Παρακολουθήστε τι συμβαίνει σε ένα παιδί. Είναι σαφώς εξαρτημένο από τους γονείς του. Όταν κάνει κάτι στρέφει το βλέμμα του προς αυτούς, αναζητώντας την έγκριση και την επιβράβευσή τους.
Το παιδί δεν αισθάνεται σίγουρο για τον εαυτό του. Την αυτοπεποίθησή του την αντλεί από τους άλλους, γιατί είναι ακόμα ετερόφωτο.
Με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση αυτή τροποποιείται (αν όλα πάνε καλά) και με την ενηλικίωση ο άνθρωπος δεν έχει τόσες ισχυρές ψυχολογικές εξαρτήσεις από τους άλλους. Μπορεί να πάρει αποφάσεις χωρίς απαραίτητα να ζητήσει την επιβράβευση ή την αποδοχή των άλλων. Εξυπακούεται ότι εντελώς αυτάρκης δεν μπορεί να είναι κανείς. Υπάρχει όμως κάποιο όριο που αν δεν το υπερβούμε τότε εξαρτόμαστε από τις γνώμες και τις επιθυμίες των άλλων, σε βαθμό που αυτό αποτελεί πρόβλημα. Επηρεαζόμαστε πολύ εύκολα και αφήνουμε, λόγω της ανασφάλειάς μας και του φόβου της ελευθερίας, τους άλλους να αποφασίζουν για μας.
Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα ανθρώπων που «σέρνονται» από τους γονείς τους, μητέρων που υποκύπτουν συνεχώς στις απαιτήσεις των -με δική τους ευθύνη- κακομαθημένων παιδιών τους, ζευγαριών όπου ο ένας είναι νοσηρά εξαρτημένος από τον άλλον και δεν μπορεί να τερματίσει την προβληματική σχέση και ανθρώπων που καθοδηγούνται και βασανίζονται από τις φιλοδοξίες τους. Είναι μια κατάσταση μεγάλης ανελευθερίας, χωρίς απαραιτήτως να αντιλαμβανόμαστε και να παραδεχόμαστε αυτό που μας συμβαίνει. Συνήθως αυτές οι καταστάσεις είναι υποσυνείδητες. Ισχυριζόμαστε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ενώ στην πραγματικότητα μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Η ωρίμανση είναι ένα είδος χειραφέτησης.
Αυτό το οποίο συμβαίνει στους περισσότερους ανθρώπους είναι το γεγονός ότι η ψυχολογική τους ηλικία δεν συμβαδίζει με την βιολογική.
Ενώ το σώμα συνεχίζει να ωριμάζει, η ψυχή παραμένει στάσιμη (κολλάει) σε κάποια μικρότερη ηλικία. Παρατηρούμε ενήλικες που στην ερωτιkή τους συμπεριφορά θυμίζουν εφήβους.
Ερωτεύονται και ενθουσιάζονται με την επιπολαιότητα της εφηβείας.
Απογοητεύονται και ζούνε δράματα με τον ίδιο τρόπο. Άλλοι είναι ψυχολογικά λιγότερο ανεπτυγμένοι. Δεν μπορούν να νοιώσουν ούτε καν τους εφηβικούς έρωτες διότι βρίσκονται στην ηλικία των δέκα ετών. Περιορίζονται έτσι στο σεξ. Δεν καταλαβαίνουν τι εστί σχέση, γιατί ψυχολογικά είναι δέκα ετών, αλλά έχουν ικανότητα σεξοuαλικής επαφής γιατί το σώμα τους έχει ενηλικιωθεί. Επίσης στον τομέα της ανασφάλειας συμβαίνουν τα ανάλογα. Πολλοί προσπαθούν να έλξουν την προσοχή του περιβάλλοντός τους όπως οι έφηβοι. Είναι έτοιμοι να παρεξηγήσουν και να προσβληθούν με το παραμικρό.
Όμως, με τον ίδιο τρόπο που διαφέρει η σωματική από την ψυχολογική ηλικία, έτσι και οι διάφοροι παράμετροι της ψυχολογικής ηλικίας μπορεί να αναπτυχθούν με διαφορετικές ταχύτητες. Φανταστείτε έναν άνθρωπο τριάντα ετών, με αυτοπεποίθηση δέκα ετών, σεξουαλιkότητα δεκαέξι ετών και συμπόνια ενός έτους (ένα μωρό δεν έχει συνειδητή επίγνωση του πόνου που προξενεί στους άλλους). Κάλλιστα θα μπορούσε να διαπράξει ένα έγκλημα τιμής σε περίπτωση μοιχείας. Αν η νοημοσύνη του είναι υψηλή θα έχουμε έναν ψυχρό εγκληματία. Αν είναι χαμηλή θα έχουμε τον λεγόμενο «βρασμό ψυχής». Επίσης, διάφοροι πολιτικοί ηγέτες, καλλιτέχνες και διάφορα «πρότυπα», παρουσιάζουν εμφανή σημεία υπανάπτυξης ορισμένων πλευρών της ψυχής τους, στα οποία πολλές φορές οφείλεται και η ευρεία αποδοχή που απολαμβάνουν.
Ο άνθρωπος δεν αναπτύσσει ισορροπημένα όλες του τις πλευρές. Κάποιες μένουν πίσω. Ενώ αρχικά δεν αποτελούσαν πρόβλημα, σιγά σιγά καθώς όλες οι άλλες συνεχίζουν την ωρίμανσή τους, αυτές εγκλωβίζονται σε μια προγενέστερη ηλικία, καλύπτονται συνήθως από ψέματα προς τον ίδιο μας τον εαυτό και μέσα από το υποσυνείδητό μας πλέον, επιδίδονται σε έναν εξαντλητικό «ανταρτοπόλεμο». Είναι κάποια «κομμάτια» τα οποία αποσπώνται από το κύριο σώμα της ψυχής και υπό μορφή δηλητηριώδους βάρους, εμποδίζουν την πορεία μας γιατί τα σέρνουμε πίσω μας. Δεν μπορούμε να τα πετάξουμε γιατί είναι δικά μας. Δεν μπορούμε ούτε να τα ενσωματώσουμε, διότι είναι υπανάπτυκτα και δεν ταιριάζουν.
Ας πάρουμε το υποθετικό παράδειγμα ενός παιδιού που είναι εξαρτημένο από την μητέρα του. Αυτό για το παιδί δεν αποτελεί πρόβλημα, είναι η φυσική του κατάσταση. Αναμένουμε βέβαια, με την πάροδο του χρόνου, να χειραφετηθεί και να πάρει την ζωή στα χέρια του. Αν όμως κάτι τέτοιο δεν συμβεί (ίσως γιατί η ίδια η μητέρα το εμποδίσει, φοβούμενη ότι κάποτε θα μείνει μόνη και χωρίς λόγο ύπαρξης), το παιδί θα γίνει ενήλικας, αλλά εσωτερικά θα μείνει παιδί ως προς την εξάρτηση από την μητέρα του.
Μετά ο άνθρωπος αυτός θα παντρευτεί, χωρίς να έχει πραγματικά ωριμάσει για να αναλάβει την ζωή του και τις ευθύνες του, θα έχει ανασφάλεια και ευθυνοφοβία. Το αποτέλεσμα θα είναι να «προσκαλέσει» ο ίδιος με υποσυνείδητο τρόπο την μητέρα του, να αναλάβει την διεύθυνση του σπιτιού του, την οποία δεν μπορεί να έχει ο ίδιος, γιατί ουσιαστικά είναι ακόμα ένα ανώριμο παιδί. Η γυναίκα αυτού του ανθρώπου δεν θα έχει παντρευτεί μόνο τον άνδρα της αλλά και την πεθερά της, με τα γνωστά σε όλους προβλήματα.
Εδώ έρχεται και το ψέμα προς τον εαυτό μας. Ο άνθρωπος του παραδείγματός μας δεν έχει ιδέα από όλα αυτά. Απλώς τα βαφτίζει «αγάπη και σεβασμό προς την μητέρα του», ενώ μόνο αγάπη δεν είναι. Έτσι δημιουργείται μια εμπλοκή, που μέσω της αυτοεξαπάτησης, κρύβεται στο υποσυνείδητό του και δηλητηριάζει συνεχώς την οικογενειακή του ζωή.
Ο μηχανισμός λοιπόν είναι απλός. Κάποιες ιδιότητες μέσα μας έχουν μείνει πίσω. Κρύβονται στο υποσυνείδητό μας με τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας και από εκεί αθέατες, δηλητηριάζουν την ζωή μας. Γινόμαστε υποχείρια καταστάσεων, ανθρώπων και των αδυναμιών μας, χωρίς να έχουμε ιδέα για το τι μας συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Η εργασία που έχουμε να κάνουμε είναι να ανακαλύψουμε ποιες πλευρές του εαυτού μας «κόλλησαν» σε προηγούμενες ηλικίες και σε ποιες ηλικίες συγκεκριμένα, αφού βέβαια βρούμε το θάρρος να τις αντικρίσουμε κατά πρόσωπο και κατόπιν να εργαστούμε για να τις αναπτύξουμε όσο θα έπρεπε. Έτσι όλα τα κομμάτια της ψυχής μας θα είναι της ίδιας ψυχολογικής ηλικίας και ωριμότητας για να μην υπάρχουν παραφωνίες. Τα κίνητρα λοιπόν των πράξεών μας δεν είναι πάντοτε τόσο ξεκάθαρα όσο θα θέλαμε να νομίζουμε.
Μοναχικές Γυναίκες Στίχοι: Σαράντης Αλιβιζάτος Μουσική: Αντώνης Βαρδής Πρώτη εκτέλεση: Γλυκερία - Ελένη Δήμου - Τάνια Τσανακλίδου
Είναι βραδιές που θέλω κάπου να μιλήσω,
από ένα χέρι να πιαστώ,
για ένα τσιγάρο, ένα ποτό,
να βγω έξω να ζήσω,
"δώσ' μου το χρόνο σου...
να πιάσω κάποιον να του πω:
Μα η τρομαγμένη μου καρδιά μου λέει:
κι εγώ θα γείρω το κεφάλι μου στον ώμο σου."
"δε γίνεται".
Εγώ δεν ξέρω αν έχω στάλα λογική.
Στου πρώτου άγνωστου το πρώτο "γεια" δεν παραδίνεται.
Φτάνω στο σπίτι, λέω "μπαίνω φυλακή".
Παραπονιέται, βλαστημάει τον εαυτό του,
Εκείνος έρχεται κοντά μου, μ' αγκαλιάζει
κι ύστερα μόνος στα προβλήματα βουλιάζει.
και λίγο πριν το τελευταίο χασμουρητό του
Ύστερα τρόμαξα και θέλησα να φύγω.
με πιάνει κρίση,
σέρνεται απάνω μου τον έρωτα να ζήσει.
Κι εγώ είμαι μόνη, για χρόνια έχτιζα έναν τοίχο.
Άρχισα τότε με αγωνία να γκρεμίζω,
και όλα γύρω μου φωνάζουν
να λέω "βοήθα με, Χριστέ" και να δακρύζω.
Πήρα τους δρόμους και διέξοδο ζητούσα,
χαμένα όνειρα και χρόνια κυνηγούσα.
Καπνός και σκόνη, "είμαι μόνη".
Οι πιο μεγάλες νύχτες
μοναχικές γυναίκες που πονούν.
είναι αυτές που κλαις και δε σ' ακούν.
Θυμίζουνε γυναίκες,