Μέχρι που μια μέρα, συγκεκριμένα στις 23 Νοεμβρίου του 1979, χωρίς κάποιον ειδικό λόγο που ήταν αυτή η μέρα και όχι κάποια άλλη, κατάλαβα πως δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς εμένα.
Ποτέ, μα ποτέ δεν το είχα σκεφτεί αυτό.
Δεν είχα νιώσει ποτέ πόσο απαραίτητος ήμουν εγώ για μένα τον ίδιο.
Ο ανόητος!
Ήξερα πάντοτε χωρίς ποιον δεν θα μπορούσα να ζήσω και δεν κατάλαβα ποτέ, μέχρι τα τριάντα μου, πως πάνω απ’ όλα δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς εμένα.
Ήταν σημαντικό από κει κι έπειτα -και μέχρι σήμερα-, να επιβεβαιώνω κάθε μέρα πως θα μου ήταν αληθινά δύσκολο να ζήσω χωρίς κάποια άλλα πράγματα και πρόσωπα που έμπαιναν στη ζωή μου, αυτό όμως δεν μείωνε στο παραμικρό την αξία της νέας μου ανακάλυψης:
Θα μου ήταν αδύνατον να ζήσω χωρίς εμένα.
Τότε άρχισα να σκέφτομαι πως κάποια από τα πράγματα που είχα αποκτήσει και κάποια από τα πρόσωπα χωρίς τα οποία νόμιζα πως δεν θα μπορούσα να ζήσω, μπορεί μια μέρα να μην υπάρχουν πια. Τα πρόσωπα μπορεί να αποφασίσουν να φύγουν – όχι ότι αναγκαστικά θα πεθάνουν, απλώς δεν θα υπάρχουν στη ζωή μου. Τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν και οι καταστάσεις μπορεί να γίνουν εντελώς αντίθετες από ό,τι τις γνώρισα. Τότε κατάλαβα πως έπρεπε να μάθω και να προετοιμαστώ για να αντιμετωπίσω τέτοιες απώλειες.
Ασφαλώς, δεν είναι το ίδιο να φεύγει κάποιος και το ίδιο αυτός ο κάποιος να πεθαίνει. Σίγουρα διαφέρει το να μετακομίζεις από ένα σπίτι χειρότερο σ’ ένα σπίτι καλύτερο, από το να συμβαίνει το αντίθετο. Προφανώς, δεν είναι το ίδιο να αλλάζεις ένα σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο μ’ ένα καινούργιο, και δεν είναι το ίδιο να κάνεις το αντίθετο.
Είναι φανερό πως το βίωμα της απώλειας δεν είναι το ίδιο σε κανένα από τα παραδείγματα αυτά, όμως, καλό είναι να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι πάντοτε υπάρχει πόνος όταν εγκαταλείπουμε κάτι που ήταν, για να πάμε σ’ ένα άλλο μέρος όπου δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο παρά αυτό που είναι. Και αυτό που είναι, δεν είναι το ίδιο μ’ αυτό που ήταν μέχρι τώρα.
Και επαναλαμβάνω: η αλλαγή αυτή, είτε είναι εσωτερική είτε εξωτερική, εμπεριέχει πάντοτε μια διαδικασία ενεργού προσαρμογής σε ό,τι καινούργιο έχει το διαφορετικό και σε ό,τι διαφορετικό έχει το καινούργιο, ακόμη κι αν είναι καλύτερο.
Η διαδικασία αυτή είναι γνωστή με το όνομα «επεξεργασία του πένθους» και όπως υποδηλώνει το όνομά της, είναι επίπονη.
Όσο ξεκάθαρο κι αν φαίνεται αυτό, δεν θα πάψω να προειδοποιώ όσους παίρνουν αυτόν τον δρόμο:
Το πένθος… πονάει.
Κι αυτό δεν μπορούμε να το αποφύγουμε.
Βέβαια, η σκέψη (ή η επίγνωση) ότι πηγαίνω σε κάτι καλύτερο από εκείνο που εγκατέλειψα, είναι πολλές φορές ένα θαυμάσιο βραβείο «της παρηγοριάς», μια μικρή ικανοποίηση που αντισταθμίζει τον πόνο που προκάλεσε η απώλεια. Όμως, προσοχή:
Αντισταθμίζει, αλλά δεν Αποτρέπει,
Γλυκαίνει, αλλά δεν Διαγράφει,
Ενθαρρύνει να συνεχίσεις, αλλά δεν Εξαφανίζει τον πόνο.
Ο δρόμος των δακρύων
Χόρχε Μπουκάϊ
Εκδόσεις opera