«Τα βάθη του κόσμου άλλη είναι
δύναμη κρυμμένη που τα κρατεί»
Σικελιανός
· Σύμφωνα με τον Heidegger (GA 40, 28) «η φιλοσοφία ποτέ δεν γεννιέται από την επιστήμη και δια της επιστήμης. Δεν ανήκει στην ίδια τάξη με τις επιστήμες. Μόνο με την ποίηση τελεί η φιλοσοφία και η σκέψη της στην αυτή τάξη».
· Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η ενασχόληση του ανθρώπου με τη φιλοσοφία δεν αποτελεί προνόμιο ή καθήκον ορισμένων «ειδικών» αλλά βασικό μέλημα της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, του δικού μας Dasein .
· Κοινωνίες ή ανθρώπινα άτομα που παραμελούν τη φιλοσοφία υπονομεύουν τα ίδια τα πνευματικά και ιστορικά τους θεμέλια. Έτσι οδηγούνται βαθμιαία στην παρακμή και τελικά καταλήγουν στον πλήρη εκβαρβαρισμό.
· Η αισθητή πραγματικότητα μαρτυρεί πώς βασικοί υπονομευτές της φιλοσοφικής σκέψης είναι κυρίως οι ολιγαρχίες της μετριότητας που ασύστολα καιροσκοπούν μέσα στα σκονισμένα αμφιθέατρα των «μορφωτικών» μας ιδρυμάτων.
· Οι ολιγαρχίες αυτές νοθεύουν αδιάντροπα τον φιλοσοφικό διάλογο με αγοραία ιδεολογήματα και φρικτές επαναλήψεις του ασήμαντου. Έτσι δηλητηριάζουν το λογισμό με τελετουργικές ομφαλοσκοπήσεις ή ρητορικές φωνασκίες και οτιδήποτε μη αρεστό σ’ αυτούς το ρίχνουν στην πυρά.
· Στο μέτρο που το ανθρώπινο Dasein, ως εκ της σκεπτόμενης ικανότητάς του, αρνείται να θηρεύει απλώς το ωφελιμιστικό, ως άλλος Κολόμβος αποπειράται τον ωραίο αλλά επικίνδυνο φιλοσοφικό διάπλου πέρα και πάνω από τα συντρίμματα των μεταμοντέρνων, τεχνικοποιημένων ολιγαρχιών της μετριότητας.
· Εάν η τεχνοεπιστήμη, μετά την ιδεολογική της ολοκλήρωση από τον Διαφωτισμό κυρίως και εντεύθεν, συνέβαλε στην αποδόμηση των ανορθολογικών αυταπατών στον πνευματικο-πολιτισμικό χώρο του ανθρώπου, στην ίδια αναλογία φρόντισε να εισαγάγει τον ανορθολογισμό από το παράθυρο.
· Το ζητούμενο λοιπόν παραμένει: διαυγής γνωριμία με τις πηγές του φιλοσοφικού και ποιητικού στοχασμού, ώστε να οροθετούμε «το νοητό και συνακόλουθα το μη νοητό» (Wittgenstein), να καταλύουμε τη μονωδία του εργαλειακού λόγου, να «αγωνιζόμαστε για μια αυστηρή σύλληψη [αυτού που] μας συντυχαίνει, μας αναταράζει και μας αλλάζει» (Heidegger).
· Όσο βαθαίνει η ως άνω γνωριμία δημιουργείται μια παράδοση φιλοσοφικού-ποιητικού διαλέγεσθαι, που μπορεί να απελευθερώσει τον σύγχρονο άνθρωπο από τις παγερές περιπτύξεις του στείρου ακαδημαϊσμού, από τη διάχυτη πνευματική κενότητα της εποχής, από την καθεστωτική λογική των εξουσιαστικών μηχανισμών.
· Από την αρχαία εποχή μέχρι και σήμερα ακόμη, αυτή η παράδοση ευδοκιμεί κυρίως ως εναντίωση στον «φιλοσοφικό-ποιητικό» εκφυλισμό της σκέψης σε «χρησιμοθηρική εξυπνάδα» (Heidegger) και προσφέρει αντίστοιχα τη «δυνατότητα να εμπειράται κανείς τη δοκιμασία της κριτικής συζήτησης» (Πλάτων).
· Στο πλαίσιο μάλιστα μιας «κοινωνικής λειτουργίας της φιλοσοφίας» (Horkheimer), ο αληθινά ανήσυχος, αεικίνητος, ελεύθερος διάλογος δύναται, σαν άλλο εγελιανό πνεύμα, να αναστοχάζεται την πορεία της αυτογνωσίας του, να οξύνει τον λογισμό της κοινωνίας, να αποδυναμώνει κάθε απολίθωση του ζωντανού λέγειν από την εγωκεντρική επικράτηση της μετριοκρατίας και να χαράσσει εκείνη την οδό, από όπου ο καθένας «χρωστάει να περάσει το ρεύμα της ζωής του» (Nietzsche)
· Η αυθεντικότητα ενός τέτοιου διαλόγου δεν αφήνει περιθώρια για συμβιβασμούς με άκαμπτες ιεραρχήσεις, με κατασκευασμένες αυθεντίες, με διατεταγμένους κήρυκες της μαζικής κουλτούρας, με «νομοθέτες» της σκέψης.
· Η σκέψη δεν αναπτύσσεται με προστάγματα και διαταγές, αλλά ακολουθεί το δρόμο του δικού της ηθικού συλλογισμού και αυτογνωσίας. Γνωριζόμενος λοιπόν ο σημερινός άνθρωπος –και δη ο νέος άνθρωπος– με αυτή τη σκέψη θα αισθάνεται την ανάγκη να σπουδάζει «το παλαιό σε μια νέα σχέση με το όλο» (Hegel), να αρνείται να παρακμάσει μέσα στην ανημποριά και πάντοτε θα νοιάζεται όχι μόνο για το ζην απλά, αλλά και για το ζην καλά..