνευματικής Τραπέζης, μετά καθαρού συνειδότος, εις άφεσιν αμαρτιών, εις συγχώρησιν πλημμελημάτων, εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν, εις βασιλείας ουρανών κληρονομίαν εις παρρησίαν την προς σε, μη εις κρίμα, ή εις κατάκριμα».
Το ίδιο πνεύμα μπορούμε να δούμε σε όλες τις ευχές της ακολουθίας της Μεταλήψεως τόσο πριν όσο και μετά την θεία Κοινωνία. Αυτό πού γίνεται τώρα με την θεία Κοινωνία, θα γίνει στην Δευτέρα Παρουσία με την εμφάνιση του  Θεού. Γι' αυτούς πού έχουν καθαρθεί και έχουν μετανοήσει ο Θεός θα είναι Παράδεισος, ενώ γι' αυτούς πού δεν έχουν καθαρθεί ο Θεός θα είναι Κόλαση. Το άλλο παράδειγμα είναι από την ιερά αγιογραφία, πού είναι, οπωσδήποτε, έκφραση της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Βλέποντας την εικονογράφηση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, όπως αγιογραφείται στους νάρθηκες των Ιερών Μονών, παρατηρούμε ότι  από τον θρόνο του Θεού εκπορεύεται το φως, πού (κυκλώνει τους αγίους, και από τον θρόνο του Θεού εκπορεύεται ο πύρινος ποταμός, πού κατακαίει τους αμετανόητους αμαρτωλούς. Ή ίδια πηγή είναι, τόσο του φωτός, όσο και του πυρός. Και αυτό εκφράζει θαυμάσια την διδασκαλία των Πατερών της Εκκλησίας, πού είδαμε προηγουμένως, για την φωτιστική και καυστική ιδιότητα της θείας Χάριτος. Αυτό, βέβαια, συνδέεται με την κατάσταση του ανθρώπου.
4. Οι θεολογικές και εκκλησιολογικές συνέπειες αυτής της αλήθειας
Όλα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα δεν είναι θεωρητικές αλήθειες, αλλά έχουν σχέση με την όλη εκκλησιαστική ζωή. Άλλωστε, η διδασκαλία των άγιων Πατέρων για τον Παράδεισο και την Κόλαση είναι ένα κλειδί ερμηνείας τόσο της Άγιας Γραφής και των πατερικών κειμένων όσο και της εκκλησιαστικής ζωής. Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε αναλυτικότερα τις συνέπειες της ορθοδόξου θεωρήσεως του Παραδείσου και της Κολάοεως για την εκκλησιαστική και πνευματική ζωή.
α) Παράδεισος και Κόλαση είναι ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού, όπως την βιώνουν οι άνθρωποι, γι' αυτό και είναι άκτιστα. Κατά τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας, δεν υπάρχει άκτιστος Παράδεισος και κτιστή Κόλαση, όπως διδάσκει η φραγκολατινική παράδοση. Οι Φράγκοι, ακολουθούντες τον Αυγουστίνο, πίστευαν ότι οι κολαζόμενοι δεν θα βλέπουν τον Θεό, και γι' αυτό εξέλαβαν το πυρ της Κολάσεως ως κτιστό. Είναι γνωστή η Κόλαση του Δάντη και οι περιγραφές των κολασμένων. Έτσι, οι Φράγκοι φαντάστηκαν τον κόσμο ως τριόροφο, πού αποτελείται από τον αμετάβλητο ουρανό για τους ευδαίμονες, μεταβλητή γη για να δοκιμάζωνται οι άνθρωποι και μεταβλητά καταχθόνια για τους κολαζομένους και καθοριζόμενους. Συνέπεια αυτής της απόψεως είναι και περί καθαρτηρίου πυρός διδασκαλία των Φράγκων23.
   Επομένως, Παράδεισος και Κόλαση υπάρχουν όχι με την μορφή απειλής και τιμωρίας εκ μέρους του Θεού, αλλά με την μορφή ασθενείας και θεραπείας. Οι θεραπευμένοι και κεκαθαρμένοι βιώνουν την φωτιστική ενέργεια της θείας Χάριτος, ενώ οι αθεράπευτοι και ασθενείς βιώνουν την καυστική ενέργεια του Θεού.
Στην Αγία Γραφή η δόξα του Θεού χαρακτηρίζεται με τις αντιθέσεις φως - γνόφος, και πυρ - σκότος ή δόξα - νεφέλη και αστραπή - καπνός. Αυτοί πού έχουν Ανιδιοτελή αγάπη και είναι φίλοι του Θεού βλέπουν τον Θεό «εν φωτι - γνόφω», ενώ οι ιδιοτελείς και ακάθαρτοι βλέπουν τον Θεό κριτή ως «πυρ - σκότος»24. Έτσι, λοιπόν, ο Παράδεισος καλείται και φως και  γνόφος. Από γλωσσικής πλευράς φαίνεται ότι είναι αντίθετες έννοιες, γιατί το φως είναι αντίθετο από τόν γνόφο και ο γνόφος είναι αντίθετος από το φως. Βέβαια, στην πατερική παράδοση ο γνόφος είναι φως «δια την ύπερέχουσαν φανότητα». Επίσης, η Κόλαση χαρακτηρίζεται με τις εικόνες πυρ και σκότος. Αλλά και οι δυο αυτές εικόνες είναι αντίθετες. Γι' αυτό η Κόλαση δεν είναι ούτε πυρ ούτε σκότος, όπως εμείς γνωρίζουμε τις πραγματικότητες αυτές. Και φυσικά ούτε ο Παράδεισος είναι φως και γνόφος,  όπως εμείς γνωρίζουμε αυτές τις πραγματικότητες. Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες προτιμούν την αποφατική ορολογία, για να μη γίνεται καμμία σύγχυση.
Το θέμα είναι ότι τόσο ο Παράδεισος όσο και η Κόλαση δεν είναι κτιστές πραγματικότητες, αλλά άκτιστες. Οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί θα δουν τον Θεό στην άλλη ζωή, αλλά, ενώ οι δίκαιοι θα έχουν μέθεξη Θεου και κοινωνία, οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη. Αυτό φαίνεται στην παραβολή του άφρονος Πλουσίου. Ό Πλούσιος έβλεπε τον Άδραάμ και τον Λάζαρο στους κόλπους του, αλλά δεν είχε μέθεξη του Θεού και γι' αυτό φλεγόταν. Δεχόταν την καυστική ενέργεια της οράσεως του Θεού. Καίτοι είναι παραβολή, εν τούτοις εκφράζει την πραγματικότητα. Ή χρησιμοποίηση του είδους της παραβολής γίνεται για να εκφραστούν οι αλήθειες.
β) Εφ' όσον αναλόγως της πνευματικής τους καταστάσεως οι άνθρωποι έχουν διαφορετική εμπειρία της θείας Χάριτος, άρα απαιτείται κάθαρση από αυτήν ακόμη την ζωή. Ή κάθαρση, κατά τους αγίους Πατέρες, γίνεται κυρίως στην καρδιά και στον νου του ανθρώπου. Ό νους είναι το ηγεμονικό της -ψυχής, δια του οποίου 0 άνθρωπος έχει μέθεξη και κοινωνία με τον Θεό. Ό σκοτασμός του ηγεμονικού λέγεται αλλοτρίωση· όχι ότι αποχωρίζεται ο άνθρωπος τον Θεό αλλά ότι δεν έχει μέθεξη. Με την πτώση του ανθρώπου και την αμαρτία του ο νους σκοτίστηκε και ταυτίστηκε με την λογική, τα πάθη και τον περιβάλλοντα κόσμο. Τώρα απαιτείται κάθαρση του νου.
Ό άγιος Γρηγόριος τονίζει επιγραμματικά: «Δια τούτο καθαρτέον εαυτόν πρώτον, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον». Αν κανείς θέληση να φθάσει στον Θεό και να απόκτηση την γνώση Του, χωρίς προηγουμένως να περάοη από σχετική δοκιμασία, πού είναι ή κάθαρση της καρδιάς, τότε θα συμβεί το ίδιο με τόσες άλλες περιπτώσεις πού συναντούμε στην Άγια Γραφή και τις οποίες αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, θα συμβεί ο,τι και στον Ισραηλιτικό λαό, πού δεν μπορούσε να δη το ελλαμπόμενο πρόσωπο του Μωϋσέως από την Χάρη του Θεού. Ή θα συμβεί ό,τι και στον Μανωέ, πού φώναξε: «Απολώλαμεν, ώ γύναι, Θεόν εωράκαμεν». Θα συμβεί ο,τι και στον Απόστολο Πέτρο, ο όποιος μετά το θαύμα της θαυματουργικής αλιείας, είπε: «έξελθε απ’ εμού ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί Κύριε».
Θα συμβεί ο,τι και στον Απόστολο Παύλο, ο οποίος έχασε την όραση του, αφού είδε τον διωκόμενο από αυτόν Χριστό, χωρίς προηγουμένως να καθαρθεί από τούς διωγμούς. Ακόμη θα συμβεί ο,τι με τον εκατόνταρχο ο όποιος, καίτοι ζήτησε από τον Χριστό την θεραπεία, εν τούτοις Τον παρακαλεί να μην έλθει στο σπίτι του από δειλία, πού πάντως επαινείται από τον Χριστό. Λέγοντας αυτά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, κάνει την εξής παρατήρηση. Αν κάποιος από μας είναι ακόμη εκατόνταρχος δουλεύοντας στον κοσμοκράτορα του κόσμου τούτου, και γι' αυτό είναι ακάθαρτος, ας το αισθανθεί και ας πει τον λόγο του εκατοντάρχου: «ουκ είμι ικανός ίνα μου υπό την στέγην είσελθης». Ας μη μείνει όμως σε αυτήν την διαπίστωση. Αλλά αν θέλει να δη τον Χριστό, τότε ας κάνη αυτό πού έκανε ο Ζακχαίος. Ας δεχθεί τον Λόγο στο σπίτι του, αφοί προηγουμένως όμως ανεβεί επάνω στην συκομορέα, «νεκρώσας τα μέλη τα επί της γης και υπεραναβάς το σώμα της ταπεινώσεως».
Απαιτείται συναίσθηση της ακαθαρσίας μας, αλλά και αγώνας για την κάθαρση και την θεραπεία. Χρειάζεται να καθαρίσουμε και να κοσμήσουμε την ψυχή μας και ακόμη να φωτισθούμε με την δύναμη και την ενέργεια του Χριστού. Διότι, όταν τηρήσουμε την καρδιά μας με κάθε φυλακή, δηλαδή, όταν βάλουμε την νήψη στην καρδιά μας και όταν ετοιμάζουμε την καρδιά μας για αναβάσεις πνευματικές, τότε «φωτισθώμεν εαυτοίς φως γνώσεως- τηνικαύτα λαλώμεν Θεού σοφίαν εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην, και τοις άλλοις εκλάμπωμεν». Γι' αυτό επιγραμματικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει: «Τέως δε καθαιρώμεθα και προτελώμεθα τω Λόγω, ιν' ότι μάλιστα αυτούς ημάς ευεργετώμεν, θεοειδείς εργαζόμενοι, και ήκοντα τον Λόγον υποδεχόμενοι»25. Έτσι, στην Ορθοδοξία γίνεται συνεχώς λόγος για κάθαρση και μετάνοια, κατά την διδασκαλία του Χριστού: «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. δ', 17). Μόνο μέσα από την μετάνοια γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό εξ εμπειρίας, διότι ο Θεός δεν είναι γνωσιολογική θεωρία ή ιδέα, αλλά θέα.
γ) Το βαθύτερο έργο της Εκκλησίας είναι να θεραπεύει τον άνθρωπο, να καθαρίζει τον νου και την καρδιά. Ό άνθρωπος, αφού καθαρθεί, στην συνέχεια πρέπει να αποκτήσει φωτισμένο νου, ώστε να δη τον Θεό και να γίνει γι' αυτόν Παράδεισος και Βασιλεία των Ουρανών. Αυτό γίνεται με τα μυστήρια και την άσκηση. Και πραγματικά, αυτά τα δύο πρέπει να συνδυάζονται. Ή άσκηση, όπως φαίνεται στην πατερική παράδοση, προηγείται του Βαπτισματος και ακολουθεί μετά από αυτό, προηγείται της θείας Κοινωνίας και ακολουθεί μετά από αυτήν. Όταν απομονώσουμε τα μυστήρια από την Άσκηση και την άσκηση από τα μυστήρια, τότε διαστρέφουμε την εκκλησιαστική ζωή.
       Αν εξετάσει κανείς επισταμένως το ευχολόγιο της εκκλησίας, θα διαπίστωση ότι συνιστά μια θεραπευτική αγωγή. Είναι, θα λέγαμε λίγο παραβολικά, ένα πνευματικό Ιατρικό σύγγραμμα για την θεραπεία της ψυχή του ανθρώπου. Και, βέβαια, αυτή η θεραπεία, όπως φαίνεται καθαρά σε όλες τις ευχές των μυστηρίων, αποβλέπει κυρίως στην θεραπεία του νου, στον φωτισμό του νου. Γι' αυτό ο ιερεύς δεν «κόβει» απλώς εισιτήρια για τον Παράδεισο, αλλά θεραπεύει τον άνθρωπο, ώστε όταν θα δει τον Θεό, να γίνει γι' αυτόν ο Θεός Παράδεισος και όχι Κόλαση, αφού όλοι θα δούμε τον Θεό και δίκαιοι και αμαρτωλοί. Αν εξετάσει κανείς προσεκτικά την φράγκικη «ασκητική», θα διαπιστώσει ότι αποβλέπει να οδήγηση τον άνθρωπο στην θέα του Θεού. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι αυτό, αφού όλοι θα δουν τον Θεό και θα συνομιλήσουν μαζί Του. Άλλωστε, αυτό περιγράφει ο Κύριος στην περικοπή της Μελλούσης Κρίσεως. Το θέμα είναι να δει ο άνθρωπος τον Θεό θεραπευμένος.
Ή Ορθοδοξία έχει μια μέθοδο θεραπείας. Αυτό φαίνεται εκτός των άλλων και στον υπότιτλο της Φιλοκαλίας. Γράφεται: «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών εν ή δια της κατά πράξιν και θεωρίαν ό νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται».
δ) Δεν πρέπει να έχουμε ζωηρή επιθυμία να δούμε την δόξα του Θεού, όπως κάνουν πολλοί περίεργοι, και γι’ αυτό χρησιμοποιούν πολλούς τρόπους, τον ανατολικό διαλογισμό και άλλες μεθόδους. Τέτοια περιέργεια εκτός τον ότι μπορεί να οδήγηση σε πλάνη, μπορεί επίσης να διαγράψει διαφορετική πορεία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ακριβώς επειδή ο Θεός γίνεται Κόλαση για τους ακάθαρτους, γι' αυτό αισθανόμαστε πρωταρχικό έργο το να καθαρθούμε ψυχικά. Ή κάθαρση συνδέεται με την θεραπεία του ανθρώπου, και φυσικά, η θεραπεία είναι η απόκτηση της ανιδιοτελούς αγάπης.
ε) Κόλαση δεν είναι η απουσία του Θεού, όπως συνήθως λέγεται, αλλά η παρουσία και θέα του Θεού ως φωτιάς. Και, φυσικά, όπως αναφέραμε σε άλλη ενότητα, από τώρα μπορούμε να γευθούμε τον Παράδεισο και την Κόλαση, θα μπορούσα να πω καλύτερα ότι από τον τρόπο με τον όποιο βιώνουμε από τώρα τον Θεό εξαρτάται και το πώς θα Τον βιώσουμε και στην Δευτέρα Παρουσία Του. Κατά τον όσιο Ηλία τον Πρεσβύτερο, Παράδεισος είναι η θεωρία των νοητών. Σε αυτήν την θεωρία ο γνωστικός, αυτός, δηλαδή, πού απέκτησε την γνώση του Θεού, «ως εν οικείω οίκω ένδοθεν εισέρχεται εν ευχή». Ό δε πρακτικός, αυτός, δηλαδή, πού βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως, «ως παροδίτης οφθήσεται». αφού έχει μεν την επιθυμία να εισέλθει, αλλά εμποδίζεται από τον φραγμό της πνευματικής του ηλικίας26. Ό Παράδεισος είναι η απάθεια, πού στην πραγματικότητα, είναι η μεταμόρφωση του παθητικού της ψυχής. Ό όσιος Ηλίας ό Πρεσβύτερος λέγει ότι ό Παράδεισος της απάθειας είναι κρυμμένος μέσα μας. και αυτός «εικών εστί του μέλλοντος τους δικαιους υποδέχεσθαι»27.
Κατά τον όσιο Γρηγορώ τον Σιναϊτη, πυρ και σκότος και σκώληξ και τάρταρος, δηλαδή Κόλαση, είναι «η γενική ηδυπάθεια και η καθολική του σκότους άγνοια και ο εν πασι γαργαλισμός του στρήνους και ό τρόμος και ο βρώμας ο δυσώδης της αμαρτίας». Έτσι, η ηδυπάθεια, η άγνοια και το σκοτάδι, ο τρόμος και η βρωμιά τής αμαρτίας είναι βίωση της Κολάσεως από τώρα. Και όλα αυτά είναι «ως αρραβώνες και απαρχαί των κολάσεων» από την ζωή αυτή28.
Το συμπέρασμα αυτής της ανάλυσης είναι ότι ή Εκκλησία είναι Νοσοκομείο και θεραπευτήριο, πού θεραπεύει τον άνθρωπο. Αυτό είναι και το βασικότερο έργο των Ιερέων. Έχοντας αυτήν την προοπτική μπορεί να ασχολείται και με άλλα έργα. Μπορεί, δηλαδή ο ιερεύς να ενδιαφέρεται για τα γενικότερα προβλήματα του λαού, για την φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη κ.λ.π. αλλά το κυριότερο είναι να θεραπεύει τον άνθρωπο. Αυτό είναι το κατ' εξοχήν φιλάνθρωπο έργο, πού θα έχει αιώνιες συνέπειες. Γιατί, τι το όφελος να ενδιαφέρεται μόνον για τις υλικές ανάγκες και να αδιάφορη για το αιώνιο μέλλον του; Μια τέτοια Εκκλησία μπορεί να θεωρηθεί και είναι πραγματικά μια εκκοσμικευμένη Εκκλησία. Ό άνθρωπος δεν πλάστηκε για να εξαντληθεί μόνον στο ενταύθα, αλλά να προχώρηση και στο επέκεινα. Έτσι, η Εκκλησία ενδιαφέρεται για τον όλο άνθρωπο, πού αποτελείται από ψυχή και σώμα.
   Υπάρχουν μερικοί πού κατηγορούν την Εκκλησία ότι αδιαφορεί για τις κοινωνικές ανάγκες και απουσιάζει από κοινωνικούς και άλλους αγώνες. Κανείς δεν αντιλέγει ότι και σε αυτό το θέμα πρέπει να επεκταθεί η δραστηριότητα της Εκκλησίας. Άλλα τίθεται το ερώτημα. Ό θάνατος δεν είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα; Έκτος του ότι ταλαιπωρείται ο κάθε άνθρωπος με τον δικό του θάνατο, αφού τον κουβαλά μέσα του από την γέννηση του, επειδή γεννιέται για να πεθάνει, συγχρόνως βασανίζεται από τον θάνατο των προσφιλών του προσώπων. Δεν δημιουργεί κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα ο θάνατος; Η Εκκλησία ασχολείται με το φοβερό αυτό πρόβλημα του θανάτου και βοηθά τον άνθρωπο να τον υπερβεί με την εν Χριστώ ζωή.
Ακόμη, όταν ασχολείται η Εκκλησία με την θεραπεία του νου του ανθρώπου, αυτό έχει άμεσες κοινωνικές συνέπειες. Ό θεραπευμένος άνθρωπος είναι ειρηνικός, ειλικρινής, απαθής και επομένως, καλός οικογενειάρχης, καλός πολίτης. Άλλωστε, όπως ένα Νοσοκομείο κατά την διάρκεια κοινωνικών ανωμαλιών εξακολουθεί να θεραπεύει, έτσι και η Εκκλησία κατά την διάρκεια πολλών ανωμαλιών δεν ξεχνά τον θεραπευτικό της χαρακτήρα και θεραπεύει τους ανθρώπους.
Γι' αυτό, ζώντες μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να θεραπευόμαστε με όλα τα μέσα πού έχει, τα μυστήρια και την άσκηση, με την μέθοδο πού διαθέτει, ώστε και από τώρα, αλλά κυρίως τότε στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, η Χάρη του Θεού να ενεργεί φωτιστικά και σωτήρια και όχι κολαστικά.



1. PG 123. στ. 1106
2. Νικόδημου αγιορείτου: Ερμηνεία εις τάς ΙΔ' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου, έκδ. άγ. Νικόδημος, Αθήνα 1971, τόμος Β'. σελ. 113, σημ. 3
3. ΡG 106. 233
4. ΡG 106, 529
5. Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδου: Ρωμιοσύνη, έκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1975, σελ- 96, κ.έ.
6. Ισαάκ Σύρου: Ασκητικά, έκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 282
7. ένθ. άνωτ. σελ. 326
8. ένθ. άνωτ.
9. ένθ. άνωτ.
10. ένθ. άνωτ. σελ. 326-327
11. Νικόδημου Άγιορείτου: ένθ. άνωτ. τόμος Α', σελ. 110
12. Μ. Βασιλείου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 120-122
13. Ιωάννου Ρωμανίδου: ένθ. άνωτ. σελ. 99
14. ενθ. άνωτ. σελ. 96 κ.έ.
15. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 4 ΕΠΕ, σελ. 376
16. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 382
17. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 88
18. ένθ. άνωτ. σελ. 174
19. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 1 ΕΠΕ, σελ. 380
20. Γρηγορίου Παλαμά έργα. 11 ΕΠΕ, σελ. 498
21. Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, τόμος Β', Παναγ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 145
22. Ιωάννου Σιναϊτου: Κλίμαξ, έκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1970, σελ. 163
23. Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδου, ενθ. άνωτ. σελ. 96
24. Ίω. Ρωμανίδου: ένθ. άνωτ. σελ. 99
25. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 86-90
26. Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Β'. σελ. 305, νη'
27. ένθ. άνωτ. σελ. 101. ιβ'
28. Φιλοκαλία, τόμος Δ', σελ. 36, λ6'



Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία γίνεται συνεχώς λόγος για τον Παράδεισο και την Κόλαση, που είναι βασικό σημείο της πίστεώς μας, εν τούτοις από παλαιούς χρόνους αναπτύχθηκε από μερικούς η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων, με την έννοια ότι δεν θα υπάρχη αιώνια Κόλαση.
Σύμφωνα με την θεωρία αυτή ο Θεός με την αγάπη και την φιλανθρωπία Του θα αποκαταστήση όλη την κτίση, όλη την δημιουργία, θα αφανίση το κακό, και κατά συνέπεια δεν θα υπάρξη αιώνια Κόλαση. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι θα σωθούν. Φυσικά, μια τέτοια θεώρηση της εσχατολογίας και της σωτηριολογίας ανατρέπει όλο το οικοδόμημα της πίστεως, και αναιρεί βασικές διδασκαλίες της Εκκλησίας, όπως εκφράζονται μέσα στην Αγία Γραφή και τα κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Μπορεί κανείς να υποστηρίξη ότι μια τέτοια θεωρία αναιρεί και την ουσία της εκκλησιολογίας.
Διάφοροι δυτικοί ερμηνευτές υποστήριξαν ότι μια τέτοια θεωρία ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, και αυτή η άποψη έχει διοχετευθή και στον δικό μας χώρο. Έτσι οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας μας, στο θέμα της αποκαταστάσεως των πάντων ακολούθησε παλαιές αιρετικές διδασκαλίες, επειδή μίλησε για αποκατάσταση της κτίσεως.
Το ερώτημα όμως είναι αν υποστηρίζη τέτοιες θεωρίες ο άγιος Γρηγόριος. Και άν, βέβαια, υπάρχουν μερικά σχετικά χωρία, τα οποία υπονοούν την θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων, πρέπει να ερμηνευθούν μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Η έρευνα αυτή πρέπει να στραφή στην όλη προσωπικότητά του, καθώς επίσης και στην όλη ατμόσφαιρα της διδασκαλίας του. Αυτό θα επιχειρήσουμε στο κεφάλαιο αυτό.
Προκαταβολικά πρέπει να πούμε ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης δεν διδάσκει την αποκατάσταση των πάντων, όπως το εννοούσε ο Ωριγένης, και είναι πεπλανημένη θεωρία, την οποία η Εκκλησία κατεδίκασε συνοδικώς. Ταυτόχρονα όμως θα δοθή η ευκαιρία να δούμε διάφορα θέματα, που συνδέονται με την ζωή των εσχάτων, που μας απασχολεί στο παρόν βιβλίο.

1. Αρχαίοι φιλόσοφοι και θεολόγοι για την αποκατάσταση των πάντων
Στους αρχαίους λαούς παρατηρείται η θεωρία περί της φθοράς και αποκαταστάσεως του κόσμου. Σύμφωνα με την άποψη αυτή ο κόσμος κινείται σε ένα ορισμένο χρονικό όριο, οπότε με διάφορα γεγονότα έρχεται η φθορά και η καταστροφή του, και στην συνέχεια αρχίζει νέα περίοδος ανασυστάσεως, ανασυγκροτήσεως και διακοσμήσεως του κόσμου. Έτσι, είχε αναπτυχθή από παλαιά η θεωρία της ανακυκλήσεως του κόσμου*. Αυτή δε η εκ νέου δημιουργία του κόσμου είναι γνωστή ως παλιγγενεσία ή αποκατάσταση του κόσμου*.
Τέτοιες αντιλήψεις συναντά κανείς σε αρχαίες φιλοσοφικές σχολές. Περί αυτών των θεμάτων μίλησε η προστωϊκή φιλοσοφία (Αναξίμανδρος, Πυθαγόρειοι, Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής), η στωϊκή φιλοσοφία, ο νεοπλατωνισμός*. Μέσα στην ανακύκληση του κόσμου συμμετέχει και η ψυχή του ανθρώπου, γι’ αυτό και τα περισσότερα φιλοσοφικά συστήματα κάνουν λόγο για μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση, δηλαδή για την εκ νέου επάνοδο της ψυχής στον κόσμο για να καθαρθή. Δεν πρόκειται να κάνουμε μεγαλύτερη ανάλυση της θεωρίας της αποκαταστάσεως των πάντων, όπως αναπτυσσόταν στην αρχαία φιλοσοφία. Το γεγονός είναι ότι αποτελεί κοινό σημείο όλων των φιλοσόφων, εν συνδυασμώ με άλλες θεωρίες για την δημιουργία του κόσμου, την ύπαρξη του κακού, την δημιουργία του ανθρώπου και την μετενσάρκωση των ψυχών.
Ο Ωριγένης, ο μεγάλος αυτός θεολόγος του Γ’ μ.Χ. αιώνος, σαφώς στην διδασκαλία του ανέπτυξε την θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων. Σε πολλά σημεία ο Ωριγένης είχε επηρεασθή από την φιλοσοφία, και ήταν εκφραστής του λεγομένου εξελληνισμένου Χριστιανισμού, ενώ οι άγιοι Πατέρες εξέφραζαν τον εκχριστιανισμένο ελληνισμό.
Σύμφωνα με την διδασκαλία του Ωριγένους, οι ψυχές των ανθρώπων προχωρούν δια της καθάρσεως σε συμφιλίωση με τον Θεό. Άλλες ψυχές φθάνουν στην κάθαρση και την συμφιλίωση με τον Θεό από την παρούσα ζωή, άλλες όμως χρειάζονται περισσότερο χρόνο, γι’ αυτό και επανέρχονται εκ νέου στην ζωή, με άλλη σωματική μορφή. Έτσι, γίνεται λόγος για διαδοχικές μετενσαρκώσεις, έως ότου επιτευχθή η τελεία κάθαρση κάθε ψυχής, και ένωση με τον Θεό. Με αυτό το πνεύμα οι τιμωρίες των ασεβών και των δαιμόνων θα είναι πρόσκαιρες. Όταν όλες οι ψυχές καθαρθούν, τότε θα ηττηθή ο διάβολος, θα υποταγούν όλα στον Θεό και θα γίνη η αποκατάσταση των πάντων, θα ακολουθήση η ανάσταση των ανθρώπων με πνευματικά σώματα. Με αυτήν την άποψη όλα θα επανέλθουν στην αρχέγονη κατάσταση.
Βασική αρχή του Ωριγένους είναι ότι το τέλος του κόσμου πρέπει να είναι όμοιο με την αρχή του. Οι ποινές που επιβάλλονται από τον Θεό και αρχίζουν από την παρούσα ζωή συνεχίζονται και μετά τον θάνατο έως ότου γίνη η κάθαρση και η αποκατάσταση των πάντων, έως ότου όλα υποταγούν στον Θεό. Αυτή η κάθαρση γίνεται και δια του καθαρσίου πυρός, που καθαρίζει τον κόσμο από την φθορά και ανακαινίζει τα πάντα. Έτσι, θα αναιρεθή και θα καταργηθή τελείως η κακία, με την επικράτηση του αγαθού. Φαίνεται από όσα αναφέραμε ότι ο Ωριγένης συνδέει την αποκατάσταση των πάντων με την ανακύκληση των ψυχών*.
Η φράση "αποκατάσταση των πάντων" υπάρχει μια φορά στην Αγία Γραφή, και ιδιατέρως στην ομιλία του Αποστόλου Πέτρου στην στοά του Σολομώντος, μετά την θεραπεία του χωλού. Μεταξύ των άλλων ο Απόστολος Πέτρος ομίλησε περί μετανοίας και επιστροφής στον Θεό. Είπε: "μετανοήσατε ουν και επιστρέψατε εις το εξαλειφθήναι υμών τας αμαρτίας, όπως αν έλθωσι καιροί αναψύξεως από προσώπου του Κυρίου και αποστείλη τον προκεχειρισμένον υμίν Χριστόν Ιησούν, όν δει ουρανόν μεν δέξασθαι άχρι χρόνων αποκαταστάσεως πάντων ών ελάλησεν ο Θεός δια στόματος πάντων αγίων αυτού προφητών απ’ αιώνος" (Πράξ. γ', 19-21).
Η φράση όμως "αποκατάσταση πάντων" δεν σημαίνει εδώ την αποκατάσταση και την ανακύκληση των ψυχών, όπως υποστήριζαν οι φιλόσοφοι, αλλά την μέλλουσα Βασιλεία, που θα έλθη με την Δευτέρα έλευση του Χριστού, οπότε θα γίνη ανακαίνιση της κτίσεως. Υπάρχουν και άλλοι όροι στην Αγία Γραφή, όπως ανακαίνιση, παλιγγενεσία, ανακεφαλαίωση, οι οποίοι, άλλοτε δηλώνουν την αναγέννηση και ανακαίνιση του κόσμου που έγινε με την έλευση του Χριστού, άλλοτε την αναγέννηση του ανθρώπου με την εισαγωγή του στην Εκκλησία, δια του αγίου Βαπτίσματος, και άλλοτε την παλιγγενεσία κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αφού, όπως γνωρίζουμε, θα υπάρξη αλλαγή του κόσμου από την φθορά, που είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας.
Άλλωστε, αυτό το αγιογραφικό χωρίο πρέπει, οπωσδήποτε, να ερμηνευθή μέσα σε όλη την διδασκαλία της Αγίας Γραφής, όπου γίνεται λόγος για την μοναδικότητα της ψυχής, για την ύπαρξη αιωνίας Κολάσεως, για το ότι το δικαστήριο με την έλευση του Χριστού θα έχη διπλή κατάληξη, δηλαδή αιώνιο Παράδεισο και αιώνια Κόλαση, ότι υπάρχει η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος που δεν πρόκειται να συγχωρηθή, ούτε στον νυν ούτε στον μέλλοντα αιώνα, ότι όλοι πρέπει να παρουσιασθούν ενώπιον του βήματος του Χριστού για να λάβουν τον καρπό των έργων τους, καλών ή κακών κ.λ.π.
Δεν είναι σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ όλα αυτά τα αγιογραφικά χωρία, γιατί ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να τα δη στα σχετικά κεφάλαια αυτού του βιβλίου, που γίνεται λόγος για τα θέματα αυτά. Γεγονός είναι ότι πουθενά στην Αγία Γραφή δεν μπορεί να σταθή η ιδέα περί αποκαταστάσεως των πάντων, ότι, δηλαδή, οι ψυχές θα επανέρχωνται στην ζωή ως την τελική κάθαρση, ότι δεν θα υπάρξη αιώνια Κόλαση.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε και συνοδική καταδίκη της θεωρίας της αποκαταστάσεως των πάντων. Συγκεκριμένα, στο "Συνοδικό της Ορθοδοξίας" καταδικάζονται όσοι πιστεύουν στην θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων και όλων των άλλων θεμάτων που συνδέονται με αυτήν. Λέγεται: "Τοις δεχομένοις και παραδιδούσι τα μάταια και Ελληνικά ρήματα, ότι τε προΰπαρξίς εστι των ψυχών, και ουκ εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο, και παρήχθησαν, ότι τέλος εστί της κολάσεως ή αποκατάστασις αύθις της κτίσεως, και των ανθρωπίνων πραγμάτων, και δια των τοιούτων λόγων την Βασιλείαν των Ουρανών λυομένην πάντως, και παράγουσαν εισάγουσιν, ήν αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ο Χριστός και Θεός ημών εδίδαξε, παρέδοτο, και δια πάσης της Παλαιάς και Νέας Γραφής ημείς παρελάβομεν, ότι και Κόλασις ατελεύτητος, και η Βασιλεία αΐδιος, δια των τοιούτων λόγων εαυτούς τε απολλύουσι, και ετέροις αιωνίας καταδίκης προξένοις γινομένοις, Α ν ά θ ε μ α"*.
Η θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων θεωρείται "μάταιο και ελληνικό ρήμα", δηλαδή καρπός της ελληνικής φιλοσοφίας, που λυμαίνεται την Βασιλεία των Ουρανών, και καταργεί τον λόγο της Γραφής, που μιλά για ατελεύτητη Κόλαση. Όσοι δέχονται τέτοιες απόψεις όχι μόνον καταστρέφουν τον εαυτό τους, αλλά γίνονται πρόξενοι και αιτία καταστροφής και άλλων. Γι’ αυτό ακριβώς αναθεματίζονται και αποβάλλονται από την Εκκλησία ως άρρωστα και σεσηπότα μέλη.
Φυσικά, αυτός ο αναθεματισμός του Συνοδικού της Ορθοδοξίας συνδέεται στενά με την καταδίκη από την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο των θεωριών του Ωριγένους, μεταξύ των οποίων και την θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων.

2. Οι απόψεις των ερμηνευτών για την θέση του αγίου Γρηγορίου Νύσσης σχετικά με την αποκατάσταση των πάντων
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ασχολήθηκε σε όλα τα γραπτά του με την ζωή μετά τον θάνατο, με το τί είναι η ψυχή, πώς μετά την έξοδό της από το σώμα διατηρείται η υπόσταση του ανθρώπου, πώς θα γίνη η ανάσταση των σωμάτων, τί είναι η Βασιλεία του Θεού κ.λ.π. Πολλές από αυτές τις απόψεις είδαμε σε άλλα κεφάλαια αυτού του βιβλίου.
Μέσα σε τέτοια εσχατολογικά θέματα συμπεριλαμβάνεται και η λεγομένη θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, όλοι σχεδόν όσοι ασχολήθηκαν με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο άγιος στο θέμα της αποκαταστάσεως των πάντων επηρεάστηκε από τον Ωριγένη. Βέβαια, όπως ισχυρίζονται, δεν δέχεται όλες τις θεωρίες του Ωριγένους για τα θέματα αυτά, αφού αρνείται την μετενσάρκωση, την ανακύκληση των ψυχών, αλλά όμως στην αποκατάσταση των πάντων ακολουθεί με μετριοπάθεια τις απόψεις του Ωριγένους. Έτσι, λέγουν, ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ομιλεί για την αποκατάσταση κατά τρόπο θετικό.
Θα δούμε σε γενικές γραμμές ποιά είναι η εντύπωση των διαφόρων ερμηνευτών σχετικά με τις θέσεις του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για το θέμα που μελετάμε, και στην συνέχεια θα εξετάσουμε αν τα συμπεράσματά τους ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Βέβαια, τα όσα σχολιάζουν και παραθέτουν οι ερμηνευτές λέγονται από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, αλλά εκείνο που πρέπει να πούμε είναι ότι δεν ερμηνεύονται μέσα στα αυθεντικά πλαίσια, και δεν κατανοείται, σε μερικά σημεία, η αλήθεια των λεγομένων. Γιατί, όπως θα δούμε στην συνέχεια, στο θέμα της αποκαταστάσεως των πάντων ο άγιος Γρηγόριος δεν εννοεί αυτό που του αποδίδουν οι περισσότεροι από τους μελετητές του. Πραγματικά, για να κατανοήση κανείς την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου πρέπει να διαθέτη τα ανάλογα ερμηνευτικά κλειδιά και να εντάξη τα όσα λέγει μέσα στην όλη παράδοση της Εκκλησίας.
Ο βασικός σκοπός του ανθρώπου, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, είναι η θέωσή του. Μόνον μέσα από την προοπτική αυτή πρέπει να θεωρούμε την σωτηρία του ανθρώπου. Αλλά για να επιτύχη κανείς αυτόν το ύψιστο σκοπό, πρέπει να περάση μέσα από την κάθαρση, η οποία είναι απαραίτητη για τον άνθρωπο. Η κάθαρση είναι δυνατόν να επιτευχθή στην παρούσα ζωή. Αλλά, αν μερικοί δεν μπόρεσαν να την επιτύχουν εδώ, θα συνεχισθή και στην άλλη ζωή. Βέβαια, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης δεν δέχεται την μετεμψύχωση, η οποία, κατά την άποψη του Ωριγένους, συνεχίζει την κάθαρση του ανθρώπου, αλλά, όμως, μιλώντας για κάθαρση, δέχεται ότι συνεχίζεται και μετά τον θάνατο.
Η κάθαρση μετά τον θάνατο επιτυγχάνεται με το λεγόμενο καθάρσιο πυρ ή καθαρτήριο πύρ, το οποίο είναι θεραπευτικό. Έτσι, οι βάσανοι του άδου είναι θεραπευτικές, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν είναι αιώνιες. Κάποτε θα σταματήση να υπάρχη ο Άδης. Οι ψυχές μετά την κάθαρσή τους, την οποία άλλες επιτυγχάνουν από την παρούσα ζωή και άλλες μετά τον θάνατο εισέρχονται στην αιωνιότητα.
Η κάθαρση και η σωτηρία επιτυγχάνεται με την αγάπη και την φιλανθρωπία του Θεού. Ο Θεός, ως φιλάνθρωπος, παιδεύει τον άνθρωπο για να τον ανακαινίση.
Τα αγαθά που θα απορρεύσουν από την κάθαρση είναι πάρα πολλά. Η φύση του ανθρώπου ανακαινίζεται, αφού αποβάλλει όλα τα νόθα και ξένα στοιχεία, τα οποία προσετέθησαν σε αυτήν.
Μέσα στα πλαίσια αυτά θα καταργηθή και αυτός ο ίδιος ο θάνατος, το κακό θα αφανισθή και έτσι όλα θα υποταγούν στον Θεό. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ύπαρξη και την εξαφάνιση του κακού. Το κακό, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, δεν είναι οντολογικό γεγονός, γιατί είναι στέρηση του αγαθού. Το κακό είναι φθαρτό. Αλλά κάθε φθαρτό δεν είναι αγέννητο. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν κακό, αλλά υπάρχει η ποιότητα του κακού. Επειδή η ποιότητα δεν συνιστά την ουσία, γι’ αυτό και το κακό δεν είναι ουσία.
Αυτό σημαίνει ότι το κακό δεν είναι αιώνιο, αλλά έχει προσωρινό χαρακτήρα. Δεν μπορεί το κακό, που είναι αγέννητο και φθαρτό, να υπερισχύση του αγαθού και αφθάρτου, που είναι ο Θεός. Επομένως, κάποτε το κακό, που δεν είναι ουσία, θα καταργηθή. Η εξάντληση και κατάργηση του κακού δεν προσκρούει στην ελευθερία του ανθρώπου, γιατί τότε η ανθρώπινη ελευθερία θα ήταν ισχυρότερη από τον αγαθό Θεό και την δύναμή Του, αφού θα είχε την δυνατότητα να παρατείνη επ’ άπειρο την πορεία του κακού. Επομένως, το κακό κάποτε θα εκλείψη.
Όχι μόνον θα καθαρθούν οι ψυχές των ανθρώπων και θα εξαλειφθή το κακό, αλλά ακόμη και ο διάβολος θα υποταγή στον Θεό, που σημαίνει ότι θα σωθή. Η απολύτρωση του Χριστού απεδείχθη τελικά σωτήρια και για τον διάβολο. Ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και πέθανε στον Σταυρό, και ο διάβολος επειδή συνελήφθη από την σάρκα του Χριστού, όπως τα ψάρια με το αγκίστρι, εξαναγκάστηκε να αποδώση τις ψυχές που κατείχε. Έτσι αυτό αποδείχθηκε σωτήριο και για τον διάβολο.
Βέβαια, οι ερμηνευτές του αγίου Γρηγορίου Νύσσης σημειώνουν ότι σε όλο το θεολογικό του σύστημα υπάρχουν πολλές αντιφάσεις. Μια αντίφαση, την οποία προσπαθεί να απαλύνη ο άγιος Γρηγόριος είναι, πώς συμβιβάζεται η "αναγκαστική" κάθαρση και αποκατάσταση όλων των ανθρώπων, ακόμη και του διαβόλου, με την ελευθερία την οποία έχει τόσο ο άνθρωπος όσο και ο διάβολος. Μια άλλη αντίφαση είναι, πώς, ενώ κάνει λόγο για την κατάργηση του κακού και την τελική σωτηρία όλων των ανθρώπων, στα έργα του ομιλεί και για την αιωνιότητα της Κολάσεως. Και πώς, ενώ δέχεται την αποκατάσταση των πάντων, που πρέσβευε ο Ωριγένης, συγχρόνως δεν αποδέχεται την ανακύκληση των ψυχών ή την λεγομένη μετενσάρκωση, η οποία συνδέεται με την κάθαρση της ψυχής και την αποκατάσταση των πάντων.
Έχω την γνώμη ότι ακριβώς σε αυτές τις λεγόμενες "αντιφάσεις", που εντοπίζουν οι μελετητές του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, βρίσκεται και η παρερμηνεία της διδασκαλίας του αγίου από τους μελετητές του, αλλά και η πραγματική ερμηνεία των θέσεών του. Θα πρέπη να εξετάση κανείς προσεκτικά αυτές τις "αντιφάσεις", για να δη ποιά είναι η θεωρία του αγίου Γρηγορίου για την αποκατάσταση των πάντων.
Βέβαια, υπάρχουν και ερμηνευτές που προσπαθούν να δούν τις πραγματικές προϋποθέσεις της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου και να αποδείξουν ότι ο άγιος Γρηγόριος δεν διδάσκει ωριγενιστικές απόψεις. Όλα αυτά θα τα θίξουμε στην επόμενη ενότητα, όπου θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τα πλαίσια της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, γιατί πιστεύουμε ότι ο άγιος Γρηγόριος αδικείται. Πρέπει, λοιπόν, να γίνη αποκατάσταση και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, σχετικά με την λεγομένη θεωρία της αποκαταστάσεως.
Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι με όσα θα λεχθούν εξαντλείται το θέμα αυτό, αλλά θα υπογραμμισθούν τα απαραίτητα σημεία, τα οποία, αν ο μελετητής του έργου του γνωρίζη, μπορεί να ερμηνεύση την διδασκαλία του αγίου*.

3. Ερμηνευτικά σχόλια στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την αποκατάσταση των πάντων
Στην ενότητα αυτή θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις "αντιφάσεις" που εντοπίζουν οι ερμηνευτές, όταν μελετούν την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, γιατί στο σημείο αυτό βρίσκεται η πραγματική ερμηνεία των έργων του.
Βέβαια, εξ αρχής πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τόσο η προβληματική των θεμάτων, όσο και η γλώσσα με την οποία γράφει ο άγιος Γρηγόριος είναι δύσκολη για τον σύγχρονο αναγνώστη. Πρέπει να έχουμε πάντα υπ’ όψη μας ότι οι Πατέρες του τετάρτου αιώνα, ιδιαιτέρως ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, είχαν να ασχοληθούν με ένα σοβαρό ζήτημα. Έπρεπε, δηλαδή, να αντιμετωπίσουν τα ερωτήματα των φιλοσόφων για τα κοσμολογικά, οντολογικά και σωτηριολογικά ζητήματα και να δώσουν απαντήσεις μέσα από την Αποκάλυψη. Εμείς σήμερα δεν ασχολούμαστε με τέτοια ζητήματα, γι’ αυτό και έχουμε δυσκολίες στην κατανόησή τους. Μπορούμε όμως να ερμηνεύσουμε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου μέσα από την εκκλησιαστική εμπειρία.
Θα προσπαθήσουμε να δούμε τα ερμηνευτικά πλαίσια της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης περί των εσχάτων και της αποκαταστάσεως των πάντων μέσα από πέντε σημεία.
a) Η μεγάλη του εκκλησιαστική προσωπικότητα
Ο άγιος Γρηγόριος ήταν πραγματικά ένα μεγάλο πνευματικό ανάστημα. Όταν διαβάζη κανείς τα έργα του, χαίρεται την ευρύτητα της σκέψεώς του, την γονιμότητα της διδασκαλίας του, αλλά, κυρίως και προ παντός, την μεγάλη του ευαισθησία. Ασχολείται με θέματα πολύ δύσκολα, και όμως δεν αφίσταται της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης συναντούμε την διδασκαλία ότι το βαθύτερο έργο της Εκκλησίας είναι η θεραπεία του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται μέσα από την κάθαρση, και ότι σκοπός του ανθρώπου είναι η θέωση. Βέβαια, και άλλοι Πατέρες αναλύουν αυτήν την πραγματικότητα, αλλά ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης επιχειρεί λεπτομερή ανάλυση. Στο έργο του "εις τον βίον Μωϋσέως", το οποίο είναι υπόδειγμα θεολογικού λόγου, κάνει θαυμάσιες προεκτάσεις και παρατηρήσεις.
Γενικά, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μ. Βασιλείου, ασχολήθηκε με θέματα τα οποία ήταν δυσεπίλυτα για το ανθρώπινο πνεύμα. Η μεγάλη του ευαισθησία, που φαίνεται στις συνομιλίες που είχε με την αδελφή του Μακρίνα, πριν εκείνη κοιμηθή, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει τον θάνατό της, όπως και η στάση του απέναντι στον χωρισμό από την αδελφή του, κάνει τρομερή εντύπωση. Ήταν πραγματικά μεγάλος θεολόγος, αλλά και αρκετά ευαίσθητος πνευματικός πατέρας.
Η αξία της μεγάλης του προσωπικότητος αναγνωρίστηκε από όλη την Εκκλησία. Μετά τον θάνατο του αδελφού του, Μ. Βασιλείου, που έγινε το 379, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ανέλαβε διάφορες εκκλησιαστικές πρωτοβουλίες για την κατοχύρωση της ορθοδόξου πίστεως έναντι των Χριστολογικών αιρέσεων της εποχής του. Δυναμική ήταν η παρουσία του στην Σύνοδο της Αντιοχείας το 379 μ.Χ. καθώς επίσης και η αποστολή του στον Πόντο και την Αραβία για την ειρήνευση της Εκκλησίας. Γενικά, ο άγιος Γρηγόριος απέκτησε μεγάλο κύρος, και γι’ αυτό ενδιαφερόταν για την ρύθμιση διαφόρων εκκλησιαστικών υποθέσεων, κυρίως σε δογματικά ζητήματα.
Σημαντική ήταν η παρουσία του στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο, στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ. Βέβαια, στην Σύνοδο αυτή επικράτησε η θεολογία του αδελφού του, Μ. Βασιλείου, που είχε κοιμηθή δύο χρόνια πριν από την σύγκληση της Συνόδου, αλλά ο άγιος Γρηγόριος αποδείχθηκε ο θεολογικός εκφραστής της Συνόδου.
Κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου, ο άγιος Γρηγόριος ανέγνωσε μπροστά στον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο μελέτη του, που αντέκρουε τις απόψεις του Ευνομίου, ο οποίος (Ευνόμιος) είχε καταφερθή εναντίον του Μ. Βασιλείου. Συγκεκριμένα ο Μ. Βασίλειος έγραψε εναντίον των αιρετικών θέσεων του Ευνομίου. Η επιχειρηματολογία του Μ. Βασιλείου τόσο πολύ εξέπληξε τον Ευνόμιο, ώστε απήντησε μετά δεκατέσσερα χρόνια με το έργο του "απολογία υπέρ απολογίας". Τότε, όμως, δεν ήταν δυνατόν να απαντήση ο Μ. Βασίλειος, γιατί βρισκόταν προς το τέλος της ζωής του. Την αποστολή αυτή εξεπλήρωσε με επιτυχία ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Με τρία βιβλία του κονιορτοποίησε στην κυριολεξία τις απόψεις του Ευνομίου, υπερασπιζόμενος τόσο την ορθόδοξη πίστη, όσο και την μνήμη του αδελφού του. Τα συγγράμματα αυτά συγκαταλέγονται στα άριστα αντιαιρετικά κείμενα.
Στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο αναγνωρίστηκε από όλους ως ο κατ’ εξοχήν θεολόγος. Αυτός διάβασε την εισηγητική ομιλία στην Σύνοδο, εξεφώνησε τον επικήδειο λόγο στον Μελέτιο Αντιοχείας, που ήταν Πρόεδρος της Συνόδου, εξεφώνησε την ομιλία κατά την ενθρόνιση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, και όπως πιστεύεται, αυτός έδωσε την τελική μορφή στο Σύμβολο της Πίστεως, αυτός συνέταξε το άρθρο περί του Αγίου Πνεύματος: "Και εις το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το σύν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον το λαλήσαν δια των Προφητών". Μάλιστα, λέγεται ότι στην εικονογράφηση της Β’ Οικουμενικής Συνόδου ο άγιος Γρηγόριος παρουσιάζεται ως ο πρακτικογράφος της Συνόδου.
Πριν από την λήξη τώς εργασιών της Συνόδου αυτής ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος εξέδωσε διάταγμα, δια του οποίου ο άγιος Γρηγόριος ορίστηκε ως ένας από τους τρεις επισκόπους, που θα είναι πρότυπο πίστεως για τους επισκόπους του Πόντου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όσοι δεν συμφωνούσαν με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου και δεν είχαν κοινωνία μαζί του, ήταν αιρετικοί.
Μετά την Σύνοδο ανέλαβε περιοδείες στην Συρία, την Παλαιστίνη και την Αραβία για την λύση διαφόρων εκκλησιαστικών προβλημάτων, καθώς επίσης συμμετέσχε σε συνόδους για την κατοχύρωση της ορθοδόξου πίστεως. Όλα αυτά δείχνουν ότι είχε μεγάλο κύρος στον ορθόδοξο χώρο. Μάλιστα, σε αυτόν ανατέθηκε να εκφωνήση τους επικηδείους λόγους στην βασιλόπαιδα Πουλχερία και την Βασίλισσα Πλακίλλα.
Πέρα από αυτά τα γεγονότα, που είναι γνωστά στην εκκλησιαστική ιστορία από τις εκκλησιαστικές δραστηριότητες του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, υπάρχουν και συνοδικά κείμενα που τον θεωρούν μεγάλο οικουμενικό πατέρα της Εκκλησίας. Η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος, αναγνωρίζοντας την αξία της προσωπικότητος και της θεολογίας του, τον ονόμασε "άνδρα μετά τον αδελφόν δεύτερον έν τε λόγοις και εν τρόποις". Η φράση αυτή εννοεί ότι ήταν δεύτερος μετά τον αδελφό του τον Μ. Βασίλειο. Αλλά και η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, τετρακόσια χρόνια μετά την κοίμησή του, του έδωσε τον μοναδικό τίτλο που δόθηκε σε θεολόγους της Εκκλησίας τον ονόμασε "πατέρα πατέρων". Μάλιστα, είναι γνωστή η απάντηση που έδωσε ο Μ. Βασίλειος, όταν εκφράσθηκαν απορίες, γιατί έναν τέτοιον μεγάλης αξίας άνθρωπο τον έκανε επίσκοπο της ασήμου πόλεως Νύσσης, που φαίνεται ότι αναφέρεται στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και όχι στον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, επειδή υπάρχει η λέξη "αδελφός": "Έστω Επίσκοπος μη εκ του τόπου σεμνυνόμενος, αλλά τον τόπον σεμνύνων αφ’ εαυτού"*.
Μια τέτοια μεγάλη πατερική φυσιογνωμία, που η ίδια η Εκκλησία δια των Οικουμενικών της Συνόδων ονομάζει "πατέρα πατέρων" και άνδρα δεύτερον μετά τον Μ. Βασίλειο στους λόγους και τους τρόπους, και ένας τέτοιος άγιος, για τον οποίον γινόταν λόγος να συμπεριληφθή στην τριάδα των Τριών Ιεραρχών, δεν είναι δυνατόν να πέση σε τέτοιες σοβαρές πλάνες, όπως είναι η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων. Επομένως, σφάλλουν όσοι ισχυρίζονται ότι ο άγιος Γρηγόριος δέχεται τέτοιες θεωρίες, που η ίδια η Εκκλησία κατεδίκασε. Πώς είναι δυνατόν να καταδικάζεται συνοδικώς η θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων και όμως να επαινήται υπερβαλλόντως ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης;
b) Οι απόψεις του για την φιλοσοφία
Πολλοί ερμηνευτές του αγίου Γρηγορίου Νύσσης υποστηρίζουν ότι είναι ο φιλοσοφικότερος από τους Πατέρας της Εκκλησίας, από την άποψη ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης σε πολλά ζητήματα, κυρίως στο περί της αποκαταστάσεως των πάντων, παρασύρθηκε από τους φιλοσοφούντας θεολόγους της εποχής του, όπως τον Ωριγένη.
Πρέπει να επαναλάβουμε αυτό που είπαμε προηγουμένως, ότι ο άγιος Γρηγόριος δεν παρασύρεται στα γραπτά του από την φιλοσοφία και τις θεωρίες της, αφού ο ίδιος είναι μέτρο και κριτήριο ορθοδόξου πίστεως και ζωής. Εκείνο που επεχείρησε ήταν να απαντήση στα οντολογικά ερωτήματα που έθεσε η φιλοσοφία. Η φιλοσοφία έθετε ερωτήματα: τί είναι το Όν, τί είναι τα όντα, ποιά σχέση υπάρχει μεταξύ του Όντος και των όντων, τί είναι το κακό, πώς εισήλθε στον κόσμο, τί είναι η ψυχή κ.λ.π. Με αυτά, τα λεγόμενα οντολογικά ερωτήματα, ασχολήθηκε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και έδωσε απαντήσεις μέσα από την αποκαλυπτική εμπειρία. Αυτό ήταν και το βασικό έργο των Πατέρων την κρίσιμη εκείνη εποχή*.
Κανείς δεν μπορεί να τον χαρακτηρίση φιλόσοφο, επειδή ασχολήθηκε με τα οντολογικά προβλήματα που έθετε η φιλοσοφία. Άλλωστε, τα τόσα ασκητικά συγγράμματά του, οι πνευματικές του ομιλίες και οι απαντήσεις που έδωσε σε πολλά ζητήματα της φιλοσοφίας, δείχνουν ότι η κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον του αγίου Γρηγορίου είναι ανεδαφική.
Η άποψή του για την φιλοσοφία είναι διατυπωμένη σε πολλά κείμενά του. Θα ήθελα όμως να παρουσιάσω τις απόψεις του για την φιλοσοφία, όπως φαίνονται στο κείμενό του "περί αρετής, ήτοι εις τον βίον Μωϋσέως".
Σχολιάζοντας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης το γεγονός ότι η μητέρα του Μωϋσέως για να σώση το παιδί της, που μόλις είχε γεννηθή, το έβαλε σε κιβωτό (καλάθι) και το έρριξε στο ποτάμι, λέγει ότι ποτάμι είναι τα κύματα της ζωής αυτής και κιβωτός είναι η μόρφωση από ποικίλα μαθήματα. Αν κανείς έχη τέτοια μόρφωση δεν θα βυθιστή στα κύματα, αλλά θα βγή στην στεριά.
Η κόρη του Φαραώ, που ήταν άγονη και στείρα, υιοθέτησε τον μικρό Μωϋσή. Αυτό συμβολίζει την έξωθεν φιλοσοφία, που ήταν άγονη και στείρα. Δεν μπορεί κανείς να αρνήται αυτήν την άγονη και στείρα παίδευση όσο είναι ατελής, όταν όμως ανεβή, όπως ο Μωϋσής, επάνω στο όρος, τότε "αισχύνην ηγήσεται της κατά φύσιν αγόνου παίς ονομάζεσθαι". Έτσι, όποιος ζήση την αποκάλυψη και φθάση στην θεοπτία αισθάνεται ντροπή και αισχύνη να ονομάζεται παιδί της φιλοσοφίας.
Μιλώντας αναλυτικότερα για την φιλοσοφία, ότι είναι άγονη και δεν ωφελεί τίποτε στην σωτηρία, γράφει: "Άγονος γαρ ως αληθώς η έξωθεν παίδευσις, αεί ωδίνουσα και μηδέποτε ζωογονούσα τω τόκω. Τίνα γαρ έδειξε καρπόν των μακρών ωδίνων η φιλοσοφία, ή τίνα τοσούτων τε και τοιούτων άξιον πόνων; Ου πάντες υπηνέμιοί τε και ατελέσφοροι πριν εις το φως ελθείν της θεογνωσίας αμβλίσκονται, δυνάμενοι ίσως γενέσθαι άνθρωποι, ει μη διόλου τοις κόλποις της αγόνου φιλοσοφίας ενεκαλύπτοντο;".
Στο καταπληκτικό αυτό χωρίο φαίνεται η άποψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την φιλοσοφία. Με τον όρο "έξωθεν παίδευσις" εννοεί την φιλοσοφία και όχι τα άλλα επιστημονικά μαθήματα. Η φιλοσοφία, ενώ πάντοτε αισθάνεται τους πόνους του τοκετού, ποτέ δεν γέννησε, αλλά παρέμεινε άγονη. Κανένα καρπό δεν προσέφερε στον άνθρωπο. Και μάλιστα παρατηρεί ότι θα μπορούσαν οι άνθρωποι να γίνουν πραγματικοί άνθρωποι, αν δεν είχαν κλεισθή μέσα στους κόλπους της άγονης αυτής σοφίας.
Στην συνέχεια ο άγιος Γρηγόριος λέγει ότι μπορούμε να ασχολούμαστε κατά τον καιρό της μορφώσεως με τους έξωθεν λόγους, αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να χωριζόμαστε από το γάλα του Ευαγγελίου που μας τρέφει. Καί, πραγματικά, εκείνος που μορφώνεται μόνο με την έξωθεν μόρφωση και δεν βλέπει την διδασκαλία και το ήθος των προγόνων του, αυτός θα τεθή στο μέσον μεταξύ δύο εχθρών.
Ο άγιος Γρηγόριος κάνει κριτική στην φιλοσοφία. Λέγει ότι στα μαθήματα της φιλοσοφίας υπάρχει κάτι το σαρκώδες και ακρόβυστο, το οποίο αν αφαιρεθή, θα απομείνη η ισραηλιτική ευγένεια. Και δίνει στην συνέχεια μερικά παραδείγματα. Η φιλοσοφία δέχεται ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά όμως ισχυρίζεται ότι μεταβαίνει από το ένα σώμα στο άλλο και από την λογική φύση στην άλογη. Ομιλεί και η φιλοσοφία για τον Θεό, αλλά τον θεωρεί υλικό. Κάνει λόγο για τον Θεό ως δημιουργό, αλλά νομίζει πώς έχει την ανάγκη της ύλης για την δημιουργία, δηλαδή ότι δεν δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν. Πιστεύει ότι ο Θεός είναι αγαθός και δυνατός, αλλά λέγει ότι υποχωρεί στην ανάγκη της ειμαρμένης. Έτσι, στην φιλοσοφία υπάρχει μια ευσέβεια, επειδή ασχολείται με τον Θεό, η οποία ταυτόχρονα έχει και κάτι σαρκικό*.
Όταν τέτοιες είναι οι απόψεις του αγίου Γρηγορίου για την φιλοσοφία, είναι άτοπο να τον θεωρούμε φιλόσοφο πατέρα, επηρεασμένο από τις απόψεις της φιλοσοφίας για την αποκατάσταση των πάντων. Τέτοιες αντιφάσεις δεν μπορεί κανείς να συναντήση όχι μόνον σε έναν άγιο θεούμενο, όπως ήταν ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αλλά ούτε σε έναν άνθρωπο που έχει υψηλά διανοητικά προσόντα και χαρίσματα που είχε ο άγιος Γρηγόριος. Μάλλον εμείς δεν διαθέτουμε τα δικά του προσόντα και δεν μπορούμε να διεισδύσουμε στο περιεχόμενο της θεοπνεύστου διδασκαλίας του.
c) Η διδασκαλία του για την προαίρεση του ανθρώπου και την αιωνιότητα της Κολάσεως
Ο άγιος Γρηγόριος σε πολλά κείμενά του κάνει λόγο για την ελευθερία, την προαίρεση του ανθρώπου, η οποία δεν καταργείται από τον Θεό, καθώς επίσης για την αιωνιότητα της Κολάσεως. Και οι δύο αυτές θέσεις του αναιρούν κάθε άποψη για την θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων, όπως την υποστήριζε ο Ωριγένης.
Στον μέγα κατηχητικό του λόγο, αφού αναφέρεται στην Κατήχηση και την αξία του Βαπτίσματος, στο τέλος επιμένει στο θέμα της αλλαγής όλης της υπάρξεως του ανθρώπου, που γίνεται με την προαίρεσή του. Γράφει ότι το άγιο Βάπτισμα λέγεται άνωθεν γέννηση, είναι, δηλαδή, αναγέννηση και αναστοιχείωση του ανθρώπου, όμως δεν μεταβάλλει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του. Η ανθρωπότητα αυτή καθ’ εαυτήν δεν επιδέχεται "μεταβολήν εκ του Βαπτίσματος" και δεν μεταβάλλεται ούτε το λογικό, ούτε το διανοητικό, ούτε το γνωστικό ούτε κανένα άλλο χαρακτηριστικό της ανθρωπίνης φύσεως. Αυτό πρέπει να γίνη με τον αγώνα του ανθρώπου προ και μετά το Βάπτισμα. Η Χάρη του Θεού που λαμβάνουμε δια του Βαπτίσματος, δεν ενεργεί την αναγέννησή μας, αν δεν συνεργήσουμε και εμείς.
Φθάνει ο άγιος Γρηγόριος στο σημείο να τονίση κάτι τολμηρό, όπως ο ίδιος λέγει. Άν, παρά το Βάπτισμα, η ψυχή δεν απέβαλε τις κηλίδες, που σημαίνει, αν ο βίος μας μετά το βάπτισμα είναι ο ίδιος με τον βίο προ του βαπτίσματος, τότε το ύδωρ του βαπτίσματος είναι απλώς ύδωρ, "ουδαμού της δωρεάς του αγίου Πνεύματος επιφανείσης τω γινομένω". Δηλαδή, είναι σαν να μη έλαβε ο άνθρωπος την δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Όποιος διατυμπανίζει την αναγέννησή του δια του Βαπτίσματος, αλλά όμως διακρίνεται για τον ίδιο τρόπο ζωής, πρέπει να ακούση τον λόγο του Θεού που λέγει: "εί τις δοκεί είναι, μηδέν ών, φρεναπατά εαυτόν", και "όσοι έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι". Αν κάποιος ισχυρίζεται ότι έλαβε τον Θεό, πρέπει να το αποδεικνύη δια της προαιρέσεώς του. "Δείξον εν σεαυτώ τον γεννήσαντα". Και ερωτά πολύ χαρακτηριστικά: "Ουκ έγνως ότι άνθρωπος ουκ άλλως υιός Θεού γίνεται, ει μη όσιος γένηται;". Για να γίνη κανείς τέκνο του Θεού πρέπει να είναι όσιος.
Όσοι δεν αλλάξουν τρόπο ζωής θα έχουν πολλές τιμωρίες. Η ζωή των αμαρτωλών στην άλλη ζωή δεν θα έχη ομοιότητα με τις θλίψεις της επιγείου ζωής. Ομιλεί ο άγιος Γρηγόριος για το κολαστήριο πύρ, που θα συναντήση ο αμαρτωλός και μη αναγεννημένος στην άλλη ζωή. Γράφει χαρακτηριστικά: "Πύρ γαρ ακούων, άλλο τι παρά τούτο νοείν εδιδάχθης, εκ του προσκείσθαι τι τω πυρί εκείνω ό εν τούτω ουκ εστι". Το πυρ που θα δοκιμάση ο άνθρωπος στην άλλη ζωή θα είναι διαφορετικό από το πυρ της παρούσης ζωής. Το πυρ της ζωής αυτής σβύνεται με διαφόρους τρόπους, ενώ το πυρ της άλλης ζωής παραμένει άσβεστο. "Ουκούν άλλο τι, και ουχί τούτό εστι".
Και όταν ακόμη γίνεται λόγος για σκώληκα που θα κατατρώγη τον άνθρωπο, εννοείται εντελώς διαφορετικά από αυτό που υπάρχει στην γή. Διότι "η προσθήκη του ατελευτήτου είναι άλλην τινά φύσιν παρά την γινωσκομένην νοείν υποτίθεται"*.
Από την μικρή αυτή παρουσίαση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου περί της προαιρέσεως και της Κολάσεως εξάγονται μερικές αλήθειες. Πρώτη, ότι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, δια του Βαπτίσματος, δεν άναγεννά τον άνθρωπο, αν δεν ενεργοποιηθή η προαίρεσή του. Επομένως, έχει μεγάλη σημασία η προαίρεση του ανθρώπου. Δεύτερη, ότι υπάρχει Κόλαση στην οποία επικρατεί πυρ και σκώληξ, τα οποία δεν ομοιάζουν με την αισθητή πραγματικότητα. Πρόκειται για άκτιστες πραγματικότητες. Μάλιστα, το ότι δεν θα είναι όμοια τα τωρινά με τα της αιωνίου ζωής, και ότι ο σκώληξ είναι "ατελεύτητος", δείχνει ότι τόσο το καθαρτήριο πυρ όσο και η βασανιστική ενέργεια των σκωλήκων είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού, που θα βιώνεται κολαστικά από τους ανθρώπους εκείνους που δεν έχουν καθαρθή από την ζωή αυτή. Η σύνδεση των πόνων της μετά τον θάνατο ζωής με το ατελεύτητο, δείχνει ότι δεν θα υπάρξη τέλος καθάρσεως, όπως υπονοούν οι μελετητές του αγίου Γρηγορίου.
Σε άλλα κείμενά του κάνει λόγο για την μέθεξη του φωτός, δηλαδή του Θεού. Αναλύοντας τον βίο του Μωϋσέως και θεωρώντας ότι ο Μωϋσής είναι πρότυπο τελειώσεως για κάθε Χριστιανό, λέγει ότι ο Μωϋσής στην φλεγομένη και μη κατακαιομένη βάτο είδε τον Θεό, αφού προηγουμένως απέβαλε τα υποδήματά του.
Προσαρμόζει αυτήν την περίπτωση στην θεοπτία, που μπορεί να έχη κάθε άνθρωπος. Ο Θεός είναι αλήθεια και αυτή η αλήθεια είναι φώς. Στην γνώση αυτή του μεγάλου φωτός οδηγεί η αγωγή της αρετής. Και για να μη νομισθή ότι ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για μια ανθρωπιστική και ουμανιστική αρετή, πρέπει να πούμε ότι συνδέει την αρετή με την κάθαρση της ψυχής. Δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να ανεβή στο ύψος εκείνο, όπου θεάται το φως της αλήθειας, έχοντας δεμένα τα πόδια του. Γι’ αυτό πρέπει η ψυχή να ελευθερωθή από τις βάσεις αυτές. Δεν πρόκειται για την αποβολή του σώματος, αλλά για την ελευθέρωση της ψυχής από τους δερμάτινους χιτώνες, που περιβλήθηκε η φύση μετά την παρακοή. Έτσι, θα δη το φως της αλήθειας και η επίγνωση του όντος θα γίνη καθάρσια της υπολήψεως του μη όντος, αφού το μη όν είναι ψεύδος και φαντασία. Κατά τον άγιο Γρηγόριο ό,τι είναι εκτός του Θεού είναι μη όν, από την άποψη ότι είναι ψεύδος και φαντασία και όχι ότι είναι ανύπαρκτο*.
Και στην ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι δια της καθάρσεως ο άνθρωπος φθάνει στην γνώση του όντος και αποβάλλει το μη όν, που είναι το ψεύδος και η φαντασία. Αυτή η ερμηνεία θα φανή χρήσιμη, όταν αργότερα θα μελετήσουμε την άποψή του περί του κακού, που είναι μη όν. Δεν σημαίνει ότι εξαφανίζεται ο άνθρωπος εκείνος που βιώνει το κακό, αλλά ακριβώς, επειδή ζη μακράν του όντος, που είναι η αλήθεια, ζη μέσα στο ψεύδος. Υπάρχει ο άνθρωπος, αλλά δεν ζη κατά Θεόν. Υπάρχει διαφορά μεταξύ υπάρξεως και κατά Θεόν ζωής.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης συνδέει τον Παράδεισο και την Κόλαση με την προαίρεση του ανθρώπου. Γνωρίζει σαφώς ότι υπάρχει αιώνιος Παράδεισος και αιώνια Κόλαση. Άλλωστε, και αυτοί ακόμη οι επικριτές του δεν αρνούνται ότι ο άγιος Γρηγόριος σε πολλά σημεία των διδασκαλιών του δέχεται την αιωνιότητα της Κολάσεως. Ήδη προηγουμένως είδαμε μια τέτοια περίπτωση, όταν κάνη λόγο για ατελεύτητο σκώληκα. Αλλά, εντεταγμένος οργανικά μέσα στην διδασκαλία της Εκκλησίας, διδάσκει ότι δεν υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση εξ επόψεως του Θεού, αλλά εξ επόψεως του ανθρώπου. Είναι θέμα προαιρέσεως και καταστάσεως του ανθρώπου. Μόνον αν μελετήσουμε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης μέσα από αυτές τις ορθόδοξες προϋποθέσεις μπορούμε να την κατανοήσουμε.
Αναφερόμενος στην διπλή ενέργεια του φωτός τόσο στους Εβραίους όσο και στους Αιγυπτίους, λέγει ότι, ενώ ο ήλιος της δικαιοσύνης τους καταφώτιζε κατά τον ίδιο τρόπο με τις ακτίνες του, όμως "οι μεν Εβραίοι του φωτός κατετρύφων, οι δε αναισθήτως είχον της χάριτος". Και οι Αιγύπτιοι ελάμβαναν την Χάρη του Θεού, αλλά επειδή ήταν αναίσθητοι, την καταλάβαιναν σαν σκοτάδι.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Σε όλους τους ανθρώπους ακτινοβολεί η ίδια Χάρη, το ίδιο φώς, αλλά άλλοι βαδίζουν στο σκοτάδι, λόγω των πονηρών πράξεων και του ζόφου της κακίας και άλλοι λαμπρύνονται, ζώντες μέσα στο φως της αρετής.
Οι Αιγύπτιοι τιμωρήθηκαν, γιατί έτσι ενεργούσε η προαίρεσή τους, αφού αυτοί οι ίδιοι προκάλεσαν την δίκη του Θεού. "Πάντα ποιεί μεν κατά το προηγούμενον η Αιγυπτία προαίρεσις, επάγει δε η αδέκαστος του Θεού δίκη επακολουθούσα κατ’ αξίαν ταις προαιρέσεσι".
Το ίδιο συμβαίνει και με τις θλίψεις, που νομίζουμε ότι προέρχονται από τον Θεό. Δημιουργός των λυπηρών και των θλίψεων γίνεται ο καθένας με την δική του προαίρεση. "Έκαστος εαυτώ των πληγών γίνεται δημιουργός δια της οικείας προαιρέσεως". Το ίδιο θα γίνεται και στην αιώνια ζωή. Γι’ αυτόν που έζησε αναμάρτητα δεν θα υπάρχη ούτε σκοτάδι ούτε σκουλήκι ούτε φωτιά. Ο ίδιος τόπος για τον ένα είναι συμφορά για τον άλλον όχι. Αυτό σημαίνει ότι είναι θέμα προαιρέσεώς τους. Γι’ αυτό, "δήλον αν είη το μηδέν των κακών δίχα της ημετέρας προαιρέσεως δύνασθαι συστήναι". Δεν μπορεί να υπάρξη κακό χωρίς την δική μας προαίρεση*.
Αυτή η ανάλυση δείχνει καθαρά ότι ο άγιος Γρηγόριος δεν αρνείται την ύπαρξη της Κολάσεως, αλλά λέγει ότι είναι θέμα της προαιρέσεως του ανθρώπου. Για τον Θεό δεν υπάρχει Κόλαση, ούτε ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για την Κόλαση, αλλά όμως είναι ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου.
Στα έργα του αγίου Γρηγορίου αναφέρεται ότι πρέπει να εκβληθή το κακό από την ύπαρξη του ανθρώπου και "τό όντως μη όν, μηδέ είναι όλως". Αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξη περίοδος κατά την οποία θα παύσουν να υπάρχουν υπάρξεις που δεν θα έχουν μέθεξη και κοινωνία με τον Θεό. Άλλωστε, το κακό δεν έχει οντότητα αφ’ εαυτού του, αλλά είναι η στέρηση του αγαθού. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος που έχει σκοτισθή, θα στερήται της φωτιστικής ιδιότητος του Θεού, και έτσι θα είναι σαν να μην υπάρχη, ενώ θα ζη αιωνίως. Δεν θα δέχεται την φωτιστική ενέργεια του Θεού, αλλά την καυστική και κολαστική. Γράφει στα γραπτά του: "Επειδή γαρ έξω της προαιρέσεως η κακία είναι (η ύπαρξη) φύσιν ουκ έχει, όταν πάσα προαίρεσις εν τω Θεώ γένηται, εις παντελή αφανισμόν η κακία μεταχωρήσειε, τω μηδέν αυτής υπολειφθήναι δοχείον"*.
Τίθεται το πρόβλημα: τί θα γίνη αν ο άνθρωπος δεν παραχωρήση την προαίρεσή του στον Θεό; Αυτό είναι ένα ερώτημα για όσους ισχυρίζονται ότι ο άγιος Γρηγόριος διδάσκει περί της αποκαταστάσεως των πάντων κατά τις απόψεις του Ωριγένους. Και νομίζουν ότι ο άγιος είναι αντιφατικός. Δεν υπάρχει όμως καμμιά αντίφαση στο έργο του, αρκεί να κατανοηθή η διδασκαλία του μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Αυτό σημαίνει, ότι όσοι δεν δώσουν την προαίρεσή τους στον Θεό, δεν θα έχουν μέθεξη Θεού. Θα υπάρχουν χωρίς να έχουν μετοχή του Θεού. Και επειδή ο Θεός είναι ζωή και όν, γι’ αυτό εκείνοι, καίτοι θα υπάρχουν, θα ζουν στο μη όν, δεν θα έχουν κοινωνία με τον Θεό.
Επίσης, η ύπαρξη του κολαστηρίου πυρός, που είναι η Χάρη του Θεού που καθαίρει τον άνθρωπο, θα είναι η διαρκής εξέλιξη και θεραπεία του αγίου, που θα γίνη και στην άλλη ζωή. Το καθαρτήριο πύρ, όπως έχουμε σημειώσει, κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, είναι άκτιστο και ατελεύτητο, είναι η Χάρη του Θεού, που θα καθαρίζη και θα αγιάζη περισσότερο τον άνθρωπο, αφού η τελειότητα είναι ατέλεστη, όπως ο ίδιος διδάσκει. Με αυτήν την έννοια κάνει λόγο και για καθαρτήριο πυρ στους δικαίους*.
Επομένως, η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για τον Παράδεισο και την Κόλαση εντάσσεται μέσα στα πατερικά πλαίσια. Τουλάχιστον προσωπικά δεν διαπίστωσα παρέκκλιση από αυτήν την ορθόδοξη διδασκαλία. Μόνον που ο λόγος του αγίου Γρηγορίου είναι δυσκολώτερος από τον λόγο των άλλων Πατέρων της Εκκλησίας.
Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε τις απόψεις του αδελφού του, Μ. Βασιλείου, για το πώς ο Θεός γίνεται φως και πύρ, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Δεν είναι δυνατόν ο άγιος Γρηγόριος, που τόσο συμφωνούσε, αγαπούσε και σεβόταν τον Μ. Βασίλειο, να διαφοροποιόταν από αυτήν την ορθόδοξη διδασκαλία.
d) Ερμηνευτική ανάλυση συγκεκριμένων χωρίων
Προηγουμένως εξετέθησαν οι βασικές απόψεις του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την κάθαρση του ανθρώπου, που συνδέεται με την προαίρεσή του, την οποία δεν μπορεί να καταργήση ούτε ο Θεός, καθώς επίσης και για την αιωνιότητα της Κολάσεως. Είδαμε πώς νοείται η κάθαρση και στην μετά τον θάνατον ζωή, και πώς η κατάργηση του κακού.
Πρέπει όμως να επανέλθουμε στην ερμηνευτική ανάλυση μερικών χωρίων που χρησιμοποιούνται από θεολόγους για να στηρίξουν την άποψη ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης κάνει λόγο για την αποκατάσταση των πάντων κατά τις ωριγενιστικές αντιλήψεις. Μερικές ταυτολογίες θα βοηθήσουν στην κατανόηση του θέματος, αφού παραθέτουμε ερμηνευτικές αναλύσεις παραλλήλων χωρίων.
Μετά την πτώση του ανθρώπου εμφανίσθηκαν οι κηλίδες της αμαρτίας στην ψυχή. Έτσι, ο άνθρωπος πρέπει να θεραπευθή από αυτές τις κηλίδες. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο "εν τη παρούση ζωή το της αρετής φάρμακον εις θεραπείαν των τοιούτων προσετέθη τραυμάτων". Με την αρετή, με τον αγώνα που κάνει ο άνθρωπος να τηρή τις εντολές του Θεού, καθαρίζεται. Αν όμως μείνη αθεράπευτος μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, "εν τω μετά ταύτα βίω ταμιεύεται η θεραπεία". Αν στο σώμα άλλες ασθένειες θεραπεύωνται ευκολώτερα και άλλες δυσκολώτερα, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Γι’ αυτό "η μετά ταύτα κρίσις εις θεραπείαν των της ψυχής αρρωστημάτων κατεπαγγέλλεται"*.
Το χωρίο αυτό χρησιμοποιείται από διαφόρους μελετητές του αγίου για να καταδείξουν ότι διδάσκει την συνέχιση της καθάρσεως και στην μετά τον θάνατο ζωή για τους αμετανοήτους αμαρτωλούς. Μπορεί κανείς να καταλήξη σε ένα τέτοιο αυθαίρετο συμπέρασμα, αν δεν γνωρίζη την διδασκαλία ότι η εξέλιξη για τους θεουμένους στην άλλη ζωή θα είναι διαρκής, δεν θα σταματήση ποτέ.
Ο αναγνώστης στο επόμενο κεφάλαιο θα δη την διδασκαλία της Εκκλησίας πάνω στο σημείο αυτό. Σύμφωνα με την διδασκαλία των εγκύρων Πατέρων, αν ο άνθρωπος είχε εισέλθει στο στάδιο της μετανοίας, αλλά δεν πρόλαβε να καθαρισθή, σε αυτόν η θεραπεία θα συνεχίζεται "επ’ άπειρον", αφού η αρετή δεν έχει στάση. Αυτό, βέβαια, δεν πρόκειται να γίνη για εκείνους που με την προαίρεσή τους παρέμειναν ολοσχερώς αμετανόητοι, και δεν εισήλθαν στο στάδιο της μετανοίας. Άλλωστε, οι άγιοι διδάσκουν ότι και οι άγγελοι θα είναι χωρητικότεροι της θείας Χάριτος, οπότε και για τους αγγέλους μπορούμε να χρησιμοποιούμε την λέξη κάθαρση.
Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να τεθή και το άλλο χωρίο του αγίου Γρηγορίου, που χρησιμοποιούν όσοι υποστηρίζουν ότι ο άγιος δέχεται την περί της αποκαταστάσεως των πάντων θεωρία του Ωριγένους.
Στον κατηχητικό του λόγο γράφει ότι με την ψυχή του ανθρώπου θα γίνη ό,τι γίνεται και με το σώμα. Όπως οι σωματικά άρρωστοι υποφέρουν και δυσαρεστούνται με τους θεραπευτές, αλλά όταν θεραπευθούν και απολαύσουν την υγεία, τότε τους ευγνωμονούν, έτσι γίνεται και με την ψυχή. "Ταις μακραίς περιόδοις εξαιρεθέντος του κακού της φύσεως, του νυν αυτοίς καταμιχθέντος και συμφυέντος, επειδάν η εις το αρχαίον αποκατάστασις των νυν εν κακία κειμένων γένηται, ομόφωνος ευχαριστία παρά πάσης έσται της κτίσεως, και των εν τη καθάρσει κεκολασμένων, και των μηδέ την αρχήν επιδεηθέντων καθάρσεως"*.
Στο χωρίο αυτό γίνεται λόγος για την αποκατάσταση της ανθρωπίνης φύσεως στην αρχέγονη κατάσταση, για την απαλλαγή της από την κακία που ήλθε σε αυτήν σαν αποτέλεσμα της πτώσεως, και για την ομόφωνη από όλους ευχαριστία στον Θεό. Και στο χωρίο αυτό δεν διδάσκεται η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων, που κατεδίκασε η Εκκλησία.
Πρώτα - πρώτα, πρέπει να ερμηνευθή μέσα στα πλαίσια της όλης διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου περί αιωνίου Κολάσεως, που εξαρτάται από την προαίρεση του ανθρώπου. Δεν μπορεί, δηλαδή, να ανεξαρτητοποιηθή από την όλη διδασκαλία του, γιατί τότε παρερμηνεύεται.
Έπειτα, πρέπει να υπογραμμισθή εδώ ότι η κάθαρση και η αποβολή της κακίας από την ανθρώπινη φύση και η αποκατάστασή της συνδέεται με την αποβολή των δερμάτινων χιτώνων της φθοράς και της θνητότητος. Ξέρουμε πολύ καλά ότι τώρα με την ενανθρώπηση του Χριστού και την βίωσή της, αλλά ιδιαιτέρως κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, θα αποβληθή η φθορά και η θνητότητα. Αυτό σημαίνει ότι όλων τα σώματα θα αναστηθούν, και των δικαίων και των αδίκων, και όλα τα σώματα θα απολαύσουν την αθανασία και την αφθαρσία. Ο λόγος του Αποστόλου Παύλου για τον αμαρτωλό, "αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Α' Κορ. γ', 15), στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων έχει την έννοια ότι "διαμενεί κολαζόμενος εν τω πυρί", δηλαδή ο αμαρτωλός θα σωθή, δεν θα εξαφανισθή.
Επομένως, εδώ πρόκειται για την αποκατάσταση της φύσεως και όχι της θελήσεως, όπως θα πούμε πιο κάτω.
Με αυτήν την έννοια όλοι θα ευχαριστούν, δηλαδή, θα αναγνωρίσουν τον Θεό ως δημιουργό του κόσμου και ως αληθινό Θεό, και οι κολασμένοι "εν τη καθάρσει", και εκείνοι που δεν είχαν αρχή καθάρσεως, γιατί έζησαν στον φωτισμό του νού.
Έχω την εντύπωση, σύμφωνα με την όλη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ότι η φράση "τών εν τη καθάρσει κεκολασμένων" εννοεί τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι λόγω της προαιρέσεώς τους βρίσκονται στο αιώνιο πύρ, που είναι η βίωση της Χάριτος του Θεού ως φωτιά. Δεν εννοείται, βέβαια, ότι θα έλθη κάποτε καιρός που θα εξαχθούν από την Κόλαση, αφού η Κόλαση είναι αιωνία, αλλά ότι, φλεγόμενοι από το άκτιστο αυτό πύρ, θα ομολογούν την ύπαρξη του Θεού. Η ευχαριστία ολοκλήρου της κτίσεως γίνεται είτε θετικώς είτε αρνητικώς.
Το ότι η αποκατάσταση των κολασμένων θεωρείται από τον άγιο Γρηγόριο ως η αποβολή των δερματίνων χιτώνων, της φθοράς και της θνητότητος, την οποία θα απολαύσουν και οι αμαρτωλοί, και ως αναγνώριση του Θεού, φαίνεται και σε άλλα παράλληλα χωρία του.
Μιλώντας περί της αναστάσεως των σωμάτων λέγει ότι η αφθαρσία, η δόξα, η τιμή και η δύναμη είναι γνωρίσματα της θείας φύσεως. Τα ίδια ήταν αρχικά γνωρίσματα και του ανθρώπου, που πλάστηκε κατ’ εικόνα Θεού, και ελπίζεται να γίνουν πάλι δικά του. Με την αμαρτία εισήλθε στην ανθρώπινη φύση η φθορά. Αλλά μετά την ανάσταση των σωμάτων θα απαλλαγή από αυτήν. Πρόκειται, δηλαδή, για την αποκατάσταση της φύσεως από την αμαρτία και όχι την αποκατάσταση της θελήσεως.
Είναι δύσκολο να ερμηνεύση κανείς το χωρίο στο οποίο αναφερόμαστε, αλλά μπορεί να το κάνη, αν το δη στην προοπτική όλης της διδασκαλίας του. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ισχυρίζεται ότι όλοι θα αναστηθούν, αλλά δεν θα είναι ο μεν ένας ατελής στο σώμα, ο δε άλλος τέλειος. Όπως συμβαίνει να έχουν το ίδιο σώμα τόσο ο φυλακισμένος όσο και ο ελεύθερος, αλλά διαφέρουν ως προς την ηδονή και την λύπη, την ίδια διαφορά μπορούμε να δούμε και στην άλλη ζωή μεταξύ των αγαθών και των κακών. Οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν ελάττωση σωματική, αλλά στέρηση και αλλοτρίωση του Θεού. Οι δίκαιοι θα έχουν και δόξα και τιμή.
Εκείνο που θέλει να τονίση εδώ ο άγιος Γρηγόριος είναι ότι, ενώ όλοι θα αναστηθούν, διαφορετική θα είναι η πνευματική κατάσταση του καθενός, ανάλογα με την εσωτερική του διάθεση και προαίρεση. Οι λέξεις αφθαρσία, δόξα, τιμή και δύναμη, δεν αναφέρονται απλώς σε όλους τους ανθρώπους που θα αναστηθούν, αλλά σε εκείνους που έχουν καθαρισθή.
Γράφει: "Των τοιούτων ουν ταις δια πυρός ιατρείαις εκκαθαρθέντων τε και αφανισθέντων, έκαστον των προς το κρείττον νοουμένων αντεισελεύσεται, η αφθαρσία, η ζωή, η τιμή, η χάρις, η δόξα, η δύναμις και εί τι άλλο τοιούτον έν τε τω Θεώ επιθεωρείσθαι εικάζομεν, και τη εικόνι αυτού, ήτις εστιν η ανθρωπίνη φύσις"*.
Με τους λόγους του αυτούς αναφέρεται στην διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου για το αναστημένο σώμα: "σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία, σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη, σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται εν δυνάμει, σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν" (Α' Κορ. ιε', 43-44).
Εκείνο που σημειώνει εδώ ο άγιος Γρηγόριος είναι ότι, παρά την αποβολή της φθοράς και της θνητότητος, διαφορετική θα είναι η στάση των ανθρώπων. Οι έννοιες αυτές, αφθαρσία, δόξα, τιμή και δύναμη δεν αναφέρονται στην σωματική κατάσταση, αλλά κυρίως στην ψυχική, που έχει αντανάκλαση και στο σώμα, δηλαδή έχει σχέση με την κάθαρση που δέχθηκε η ψυχή από την ζωή αυτή. Δεν ομιλεί για όλους τους ανθρώπους, αλλά για εκείνους που θεωρούνται εκ των καλυτέρων, και όχι για τους μη όντας μετά του Θεού. Πρόκειται για την θεραπεία που έγινε με την δύναμη της ενεργείας του Θεού, η οποία στην αρχή φαίνεται ως πύρ, καθώς επίσης και με την συνέργεια της δικής τους προαιρέσεως.
Όπως φαίνεται εδώ, γίνεται διάκριση μεταξύ καθαρθέντων και αφανισθέντων. Οπότε δεν πρόκειται για αποκατάσταση των πάντων, όπως έλεγε ο Ωριγένης. Μπορεί κανείς να δη τις απόψεις αυτές μέσα σε ένα μικρό, αλλά ευσύνοπτο έργο του, στο οποίο αναλύει τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: "όταν υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και Αυτός ο υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα" (Α' Κορ. ιε', 28). Εδώ αναφέρεται ότι ο Υιός θα υποταγή στον Θεό Πατέρα Του, αφού πρώτα υποταχθούν τα πάντα σε Αυτόν.
Στην συνέχεια θα παραθέσουμε τις κεντρικές έννοιες αυτής της πραγματείας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, γιατί έχουμε την γνώμη ότι σε αυτές συνοψίζεται η διδασκαλία του για την εσχατολογία, δηλαδή την ζωή στα έσχατα.
Π ρ ω τ ο ν. Στην ανάλυση αυτή επικεντρώνει την προσοχή και το ενδιαφέρον του κυρίως στην ερμηνεία της φράσεως "καί αυτός ο υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα". Η πραγματεία αυτή είναι περισσότερο χριστολογική, γιατί οι αιρετικοί της εποχής του χρησιμοποιούσαν το χωρίο αυτό για να τονίσουν ότι ο Χριστός είναι κτίσμα του Θεού.
Λέγει, λοιπόν, ότι ο λόγος του Αποστόλου Παύλου αναφέρεται στην μελλοντική ανάσταση των νεκρών, όταν δια του Χριστού όλα θα υποταγούν στον Πατέρα.
Επομένως, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναλύει διεξοδικά ότι ο αποστολικός λόγος αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Χριστός και στην μελλοντική κατάργηση του θανάτου, της οποίας καταργήσεως απαρχή είναι η ανάσταση του Χριστού.
Ο άγιος Γρηγόριος αναλύει ότι το χωρίο αυτό αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Χριστός. Αυτή υποτάσσεται στον Πατέρα, όπως και στην δική Του θεότητα, αφού δεν είναι άλλη η θεότητα του Πατρός και άλλη του Υιού. Η ανθρώπινη φύση ακολουθούσε πάντα την θεία φύση. Εν τω Χριστώ έγινε η υποταγή όλης της ανθρωπίνης φύσεως.
Επειδή εν τω Χριστώ γίνεται η προσαγωγή μας προς τον Πατέρα, γι’ αυτό και αυτή η ένωση λέγεται υποταγή του υιού προς τον πατέρα. "Η του σώματος τούτου υποταγή αυτού λέγεται είναι του Υιού υποταγή, του ανακεκραμένου προς το ίδιον σώμα, όπερ εστι η Εκκλησία"*. Και σε άλλο σημείο λέγει ότι η επίγνωση του όντος και η σωτηρία όλης της ανθρωπίνης φύσεως δηλώνουν την υποταγή του Υιού προς τον Πατέρα*.
Δ ε ύ τ ε ρ ο ν. Συνέπεια του προηγουμένου είναι ότι αυτή η υποταγή εννοείται ως σωτηρία του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται δια του Χριστού και εν τω Χριστώ. "Και επειδή πάν το γενόμενον εν αυτώ σώζεται, η δε σωτηρία δια της υποταγής ερμηνεύεται", γι’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε έξω από αυτούς που σώζονται*. Εδώ γίνεται λόγος για την σωτηρία ακόμη και των εχθρών του Θεού. "Σαφώς επ’ αυτών η σωτηρία τω ονόματι της υποταγής ερμηνεύεται"*.
Δια της προσληφθείσης και θεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως και δια της μελλοντικής αναστάσεως των νεκρών, οπότε θα καταργηθή ο θάνατος, όλα θα υποταγούν στον Θεό.
Τ ρ ί τ ο ν. Συνάρτηση του προηγουμένου είναι ότι η σωτηρία και των αμαρτωλών ακόμη ερμηνεύεται και δηλούται ως κατάργηση του θανάτου και της φθοράς, των λεγομένων δερματίνων χιτώνων. Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι ως έσχατος εχθρός θα καταργηθή ο θάνατος (Α' Κορ. ιε', 26). Γι’ αυτό και εμείς ελπίζουμε ότι στο τέλος θα καταργηθή ο θάνατος. Αφού η θεία ζωή περάσει σε όλα, "εξαφανίσαι καθόλου εκ των όντων τον θάνατον, προαναιρεθείσης αυτού της αμαρτίας, αφ’ ής, καθώς είρηται, την βασιλείαν κατά των ανθρώπων ο θάνατος έσχεν"*.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης κάνει λόγο για κατάργηση του θανάτου, αλλά και υποταγή των εχθρών του. Αυτή η υποταγή όλων, που θα γίνη εν Αυτώ, δεν θα είναι αναγκαστική και δουλική. Η υποταγή αυτή "ουχί δουλική νοείται ταπεινότης, αλλά βασιλεία και αφθαρσία και μακαριότης"*. Φαίνεται ότι η σωτηρία δεν είναι ανεξάρτητη από την διατήρηση της υπάρξεως ακόμη και των εχθρών. Δεν πρόκειται για αναγκαστική διατήρηση ή για εξαφάνιση της προαιρέσεως, αλλά για αποκατάσταση της ανθρωπίνης φύσεως, όχι όμως και της θελήσεως.
Η σωτηρία, λοιπόν, των αμαρτωλών εννοείται ως απαλλαγή από την φθορά, επειδή θα αφανισθή ο θάνατος καί, φυσικά, θα παύση να υπάρχη το κακό, αφού δεν θα μπορούν και οι αμαρτωλοί να αμαρτάνουν.
Εξ άλλου σε άλλο σημείο προσθέτει ότι ό,τι γίνεται στον άνθρωπο, γίνεται σε όλη την κτίση. Ο Χριστός είπε ότι το Ευαγγέλιο θα κηρυχθή σε ολόκληρο τον κόσμο, και αυτό σημαίνει ότι "ό επί του ενός εύρεν ο λόγος, τούτο και πάση τη κτίσει των ανθρώπων ευλόγως εφαρμοσθήσεται"*.
Τ έ τ α ρ τ ο ν. Με αυτήν την έννοια εννοείται και η εξαφάνιση του κακού. "Θεού δε υποταγή εστιν η παντελής του κακού αλλοτρίωσις"*. Σαφώς εδώ γίνεται λόγος για την εξαφάνιση του θανάτου, που προήλθε από την αμαρτία. Αφού ελευθερωθή η κτίση από τον θάνατο και την φθορά, θα εισέλθη ο Θεός μέσα σε αυτήν και θα γίνη το πάν για τον καθένα. "Δήλον γαρ ότι τότε αληθές έσται το εν πάσι τον Θεόν είναι, όταν μηδέν κακόν ενθεωρήται τοις ούσιν"*. Αυτό επιτυγχάνεται από τώρα στην Εκκλησία που είναι το Σώμα Του.
Π έ μ π τ ο ν. Όσοι ενωθούν μαζί Του, αυτοί θα ζήσουν την δική Του ζωή. Εκείνοι οι οποίοι, κατά τον λόγο του Αποστόλου αποθέσουν τον παλαιό άνθρωπο μαζί με τις πράξεις και τις επιθυμίες και δεχθούν μέσα τους τον Κύριο, "αναγκαίως ο εν αυτοίς ζών ενεργεί τα αγαθά τα παρ’ εκείνων γινόμενα". Το ακρότατο αγαθό, που είναι η σωτηρία, γίνεται "διά της του κακού αλλοτριώσεως". Αλλά δεν μπορούμε διαφορετικά να χωρισθούμε από το κακό, αν δεν υποταγούμε στον Θεό*. Ο Χριστός δέχεται στον εαυτό Του όλους όσοι ενώνονται μαζί Του στο σώμα του, που είναι η Εκκλησία*.
Εκείνο που θέλει να τονίση στο κείμενο αυτό ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης νομίζουμε είναι ότι τελευταίος εχθρός που θα καταργηθή είναι ο θάνατος, από την άποψη ότι με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα αναστηθούν οι νεκροί, θα καταργηθή η φθορά και η θνητότητα που ακόμη υπάρχουν στην κτίση, και θα βασιλεύη ο Χριστός σε όλους. Όλοι θα παρουσιασθούν ενώπιον του Βήματός Του, όλοι θα Τον αναγνωρίσουν. Με αυτήν την έννοια καταργείται η αμαρτία που είναι αιτία του θανάτου, και όλοι θα Τον αναγνωρίσουν ως Θεό. Επειδή όμως δεν καταργείται η προαίρεση, γι’ αυτό οι άνθρωποι, ανάλογα με την κατάστασή τους, θα έχουν διαφορετική βίωση του Θεού. Οι θεραπευθέντες θα βιώσουν την φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, ενώ οι αμαρτωλοί την καυστική. Όλοι θα δούν τον Θεό, αλλά οι δίκαιοι θα έχουν μέθεξη, ενώ οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη του Θεού. Πάντως, δεν θα υπάρχη το κακό ως οντότητα. Οι άνθρωποι θα γίνουν ό,τι ακριβώς ήταν κατά την ζωή αυτήν.
Επομένως, τότε όλα θα υποταγούν στον Χριστό και ο Χριστός θα υποτάξη, θα παραθέση την ανθρώπινη φύση στον Θεό Πατέρα. Αυτό αρχίζει να πραγματοποιήται από τώρα στην Εκκλησία.
e) Ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης από τους Πατέρας της Εκκλησίας
Είναι γεγονός ότι οι άγιοι κατανοούνται από τους αγίους. Γίνεται και εδώ ό,τι με την αληθινή επιστήμη. Τον επιστήμονα ενός κλάδου τον αντιλαμβάνεται καλά ο επιστήμονας της ιδίας ειδικότητος. Ο Απόστολος Παύλος γράφει γι’ αυτό το θέμα: "ψυχικός δ’ άνθρωπος ου δέχεται τα του πνεύματος του Θεού, μωρία αυτώ εστι, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται". Ο ψυχικός άνθρωπος, που δεν έχει το Άγιον Πνεύμα, δεν μπορεί να κρίνη τους πνευματικούς. Τα πνευματικά πράγματα πρέπει να κρίνωνται με πνευματικά κριτήρια και πνευματικούς ανθρώπους. "πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες" (Α' Κορ. β', 13-15).
Έτσι και ο λόγος του αγίου Γρηγορίου Νύσσης δεν πρέπει να κριθή βάσει της φιλολογικής αναλύσεως, ούτε βάσει της φιλοσοφικής σκέψεως, αλλά βάσει της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Το ότι η Εκκλησία χαρακτήρισε τον άγιο Γρηγόριο "πατέρα πατέρων" και τον θεωρεί τύπο πίστεως και ορθόδοξης διδασκαλίας, δείχνει ότι ερμήνευσε σωστά την διδασκαλία του.
Έχουμε όμως και μεγάλους Πατέρες οι οποίοι αναφέρθηκαν στην διδασκαλία αυτή. Όσα είπαμε προηγουμένως είναι αληθινά, γιατί στηρίζονται στον λόγο των θεουμένων. Ο ένας είναι ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο άλλος ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Θα αρχίσουμε από τον τελευταίο χρονικά και έπειτα θα δούμε πώς ερμηνεύει την διδασκαλία περί αποκαταστάσεως του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.
Οι Λατίνοι, κατά τον διάλογο με τους Ορθοδόξους στην Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας για το καθαρτήριο πύρ, χρησιμοποίησαν, εκτός των άλλων Πατέρων, και κείμενα του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Γι’ αυτό ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός σε δύο ομιλίες του, παρουσιάζοντας τις ορθόδοξες απόψεις για το θέμα αυτό, ανατρέπει τα επιχειρήματα των Λατίνων.
Σχετικά με τα χωρία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, μεταξύ των άλλων παρατηρήσεων, σημειώνει δύο. Πρώτον, ότι όταν ο άγιος Γρηγόριος ομιλεί για το καθαρτήριο πυρ δεν εννοεί καθόλου αυτό που διδάσκουν οι Λατίνοι. Γιατί το καθαρτήριο των Λατίνων υπάρχει στην μέση κατάσταση των ψυχών και είναι κτιστό, ενώ το καθάρσιο πυρ του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι αιώνιο και άκτιστο. Δεύτερον, και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ομιλεί για μια αποκατάσταση, όπως την εννοεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Λέγει ο άγιος Μάρκος: "Αλλά και ήν ο άγιος Μάξιμος επινοεί παραμυθίαν τη τοιαύτη της αποκαταστάσεως δόξη του θαυμαστού Γρηγορίου, εκθησόμεθα μεν ημείς ολοκλήρως". Και στην συνέχεια παραθέτει το κείμενο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού*. Είναι σημαντικό εδώ να υπογραμμισθή ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αποκαλείται από τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό "θαυμαστός".
Και μετά την παράθεση του κειμένου του αγίου Μαξίμου ο άγιος Μάρκος, ερμηνεύοντας τους λόγους και των δύο αγίων, καταλήγει ότι όταν σε αρχαίους διδασκάλους γίνεται λόγος για καθάρσιο πυρ εννοείται το αιώνιο πυρ και όχι μια μέση κατάσταση των ψυχών. Συγκεκριμένα με τον όρο καθάρσιο πυρ εννοούν το αιώνιο πύρ, δηλαδή, αλληγορικότερον, τις αιώνιες κολάσεις, όπως φως καλούν την αιώνια θεωρία στους δικαίους. Ούτε στην μέλλουσα ζωή θα υπάρχη σκώληκας και κάποιο γένος ερπετών, ιοβόλο και σαρκοφάγο, αλλά "τήν των κολάσεων υπό της συνειδήσεως βάσανον και το πικρόν εκείνον μετάμελον". Και βρυγμός των οδόντων λέγεται αλληγορικότερον η μανία των θυμομαχούντων και η λύπη γι’ αυτήν και ο πικρός οδυρμός*.
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύει το λεγόμενο καθάρσιο πυρ του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Πρόκειται για το αιώνιο πυρ το οποίο δεν είναι πρόσκαιρο, ούτε κτιστό. Είναι η κολαστική ενέργεια του Θεού, που θα βιώνουν όσοι παραμένουν αθεράπευτοι, λόγω της δικής τους προαιρέσεως.
Θα δούμε τώρα το κείμενο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού στο οποίο γίνεται λόγος για την αποκατάσταση, όπως την εννοεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Γράφει ο άγιος Μάξιμος:
"Τρείς αποκαταστάσεις οίδεν η Εκκλησία, μίαν μέν, την εκάστου κατά τον της αρετής λόγον, εν ή αποκαθίσταται, τον επ’ αυτώ λόγον της αρετής εκπληρώσας, δευτέραν δέ, την της όλης φύσεως εν τη αναστάσει εις αφθαρσίαν και αθανασίαν αποκατάστασιν, τρίτη δέ, ή και μάλιστα κέχρηται εν τοις εαυτοίς λόγοις ο Νύσσης Γρηγόριος, την των ψυχικών δυνάμεων τη αμαρτία υποπεσουσών εις όπερ εκτίσθησαν πάλιν αποκατάστασιν".
Κατά τον άγιο Μάξιμο υπάρχουν τρεις αποκαταστάσεις. Η πρώτη, αυτή που γίνεται στον κάθε άνθρωπο με την εκπλήρωση του λόγου των αρετών. Η δεύτερη, είναι η αποκατάσταση όλης της φύσεως στην αφθαρσία και την αθανασία, με την ανάσταση του Χριστού. Και η τρίτη, είναι η αποκατάσταση των ψυχικών δυνάμεων στην προ της πτώσεως κατάστασή τους. Αυτήν την τρίτη αποκατάσταση εννοεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά λέγει ο άγιος Μάξιμος, έκανε υπερβολική χρήση. Δεν είναι λαθεμένη, αλλά την ανέπτυξε περισσότερο από όσο έπρεπε.
Στην συνέχεια ο άγιος Μάξιμος προσθέτει ότι, όπως η κτίση ελπίζει να επανέλθη στην αφθαρσία, το ίδιο θα συμβή και με όλες τις ψυχές. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι όλες οι ψυχές θα φθάσουν στην μέθεξη των αγαθών, όπως θα γίνη με τους αγίους. Οι ψυχές των αμαρτωλών θα αποκτήσουν επίγνωση των αγαθών και επιβεβαίωση ότι ο Θεός δεν ήταν αίτιος του κακού, ενώ δεν θα αποκτήσουν μέθεξη του Θεού. "Και ούτω τη επιγνώσει ου τη μεθέξει των αγαθών απολαβείν και εις το αρχαίον αποκαταστήναι, και δεχθήναι τον δημιουργόν αναίτιον της αμαρτίας"*.
Πρέπει να δούμε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης περί αποκαταστάσεως των πάντων μέσα από την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Κατά τον άγιο Μάξιμο θα γίνη πλήρης αποκατάσταση της κτίσεως, αφού κατά μίαν απειροδύναμη βούληση της αγαθότητος του Θεού, "πάντας συνέξει και αγγέλους και ανθρώπους, αγαθούς τε και πονηρούς". Ενώ ο Θεός θα περιλάβη τα πάντα, εν τούτοις δεν θα έχουν όλοι την ίδια σχέση μαζί Του. Ο Θεός θα συνέξη στον εαυτό Του "αεί εύ είναι" τους αγίους αγγέλους και τους αγίους ανθρώπους, στο δε "αεί φεύ είναι" εκείνους που δεν συμπεριλαμβάνονται στους πρώτους*.
Έτσι και οι αμαρτωλοί θα αποκατασταθούν με την έννοια ότι θα δούν τον Θεό, χωρίς να έχουν μέθεξή Του. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σχολιάζοντας αυτήν την άποψη του αγίου Μαξίμου, λέγει ότι ο Θεός θα επιστρέψη στους αμαρτωλούς όσα έχασαν με την αμαρτία, αποκαθιστώντας τις ψυχές τους στην πληρότητα των φυσικών δυνάμεων και ικανοτήτων τους, χωρίς να έχουν μέθεξη και θεουργό κοινωνία. Θα βιώνουν συνεχώς την έλλειψη της κοινωνίας μαζί Του, συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο του δρόμου που πήραν, απορρίπτοντας την αγάπη του Θεού και έτσι θα αυτοκολάζωνται με την διεστραμμένη κίνηση της γνώμης τους*.
Επομένως, όλοι οι άνθρωποι, δίκαιοι και αμαρτωλοί, θα αποκατασταθούν στο "αεί είναι", αλλά οι μεν δίκαιοι θα ζήσουν το "αεί εύ είναι", οι δε αμαρτωλοί το "αεί φεύ είναι". Στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου φαίνεται ότι το "αεί εύ είναι", είναι το "μόνον κυρίως αεί είναι"*.
Οι μαρτυρίες και οι διδασκαλίες τόσο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού όσο και του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, που είναι στύλοι της Ορθοδοξίας, δείχνουν ότι η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης περί αποκαταστάσεως των πάντων διαφέρει σαφώς από την άποψη περί αποκαταστάσεως των πάντων την οποία συναντούμε στην αρχαία φιλοσοφία και την ωριγενιστική αντίληψη, που κατεδίκασε η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος.
4. Συμπεράσματα
Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου πρέπει να δούμε τα βασικότερα σημεία του θέματος που αναπτύχθηκε, τα οποία επέχουν θέση περιλήσεως.
Πρώτον. Την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης περί αποκαταστάσεως των πάντων και καθαρτηρίου πυρός πρέπει να την δη κανείς μέσα από την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, για τον Παράδεισο και την Κόλαση. Δεν μπορεί κανείς να τον απομονώση από τους άλλους δύο αγίους, οι οποίοι συνδέονταν μεταξύ τους με αδελφικούς και φιλικούς δεσμούς. Ίσως ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ανέπτυξε περισσότερο και με φιλοσοφική γλώσσα αυτές τις απόψεις, απαντώντας στα φιλοσοφικά ερωτήματα και προβλήματα, αλλά δεν αφίσταται της πραγματικότητος, όπως επιβεβαιώνουν και άλλοι άγιοι, δηλαδή ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός.
Δεύτερον. Η αγάπη, η φιλανθρωπία και η αγαθότητα του Θεού είναι η άκτιστη ενέργειά Του, η οποία θα στέλλεται και στους δικαίους και τους αδίκους κατά την μέλλουσα ζωή. Όμως διαφορετικά θα βιώνεται αυτή η αγάπη. Οι δίκαιοι θα μετέχουν του Θεού, ενώ οι αθεράπευτοι άνθρωποι θα βλέπουν τον Θεό, αλλά δεν θα έχουν μέθεξη και κοινωνία μαζί Του.
Τρίτον. Το κακό θα είναι ανύπαρκτο, αφού και σήμερα ακόμη το κακό είναι η απουσία και η αλλοτρίωση από το αγαθό. Η νύκτα δεν υπάρχει οντολογικά, αλλά είναι η απουσία του ηλίου. Όταν ο ήλιος της δικαιοσύνης εμφανισθή, τότε δεν θα υπάρξη το κακό. Θα καταργηθή και ο θάνατος, από τον οποίο γεννιούνται άπειρα κακά, πολλά πάθη και αμαρτήματα. Το ότι το κακό θα είναι ανύπαρκτο, δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν οι αμαρτωλοί και αθεράπευτοι ψυχικά. Άλλο είναι η ύπαρξη του ανθρώπου και άλλο είναι η μέθεξη και κοινωνία με τον Θεό, που συνιστά την αληθινή ζωή.
Τέταρτον. Κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα γίνη η αποκατάσταση της φύσεως, αλλά όχι αποκατάσταση της θελήσεως. Όλοι θα αποκτήσουν την αθανασία, όλων τα σώματα θα αναστηθούν, αλλά δεν θα αλλάξη η θέληση, η προσωπική γνώμη του ανθρώπου. Ανάλογα με την προαίρεση με την οποία έζησαν στην βιολογική ζωή, θα συνεχίσουν και εκεί. Και οι αμαρτωλοί θα αποκτήσουν επίγνωση του Θεού, θα δούν τον Θεό, αλλά δεν θα έχουν μέθεξη. Η κόλαση δεν είναι η απουσία του Θεού, αλλά η μη μέθεξη του Θεού, η παρουσία του Θεού ως φωτιάς.
Πέμπτον. Για τους ανθρώπους που εισήλθαν πριν πεθάνουν στο στάδιο της καθάρσεως, η τελείωση θα συνεχίζεται και στην άλλη ζωή. Η τελειότητα είναι ατέλεστη, δεν υπάρχει τέλος και πέρας. Άλλωστε, η ανθρώπινη φύση είναι πεπερασμένη, ενώ ο Θεός είναι άπειρος.
Έκτον. Υπάρχει μια αιρετική αποκατάσταση των πάντων, όπως την πρέσβευε ο Ωριγένης, και την οποία κατεδίκασε η Εκκλησία, και υπάρχει μια ορθόδοξη αποκατάσταση των πάντων, όπως την διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Σύμφωνα με την τελευταία όλοι οι άνθρωποι θα αναγνωρίσουν τον Θεό στην Δευτέρα Παρουσία, αλλά δεν θα έχουν όλοι μέθεξη του Θεού. Όλοι θα αναστηθούν, αλλά δεν θα δοξασθούν όλοι. Η ανάσταση του Χριστού είναι ένα δώρο που δόθηκε σε όλους, η ανάληψη όμως θα βιωθή μόνον από τους αγίους. Επομένως σε όλους θα γίνη αποκατάσταση της φύσεως, που θα παραμείνη αιώνια, αθάνατη, αλλά δεν θα υπάρξη αποκατάσταση της θελήσεως, αφού, κάθε άνθρωπος, ανάλογα με την προαίρεσή του, θα αισθανθή τον Χριστό.
Η θεολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για τα έσχατα, για την Βασιλεία του Θεού, είναι διαφωτιστική και ορθόδοξη. Δεν μπορεί κανείς να λέγη ότι ο μεγάλος αυτός Πατέρας και θεολόγος ακολουθεί τις αιρετικές διδασκαλίες του Ωριγένους για την αποκατάσταση των πάντων, γιατί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης είναι εντεταγμένος οργανικά μέσα σε όλη την ορθόδοξη, εκκλησιαστική παράδοση.
via

Pages