Ο νους μας είναι ένα σκεύος θεϊκό και δέχεται όσο μπορεί μέσα του την απλησίαστη λάμψη του θείου κάλλους. Κι είναι βέβαια αυτό το σκεύος θαυμάσιο γιατί διευρύνεται ανάλογα με το πλήθος του θείου Πνεύματος που εισρέει μέσα του, και όσο περισσότερο εισρέει, τόσο και αυτό μεγαλώνει, ενώ στη μικρότερη εισροή μικραίνει κι αυτό.
51. Την ηδονή της αγαθής μερίδας σχετικά με την αληθινή θεωρία απολαμβάνει ο θεωρητικός, ασκούμενος στη σιωπή και θεωρώντας τον Ιησού. Αυτή την ηδονή ο πρακτικός δεν την έχει δοκιμάσει και αγνοώντας την φροντίζει κι ανησυχεί για πολλά, ψάλλοντας, διαβάζοντας και κατακουράζοντας το σώμα του· καμιά φορά και κατηγορεί ως αδρανείς και αμελείς στο καθήκον τους εκείνους που άπλωσαν το νοερό μέρος της ψυχής στα νοητά πράγματα που δε φαίνονται στην αίσθηση, ενώ σ' αυτά και το να ασχολείται κανείς είναι ανέκφραστη ηδονή και το να ηρεμεί είναι χαρά ανεκλάλητη.
Αφού λοιπόν δεν αρνείται να αποδίδει στο Θεό πρόσωπο και κάλλος, τέτοιο βέβαια που αρμόζει στο Θεό, χωρίς σχήμα και αναφορά σε υποκείμενο, άρα εύλογα μπορεί να λέγεται και μορφή ανάλογη με το πρόσωπο και το κάλλος. Αυτή φανταζόταν κι ο Παύλος κι έλεγε: «Έτσι τρέχω, ξέροντας γιατί το κάνω· έτσι πυγμαχώ, χωρίς να χτυπώ τον αέρα»(Α΄ Κορ. 9, 26). Γιατί μ' όλο που δε βλέπομε καθ' Αυτόν το Θεό και μ' όλο που δε μετέχεται, όμως με άλλο τρόπο βλέπομε και κατανοούμε τον αχώρητο Θεό. Γι' αυτό και ο Δαβίδ συμβουλεύει να ζητούμε πάντοτε το πρόσωπο του Κυρίου(Ψαλμ. 104, 4) γιατί όταν επιτύχομε να φανταστούμε τη θεότητά Του, θα βρούμε μεγάλη και ανείπωτη χάρη και θεία απόλαυση και ηδονή. Έτσι λέει ο Δαβίδ για τον εαυτό του στο Θεό: «Θα χορτάσω όταν μου φανερωθεί η λαμπρότητά Σου»(Ψαλμ. 16, 15).
Γιατί πολλή και άπειρη λάμψη από την αίγλη του θείου προσώπου φωτίζει εκείνους που θεωρούν το Θεό αληθινά και πνευματικά. Και η απόλαυση και η ευχαρίστησή της για όσους την ένιωσαν είναι ανεξάντλητη και από την υπερβολή της αφόρητη, να πω έτσι· ενώ δεν περιγράφεται και δε γίνεται κατανοητή σ' εκείνους που δεν την είδαν και δεν τη γεύθηκαν. Γιατί αν δεν μπορεί να παραστήσει κανείς τη γλυκύτητα του μελιού σ' εκείνους που δεν το έχουν γευθεί, με ποιό τρόπο να διδάξει όσα υπερβαίνουν το νου εκείνους που δεν τα είδαν ούτε δέχθηκαν τη θεία απόλαυση και την ηδονή που προέρχεται από αυτά; Αλλά γι' αυτά, αρκετά. Ο ιερότατος Παύλος, έχοντας την ενυπόστατη πίστη στο Θεό και την έξοχη και υπέρκαλη, αλλά ανυπόστατη μορφή του Θεού, έλεγε ότι βάδιζε με την πίστη(Β΄ Κορ. 5, 7), φυσικά την ενυπόστατη, αλλά όχι με συγκεκριμένη μορφή, η οποία θεωρείται σε κάποιο υποκείμενο, που δεν προξενεί την αγέννητη θέωση.
Ο άγιος Μάξιμος λέει ως εξής: «Αγέννητη θέωση ονομάζω την ενυπόστατη έλλαμψη της Θεότητας κατά τη μορφή Της· αυτή δεν έχει γέννηση αλλά ακατανόητη φανέρωση στους άξιους». Επιπλέον, το κάλλος φαίνεται διά μέσου της μορφής. Γι' αυτό το θείο κάλλος λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Από το θείο κάλλος τί πιο αγαπητό υπάρχει;» Και πάλι λέει: «Το κάλλος της θείας και μακαρίας φύσεως είναι κάλλος αληθινό και πάρα πολύ αγαπητό και μόνο από τον καθαρμένο νου θεωρείται». Γι' αυτό και ο Παύλος μαρτυρεί για τον εαυτό του ότι, αν και είναι άπειρος στο λόγο, δεν είναι όμως στη γνώση(Β΄ Κορ. 11, 6).
Γιατί ήταν μέγας στη γνώση, που τον έκανε κατά ένα μέρος να γνωρίζει τον υπέρ έννοια Θεό με νοητή θεοπρεπή μορφή. Αυτή τη μερική γνώση έχοντας και ο θεόπτης Μωυσής και θεωρώντας τη θεία μορφή που δεν υπάρχει σε συγκεκριμένο υποκείμενο και το θείο κάλλος, είπε: «Αν έχω βρει χάρη ενώπιόν Σου, φανερώσου μου με αντιληπτό τρόπο, για να σε δω»(Εξ. 33, 13). Επειδή δηλαδή στο παρελθόν είχε δεχτεί τη θεία φανέρωση και τη λαμπρότητα του θείου κάλλους, αλλά όχι σε συγκεκριμένο υποκείμενο, παρακαλεί και για τούτο, γιατί ήταν τελειότερο· ο Θεός όμως δε συγκατατέθηκε, αφού είναι αδύνατο να Τον δει όποια νοερή ψυχή, ακόμη και αγγελική, κι αφού υπερβαίνει τα όρια κάθε γνώσεως.
Ο Μωυσής ήταν βέβαια θεόπτης και έβλεπε το Θεό μέσα σε γνόφο, όχι όμως ως Υπόσταση, αλλά με μορφή και κάλλος νοητό, χωρίς υποκείμενο. Έτσι είναι στη φύση Του να βλέπομε το Θεό, όπως θα έλεγε κι ο Μωυσής κι ο Ηλίας και γενικά ο θεοπτικότατος όμιλος των Προφητών. Και αν βαδίζομε με την ενυπόστατη πίστη, η οποία παίρνει υπόσταση απ' όσα θεωρούμε περί Θεού και επιβεβαιώνεται από την εξαστράπτουσα δόξα του κάλλους του προσώπου Του και μαρτυρείται από τη μορφή του υπέρλαμπρου φωτός Του, και όχι με την πίστη που στηρίζεται σε απλά λόγια που ακούσαμε, βαδίζομε πράγματι με την ενυπόστατη πίστη, όχι όμως με κάποια συγκεκριμένη μορφή που θεωρείται σε υποκείμενο.
Στον μέλλοντα αιώνα δεν υπάρχει ανάγκη πίστεως, γι' αυτό υπάρχει εδώ η ενυπόστατη πίστη. Τότε θα φανεί καθαρότερα η μεγαλοπρεπέστατη μορφή της θείας δόξας, γι' αυτό τώρα φαίνεται πιο σκιώδης, όπως λέει και ο Θεολόγος Γρηγόριος, συλλέγοντας από εδώ κι εκεί φαντασίες σε κάτι που είναι εικόνα της αλήθειας, δηλαδή φανερώνει μια σκιασμένη μορφή της. Τότε είναι η όραση πρόσωπο με πρόσωπο και θα επέλθει η κατάργηση του επιμέρους χάρη στη φανέρωση του τελείου(Α΄ Κορ. 13, 12 και 10) ενώ τώρα, όπως λέει ο άγιος Αυγουστίνος, η μερική γνώση του Θεού είναι που συναρπάζει κάθε λογική ψυχή με τον έρωτα της δόξας Του. Με αυτό αποκτά η ψυχή την ενότητά της και βλέπει ενιαία το απόκρυφο μονοειδές Ένα του Θεού.
Σε αυτή τη μορφή και το κάλλος και το πρόσωπο τούτο χαροποιείται και ομορφαίνει και φωτίζεται κάθε νους με χαρά και ωραιότητα και λάμψη πνευματική και υπερκόσμια. Με αυτά κάνει απλή και υψώνει και παραδίδει στην έκπληξη τη θεωρητική του δύναμη. Με αυτά καταφωτίζεται η ψυχή μυστικά και γεμίζει από θεία ηδονή και αγαλλίαση. Και με λίγα λόγια· με αυτά δοξάζονται και θεώνονται εκείνοι που ποθούν να βλέπουν και ν' ακούν τη Θεαρχία και γίνονται φίλοι και ακόλουθοι του Θεού και θεόπτες ενώ ακόμη είναι δεμένοι με αυτό το σαρκίο. Και μέσω αυτών διαβλέπουν και αντικρίζουν σαν σε καθρέφτη με τη νοερή αίσθησή τους την απόλαυση των μελλόντων αγαθών και εν μέρει την κατάσταση της μέλλουσας ζωής, την οποία ούτε μάτι είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε καρδιά ανθρώπου τη χώρεσε ποτέ(Α΄ Κορ. 2, 9).