44. Από οποιαδήποτε θεωρία, και αυτήν ακόμα των Χερουβείμ, ο Θεός είναι άπειρες φορές απείρως ανώτερος εκ φύσεως. Ο έρωτας όμως που έχει από άπειρη αγαθότητα, οπωσδήποτε θεωρείται. Από αυτόν προήλθαν —ερωτικώς προφανώς— τα κτιστά και ορώμενα, τα οποία πάντως δημιουργήθηκαν για τα νοούμενα. Γι' αυτό κατά πρώτο λόγο ο θείος έρωτας φανερώνεται να περιβάλλει τα νοητά, Αγγέλους δηλαδή και ψυχές, ως πλησιέστερα στο Θεό και οικειότερα.
Και τότε, κατά τρόπο θαυμαστό, σχηματίζεται ένας ιερός και εξαιρετικά γλυκύς κύκλος της αγάπης από αυτόν τον θεϊκό έρωτα, που προέρχεται από τη γνώση και φανέρωση των κτισμάτων, και ο οποίος κύκλος δείχνει περίλαμπρα το Θεό ως εραστή μας ν' ανεβάζει κι εμάς με τη σειρά μας σε έρωτες Θεού, κατά τους οποίους ερωτευόμαστε κι εμείς το Θεό, έτσι που από το Θεό να αρχίζει και στο Θεό να καταλήγει.
Οπότε βέβαια φθάνομε και σε ομοίωση της θείας εικόνας με το γλυκύ συναίσθημα και την απόλαυση του θείου έρωτα, και γινόμαστε αγαθοί με σοφία, δηλαδή πρακτικοί με θεωρία, του Θεού ερωμένοι και του Θεού εραστές, πάσχοντας τα μυστήρια της θείας και ζωοποιού ενώσεως και εκστάσεως και με μία λέξη τα μακάρια πάθη της γνώσεως του πάμφωτου φωτός, με τη χάρη του Χριστού, του Κυρίου μας.
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 163-168).