«Να είσαι καλό παιδί» συνηθίζεται να παροτρύνουν οι μεγάλοι τα παιδιά. ‘Οπου καλό παιδί βέβαια μεταφράζεται το ήσυχο, πειθήνιο, που τρώει το φαγητό του, που κάνει ό,τι του πουν, παιδί που ελέγχεται εύκολα. Όμως ενώ ο κάθε γονιός και εκπαιδευτικός προσεύχεται να του τύχουν παιδιά αυτής της κατηγορίας, γιατί όλοι γελούν όταν βλέπουν τον διαβολάκο της Τασμανίας να αναστατώνει τους πάντες στο πέρασμά του; Γιατί όλοι συμπαθούν τον Ντένις τον Τρομερό;
Συχνά συναντάμε γονείς που αφηγούνται τα κατορθώματα του παιδιού τους με περηφάνια. Όταν όμως περιγράφουν με πάσα λεπτομέρεια τις σκανταλιές του ανήσυχου παιδιού της οικογένειας, αχνά διακρίνεται στα χείλη τους ένα μειδίαμα και ένας περίεργος θαυμασμός. Και, κακά τα ψέματα, συνήθως απολαμβάνουμε να ακούμε τις ιστορίες των άτακτων παιδιών. Έχουν πιο πολύ ενδιαφέρον από τις ανιαρές επιτυχίες των υπάκουων μικρών που κάνουν το παν για να κρατούν τους γονείς τους ικανοποιημένους. Εξάλλου τα μαύρα πρόβατα ξεχωρίζουμε στο κοπάδι.
Το κακό παιδί ασκεί μια κρυφή γοητεία. Τη γοητεία της χαμένης παιδικότητάς μας, που βιαστήκαμε να θυσιάσουμε στο βωμό της ομαλής μας ένταξης στην κοινωνία. Προκειμένου να γίνουμε αποδεκτοί και αρεστοί, θάψαμε τον αυθορμητισμό μας, τις παρορμήσεις μας, την τρέλα μας. Γίναμε αυτό που είναι όλοι και χάσαμε τη μοναδικότητά μας. Και φυσικά ακόμα την πενθούμε. Γιατί αν υπήρξαμε καταπιεσμένα «καλά παιδιά», θαυμάζουμε αυτό που ποθούσαμε να είχαμε υπάρξει αλλά δεν τολμήσαμε ποτέ. Αν υπήρξαμε δακτυλοδεικτούμενα «κακά παιδιά», αναπολούμε την αυθεντικότητα του είναι μας.
Το να είσαι κακό παιδί σημαίνει πως δεν μπορούν να σε ελέγξουν απόλυτα ούτε και να προβλέψουν τη συμπεριφορά σου. Είσαι διαφορετικός και πας κόντρα στο ρεύμα. Δημιουργείς νέους κανόνες, τολμάς να παίξεις με δικούς σου όρους. Και συνήθως αποκτάς οπαδούς που σε ακολουθούν στη δική σου καινοτόμο πορεία.
Το κακό παιδί έρχεται να μας θυμίσει αυτό που ήμασταν ή θα θέλαμε να είμαστε. Επαναστάτες.