Ήμουνα περήφανος κι ευτυχισμένος. Ποιο είναι το χρέος μου; Αναρωτιόμουν. Να καταλάβω το μεγάλο τέχνασμα. Να ξεχαρβαλώσω την κούκλα της Γης, ν’ ανακαλύψω στην κοιλιά της το άχερο και το πίτουρο και το μικρόν έξυπνο μηχανισμό που την κάνει να βλασταίνει, ν’ ανθίζει, να καρπίζει, να πεθαίνει και να ξαναγεννιέται∙ να την ξαναφτιάξω δίχως οργή ή αηδία, να τη δω να παρατάσσει τα θάματά της, και να μην πιάνουμαι κορόιδο! – Νίκος Καζαντζάκης
Συχνά, όταν αναπολούμε στιγμές από το παρελθόν, ακολουθούμε τις διαδρομές της μνήμης και με ένα νήμα τις διασχίζουμε από άκρη σε άκρη, για να γυρέψουμε εκείνο που χάσαμε. Επιμένουμε νοσταλγικά και γυρεύουμε να ανασύρουμε πολύτιμα αγαθά που μας έκαναν στο παρελθόν να κατοικήσουμε στον ουρανοξύστη μιας εκτυφλωτικής χαράς, αγκαλιά με ό,τι αγαπήσαμε περισσότερο. Αναπολούμε το αδύνατο που κάποτε κάναμε δυνατό. Νοσταλγούμε την τόλμη μας, η οποία διεκδίκησε το όνειρό μας και, όταν εκείνο έφυγε, μας άφησε με μια μεθυστική πληρότητα. Ακόμα κι όταν οι στιγμές αποχωρούν, κρατιόμαστε από εκείνες που νιώσαμε αγάπη στο πέρασμά τους και πλούτισαν το είναι μας με αληθινά στολίδια. Τόσο αληθινά, που το περιττό από τότε μας φαίνεται ξένο. Όταν αγγίζουμε αλήθειες, που τα συναισθήματα διαποτίζουν με θέρμη την ψυχή μας, ο κόσμος παίρνει αυτόματα μια διαφορετική μορφή. Το λίγο μάς φαίνεται ξένο, το φτιασιδωμένο, υπερβολή.
Στη ζωή μας δεν μένουμε στάσιμοι. Ακολουθούμε ποτάμια που μας ξεδιψούν και θρέφουν την ψυχή μας. Όταν ξαποσταίνουμε και γυρίζουμε το βλέμμα πίσω σε εκείνες τις Διονυσιακές χαρές που μας συνόδευαν, αλλά ταξιδεύουν μόνες τους πλέον, κάποιες φορές νιώθουμε τρυγημένοι από χαρά, γιατί χάσαμε τα πρόσωπα που περιμέναμε να ωριμάσει το κρασί για να το γευτούμε μαζί. Και «ο οίνος ευφραίνει την καρδία», όσο η καρδιά μοιράζεται και δίνεται εκεί που αγαπάει. Η συγκομιδή μοιάζει ανώφελη χωρίς τα πρόσωπα που μας συντρόφευαν και γεμίζουμε από άδεια συναισθήματα, που δεν επαρκούν για να χωρέσουμε στο κενό που ζούμε.
Εξιδανικεύουμε τις στιγμές που ζήσαμε στο παρελθόν, τις νοσταλγούμε ακατάπαυστα και η καρδιά μας ποθεί να επιστρέψει σε εκείνες τις εικόνες που λες και έμειναν ακίνητες στο χρόνο, όπου η θύμηση της μοσκοβολιάς τους μας περιτυλίγει σαν αύρα προσκαλώντας μας να επιστρέψουμε, για να γευτούμε αυτήν την πληρότητα αισθήσεων που κατακυριευτήκαμε από αυτές σε ένα άλλο χρόνο αγκυλωμένο στη μνήμη. Ανατρέχουμε συνεχώς στο κουβάρι της μνήμης ξεπλέκοντας τις αλλοτινές μας παραστάσεις, προσπαθώντας να αντλήσουμε χαρά από εικόνες που άφησαν το στάλαγμα τους στην καρδιά μας και το χρώμα τους πότισε την ψυχή μας με ευτυχία. Αναπολώντας τις στιγμές που παρήλθαν, νιώθουμε ξανά την ευτυχία που μας κυρίευε. Ζωγραφίζαμε την πραγματικότητά μας και παρατηρούσαμε την απεικόνιση της εκστασιασμένοι, ενώ μετοικούσαμε σε αυτήν νιώθοντας ένα φτερούγισμα χαράς να πεταρίζει μέσα μας και να αυθαδιάζει παιγνιδιάρικα. Προσμένουμε λοιπόν να επιστρέψουν για να τις ξαναζήσουμε και να μας γεμίσουν με παρόμοια συναισθήματα, ελπίζοντας πως θα εκδιώξουν τα μουντά σύννεφα που σκιάζουν τον ουρανό μας.
Μετά την απώλεια αναζητάμε τον εαυτό μας σε αυτήν την δίνη συναισθημάτων όπου στροβιλιζόμαστε χωρίς σημεία αναφοράς. Καθετί που αγγίζουμε, μας κάνει να χάνουμε την αίσθηση της βαρύτητας και μας αφήνει μετέωρους με επώδυνα συναισθήματα, γιατί κάθε τι που συγκρίνεται μαζί του παραμένει μετέωρο και τίποτα δεν μπορεί να μας αγγίξει και πολύ περισσότερο να μας κρατήσει στο σήμερα που συναντάμε.
Αναπολούμε και μένουμε καθηλωμένοι σε αυτό που συντάραξε το είναι μας, που η εμπειρία μας μαζί του μας οδήγησε σε μονοπάτια με πλούσια βλάστηση, τέτοια που αναζωογόνησε την ψυχή μας και καθρέφτισε την εικόνα μας. Καθετί διαφορετικό, λοιπόν, που μας απομακρύνει από τη ματιά που πλάσαμε για την πραγματικότητα, όπως τη βιώσαμε αλλά και όπως τη φανταστήκαμε, το αποφεύγουμε και θέλουμε να προστατέψουμε τον εαυτό μας από μια αλήθεια ώστε να μην την αντικρίσουμε∙ πως τίποτα δεν θα είναι πλέον το ίδιο.
Οι στιγμές εκείνες που στάλαξαν μέσα μας την ευτυχία, επειδή όμως εμείς τολμήσαμε να απολαύσουμε τη μέθεξη μαζί τους, μας μπόλιασαν με μια πρωτόγνωρη δύναμη απελευθέρωσης με την οποία αγκαλιάζουμε την ζωή μας με μια θέρμη και αποφασιστικότητα που δονεί θετικά τα συναισθήματα μας. Εκείνο που μας φορτίζει συγκινησιακά είναι ο ανυπόστατος φόβος μας, μήπως με την απομάκρυνση χάσουμε όλα όσα ζήσαμε, μήπως οι στιγμές που αποκρυστάλλωσαν μέσα μας το βελούδο της ματιάς μας αφανιστούν από την μνήμη μας.
Μια μελωδία εξάρει τις αισθήσεις μας, ακόμα κι όταν η μουσική αποσυρθεί στα ιδιαίτερά της. Ήχοι μεταξένιοι μας ακολουθούν και κάνουν τα ακούσματά μας τρυφερά και ευαίσθητα σε έννοιες όπως το ‘μαζί’, όπως η ελευθερία, όπως η αγάπη, όπως ‘η αξία του εαυτού μας’, αλλά και ‘η αξία της σχέσης’ ακόμα κι όταν στη σχέση που βιώσαμε πέσει η αυλαία του τέλους. Οι έννοιες γίνονται σύμβολα που μας ακολουθούν και μας βοηθούν να επιμένουμε στην ζωή μας για την ζωή μας. Όλη αυτή η συνοδεία παραστάσεων κάθε φορά που λικνιζόμαστε στο πέλαγος της αβεβαιότητας μας συνεπαίρνει τολμηρά, ώστε να μην χαθούμε στο πέλαγος των ανασφαλειών μας, αλλά να τολμήσουμε για μια ακόμη φορά.
Κάθε εμπειρία ζωής, όπου βουτάμε σε αυτήν και τρυγάμε το μέλι της, μας προσφέρει την υπέρτατη ευτυχία πως κάποτε αφοσιώθηκε όλο μας το είναι σε αυτήν και ταξιδεύοντας θαρραλέα στο όνειρο, γίναμε μέτοχοι μιας ηδονικής μέθεξης που πύκνωσε την ύπαρξη μας με ψυχική ευφορία. Σαν Θεοί καρπωθήκαμε το νέκταρ και την αμβροσία μεθυστικών στιγμών που δόνησαν μέσα μας την μελωδία της ζωής. Συνθέτες της δικής μας μουσικής, πλάστες του σύμπαντος μας, ευφάνταστοι δημιουργοί του κόσμου μας, γνωρίζουμε πως όλη αυτή η αγκάλη δεν εγκαταλείπεται, αλλά κουλουριάζεται μέσα μας και μετατρέπεται σε έγνοια για μας, σε επιθυμία για τη ζωή μας, σε λαχτάρα για μια νέα συνάντηση.
Όταν λοιπόν μπορέσουμε να αντέξουμε το πένθος που μας αφήνει κάθε απώλεια, τότε αποστάζει μέσα μας η πεμπτουσία της υπέρτατης ευχαρίστησης που τολμήσαμε να γίνουμε συνοδοιπόροι στο όνειρό μας, που γνωρίσαμε φύλλα καρδιάς, που συναντηθήκαμε με τις στιγμές, που γευτήκαμε τη χαρά, που βυθιστήκαμε στη μέθεξη της ένωσης. Στο βυθό κρύβονται άλλωστε εκείνοι οι θησαυροί που μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, ακόμα κι όταν πέσει η αυλαία. Ένα μαργαριτάρι, ένας πολύτιμος λίθος είναι το απόσταγμα μιας ζωογόνας εμπειρίας που μας αφήνει πιο πλούσιους στην ψυχή.
Όμως κάποιες φορές παλινδρομούμε, επιστρέφουμε σε προηγούμενες εμπειρίες, όχι για να μπολιαστούμε από αυτές, αλλά για να θρηνήσουμε τόσο αυτό που χάσαμε, όσο και αυτό που φανταζόμαστε πως δεν θα βρούμε ποτέ.
Όταν η ένωση με καθετί που ζούμε, δεν αφήνει χαραμάδες για το είναι μας, τότε η αποκόλληση από αυτό μας παρασέρνει σε μια οδύνη απώλειας του εαυτού μας. Όταν αυτό που καλούμε στη ζωή μας, δεν το καλωσορίζουμε απλά, αλλά του δίνουμε την άδεια να γίνει μια κολλώδης ουσία πάνω μας, τότε το δέρμα μας νοσεί, όταν το αποχωριζόμαστε και η ψυχή μας εξαρτημένη από αυτό, το αποζητάει ανέτοιμη να ζήσει χωρίς αυτό.
Μυθοποιούμε τα πρόσωπα, εξιδανικεύουμε τις στιγμές, γιατί αποβάλλουμε τη συμμετοχή μας σε κάτι που σταλάξαμε τη δική μας ομορφιά, για να δεχτούμε την παρουσία του άλλου στη ζωή μας και να απολαύσουμε την ένωση μαζί του. Δεν εκτιμάμε τη δική μας συμβολή στην επιτυχία του ονείρου, γιατί η εικόνα που έχουμε για την εαυτό μας μειονεκτεί, όταν συγκρίνεται με την αξία που δίνουμε στους άλλους. Βάζουμε στην άκρη τη δική μας τόλμη να ανοίξουμε το όστρακο και τη σκόνη να την μεταλλάξουμε σε μαργαριτάρι. Αλλοιώνουμε τη ματιά μας, γιατί το δικό μας «είναι» το φανταζόμαστε αδύναμο, παραποιούμε τη σημασία του, δεν το εμπιστευόμαστε, αμαυρώνουμε την εικόνα του με μια ενοχή για όλα αυτά που νομίζουμε πως δεν κάναμε. Ένα αδύναμο παιδί μέσα μας φαντάζεται, πως οτιδήποτε όμορφο δημιούργησε, το οφείλει στην ευνοϊκή συγκυρία ή στον άλλον και θυμώνουμε στη σκέψη πως δεν έκανε αρκετά για να το κρατήσει. Δυσκολευόμαστε να εκτιμήσουμε την συμμετοχή μας σε αυτό, γιατί απαξιώνουμε τις δυνατότητες μας, αλλά και γιατί, όσο διαρκούσε η σχέση, φοβόμασταν πως, αν εκτιμούσαμε τις δική μας συμβολή στο όνειρο, θα επερχόταν ο αποχωρισμός, το τέλος του ονείρου και άρα ότι είχαμε καλλιεργήσει θα έφθινε άκαρπο.
Και όσο κρατιόμαστε από αυτό το υφάδι πόνου, ενοχής και θυμού, μυθοποιούμε τη συμβολή των άλλων προσώπων, αδικούμε τον εαυτό μας και δεν δεχόμαστε πως δεν έχουμε τον απόλυτο έλεγχο σε οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή μας. Κάποια γεγονότα, όσο και να τα μπολιάζουμε με αγάπη, όσο και να επενδύουμε σε αυτά, γλιστράνε μέσα από τα χέρια μας και χάνονται σε μια αιωνιότητα χωρίς εμάς, όχι γιατί δεν προσπαθήσαμε αρκετά, αλλά γιατί η κάθε σχέση δεν είναι ένα πυροτέχνημα που εντυπωσιάζει τις αισθήσεις μας, αλλά είναι μια συνεχής καθημερινή προσπάθεια. Εκείνο που την κάνει να αντέχει στο χρόνο και να διαρκεί, είναι η ικανότητα δυο ανθρώπων να αντέχουν μαζί στις δυσκολίες που προκύπτουν, αποκαλύπτοντας το αληθινό τους πρόσωπο.
Ακόμα όμως και αν μια αστροφεγγιά χάθηκε, αν το καθάριο του ουρανού μας αποχαιρέτησε, το απόσταγμα από τις στιγμές ευφραίνει τη ζωή μας. Οι στιγμές που στάλαξαν μέσα μας την πεμπτουσία της ζωής ήταν στιγμές που τολμήσαμε το δικαίωμα στο όνειρο και η αποφασιστικότητά μας μάς ένωσε με τον εαυτό μας και μας προίκισε με περίσσια δύναμη. Ο χορός της επιθυμίας που στροβιλιστήκαμε χάρισε πλαστικότητα στο αίσθημα ελευθερίας μας. Ο πλούτος, τον οποίο παραχωρήσαμε στον εαυτό μας μέσα από το γεμάτο συναίσθημα το οποίο μοιραστήκαμε, μας απαλλάσσει από τη ρακένδυτη εικόνα που χρεώσαμε στον εαυτό μας, κατάλοιπο από ανθρώπους που χρησιμοποίησαν την προσφορά μας.
Τα ίχνη από κάθε δημιουργία αγάπης μας ακολουθούν. Ακόμα κι όταν πέσει η αυλαία, αυτές οι στιγμές σφυρηλατούν την προσωπικότητά μας και δίνουν το στίγμα τους στα γεννήματά μας. Τα γεννήματα μας είναι οι στόχοι μας, τα έργα μας, καθετί όμορφο που σμιλεύτηκε μέσα μας μετά που αποφασίσαμε να τολμήσουμε να διεκδικήσουμε το δικαίωμά μας στο όνειρο. Κάθε κίνηση προς αυτό, έγινε δύναμη και αποφασιστικότητα μέσα μας. Κάθε όραμά μας, που το προσεγγίσαμε και το υλοποιήσαμε, γίνεται πόθος για δημιουργία, που τον βάζουμε σε περίοπτη θέση στον ψυχικό μας χώρο και κοσμεί τη ζωή μας. Αυτά τα δημιουργήματα τα υπογράφουμε εμείς, ενώ στο φόντο θα υπάρχουν πάντα ανεξίτηλα σημάδια από στιγμές αγάπης με τις οποίες μπολιαστήκαμε και συνοδοιπορούμε στην ζωή.
Μα γιατί πρέπει να φεύγουμε όταν είμαστε ευχαριστημένοι από αυτό που ζούμε, ίσως αναρωτηθούμε. Υπάρχουν σχέσεις που διαρκούν μια ζωή και πρέπει να διαρκούν, γιατί γεμίζουν ασφάλεια τους ανθρώπους που ζουν σε αυτές. Υπάρχουν μέρη που δεν θα τα επισκεφτούμε ποτέ, γιατί ο τόπος που ζούμε μάς δίνει τέτοια ικανοποίηση που δεν χρειάζεται να την αναζητήσουμε αλλού. Στη ζωή μας όμως υπήρξαν καταστάσεις που τις επιλέξαμε σε μια στιγμή που αποτέλεσαν φιλόξενους τόπους για εμάς, ώσπου ανακαλύψαμε ότι δεν μπορούν πλέον να μας ακολουθήσουν στις πορείες μας, γιατί οι διαδρομές μας δροσίζονται από τον αέρα του διαφορετικού και δεν μπορούμε πλέον να συμπορευτούμε με μας επιλογές, όπου δεν αισθανόμαστε ελεύθεροι σε αυτές. Κι όταν ανατρέξουμε στην αλήθεια μας, διαπιστώνουμε πως ενώ μας έκαναν να αισθανόμαστε όμορφα με τον πλούτο που μας χάρισαν, δεν νιώθαμε εκείνη τη δύναμη που χαρίζει η στήριξη της αμοιβαιότητας σε δύσκολες καταστάσεις, δεν αισθανόμασταν εκείνο το αίσθημα ελευθερίας που προσφέρει η ολοκληρωτική παράδοση, δεν νιώθαμε προστατευμένοι γιατί, όταν έπρεπε να παρθούν αποφάσεις που θα βοηθούσαν τη σχέση να ακμάσει, παραμείναμε μόνοι μας να στολίζουμε κάτι το οποίο είχε αρχίσει να φανερώνει ένα πρόσωπο, όπου δεν μπορούσαμε να το θαυμάσουμε για να συμπορευτούμε μαζί του.
Όταν λοιπόν η παράσταση ολοκληρωθεί, τότε τα πρόσωπα όπου συμμετείχαμε σε ένα έργο ζωής αποσυρόμαστε από αυτό που διαδραματίστηκε, αλλά όχι από την ζωή μας. Εκείνη μας περιμένει καρτερικά να την αναλάβουμε, τοποθετώντας όλα αυτά που μοιραστήκαμε σε μια αποσκευή που θα μας ακολουθεί σε ένα καινούργιο ταξίδι. Σε άγνωστα μέρη, όπου χάρη στη γνώση, που αποκομίσαμε σε αυτούς του τόπους, αλλά και στο πως αξιοποιούμε το απόσταγμα της πλάθοντας το σε εμπειρία ζωής, μπορούμε να επενδύσουμε αναζητώντας κάπου αλλού την πληρότητα που χαρίζει τόσο η περιπέτεια του ταξιδιού, όσο και η ασφάλεια της μόνιμης εγκατάστασης.
Αγγελική Μπολουδάκη
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι