«To be or not to be?»
Ὁ Οὐΐλιαμς Σαίξπηρ στό γνωστό θεατρικό του ἔργο, γιά τήν τραγικότητα στήν ἱστορία, ἔθεσε στόν ἥρωά του Ἄμλετ τό παραπάνω ἐρώτημα γιά τήν ἀναγκαιότητα καί τή σκοπιμότητα τῆς ζωῆς, ἐκφράζοντας συγχρόνως καί ἕνα πελώριο ἠθικό δίλημμα, τό ὁποῖο ἔχει καί τίς ἀνάλογες μεταφυσικές προεκτάσεις γιά τήν ἴδια τή ζωή.
Πρόκειται γιά ἕνα ἐρώτημα τό ὁποῖο δέν εἶναι καινούργιο ἀλλά διαχρονικό καί συγχρόνως ἐκφράζει μία ἔντονη ὑπαρξιακή ἀγωνία κυρίως ὡς πρός τόν ἀγῶνα γιά τή διατήρησή της καί τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.
Τό παραπάνω ἐρώτημα λοιπόν δέν ἐκφράζει ἕναν θεωρητικό προβληματισμό ἀλλά μία βαθύτερη ὑπαρξιακή ἀναζήτηση, ἡ ὁποία σχετίζεται πρώτιστα καί οὐσιαστικά μέ τό νόημα τῆς ζωῆς.
Στήν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας ἡ ζωή ἐκλαμβάνεται εἴτε ὡς μία δύναμη ἡ ὁποία ὑπάρχει αὐτόνομα στόν κόσμο, εἴτε ὡς μία ἐνστικτώδης κατάσταση ἤ καί ὡς ἐντελέχεια.
Εἰδικότερα στό χῶρο τῆς ψυχοκρατίας ἡ δύναμη αὐτή ταυτίζεται μέ τήν ψυχή, ἡ ὁποία δίνει μορφή στό σῶμα καί συντελεῖ στήν τέλεση τῶν διαφόρων ὀργανικῶν λειτουργιῶν. Εἶναι ἡ αἰτία τῆς αἴσθησης, τῆς κίνησης καί τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ μέσα σέ ὁλόκληρο τόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Αὐτή συγκροτεῖ τό σῶμα, αὐτή ἐμποδίζει τή διάλυση καί τήν καταστροφή του καί διαιωνίζει τή ζωή.
Ἡ ἔλλειψη αὐτῆς τῆς δύναμης, δηλαδή τῆς ψυχῆς, ὁδηγεῖ στή διάλυση τοῦ ὀργανισμοῦ καί στό θάνατο, μία διάλυση ἡ ὁποία συνεπάγεται τήν ὀργανική καταστροφή τοῦ ὑλικοῦ σώματος ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ ψυχή συνεχίζει νά ὑφίσταται ἀπελευθερωμένη ἀπό τά σωματικά της δεσμά. Αὐτή ἡ ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπό τή σωματική της δέσμευση δέν θεωρεῖται ὡς κάτι κακό ἀλλά ἀντίθετα ἐκλαμβάνεται ὡς τό κριτήριο τῆς αὐθεντικῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου.
Στό χῶρο τῆς ἰατρικῆς, ὡς ζωή, θεωρεῖται ἡ φυσικοχημική ἰσορροπία, κυρίως τῶν βιολογικῶν καί σωματικῶν λειτουργιῶν, μέσα ἀπό τήν ὁποία ρυθμίζονται καί οἱ διάφορες λειτουργίες τῶν ὀργάνων. Μέ τόν τρόπο αὐτό διατηρεῖται ἡ ζωή καί ἐπισημαίνεται ἡ διάκριση μεταξύ ὑγείας καί ἀσθένειας.
Γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τούς Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας τό ἐρώτημα ἔχει μία ἄλλη διάσταση καί προβληματική. Τό ἐρώτημα γιά τή ζωή, ὡς ἐρώτημα καθαρά ὀντολογικό καί ὑπαρξιακό, συσχετίζεται ἄμεσα καί μέ τό ἄλλο ἐπίσης βασικό ὑπαρξιακό ἐρώτημα τί εἶναι ἄνθρωπος.
Ἡ ἀπάντηση καί στά δύο ἐρωτήματα εἶναι ἀρκετά περίπλοκη, γι’ αὐτό καί πρέπει νά θέσουμε ὁρισμένες ἀξιωματικές ἀρχές καί ἀφετηρίες.
α) Ἡ ψυχή ἄν καί ἀποτελεῖ μέρος τοῦ ὀργανικοῦ στοιχείου τοῦ ἀνθρώπου δέν καθορίζει ἀπό μόνη της τήν ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου. Δέν βρίσκεται αὐθυπόστατη καί αὐθύπαρκτη, οὔτε μπορεῖ νά ἐπιβεβαιώσει τήν ὕπαρξή της ἀνεξάρτητα ἀπό τό σῶμα. Βρίσκεται σέ μία συνεχῆ καί ἀδιάκοπη σχέση μέ τό σῶμα, ὁποιαδήποτε δέ διακοπή αὐτῆς τῆς σχέσης, συνεπάγεται θάνατο.
β) Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δημιουργεῖται μαζί μέ τό σῶμα του καί τό σπουδαιότερο, ὅπως μᾶς περιγράφει ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ στήν ἀντίστοιχη προφητεία, ἡ ψυχή δέν ἀναπαύεται αἰώνια ἐάν δέν ἀνακτήσει τό συγκεκριμένο σῶμα της.
γ) Τό σῶμα χωρίς τήν ψυχή εἶναι πτῶμα ἀλλά καί ἡ ψυχή χωρίς τό σῶμα εἶναι φάντασμα, δέν εἶναι σέ καμμία περίπτωση ἄνθρωπος. Δέν ἐκφράζει τήν ἀλήθεια περί τοῦ ἀνθρώπου.
δ) Ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔγκειται μόνο στή ψυχή του ἤ στήν καθαυτή ὀργανική ἑνότητα ψυχῆς, σώματος καί πνεύματος. ἀλλά καί ἀπό τή σχέση του πρώτιστα μέ τόν Θεό, ἀφοῦ ἀπό τή στιγμή τῆς δημιουργίας του ἐξαρτᾶ τήν ὕπαρξή του καί τή ζωή του ἀπό αὐτή τή σχέση γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος «καί ᾖρκται καί οὐ παύσεται».
Αὐτή ἡ κατανόηση τῆς ὕπαρξης ὡς ζωῆς ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ ἴδια ἡ ζωή δέν εἶναι αὐτοπροσδιοριζόμενη ἀλλά ἑτεροπροσδιοριζόμενη, ἡ ὕπαρξη εἶναι σχέση, τό εἶναι κατανοεῖται ὡς κοινωνία. Ἐπιπλέον αὐτή τήν ψυχοσωματική ἑνότητα ὡς ἀπάντηση στό ἐρώτημα γιά τό τί εἶναι ἄνθρωπος καί τό τί εἶναι ζωή, τό ἐπιβεβαιώνουν καί οἱ σύγχρονες πρόοδοι τῆς βιοτεχνολογίας καί τῆς γενετικῆς μηχανικῆς, ὅπου πλέον τά παραπάνω ἐρωτήματα δέν ἀπαντῶνται οὔτε μέ τήν μονομερῆ ἔξαρση τῆς νοημοσύνης, οὔτε τοῦ ψυχισμοῦ, ἐπειδή ὁδηγοῦν σέ μία ἐλλειματική κατανόηση τῆς βιολογικῆς καί σωματικῆς διάστασης τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ζωῆς του. Ὁποιαδήποτε λοιπόν κατάργηση ἤ ἀποδυνάμωση τοῦ στοιχείου τῆς σωματικότητας τοῦ ἀνθρώπου ἀντιβαίνει στήν ὀντολογική ἀλήθεια γιά τό τί εἶναι ἄνθρωπος καί τί εἶναι ζωή, γιατί ὅπως ἀναφέρθηκε προηγουμένως, ἡ ὀντολογική ἀλήθεια τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν καθορίζεται ἀπό τήν σχεσιακή κατάστασή τους.
Ἐπιπλέον, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι σῶμα καί δέν ἔχει ἁπλά σῶμα, ὑποδηλώνει ὅτι χωρίς τό φυσικό περιβάλλον καί κυρίως χωρίς τούς ἄλλους συνανθρώπους του παύει νά ὑπάρχει καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἀφοῦ ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς δημιουργίας ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν ὑπόλοιπη κτίση καί τή δημιουργία ἀλλά καί μέ τόν ἄλλο ἄνθρωπο. Στό σημεῖο αὐτό νομίζω ὅτι βρίσκεται καί τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τῆς πατερικῆς ἀνθρωπολογίας καί τό τί σημαίνει αὐτή ἡ σχεσιακή ὕπαρξη καί ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἴδια τή ζωή.
Τό σῶμα κατά τήν Ἁγ. Γραφή εἶναι τό μέσον, μέ τό ὁποῖο δηλώνουμε τήν παρουσία καί τήν διαθεσιμότητά μας ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ το σῶμα του διατίθεται στούς ἄλλους, σχετίζεται καί κοινωνεῖ καί ἄρα δέν ζῆ αὐτόνομα ἀλλά ὑπάρχει σέ σχέση μέ τούς ἄλλους καί συγχρόνως μέσα ἀπό αὐτήν τήν κοινωνία δηλώνει τήν ὕπαρξή του καί προσφέρεται σ’ αὐτούς.
Αὐτή ἡ σχεσιακή ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί μέ τό φυσικό του περιβάλλον, ὡς ἀναγκαία συνθήκη ὕπαρξης καί ζωῆς ἐπιβεβαιώνεται τόσο ἀπό τίς σύγχρονες θεωρίες τῆς φυσικῆς καί τῆς κοσμολογίας, (ἡ λεγόμενη «ἀνθρωπική ἀρχή» (anthropic principe) ὅπου δέν προσαρμόζεται μόνο ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο ἀλλά καί ὁ κόσμος στόν ἄνθρωπο, ὅσο καί ἀπό τήν ἴδια τήν γονιδιακή του χαρτογράφηση, μέ τήν ὁποία ἐπιβεβαιώνεται ὄχι μόνο ἡ μοναδικότητα τῆς γονιδιακῆς του ταυτότητας (κ. Ἀντωναράκης) ἀλλά καί ἡ ζωτική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό περιβάλλον του, ὡς μία σχέση ἀλληλοπροσδιοριστική, συνεχής καί ἀδιάκοπη, μέσα ἀπό τήν ὁποία κατανοεῖται ὄχι μόνο ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ φαινομένου τῆς ζωῆς γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἀλλά ἑρμηνεύεται ἄριστα καί ἡ ἐξελικτική του ἀνάπτυξη καί διαφοροποίηση.
Αὐτή ἡ σχέση ἀλληλοεξάρτησης συνεπάγεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ζωή του δέν νοοῦνται ἀποκλειστικά καί ἀποκομμένα ἀλλά πάντοτε βρίσκονται σέ μία σχέση ἀνάπτυξης καί δημιουργίας μέ τό φυσικό περιβάλλον, δίνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό ἕναν ἄλλον προορισμό καί μία ἄλλη θεώρηση καί λειτουργία τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς του.
Χωρίς τόν ἄνθρωπο ἡ δημιουργία εἶναι νεκρά καί ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό, τή δημιουργία, τό φυσικό περιβάλλον, τούς συνανθρώπους του εἶναι μόνος καί ἄρα νεκρός ἀνύπαρκτος καί ἀνυπόστατος.
Τέλος, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς σχεσιακῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου ἀναδεικνύεται καί μία ἄλλη ἀνθρωπολογική ἀρχή, ἡ «κίνηση», ὡς τό οὐσιῶδες χαρακτηριστικό πραγμάτωσης τῆς ὕπαρξης ὡς ζωῆς, σέ ἀντίθεση πρός τή «στάση» πού σημαίνει ἔλλειψη ζωτικότητας καί ἄρα θάνατο. Ὁ κόσμος δέν δημιουργεῖται, γιά νά παραμένει στάσιμος ἀλλά γιά νά κτίζεται συνεχῶς (Γρηγόριος Νύσσης), δηλαδή νά κινεῖται δυναμικά μέσα στήν ἱστορία καί νά δίνει μία προοπτική στήν ἴδια τή ζωή του, ὄχι μέ τήν ἔννοια μόνο κάποιας ἰσόρροπης σχέσης βιολογικῶν καί φυσιοχημικῶν συστατικῶν ἀλλά καί ὡς γεγονός ἀναφορικῆς σχέσης καί κοινωνίας πρός τούς ἄλλους. Εἶναι γνωστόν ἄλλωστε ὅτι ὑγεία εἶναι ἡ στενή, ἡ ἰσορροπημένη καί ἀδιατάρακτη σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό περιβάλλον του, σέ ἀντίθεση πρός τήν ἀσθένεια, ἡ ὁποία κατανοεῖται ὡς ἀνισορροπία, διατάραξη καί διαταραχή τῶν σχέσεων καί τῶν ἰσορροπιῶν.
Νομίζω ὅτι ὁ λόγος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος «καί ᾖρκται καί οὐ παύσεται» δηλώνει ξεκάθαρα τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν αἰωνιότητα, ἡ ὁποία πάντοτε εἶναι συνυφασμένη μέ τήν ἴδια τήν διαιώνιση καί τή διατήρηση τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία προσδιορίζεται καί ὡς κατάσταση ὑγείας καί μακροζωΐας.
Ἄς δοῦμε τώρα στό ἐπίπεδο τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου τί σημαίνουν ὅλα τά προηγούμενα. Τί σημαίνει δηλαδή ἡ σχεσιακή κατανόηση τῆς ὕπαρξης ὡς ζωή καί μάλιστα ὡς ἕνα γεγονός δυναμικό, συνεχές καί αἰώνιο.
α) Δέν ὑπάρχει ζωή ὅπου ὑπάρχει ἀτομικότητα. Ὁ ἄνθρωπος σχετίζεται πρώτιστα μέ τόν Θεό καί ἡ σχέση αὐτή «παράγει» ζωή, γι’ αὐτό καί ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά ζήσει αἰώνια. Ἡ ἐπιτυχία πρός τήν αἰωνιότητα ἐξαρτᾶται τελικά ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος διαχειρίζεται τό θεῖο δῶρο τῆς ἐλευθερίας καί τό πῶς κατανοεῖ τήν ἴδια τήν ὕπαρξή του ὡς ζωή. Ἡ πραγματική ζωή δέν συνεπάγεται μία ἀποκλειστική καί αὐτοδιαχειριζόμενη κατάσταση, ἀλλά εἶναι μία ζωή ἱερά ἡ ὁποία δέν ἀνήκει ἀποκλειστικά στόν ἄνθρωπο ἀλλά σέ ὅλους καί πρώτιστα στό Θεό. Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἱερότητας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου κανένας δέν μπορεῖ νά αὐτοδιαχειριστεῖ τή ζωή του κατά τό δοκοῦν ἤ νά ἐπιδιώξει τήν αὐτοκαταστροφή του (τά προβλήματα τῆς εὐθανασίας, τῆς αὐτοκτονίας, τῆς καύσης τοῦ σώματος) καί μάλιστα ἐν ὀνόματι ὁποιασδήποτε ἔννοιας ἀτομικοῦ δικαιώματος ἤ ἀτομικῆς ἐλευθερίας.
β) Ὑπάρχει ζωή ὅπου αὐτή μοιράζεται, γιατί ζωή πού δέν μοιράζεται εἶναι ζωή κλεμμένη.
Ὁ ἄνθρωπος ἀνήκει σέ ὅλους τούς ἄλλους, τούς ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ του γι’αὐτό καί πρέπει νά θυσιάζεται γι’αὐτούς (αὐτοθυσία) καί ἐπίσης νά προσφέρεται σωματικά ἀκόμη καί βιολογικά σ’ αὐτούς, μέσα ἀπό κάθε μεταμοσχευτική δωρεά ὀργάνων καί ὑγρῶν τοῦ σώματός του. Τό σῶμα του ἔχει λόγο ὕπαρξης ὅταν χρησιμοποιεῖται, προκειμένου νά δώσει καί αὐτό ζωή σέ ἄλλους, ἄλλως καθίσταται «σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία». Στό σημεῖο αὐτό νομίζω ὅτι εἶναι ἀναγκαία μία διευκρίνιση. Ἡ μεταμοσχευτική προσφορά τῶν ὀργάνων καί ὑγρῶν ἑνός ἀνθρώπου σέ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο δέν εἶναι ἁπλῶς μία πράξη ἠθικῆς ἐπιταγῆς ἀλλά τυγχάνει καταρχήν ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς τρόπου ἀγαπητικῆς προσφορᾶς πρός τόν ἄλλον ἄνθρωπο. Ἐπίσης εἶναι μία κίνηση πρός ζωή καί γιά τούς ἄλλους ἀφοῦ τίποτε δέν μᾶς ἀνήκει, οὔτε καί τό σῶμα μας ἀλλά καί αὐτό προσφέρεται «ἵνα ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν».
γ) Ἡ ζωή εἶναι ὕπαρξη καί ὕπαρξη σημαίνει σχέση καί κοινωνία, μία κοινωνία ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ θυσιαστική προσφορά ἀγάπης καί ἐλευθερίας μέσα ἀπό τήν ὁποία ἀναδεικνύεται ἡ αἰώνια ἀλήθεια, ὡς ζωή, ἀφοῦ ὅποιος ἀγαπᾶ ζῆ πραγματικά καί αἰώνια.
Γιά τήν Ἐκκλησία ἡ καταφατική ἀπάντηση στό πρωταρχικό ἐρώτημα «νά ζῇ κανείς ἤ νά μή ζῇ» τό καθιστᾶ αὐτό καθαυτό οὐτοπικό, ὅμως ἡ ζωή αὐτή γιά νά εἶναι πραγματικά ἀληθινή, μέ σκοπό καί προοπτική, πρέπει νά προσδιορίζεται ὡς μία δυναμική κατάσταση πρός ἐπίτευξη τῆς μακροζωΐας.
Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας
Χρυσοστόμου Σαββάτου
Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν