"Ο νους είναι δεύτερη δύναμη ως προς την ουσία και πρώτη ως προς την ψυχή, ενώ έχει ύπαρξη λόγω τής ουσίας και τελειοποιεί την ψυχή, όπως ακριβώς ο ήλιος την όραση.
Από τις ψυχές, άλλες είναι λογικές και αθάνατες, άλλες άλογες και θνητές.
Οι πρώτες παράγονται από τους πρώτους και οι δεύτερες από τους δεύτερους Θεούς.
Πρώτα ας αναζητήσουμε τι ακριβώς είναι η ψυχή.
Ψυχή είναι εκείνο εξαιτίας τού οποίου διαφέρουν τα έμψυχα από τα άψυχα.
Διαφέρουν στην κίνηση, στην αίσθηση, στην φαντασία και στην νόηση.
Άρα, άλογη ψυχή είναι η αισθητική και φανταστική ζωή.
Λογική είναι η ψυχή που άρχει επί τής αίσθησης και τής φαντασίας χρησιμοποιώντας τον λόγο.
Η άλογη ψυχή ακολουθεί τα σωματικά πάθη, αφού αλόγιστα επιθυμεί και οργίζεται, ενώ η λογική ψυχή έλλογα καταφρονεί το σώμα και μάχεται την άλογη ψυχή.
Αν επικρατήσει, δημιουργεί την Αρετή.
Αν ηττηθεί, δημιουργεί την Κακία.
Οι λόγοι περί Αρετής και Κακίας εξαρτώνται από τους λόγους περί ψυχής.
Όταν η άλογη ψυχή εισέλθει στα σώματα, ευθύς προκαλεί θυμό κ’ επιθυμία, ενώ η λογική ψυχή στέκεται επάνω από αυτά διαχωρίζοντας την ψυχή σε τρία μέρη: στο λογικό, στο θυμοειδές και στο επιθυμητικό.
Αρετή τού λογικού είναι η φρόνηση, τού θυμοειδούς η ανδρεία, τού επιθυμητικού η σωφροσύνη, και όλης τής ψυχής η δικαιοσύνη.
Πρέπει, λοιπόν, το λογικό μέρος να κρίνει τα δέοντα, το θυμοειδές να πειθαρχεί στο λογικό και να διακρίνει τα πρέποντα δεινά, και το επιθυμητικό να επιδιώκει όχι εκείνο που φαίνεται ευχάριστο, αλλά εκείνο που είναι λογικά ευχάριστο.
Αν αυτά συμβαίνουν έτσι, ο βίος γίνεται δίκαιος, επειδή η δικαιοσύνη που αφορά τις ανάγκες τής ζωής αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος τής Αρετής, και γι’ αυτό στους ανθρώπους, που έχουν παιδεία, μπορούμε να δούμε όλες τις αρετές, ενώ στους απαίδευτους βλέπουμε κάποιον που είναι ανδρείος αλλά και άδικος, κάποιον άλλον που είναι σώφρων αλλά και ανόητος, και άλλον που είναι φρόνιμος αλλά και ακόλαστος, ιδιότητες που δεν ταιριάζει ούτε να τις αποκαλούμε αρετές, επειδή έχουν στερηθεί την λογική και είναι ατελείς και εμφανίζονται σε κάποια άλογα όντα.
Την Κακία ας την εξετάσουμε μέσω των αντιθέτων.
Η Κακία τού λογικού μέρους είναι η παράνοια, τού θυμοειδούς η δειλία, τού επιθυμητικού η ακολασία, και όλης τής ψυχής η αδικία.
Οι αρετές προέρχονται από την ορθή πολιτεία, την καλή ανατροφή και την παιδεία.
Οι κακίες προέρχονται από τ’ αντίθετα.
Πώς, όμως, υπάρχουν στον Κόσμο τα κακά, αφού οι Θεοί είναι αγαθοί και δημιουργούν τα πάντα;
Ή πρέπει πρώτα να πούμε ότι, ενώ οι Θεοί είναι αγαθοί και δημιουργούν τα πάντα, δεν υπάρχει εκ φύσεως το κακό, αλλ’ αυτό γίνεται με την απουσία τού αγαθού, όπως ακριβώς δεν υπάρχει σκότος, αλλ’ αυτό γίνεται με την απουσία τού φωτός;
Αν υπάρχει κακό, τότε κατ’ ανάγκη βρίσκεται είτε στους Θεούς είτε στους νόες είτε στις ψυχές είτε στα σώματα.
Στους Θεούς, όμως, δεν βρίσκεται, επειδή κάθε Θεός είναι αγαθός.
Αν κάποιος ονομάζει κακό τον νου, μιλά για ανόητο νου.
Αν ονομάζει κακή την ψυχή, τότε η ψυχή πλάστηκε χειρότερη από το σώμα, επειδή κανένα σώμα δεν έχει από μόνο του κακία.
Αν το κακό προέρχεται και από την ψυχή και από το σώμα, είναι παράλογο να μην είναι κακά όντας χωρισμένα, και να παράγουν κακία όταν συνενώνονται.
Αν, πάλι, κάποιος ονομάζει κακούς τους Δαίμονες και αν αυτοί έχουν απ’ τους Θεούς την δύναμή τους, τότε δεν θα ήταν κακοί.
Αν την έχουν από αλλού, τότε δεν δημιουργούν οι Θεοί τα πάντα.
Αν οι Θεοί δεν δημιουργούν τα πάντα, τότε ή θέλουν αλλά δεν μπορούν, ή μπορούν αλλά δεν θέλουν.
Τίποτε από τα δύο, όμως, δεν ταιριάζει σε Θεό.
Ότι, λοιπόν, τίποτε εκ φύσεως κακό δεν υπάρχει στον Κόσμο, φαίνεται από τα προηγούμενα.
Τα κακά εμφανίζονται από τις ενέργειες των ανθρώπων, και πάλι όχι όλων ούτε πάντοτε.
Αν, όμως, οι άνθρωποι αμαρτάνουν χάριν τού ίδιου τού κακού, τότε η ίδια η φύση τους θα ήταν κακή.
Αν ο μοιχός θεωρεί την μοιχεία κακό και την ηδονή αγαθό, και αν ο φονιάς θεωρεί τον φόνο κακό και τα χρήματα αγαθό, και αν αυτός που κακοποιεί τον εχθρό θεωρεί την κακοποίηση κακό και την άμυνα εναντίον τού εχθρού αγαθό, και αν έτσι πέφτει σε αμαρτίες η ψυχή, τότε τα κακά γίνονται χάριν τής αγαθότητας, όπως ακριβώς χάριν τής μη ύπαρξης τού φωτός γίνεται το σκότος, το οποίο εκ φύσεως δεν υπάρχει.
Η ψυχή, λοιπόν, αμαρτάνει επειδή έχει έφεση προς το αγαθό, αλλά πλανάται σχετικά με το αγαθό, επειδή αυτή δεν είναι πρώτη ουσία.
Προκειμένου, λοιπόν, να μην πλανάται, και όταν πλανάται να θεραπεύεται, μπορούμε να δούμε πόσα πράγματα έπλασαν οι Θεοί.
Πλάστηκαν, λοιπόν, τέχνες, επιστήμες, μελέτες, προσευχές, θυσίες, τελετές, νόμοι, πολιτεύματα, δίκες και τιμωρίες για να κωλύονται και να μην αμαρτάνουν οι ψυχές, τις οποίες – ακόμη και όταν εξέλθουν από το σώμα– οι καθάρσιοι Θεοί και οι Δαίμονες τις καθαρίζουν από τα αμαρτήματα.
Δεν πρέπει, ωστόσο, ν’ απορούμε που οι καταδίκες των αμαρτωλών δεν ακολουθούν αμέσως μετά από αυτά ή άλλα αμαρτήματα, γιατί δεν είναι μόνον οι Δαίμονες αυτοί που τιμωρούν τις ψυχές, αλλά και η ίδια η ψυχή οδηγεί τον εαυτό της στην καταδίκη, αφού αυτές παραμένουν στον άπαντα χρόνο και δεν χρειάζεται να τους τύχουν τα πάντα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και πρέπει να υπάρξει και η ανθρώπινη αρετή.
Εάν οι καταδίκες ευθύς ακολουθούσαν τους αμαρτωλούς, οι άνθρωποι θα δικαιοπραγούσαν από φόβο και δεν θα είχαν αρετή.
Οι ψυχές, λοιπόν, που έχουν ζήσει κατ’ Αρετή και είναι ευδαίμονες ως προς τα άλλα και έχουν χωριστεί από την άλογη φύση και είναι καθαρές από παντός είδους σώμα, συνάπτονται με τους Θεούς και μαζί τους συνδιοικούν ολόκληρο τον Κόσμο.
Όμως, ακόμη και αν τίποτε απ’ αυτά δεν τις συνέβη, η ίδια η Αρετή και η εκ τής Αρετής προερχόμενη ηδονή και δόξα και ο άλυπος κ’ ελεύθερος βίος θ’ αρκούσε να κάνει ευδαίμονες όσους επιλέγουν και δύνανται να ζουν κατ’ Αρετή.
Σαλούστιος
«Περί Θεών και Κόσμου»,
Τσακνάκης Αθανάσιος.
- Εκδ.:Βι
βλιοβάρδια,