( «της οποίας οι μέτοχοι είναι συναγμένοι· γιατί εκεί ανέβηκαν οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, μαρτυρία για τον Ισραήλ»(Ψαλμ. 121, 3-4)
53. Ιερουσαλήμ ερμηνεύεται «τόπος ειρήνης» και είναι τύπος του τόπου του Θεού, δηλαδή της ψυχής που έχει την εν Χριστώ ειρήνη. Δεν μπορεί όμως η οποιαδήποτε ψυχή να έχει την εν Χριστώ ειρήνη και να φέρει το όνομα της ειρήνης, παρά μόνο εκείνη που οικοδομείται ως πόλη που έχει τον ακρογωνιαίο λίθο που τοποθέτησε ο Θεός, όπως υποσχέθηκε, στη Σιών, λίθο πολύτιμο(Ησ. 28, 16). Σιών είναι ο υψηλότερος λόφος, το παρατηρητήριο της Ιερουσαλήμ, το οποίο είναι τύπος του θεωρητικού νου της ειρηνικής ψυχής.
Γιατί αλλού και να ζητήσεις δε θα βρεις νου ουρανοπόρο που να βλέπει ψηλά την αλήθεια, παρά μόνο σε καρδιά που έχει δεχτεί την ειρήνη του Χριστού και μεταποιήθηκε ολόκληρη σε μια κατάσταση ζωής που πλημμυρίζει από ειρήνη. Η ψυχή λοιπόν που έχει θεία ειρήνη και κατέχει τον πολύτιμο ακρογωνιαίο λίθο και τα λόγια των ιερών Γραφών σαν πολύτιμους κατεργασμένους λίθους για να λιθοβολεί όσα θηρία θέλουν να ανεβούν στο όρος του Θεού, και την άσφαλτο, δηλαδή την ταπείνωση την οποία ενεργεί το Άγιο Πνεύμα, που καίει με τη θεία φωτιά τη λιθώδη πώρωση της καρδιάς και τη λειαίνει κάνοντάς την πνεύμα συντετριμμένο και ταπεινωμένο· που έχει ακόμη τα νερά των βροχών που δίνει ο Σωτήρας από τους ποταμούς της καρδιάς, και σαν οικοδομική ξυλεία που δε σαπίζει, τους λογισμούς της αληθινής πράξεως, και τα καρφιά και το τρυπάνι του φόβου και της βίας στην εργασία των θείων εντολών· που έχει ως αρχιτέκτονα τον θείο Λόγο και τους τεχνίτες Του, όσους δηλαδή με την επίβλεψή Του ρυθμίζουν τις ψυχικές δυνάμεις, και έχει όλα τα οικοδομικά εργαλεία, τη νηστεία, την αγρυπνία, την ψαλμωδία, την ανάγνωση και γενικά τα άλλα όλα που συντελούν ως όργανα στην αρετή, και το κόκκινο νήμα της στάθμης, τους ιερούς νόμους του Θεού στις Γραφές, και ακόμη, φως και ήλιο νοητό και υπέρλαμπρο όσα αντανακλούν στη ζωή της ψυχής· και γενικά, η ψυχή που έχει με τρόπο θείο και πνευματικό όλα όσα χρειάζονται αισθητά για την ανοικοδόμηση μιας πόλεως, αυτή είναι Ιερουσαλήμ νοητή και αυτή οικοδομείται ως πόλη για να κατοικήσει ο Θεός των πάντων, η ζωοποιός και άναρχη Τριάδα.
«Εγώ, λέει, και ο Πατέρας θα έρθομε —πνευματικά βέβαια— και θα κάνομε σ' αυτόν την κατοικία μας»(Ιω. 14, 23)· σαν να έλεγε «θα τον κάνομε πόλη, και μάλιστα πόλη θαυμαστή, που θα εκτείνεται στο άπειρο». Γι' αυτό λέει ο στίχος «η Ιερουσαλήμ που οικοδομείται», όχι «που οικοδομήθηκε». Όπως δηλαδή Εκείνος που κατοικεί σ' αυτήν είναι αχώρητος, έτσι και η πόλη είναι φυσικό να εκτείνεται στο άπειρο. Και μάλιστα λέει «που οικοδομείται» όχι «πόλη», αλλά «ως πόλη». Αν δηλαδή γινόταν να κτιστεί με τη συνεργασία πολλών και ποικίλων και να ολοκληρωθεί σε ένα έργο που απλώνεται σε ύψος και μάκρος και πλάτος για κατοικία του άναρχου Βασιλιά, πολύ εύλογα θα λεγόταν πόλη· επειδή όμως η οικοδόμηση αυτή δεν είναι δυνατό να τελειώσει ποτέ, αφού την κατοικεί ο Άπειρος, γι' αυτό ονομάστηκε δικαιολογημένα στην αγία Γραφή, όχι «πόλη που οικοδομήθηκε», άλλα «που οικοδομείται ως πόλη».
Φανερό σημείο ότι η ψυχή είναι Ιερουσαλήμ και ότι οικοδομείται ως πόλη, είναι ότι οι μέτοχοί της, δηλαδή οι δυνάμεις της, έχουν ενοποιηθεί και δε χωρίζονται, ούτε περιπλανιούνται, ούτε ονειροπολούν, αλλά ζούνε ατάραχα με ειρήνη Χριστού συγκεντρωμένες όλες μαζί και ενωμένες. Κατόπιν ο Ψαλμωδός, σαν να ολοκληρώνει, προσθέτει το άλλο γνώρισμα της οικοδομήσεως των ενωμένων μετόχων της πόλεως και λέει: «Εκεί ανέβηκαν οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, μαρτυρία για τον Ισραήλ»(Ψαλμ. 121, 3-4)). Αυτούς που παραπάνω ο λόγος είπε μετόχους της ψυχής, εδώ τους ονομάζει φυλές. Γιατί οι δυνάμεις της ψυχής δεν είναι ξένες προς αυτήν και αυτές που είναι απλώς φυλές της ψυχής, γίνονται φυλές του Κυρίου καθώς πραγματοποίησαν αναβάσεις θείες και υπερκόσμιες μέσα στην ειρηνική ψυχή, που είναι μαρτυρία και επιβεβαίωση για τον Ισραήλ, το νου δηλαδή που βλέπει το Θεό, και συνεργάζονται όλες σ' ένα έργο Θεού, τη γνώση του Θεού. Κι όλες αυτές οι νοητές φυλές, συντείνοντας σε κοινό σημείο, οικοδομούν την πόλη του Θεού Παντοκράτορα, την ειρηνική και αγία. Γιατί εκεί πράγματι ανέβηκαν οι ψυχικές δυνάμεις, κάνοντας θεοφόρο και θεόληπτο το νου που βλέπει το Θεό.
Όταν η ψυχή είναι διασκορπισμένη και βρίσκεται σε διάσπαση και μερισμό, και οι φυλές ή δυνάμεις της δεν είναι ενοποιημένες, είναι αδύνατο να πραγματοποιούν αναβάσεις και να οικοδομούν την ψυχή, γιατί δεν υπάρχει εκεί τόπος ειρήνης, ούτε Ιερουσαλήμ που οικοδομείται, για να δει κανείς πού είναι το νοερό. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν αυτές συναχθούν στο ίδιο σημείο, είναι αδύνατο να μην πραγματοποιούν εκεί νοερές και μεγαλότολμες αναβάσεις προς τον Κύριο, προστατεύοντας και σώζοντας το νου που θεωρεί το Θεό. Όπου λοιπόν η ψυχή, σε ειρηνική και ήσυχη κατάσταση, οικοδομείται πνευματικά ως πόλη, όταν δηλαδή οι μέτοχοί της —οι δυνάμεις της— έχουν ενωθεί για τον ίδιο σκοπό, εκεί πραγματοποιούν αναβάσεις Κυρίου οι νοερές δυνάμεις και αποκτούν ενότητα και μονομορφία και συμμαχούν συνειδητά με το νου που θεωρεί το Θεό. Τότε κι εσύ σιγοψάλλε το: «Η Ιερουσαλήμ που οικοδομείται ως πόλη, της οποίας οι μέτοχοι είναι συναγμένοι· γιατί εκεί ανέβηκαν οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, μαρτυρία για τον Ισραήλ»(Ψαλμ. 121, 3-4), με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Γιατί αλλού και να ζητήσεις δε θα βρεις νου ουρανοπόρο που να βλέπει ψηλά την αλήθεια, παρά μόνο σε καρδιά που έχει δεχτεί την ειρήνη του Χριστού και μεταποιήθηκε ολόκληρη σε μια κατάσταση ζωής που πλημμυρίζει από ειρήνη. Η ψυχή λοιπόν που έχει θεία ειρήνη και κατέχει τον πολύτιμο ακρογωνιαίο λίθο και τα λόγια των ιερών Γραφών σαν πολύτιμους κατεργασμένους λίθους για να λιθοβολεί όσα θηρία θέλουν να ανεβούν στο όρος του Θεού, και την άσφαλτο, δηλαδή την ταπείνωση την οποία ενεργεί το Άγιο Πνεύμα, που καίει με τη θεία φωτιά τη λιθώδη πώρωση της καρδιάς και τη λειαίνει κάνοντάς την πνεύμα συντετριμμένο και ταπεινωμένο· που έχει ακόμη τα νερά των βροχών που δίνει ο Σωτήρας από τους ποταμούς της καρδιάς, και σαν οικοδομική ξυλεία που δε σαπίζει, τους λογισμούς της αληθινής πράξεως, και τα καρφιά και το τρυπάνι του φόβου και της βίας στην εργασία των θείων εντολών· που έχει ως αρχιτέκτονα τον θείο Λόγο και τους τεχνίτες Του, όσους δηλαδή με την επίβλεψή Του ρυθμίζουν τις ψυχικές δυνάμεις, και έχει όλα τα οικοδομικά εργαλεία, τη νηστεία, την αγρυπνία, την ψαλμωδία, την ανάγνωση και γενικά τα άλλα όλα που συντελούν ως όργανα στην αρετή, και το κόκκινο νήμα της στάθμης, τους ιερούς νόμους του Θεού στις Γραφές, και ακόμη, φως και ήλιο νοητό και υπέρλαμπρο όσα αντανακλούν στη ζωή της ψυχής· και γενικά, η ψυχή που έχει με τρόπο θείο και πνευματικό όλα όσα χρειάζονται αισθητά για την ανοικοδόμηση μιας πόλεως, αυτή είναι Ιερουσαλήμ νοητή και αυτή οικοδομείται ως πόλη για να κατοικήσει ο Θεός των πάντων, η ζωοποιός και άναρχη Τριάδα.
«Εγώ, λέει, και ο Πατέρας θα έρθομε —πνευματικά βέβαια— και θα κάνομε σ' αυτόν την κατοικία μας»(Ιω. 14, 23)· σαν να έλεγε «θα τον κάνομε πόλη, και μάλιστα πόλη θαυμαστή, που θα εκτείνεται στο άπειρο». Γι' αυτό λέει ο στίχος «η Ιερουσαλήμ που οικοδομείται», όχι «που οικοδομήθηκε». Όπως δηλαδή Εκείνος που κατοικεί σ' αυτήν είναι αχώρητος, έτσι και η πόλη είναι φυσικό να εκτείνεται στο άπειρο. Και μάλιστα λέει «που οικοδομείται» όχι «πόλη», αλλά «ως πόλη». Αν δηλαδή γινόταν να κτιστεί με τη συνεργασία πολλών και ποικίλων και να ολοκληρωθεί σε ένα έργο που απλώνεται σε ύψος και μάκρος και πλάτος για κατοικία του άναρχου Βασιλιά, πολύ εύλογα θα λεγόταν πόλη· επειδή όμως η οικοδόμηση αυτή δεν είναι δυνατό να τελειώσει ποτέ, αφού την κατοικεί ο Άπειρος, γι' αυτό ονομάστηκε δικαιολογημένα στην αγία Γραφή, όχι «πόλη που οικοδομήθηκε», άλλα «που οικοδομείται ως πόλη».
Φανερό σημείο ότι η ψυχή είναι Ιερουσαλήμ και ότι οικοδομείται ως πόλη, είναι ότι οι μέτοχοί της, δηλαδή οι δυνάμεις της, έχουν ενοποιηθεί και δε χωρίζονται, ούτε περιπλανιούνται, ούτε ονειροπολούν, αλλά ζούνε ατάραχα με ειρήνη Χριστού συγκεντρωμένες όλες μαζί και ενωμένες. Κατόπιν ο Ψαλμωδός, σαν να ολοκληρώνει, προσθέτει το άλλο γνώρισμα της οικοδομήσεως των ενωμένων μετόχων της πόλεως και λέει: «Εκεί ανέβηκαν οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, μαρτυρία για τον Ισραήλ»(Ψαλμ. 121, 3-4)). Αυτούς που παραπάνω ο λόγος είπε μετόχους της ψυχής, εδώ τους ονομάζει φυλές. Γιατί οι δυνάμεις της ψυχής δεν είναι ξένες προς αυτήν και αυτές που είναι απλώς φυλές της ψυχής, γίνονται φυλές του Κυρίου καθώς πραγματοποίησαν αναβάσεις θείες και υπερκόσμιες μέσα στην ειρηνική ψυχή, που είναι μαρτυρία και επιβεβαίωση για τον Ισραήλ, το νου δηλαδή που βλέπει το Θεό, και συνεργάζονται όλες σ' ένα έργο Θεού, τη γνώση του Θεού. Κι όλες αυτές οι νοητές φυλές, συντείνοντας σε κοινό σημείο, οικοδομούν την πόλη του Θεού Παντοκράτορα, την ειρηνική και αγία. Γιατί εκεί πράγματι ανέβηκαν οι ψυχικές δυνάμεις, κάνοντας θεοφόρο και θεόληπτο το νου που βλέπει το Θεό.
Όταν η ψυχή είναι διασκορπισμένη και βρίσκεται σε διάσπαση και μερισμό, και οι φυλές ή δυνάμεις της δεν είναι ενοποιημένες, είναι αδύνατο να πραγματοποιούν αναβάσεις και να οικοδομούν την ψυχή, γιατί δεν υπάρχει εκεί τόπος ειρήνης, ούτε Ιερουσαλήμ που οικοδομείται, για να δει κανείς πού είναι το νοερό. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν αυτές συναχθούν στο ίδιο σημείο, είναι αδύνατο να μην πραγματοποιούν εκεί νοερές και μεγαλότολμες αναβάσεις προς τον Κύριο, προστατεύοντας και σώζοντας το νου που θεωρεί το Θεό. Όπου λοιπόν η ψυχή, σε ειρηνική και ήσυχη κατάσταση, οικοδομείται πνευματικά ως πόλη, όταν δηλαδή οι μέτοχοί της —οι δυνάμεις της— έχουν ενωθεί για τον ίδιο σκοπό, εκεί πραγματοποιούν αναβάσεις Κυρίου οι νοερές δυνάμεις και αποκτούν ενότητα και μονομορφία και συμμαχούν συνειδητά με το νου που θεωρεί το Θεό. Τότε κι εσύ σιγοψάλλε το: «Η Ιερουσαλήμ που οικοδομείται ως πόλη, της οποίας οι μέτοχοι είναι συναγμένοι· γιατί εκεί ανέβηκαν οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, μαρτυρία για τον Ισραήλ»(Ψαλμ. 121, 3-4), με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
54. Για το ίδιο θέμα
54. Ίσως να μην είναι πολύ άσχετα από τα παραπάνω να προσθέσω και τα εξής. Αν θέλεις να μάθεις ότι άρχισε να επισκιάζει την ψυχή σου το θείο φως της ειρήνης· αν θέλεις να δεις την ψυχή σου Ιερουσαλήμ, να οικοδομείται ως πόλη· αν οι μέτοχοί της είναι όλοι μαζί —πρόσεχε—· αν δηλαδή όλοι οι λογισμοί και οι δυνάμεις της συνάχθηκαν με αγάπη προς τον εαυτό τους και μεταξύ τους με τρόπο ενιαίο και μονοειδή για να οικοδομούν πόλη όχι χωριστά, αλλά όλες μαζί· αν ανεβαίνουν εκεί στην Ιερουσαλήμ που οικοδομείται ως πόλη οι φυλές του Κυρίου, δηλαδή οι γενικότερες δυνάμεις της ψυχής που είναι θείες, και ανεβαίνουν μαζί πνευματικά· αν βλέπεις αυτά στον εαυτό σου, μη σταματήσεις να οικοδομείς.
Θυμήσου τον πύργο της Βαβέλ και την οικοδόμησή του και τη σύγχυση των γλωσσών, και μάθε ότι κάθε οικοδομή δε θεωρείται καλή και για τους έξω. Όσοι έχουν μάτια, βλέπουν γενικά δύο ειδών οικοδομήσεις και αναβάσεις. Η μία στοχεύει το αγαθό και γίνεται για να κατοικήσει ο Θεός, και το σημάδι της είναι ότι οι «μέτοχοί» της είναι συναγμένοι στο ίδιο σημείο και ανεβαίνουν εκεί οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, αναγγέλλοντας στην ψυχή πράγματα μεγάλα και θαυμαστά και γεμάτα από ειρήνη, αγάπη και αγιασμό και την οικοδομούν.
Η άλλη γίνεται για το κακό και για τον όλεθρο της ψυχής· ασφαλές γνώρισμά της είναι η διαίρεση και η φοβερή σύγχυση των νοητών γλωσσών και καταλήγει να κατοικήσουν σ' αυτή τα πάθη, όπως στον πύργο της Βαβέλ οι σαύρες. Μάθε λοιπόν τη διαφορά των δύο οικοδομών, και δε θα σφάλεις αν θελήσεις να διαλέξεις το καλύτερο.
Αν συχνά, κάθε τόσο, δεν επικρατεί στα βάθη της καρδιάς σου ειρήνη και ενότητα λογισμών και φως νοερό· αν δεν ανεβαίνει στην καρδιά σου ηδονή άρρητη από τη θεωρία του Θεού· αν από τον εσωτερικότατο χώρο της καρδιάς σου δεν αναβλύζει αδιάκοπα αναζωπύρηση και ενυπόστατη πνευματική ενέργεια, ώστε πολλές φορές να νομίζεις ότι τυλίγει και τα πιο πάνω από την καρδιά μέλη σου, μαζί με ευφροσύνη και νοερή φαιδρότητα και δράση βαθιά και μυστική· αν η ψυχή σου δε γεύεται ανείπωτα πνευματικά μυστήρια· αν δε λειτουργεί μέσα σου ενιαία και ταυτόχρονα ανέκφραστη χαρά και ακατανόητη έκπληξη· αν δε δεχτείς μέσα σου τον αγιασμό του Χριστού ν' ανατέλλει, μάθε ότι η ψυχή σου δεν είναι Ιερουσαλήμ, ούτε οικοδομείται ως πόλη, ούτε οι μέτοχοί της, δηλαδή οι λογισμοί της είναι ενοποιημένοι, αλλά ούτε κι οι φυλές, δηλαδή οι γενικές δυνάμεις της, έγιναν φυλές του Ιησού, ούτε ανεβαίνουν εκεί προβάλλοντας στην ψυχή πράγματα εξαίσια και μυσταγωγώντας και παρουσιάζοντας στο νου αυτά που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και δε φανερώθηκαν σε καρδιά ανθρώπου(Α΄ Κορ. 2, 9) αμέτοχου από θείο Πνεύμα.
Και πρόσεξε μήπως οικοδομείς μεν, αλλά το νοητό πύργο της Βαβέλ, που το τέλος του είναι καταστροφή και σύγχυση και διαίρεση των νοητών γλωσσών και πλήρης απώλεια, όπως προείπα. Ήθελα ακόμη να πω ποιά είναι η αιτία, για την οποία κάποιοι έχουν ψυχή Ιερουσαλήμ, που οικοδομείται ως πόλη και ποιά η αιτία της οικοδομής και της καταστροφής του πύργου της Βαβέλ και γιατί οι μέτοχοι εκείνης είναι μαζί, ενώ στον πύργο της Βαβέλ υπάρχει διαίρεση γλωσσών κάθε λογής. Αλλά τα παρέρχομαι επιδιώκοντας να είμαι λιγόλογος για να με ακούν πρόθυμα οι ακροατές.
Θυμήσου τον πύργο της Βαβέλ και την οικοδόμησή του και τη σύγχυση των γλωσσών, και μάθε ότι κάθε οικοδομή δε θεωρείται καλή και για τους έξω. Όσοι έχουν μάτια, βλέπουν γενικά δύο ειδών οικοδομήσεις και αναβάσεις. Η μία στοχεύει το αγαθό και γίνεται για να κατοικήσει ο Θεός, και το σημάδι της είναι ότι οι «μέτοχοί» της είναι συναγμένοι στο ίδιο σημείο και ανεβαίνουν εκεί οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, αναγγέλλοντας στην ψυχή πράγματα μεγάλα και θαυμαστά και γεμάτα από ειρήνη, αγάπη και αγιασμό και την οικοδομούν.
Η άλλη γίνεται για το κακό και για τον όλεθρο της ψυχής· ασφαλές γνώρισμά της είναι η διαίρεση και η φοβερή σύγχυση των νοητών γλωσσών και καταλήγει να κατοικήσουν σ' αυτή τα πάθη, όπως στον πύργο της Βαβέλ οι σαύρες. Μάθε λοιπόν τη διαφορά των δύο οικοδομών, και δε θα σφάλεις αν θελήσεις να διαλέξεις το καλύτερο.
Αν συχνά, κάθε τόσο, δεν επικρατεί στα βάθη της καρδιάς σου ειρήνη και ενότητα λογισμών και φως νοερό· αν δεν ανεβαίνει στην καρδιά σου ηδονή άρρητη από τη θεωρία του Θεού· αν από τον εσωτερικότατο χώρο της καρδιάς σου δεν αναβλύζει αδιάκοπα αναζωπύρηση και ενυπόστατη πνευματική ενέργεια, ώστε πολλές φορές να νομίζεις ότι τυλίγει και τα πιο πάνω από την καρδιά μέλη σου, μαζί με ευφροσύνη και νοερή φαιδρότητα και δράση βαθιά και μυστική· αν η ψυχή σου δε γεύεται ανείπωτα πνευματικά μυστήρια· αν δε λειτουργεί μέσα σου ενιαία και ταυτόχρονα ανέκφραστη χαρά και ακατανόητη έκπληξη· αν δε δεχτείς μέσα σου τον αγιασμό του Χριστού ν' ανατέλλει, μάθε ότι η ψυχή σου δεν είναι Ιερουσαλήμ, ούτε οικοδομείται ως πόλη, ούτε οι μέτοχοί της, δηλαδή οι λογισμοί της είναι ενοποιημένοι, αλλά ούτε κι οι φυλές, δηλαδή οι γενικές δυνάμεις της, έγιναν φυλές του Ιησού, ούτε ανεβαίνουν εκεί προβάλλοντας στην ψυχή πράγματα εξαίσια και μυσταγωγώντας και παρουσιάζοντας στο νου αυτά που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και δε φανερώθηκαν σε καρδιά ανθρώπου(Α΄ Κορ. 2, 9) αμέτοχου από θείο Πνεύμα.
Και πρόσεξε μήπως οικοδομείς μεν, αλλά το νοητό πύργο της Βαβέλ, που το τέλος του είναι καταστροφή και σύγχυση και διαίρεση των νοητών γλωσσών και πλήρης απώλεια, όπως προείπα. Ήθελα ακόμη να πω ποιά είναι η αιτία, για την οποία κάποιοι έχουν ψυχή Ιερουσαλήμ, που οικοδομείται ως πόλη και ποιά η αιτία της οικοδομής και της καταστροφής του πύργου της Βαβέλ και γιατί οι μέτοχοι εκείνης είναι μαζί, ενώ στον πύργο της Βαβέλ υπάρχει διαίρεση γλωσσών κάθε λογής. Αλλά τα παρέρχομαι επιδιώκοντας να είμαι λιγόλογος για να με ακούν πρόθυμα οι ακροατές.
55. Στο χωρίο· «Εκείνοι ήταν οι ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου» (1ο μέρος)
55. «Ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου»(Ιώβ 1, 3) μπορούν να είναι εκείνοι που εξευγενίστηκαν από τις ανατολές αλλά και από τους φωτισμούς και τις ελλάμψεις του νοητού Ηλίου της δικαιοσύνης και τελειώθηκαν με τη θεωρία και την προσήλωση της διάνοιάς τους στο Θεό· οι οποίοι γεννήθηκαν από το Θεό κι όχι από το αίμα γυναίκας, ούτε από πόθο ανδρός ή από επιθυμία σαρκική(Ιω. 1, 13).
Αυτών η καρδιά και ο νους ζούνε σε ουράνια θεία ανάκτορα, και αξιώθηκαν να συναναστρέφονται το Θεό και παρέλαβαν από Αυτόν θεία και άρρητα μυστήρια της βασιλείας Του. Αυτοί έχουν γίνει σώμα Χριστού, του Υιού του Θεού, και επιμέρους μέλη Του(Α΄ Κορ. 12, 27), σύσσωμοι και συγκληρονόμοι και συμμέτοχοί Του(Εφ. 3, 6), που κληρονομιά τους είναι Αυτός και Πατέρας τους ο ύψιστος Θεός, κι έγιναν κοινωνοί θείας φύσεως(Β΄ Πέτρ. 1, 4) με τρόπο υπέρλογο.
Αυτοί σφραγίστηκαν από το Άγιο Πνεύμα, μέσα στο οποίο κοινωνούν μεταξύ τους και ζουν και βλέπουν· φορούν ενδύματα ολόλευκα όπως ταιριάζουν στο Πνεύμα, και χιτώνες χρυσοκέντητους, στολισμένους με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια· φορούν περικεφαλαία και στεφάνι με ρουμπίνια κι αιματίτες και κάθε είδος πολύτιμους λίθους, και τρώνε και πίνουν στη βασιλική τράπεζα. Δε φέρνει κόρο η τροφή εκείνη, ούτε το νέκταρ χορταίνεται ποτέ. Γιατί όλα είναι πνεύμα κι αυτοί τ' απολαμβάνουν πνευματικά.
Είναι πάμπολλα τα αξιοθαύμαστα που γίνονται στις βασιλικές εκείνες αυλές. Πυρ που δροσίζει και αναζωογονεί και προξενεί τα κεντρίσματα της αγάπης στην καρδιά, νερό ζωντανό που λαλεί κι αναβλύζει πηγές αιώνιας ζωής, αέρας μυρίπνοος και Πνεύμα ζωοπάροχο και φως τρίφωτο που λάμπει ενιαία, απλό, υπερούσιο. Αυτοί λοιπόν, με το να βλέπουν και ν' απολαμβάνουν τέτοια πράγματα, αποχωρίστηκαν από τα κάτω κι ενώθηκαν με τα άνω. Παρέβλεψαν τα βλεπόμενα και παραδόθηκαν ακέραιοι στα νοητά. Προσπέρασαν τα πρόσκαιρα και ξάπλωσαν ανάμεσα στα μόνιμα. Βρίσκονται κάτω σωματικά και περπατούν στον ουρανό.
Το σώμα τούς δεσμεύει και τους έλκει προς τα κάτω, μα κάνει νεύμα το Πνεύμα και τα δεσμά καίγονται και διαλύονται· και αμέσως μόλις λύθηκαν τα δεσμά, ευθύς ανέβηκαν πάνω από τους ουρανούς —τί ταχύτητα και τί έκπληξη! Έγιναν ενοειδείς με την ενοειδή ενατένιση προς το Θεό. Απομονώθηκαν από όλα με τη μονοειδή θεωρία του Θεού· μεταφέρονται από τη μία πνευματική δόξα σε άλλη μεγαλύτερη(Β΄ Κορ. 3, 18) και μεταβαίνουν από πλούτο σε περισσότερο πλούτο και απολαμβάνουν τα άρρητα.
Είπαν με τον εαυτό τους: «Τί μεγάλος πλούτος δόξας και τρυφής!». Και βλέποντας μέσα στον πλούτο αυτό περισσότερα από τα προηγούμενα, δοκίμασαν έκπληξη και είδαν πόσο γυμνοί απ' όλα και φτωχοί ήταν. Έμειναν ακίνητοι, ή για να πω το αρμοδιότερο, έμειναν με ανοιχτό το στόμα από την έκσταση και γέμισε χαρά η καρδιά τους. Γίνονται ακόλουθοι και αχώριστοι σύντροφοι του Βασιλέως των δυνάμεων και συγχορεύουν με τους Αγγέλους, έκθαμβοι από την πλημμύρα τόσης χάρης, γεμάτοι από υπέρμετρη ευφροσύνη για την ανέκφραστη αυτή κληρονομιά και την ανείπωτη φιλανθρωπία. Αυτοί είναι, όσο γνωρίζω, οι ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου(Ιώβ 1, 3), με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σε Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες. Αμήν.
Όταν ο νους δει ενιαία τη θεία πραγματικότητα με τη δύναμη του Χριστού, τότε είναι καιρός σιωπής(Εκκλ. 3, 7)· γιατί είναι καιρός για την πόση του θείου νέκταρος, καιρός αγάπης και πνευματικής αγαλλιάσεως, καιρός μυστικών θεαμάτων και απολαύσεως υπερφυσικών πραγμάτων. Γιατί τότε ο νους βλέπει καθαρά ποτήρι στο χέρι του Κυρίου γεμάτο από καθαρό ανέρωτο κρασί, και θεωρεί φανερότατα ότι γέρνει από το ένα μέρος κι από το άλλο, και ξέρει σαφώς ότι το κατακάθι του δεν άδειασε ακόμα(Ψαλμ. 74, 9).
Γιατί ο πυθμένας της θείας αγαθότητας που χύνεται σ' εμάς, το βάθος δηλαδή του πλούτου και το πέρας της χάρης, σε κανέναν ποτέ δε φανερώνεται με άδειασμα του ποτηριού στην παρούσα ζωή, κι αν ακόμη επέτυχε τη μεγαλύτερη δυνατή ανάβαση προς το Θεό και θέωση. Το πέρας και το τέλειο έχει διαφυλαχθεί για όλους εξίσου στην απόλαυση κατά τον μέλλοντα αιώνα. Δε φανερώθηκε ακόμη τί θα γίνομε, όπως λέει ο επιστήθιος Μαθητής(Α΄ Ιω. 3, 2), και κατά τον ιερό Παύλο(Α΄ Κορ. 3, 19), τώρα εν μέρει γνωρίζομε, ενώ το τέλειο θα φανερωθεί τότε, καθώς θα καταργηθούν οι οράσεις της αλήθειας σαν σε καθρέφτη και θα αποκαλυφθεί αυτή ολοφάνερη, οπότε και όλοι, δίκαιοι και αμαρτωλοί, θα πιουν κατά κάποιο τρόπο από το θείο μυστικό ποτήρι και θα έρθουν σε αίσθηση του μυστηρίου που τώρα είναι καλυμμένο και μυστικό. Οι δίκαιοι θα πιουν για να έχουν με την ευφροσύνη αυτή τελειότερη την ανταπόδοση για την ελπίδα τους στο Θεό και για τα ενάρετα έργα τους.
Γι' αυτούς λέει η Γραφή: «Θα μεθύσουν πίνοντας από την αφθονία του οίκου Σου, και θα τους ποτίσεις από το χείμαρρο της τρυφής Σου»(Ψαλμ. 35, 9). Αυτούς και ο Κύριος είπε ότι θα τους βάλει να καθίσουν στο τραπέζι της βασιλείας τού Πατέρα και θα τους υπηρετήσει(Λουκ. 12, 37), και υποσχέθηκε ότι θα πίνει μαζί τους από το νέο ποτήρι στη βασιλεία Του(Ματθ. 26, 29) και θα ευφραίνεται μαζί τους. Οι αμαρτωλοί όμως θα πιουν χολή πίκρας κι αιώνιας λύπης, και μάλιστα θα πιουν τόσο, όσο για να εννοήσουν τι γλυκύτατο νέκταρ στερούνται δυστυχώς από την ανοησία τους.
Ο θείος Δαβίδ μάς καλεί και μας παρακινεί να γευθούμε αυτό το νέκταρ στην παρούσα ζωή, λέγοντας: «Γευθείτε και δείτε ότι ο Κύριος είναι χρηστός»(Ψαλμ. 33, 9)· όμως οι αμαρτωλοί δε στρέφονται σ' αυτό. Αλλά εκείνοι που στρέφονται σ' αυτό και πειθαρχούν στην εντολή αυτή του Δαβίδ, βλέπουν το ποτήρι και το αισθάνονται που γέρνει από το ένα μέρος κι από το άλλο, πίνουν κι από τις δύο μεριές με ευγνωμοσύνη και απολαμβάνουν και καταγλυκαίνουν τα αισθητήρια της ψυχής και δικαιολογημένα ψάλλουν ευχαριστήρια άσματα στο Θεό αναφωνώντας: «Μάς μεθάει το ποτήρι Σου σαν το δυνατότερο κρασί, και το έλεός Σου το ακατανόητο, που τώρα είναι σαν κρυμμένο στο βάθος και τον πυθμένα όπως το κατακάθι του ποτηριού, θα μας καταδιώξει όλες τις ημέρες της αληθινής ζωής μας»(Ψαλμ. 22, 5-6), δηλαδή της μέλλουσας, της μόνιμης και αθάνατης· γιατί αφού λάβομε τα μέλλοντα θεία αγαθά, θα τα έχομε για πάντα.
Ακόμη, αυτοί καθώς γεύονται κι από τις δύο μεριές από το ζωοποιό και καινοποιό ποτήρι που είναι στο χέρι του Κυρίου και πίνουν από αυτό κάθε μέρα, εννοούν εύλογα από αυτό που βλέπουν, για το κρυμμένο, και από αυτό που ξεχειλίζει συμπεραίνουν για το περιεχόμενο στο βάθος, και από τη μερική πρόγευση καταλαβαίνουν τη μέλλουσα πληρότητα. Επειδή λοιπόν είναι φανερό ότι οι δίκαιοι θα απολαύσουν εκεί πλούσια και συνολικότερα αυτά που απολαμβάνουν από εδώ εν μέρει, δεμένοι ακόμα στην παχύτητα της σάρκας και το σκότος αυτού του κόσμου, γι' αυτό δεν είπε ο Δαβίδ, και πολύ ορθά, ότι θα πιουν όλοι, και δίκαιοι και αμαρτωλοί· αλλά αφού είπε αυτό που ήταν αμφίβολο, το αν άραγε θα πιουν και οι αμαρτωλοί(Ψαλμ. 74, 9), παρέλειψε ως ολοφάνερο το ομολογημένο, να πει δηλαδή περί των δικαίων ότι θα πιουν.
Αν δηλαδή θα πιουν οι αμαρτωλοί, είναι περιττό να πει το ίδιο και για τους δικαίους, αφού αυτοί από τώρα χορταίνουν από αυτό το ξέχειλο ποτήρι, ώστε ευφραίνονται και αναφωνούν: «Μ' εύφρανες, Κύριε, με τα δημιουργήματά Σου, και θα χαρώ από τα έργα των χεριών Σου»(Ψαλμ. 91, 5). Λέγοντας έργα των χεριών Του, εννοεί το ότι κρατεί και προτείνει το ποτήρι το γεμάτο από ανέρωτο κρασί και το γέρνει φιλάνθρωπα από το ένα μέρος κι από το άλλο, φυλάγοντας το κατακάθι του ποτηριού για το μέλλον. Τώρα πάλι φωνάζουν μεθυσμένοι στο Θεό: «Μάς μεθάει το ποτήρι Σου σαν το δυνατότερο κρασί»(Ψαλμ. 22, 5), με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Θα ψάλλω στον Ποιητή μου και θα σε δοξολογήσω, Ύψιστε, που εκχύνεις επάνω μου τα ελέη Σου με τη χάρη Σου. Με κεντά, φιλάνθρωπε, υπεράγαθε Βασιλεύ, το ιερό δάχτυλό Σου στο εσωτερικότατο της καρδιάς μου, όπως ξέρεις Εσύ που κάνεις θαυμαστά και εξαίσια έργα μόνος Σου(Ψαλμ. 71, 18), κι αφού με διεγείρεις με το κέντημά Σου, όπως είναι φυσικό, με προετοιμάζεις με το Πανάγιό Σου Πνεύμα να βλέπω τα γράμματα του αγίου χεριού Σου γραμμένα στο βιβλίο της ζωής και να φαντάζομαι το πάνω από κάθε έκπληξη κάλλος του χεριού Σου όπως ταιριάζει στη νοερή αίσθηση και όλα να τα βλέπω γεμάτα ευφροσύνη και χαρά μυστική με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Υπάρχει ειρήνη, μάλλον φαινομενική παρά πραγματική, όταν το σώμα καλοπερνά, η οποία σηκώνει πολλή ταραχή κατά της ψυχής, ακόμη κι αν τυχόν υποκρίνεται προσωρινά δήθεν ηρεμία. Υπάρχει και άλλη ειρήνη που ακολουθεί τον αποκλεισμό της αισθήσεως και την αποφυγή των πάντων και την ησυχία. Αλλά κι αυτή, αν και είναι ασύγκριτα καλύτερη από την προηγούμενη, δε διαρκεί πολύ. Γιατί όταν η ψυχή ενοχλείται από το λογισμό, είναι φυσικό βέβαια να συμπάσχει και να ενοχλείται και το σώμα και ολόκληρος ο άνθρωπος.
Υπάρχει και ανώτερη από αυτές, τρίτη ειρήνη των αισθήσεων και της ψυχής, η οποία έρχεται όταν ησυχάζουν οι δυνάμεις της ψυχής και ο έσω άνθρωπος με αγωγή και επιμέλεια κατάλληλη· τότε μπορεί κανείς και να προσευχηθεί καθαρότερα και να θρηνήσει γλυκύτερα και να μελετήσει τα θεία λόγια με ηδονή. Αλλά αυτό δεν είναι ακόμη η τελειότητα της ειρήνης. Εκείνος που παίζει τον αυλό ή την κιθάρα, δεν είναι δυνατό να συνεχίζει να παίζει αδιάκοπα· αναγκαστικά θα κουραστούν τα χέρια του, αλλά θα παρουσιαστεί και κάποια αφορμή από ασθένεια ή ένα οποιοδήποτε πάθημα ώστε ο αυλητής να μην παίζει τον αυλό ή ο κιθαριστής την κιθάρα.
Έτσι και στην ψυχή, η οποία ρυθμίζει τις ουσιώδεις αρμονίες των δυνάμεών της, δε μένει διαρκώς η ατρεψία, αλλά χαλαρώνεται κάπως, είτε το θέλει είτε όχι, από κάτι που της έτυχε ή από το ευμετάβλητό της ή από ακηδία, αφού και η ψυχή είναι ένα από τα κτίσματα κι είναι ενωμένη με σώμα υλικό και τραχύ, κατά τρόπο παράδοξο. Όταν όμως με τη χάρη δεχτεί μέσα της την παρουσία του Ακτίστου που έκτισε τα πάντα και κοινωνήσει το αμετάβλητο και ζωοποιό Πνεύμα, γίνεται θαυμαστή, παίρνει άλλη ζωή και αφού ζωοποιηθεί κατά τη φύση του ζωοποιού Πνεύματος, απολαμβάνει την υπερφυσική ζωή, την πραγματικά αμετάβλητη.
Και αληθινά, όπως ζει με τη ζωοποιό δύναμη, έτσι και βλέπει, γιατί είναι και φως αυτή η ζωοποιός δύναμη· και χαίρεται βέβαια βλέποντας όσα υπερφυσικά της δείχνει το Υπερφυσικό, και ειρηνεύει με την ειρήνη που ξεπερνά κάθε νόηση(Φιλιπ. 4, 7) για την υπέρλογη πάλι ζωοποίηση και το φωτισμό και την όραση τού πέρα από νου Ζωοποιού και τη χαρά όλων εκείνων που βλέπει μυστικά. Και δε μεταβάλλεται διόλου, δεν αισθάνεται κόπο, ούτε προσέχει στις παγίδες και τις επιβουλές του εχθρού. Αλλά αδιάκοπα βλέπει το Θεό και τα του Θεού, διόλου με δική της θέληση, διόλου· αλλά με τη δύναμη και την κίνηση, μα και με τη θέληση, θα έλεγα, του θείου και ακάματου Πνεύματος που υπάρχει μέσα στην καρδιά ενεργητικά και ενυπόστατα, όχι με τρόπο που μπορεί κανείς να εικάσει, αλλά όπως αυτό το Πνεύμα μόνο γνωρίζει, το οποίο ερευνά και γνωρίζει ακόμη και τα βάθη του Θεού(Α΄ Κορ. 2, 10) και μυεί τους μετόχους Του με αίσθηση ψυχής.
Έως ότου λοιπόν φροντίζομε να ανάβει μέσα μας και να μη σβήνει με κίνδυνό μας η χάρη του Πνεύματος, με την ησυχαστική διαγωγή και την αγιοσύνη, είμαστε γεμάτοι ανέκφραστη και υπερφυσική ειρήνη του τριαδικού Θεού και τότε ζούμε πραγματικά με ταπεινοφροσύνη και αγάπη και προσευχή την ειρήνη του σώματος και του πνεύματος και της ψυχής, άκοπα, όπως είπαμε. Γιατί η ειρήνη με κόπο, δεν είναι ακόμη ειρήνη τέλεια, αλλά πρόξενος της τέλειας ειρήνης. Η τέλεια λοιπόν ειρήνη πραγματοποιείται, κατά τα προλεχθέντα, τελείως χωρίς σωματικό κόπο, μέσα στην κατάπαυση του τέλειου σαββατισμού και στην ανάπαυση του Χριστού.
Αφού λοιπόν, άνθρωπε, γνωρίσεις ότι έλαβες ύπαρξη ενώ δεν είχες, και κατανοήσεις καλά τον Ποιητή και Πλάστη σου και παρατηρήσεις μόνος σου την αιτία, για την οποία ο Πλάστης σ' έφερε από το μη ον στο είναι, αν σκέφτεσαι ορθά, παράδωσε ερωτικά με όλες τις διαθέσεις σου ολόκληρο τον εαυτό σου στον γλυκύτατο Ιησού, το Θεό και Δημιουργό και Κτίστη σου, και στην πράξη και στη θεωρία του προσώπου Του. Γιατί όταν ζεις με αυτό τον τρόπο πρακτικά και θεωρητικά, θα αξιωθείς να λάβεις πολλά χαρίσματα από το Θεό και θα γίνεις θεός κατά χάρη και πνευματικός και τελείως όμοιος, εσύ το κτίσμα, με τον Κτίστη σου, και θα συναγάλλεσαι αιώνια με τον Κύριο και Πατέρα σου μέσα στην κατάπαυση του έρωτα προς το Θεό και την ανάπαυση στο Θεό, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, στους αιώνες των αιώνων, υψούμενος επάνω από όλα όσα βλέπομε. Αμήν.
Είπαν με τον εαυτό τους: «Τί μεγάλος πλούτος δόξας και τρυφής!». Και βλέποντας μέσα στον πλούτο αυτό περισσότερα από τα προηγούμενα, δοκίμασαν έκπληξη και είδαν πόσο γυμνοί απ' όλα και φτωχοί ήταν. Έμειναν ακίνητοι, ή για να πω το αρμοδιότερο, έμειναν με ανοιχτό το στόμα από την έκσταση και γέμισε χαρά η καρδιά τους. Γίνονται ακόλουθοι και αχώριστοι σύντροφοι του Βασιλέως των δυνάμεων και συγχορεύουν με τους Αγγέλους, έκθαμβοι από την πλημμύρα τόσης χάρης, γεμάτοι από υπέρμετρη ευφροσύνη για την ανέκφραστη αυτή κληρονομιά και την ανείπωτη φιλανθρωπία. Αυτοί είναι, όσο γνωρίζω, οι ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου(Ιώβ 1, 3), με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σε Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες. Αμήν.
Όταν ο νους δει ενιαία τη θεία πραγματικότητα με τη δύναμη του Χριστού, τότε είναι καιρός σιωπής(Εκκλ. 3, 7)· γιατί είναι καιρός για την πόση του θείου νέκταρος, καιρός αγάπης και πνευματικής αγαλλιάσεως, καιρός μυστικών θεαμάτων και απολαύσεως υπερφυσικών πραγμάτων. Γιατί τότε ο νους βλέπει καθαρά ποτήρι στο χέρι του Κυρίου γεμάτο από καθαρό ανέρωτο κρασί, και θεωρεί φανερότατα ότι γέρνει από το ένα μέρος κι από το άλλο, και ξέρει σαφώς ότι το κατακάθι του δεν άδειασε ακόμα(Ψαλμ. 74, 9).
Γιατί ο πυθμένας της θείας αγαθότητας που χύνεται σ' εμάς, το βάθος δηλαδή του πλούτου και το πέρας της χάρης, σε κανέναν ποτέ δε φανερώνεται με άδειασμα του ποτηριού στην παρούσα ζωή, κι αν ακόμη επέτυχε τη μεγαλύτερη δυνατή ανάβαση προς το Θεό και θέωση. Το πέρας και το τέλειο έχει διαφυλαχθεί για όλους εξίσου στην απόλαυση κατά τον μέλλοντα αιώνα. Δε φανερώθηκε ακόμη τί θα γίνομε, όπως λέει ο επιστήθιος Μαθητής(Α΄ Ιω. 3, 2), και κατά τον ιερό Παύλο(Α΄ Κορ. 3, 19), τώρα εν μέρει γνωρίζομε, ενώ το τέλειο θα φανερωθεί τότε, καθώς θα καταργηθούν οι οράσεις της αλήθειας σαν σε καθρέφτη και θα αποκαλυφθεί αυτή ολοφάνερη, οπότε και όλοι, δίκαιοι και αμαρτωλοί, θα πιουν κατά κάποιο τρόπο από το θείο μυστικό ποτήρι και θα έρθουν σε αίσθηση του μυστηρίου που τώρα είναι καλυμμένο και μυστικό. Οι δίκαιοι θα πιουν για να έχουν με την ευφροσύνη αυτή τελειότερη την ανταπόδοση για την ελπίδα τους στο Θεό και για τα ενάρετα έργα τους.
Γι' αυτούς λέει η Γραφή: «Θα μεθύσουν πίνοντας από την αφθονία του οίκου Σου, και θα τους ποτίσεις από το χείμαρρο της τρυφής Σου»(Ψαλμ. 35, 9). Αυτούς και ο Κύριος είπε ότι θα τους βάλει να καθίσουν στο τραπέζι της βασιλείας τού Πατέρα και θα τους υπηρετήσει(Λουκ. 12, 37), και υποσχέθηκε ότι θα πίνει μαζί τους από το νέο ποτήρι στη βασιλεία Του(Ματθ. 26, 29) και θα ευφραίνεται μαζί τους. Οι αμαρτωλοί όμως θα πιουν χολή πίκρας κι αιώνιας λύπης, και μάλιστα θα πιουν τόσο, όσο για να εννοήσουν τι γλυκύτατο νέκταρ στερούνται δυστυχώς από την ανοησία τους.
Ο θείος Δαβίδ μάς καλεί και μας παρακινεί να γευθούμε αυτό το νέκταρ στην παρούσα ζωή, λέγοντας: «Γευθείτε και δείτε ότι ο Κύριος είναι χρηστός»(Ψαλμ. 33, 9)· όμως οι αμαρτωλοί δε στρέφονται σ' αυτό. Αλλά εκείνοι που στρέφονται σ' αυτό και πειθαρχούν στην εντολή αυτή του Δαβίδ, βλέπουν το ποτήρι και το αισθάνονται που γέρνει από το ένα μέρος κι από το άλλο, πίνουν κι από τις δύο μεριές με ευγνωμοσύνη και απολαμβάνουν και καταγλυκαίνουν τα αισθητήρια της ψυχής και δικαιολογημένα ψάλλουν ευχαριστήρια άσματα στο Θεό αναφωνώντας: «Μάς μεθάει το ποτήρι Σου σαν το δυνατότερο κρασί, και το έλεός Σου το ακατανόητο, που τώρα είναι σαν κρυμμένο στο βάθος και τον πυθμένα όπως το κατακάθι του ποτηριού, θα μας καταδιώξει όλες τις ημέρες της αληθινής ζωής μας»(Ψαλμ. 22, 5-6), δηλαδή της μέλλουσας, της μόνιμης και αθάνατης· γιατί αφού λάβομε τα μέλλοντα θεία αγαθά, θα τα έχομε για πάντα.
Ακόμη, αυτοί καθώς γεύονται κι από τις δύο μεριές από το ζωοποιό και καινοποιό ποτήρι που είναι στο χέρι του Κυρίου και πίνουν από αυτό κάθε μέρα, εννοούν εύλογα από αυτό που βλέπουν, για το κρυμμένο, και από αυτό που ξεχειλίζει συμπεραίνουν για το περιεχόμενο στο βάθος, και από τη μερική πρόγευση καταλαβαίνουν τη μέλλουσα πληρότητα. Επειδή λοιπόν είναι φανερό ότι οι δίκαιοι θα απολαύσουν εκεί πλούσια και συνολικότερα αυτά που απολαμβάνουν από εδώ εν μέρει, δεμένοι ακόμα στην παχύτητα της σάρκας και το σκότος αυτού του κόσμου, γι' αυτό δεν είπε ο Δαβίδ, και πολύ ορθά, ότι θα πιουν όλοι, και δίκαιοι και αμαρτωλοί· αλλά αφού είπε αυτό που ήταν αμφίβολο, το αν άραγε θα πιουν και οι αμαρτωλοί(Ψαλμ. 74, 9), παρέλειψε ως ολοφάνερο το ομολογημένο, να πει δηλαδή περί των δικαίων ότι θα πιουν.
Αν δηλαδή θα πιουν οι αμαρτωλοί, είναι περιττό να πει το ίδιο και για τους δικαίους, αφού αυτοί από τώρα χορταίνουν από αυτό το ξέχειλο ποτήρι, ώστε ευφραίνονται και αναφωνούν: «Μ' εύφρανες, Κύριε, με τα δημιουργήματά Σου, και θα χαρώ από τα έργα των χεριών Σου»(Ψαλμ. 91, 5). Λέγοντας έργα των χεριών Του, εννοεί το ότι κρατεί και προτείνει το ποτήρι το γεμάτο από ανέρωτο κρασί και το γέρνει φιλάνθρωπα από το ένα μέρος κι από το άλλο, φυλάγοντας το κατακάθι του ποτηριού για το μέλλον. Τώρα πάλι φωνάζουν μεθυσμένοι στο Θεό: «Μάς μεθάει το ποτήρι Σου σαν το δυνατότερο κρασί»(Ψαλμ. 22, 5), με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Θα ψάλλω στον Ποιητή μου και θα σε δοξολογήσω, Ύψιστε, που εκχύνεις επάνω μου τα ελέη Σου με τη χάρη Σου. Με κεντά, φιλάνθρωπε, υπεράγαθε Βασιλεύ, το ιερό δάχτυλό Σου στο εσωτερικότατο της καρδιάς μου, όπως ξέρεις Εσύ που κάνεις θαυμαστά και εξαίσια έργα μόνος Σου(Ψαλμ. 71, 18), κι αφού με διεγείρεις με το κέντημά Σου, όπως είναι φυσικό, με προετοιμάζεις με το Πανάγιό Σου Πνεύμα να βλέπω τα γράμματα του αγίου χεριού Σου γραμμένα στο βιβλίο της ζωής και να φαντάζομαι το πάνω από κάθε έκπληξη κάλλος του χεριού Σου όπως ταιριάζει στη νοερή αίσθηση και όλα να τα βλέπω γεμάτα ευφροσύνη και χαρά μυστική με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Υπάρχει ειρήνη, μάλλον φαινομενική παρά πραγματική, όταν το σώμα καλοπερνά, η οποία σηκώνει πολλή ταραχή κατά της ψυχής, ακόμη κι αν τυχόν υποκρίνεται προσωρινά δήθεν ηρεμία. Υπάρχει και άλλη ειρήνη που ακολουθεί τον αποκλεισμό της αισθήσεως και την αποφυγή των πάντων και την ησυχία. Αλλά κι αυτή, αν και είναι ασύγκριτα καλύτερη από την προηγούμενη, δε διαρκεί πολύ. Γιατί όταν η ψυχή ενοχλείται από το λογισμό, είναι φυσικό βέβαια να συμπάσχει και να ενοχλείται και το σώμα και ολόκληρος ο άνθρωπος.
Υπάρχει και ανώτερη από αυτές, τρίτη ειρήνη των αισθήσεων και της ψυχής, η οποία έρχεται όταν ησυχάζουν οι δυνάμεις της ψυχής και ο έσω άνθρωπος με αγωγή και επιμέλεια κατάλληλη· τότε μπορεί κανείς και να προσευχηθεί καθαρότερα και να θρηνήσει γλυκύτερα και να μελετήσει τα θεία λόγια με ηδονή. Αλλά αυτό δεν είναι ακόμη η τελειότητα της ειρήνης. Εκείνος που παίζει τον αυλό ή την κιθάρα, δεν είναι δυνατό να συνεχίζει να παίζει αδιάκοπα· αναγκαστικά θα κουραστούν τα χέρια του, αλλά θα παρουσιαστεί και κάποια αφορμή από ασθένεια ή ένα οποιοδήποτε πάθημα ώστε ο αυλητής να μην παίζει τον αυλό ή ο κιθαριστής την κιθάρα.
Έτσι και στην ψυχή, η οποία ρυθμίζει τις ουσιώδεις αρμονίες των δυνάμεών της, δε μένει διαρκώς η ατρεψία, αλλά χαλαρώνεται κάπως, είτε το θέλει είτε όχι, από κάτι που της έτυχε ή από το ευμετάβλητό της ή από ακηδία, αφού και η ψυχή είναι ένα από τα κτίσματα κι είναι ενωμένη με σώμα υλικό και τραχύ, κατά τρόπο παράδοξο. Όταν όμως με τη χάρη δεχτεί μέσα της την παρουσία του Ακτίστου που έκτισε τα πάντα και κοινωνήσει το αμετάβλητο και ζωοποιό Πνεύμα, γίνεται θαυμαστή, παίρνει άλλη ζωή και αφού ζωοποιηθεί κατά τη φύση του ζωοποιού Πνεύματος, απολαμβάνει την υπερφυσική ζωή, την πραγματικά αμετάβλητη.
Και αληθινά, όπως ζει με τη ζωοποιό δύναμη, έτσι και βλέπει, γιατί είναι και φως αυτή η ζωοποιός δύναμη· και χαίρεται βέβαια βλέποντας όσα υπερφυσικά της δείχνει το Υπερφυσικό, και ειρηνεύει με την ειρήνη που ξεπερνά κάθε νόηση(Φιλιπ. 4, 7) για την υπέρλογη πάλι ζωοποίηση και το φωτισμό και την όραση τού πέρα από νου Ζωοποιού και τη χαρά όλων εκείνων που βλέπει μυστικά. Και δε μεταβάλλεται διόλου, δεν αισθάνεται κόπο, ούτε προσέχει στις παγίδες και τις επιβουλές του εχθρού. Αλλά αδιάκοπα βλέπει το Θεό και τα του Θεού, διόλου με δική της θέληση, διόλου· αλλά με τη δύναμη και την κίνηση, μα και με τη θέληση, θα έλεγα, του θείου και ακάματου Πνεύματος που υπάρχει μέσα στην καρδιά ενεργητικά και ενυπόστατα, όχι με τρόπο που μπορεί κανείς να εικάσει, αλλά όπως αυτό το Πνεύμα μόνο γνωρίζει, το οποίο ερευνά και γνωρίζει ακόμη και τα βάθη του Θεού(Α΄ Κορ. 2, 10) και μυεί τους μετόχους Του με αίσθηση ψυχής.
Έως ότου λοιπόν φροντίζομε να ανάβει μέσα μας και να μη σβήνει με κίνδυνό μας η χάρη του Πνεύματος, με την ησυχαστική διαγωγή και την αγιοσύνη, είμαστε γεμάτοι ανέκφραστη και υπερφυσική ειρήνη του τριαδικού Θεού και τότε ζούμε πραγματικά με ταπεινοφροσύνη και αγάπη και προσευχή την ειρήνη του σώματος και του πνεύματος και της ψυχής, άκοπα, όπως είπαμε. Γιατί η ειρήνη με κόπο, δεν είναι ακόμη ειρήνη τέλεια, αλλά πρόξενος της τέλειας ειρήνης. Η τέλεια λοιπόν ειρήνη πραγματοποιείται, κατά τα προλεχθέντα, τελείως χωρίς σωματικό κόπο, μέσα στην κατάπαυση του τέλειου σαββατισμού και στην ανάπαυση του Χριστού.
Αφού λοιπόν, άνθρωπε, γνωρίσεις ότι έλαβες ύπαρξη ενώ δεν είχες, και κατανοήσεις καλά τον Ποιητή και Πλάστη σου και παρατηρήσεις μόνος σου την αιτία, για την οποία ο Πλάστης σ' έφερε από το μη ον στο είναι, αν σκέφτεσαι ορθά, παράδωσε ερωτικά με όλες τις διαθέσεις σου ολόκληρο τον εαυτό σου στον γλυκύτατο Ιησού, το Θεό και Δημιουργό και Κτίστη σου, και στην πράξη και στη θεωρία του προσώπου Του. Γιατί όταν ζεις με αυτό τον τρόπο πρακτικά και θεωρητικά, θα αξιωθείς να λάβεις πολλά χαρίσματα από το Θεό και θα γίνεις θεός κατά χάρη και πνευματικός και τελείως όμοιος, εσύ το κτίσμα, με τον Κτίστη σου, και θα συναγάλλεσαι αιώνια με τον Κύριο και Πατέρα σου μέσα στην κατάπαυση του έρωτα προς το Θεό και την ανάπαυση στο Θεό, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, στους αιώνες των αιώνων, υψούμενος επάνω από όλα όσα βλέπομε. Αμήν.
56. Στο χωρίο· «Εκείνοι ήταν οι ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου» (2ο μέρος)
56. Όταν είδα, διέκρινα με τη νοερή όραση από πού ήρθα εδώ τόσο θαυμαστά και πού καταλήγω· και τρίτο, φαντάζομαι Αυτόν που με έφερε εδώ και με κυβερνά και θα με φέρει στο τέλος, και βάζω στο νου μου τον άρρητο Πατέρα και την αγάπη Του δεν μπορώ να πω ότι την αγνοώ. Και στη συνέχεια βλέπω κάπως σαν μέσα σε καθρέφτη το μυστήριο του σχετικού με μένα σκοπού Του.
Γι' αυτό βέβαια και ευφραίνομαι με τα τρία αυτά όσο δεν μπορεί να πει κανείς. Αλλά αυτή την τόσο μεγάλη ευφροσύνη τη διαδέχεται πολλές φορές ανάλογη λύπη, όταν εννοήσω ολοκάθαρα πόσο ανάξια προς την κλήση μου ζω και πολιτεύομαι.
Γι' αυτό βέβαια και ευφραίνομαι με τα τρία αυτά όσο δεν μπορεί να πει κανείς. Αλλά αυτή την τόσο μεγάλη ευφροσύνη τη διαδέχεται πολλές φορές ανάλογη λύπη, όταν εννοήσω ολοκάθαρα πόσο ανάξια προς την κλήση μου ζω και πολιτεύομαι.
Βλέποντας κατόπιν πόσο άφθονα μου φανερώνεις την απρόσιτη δόξα Σου δια μέσου της κτίσεως και κατανοώντας την ανέκφραστη προς εμένα αγάπη Σου που μου παρουσιάζεις μέσω της ενανθρωπήσεως του μονογενούς Σου Υιού, και γνωρίζοντας την ανέκφραστη και υπερφυσική Σου ένωση μ' εμένα που μου την παρέχεις με ανείπωτη και αδιάλειπτη πνευματική μετοχή, θαυμάζω υπερβολικά τη δόξα Σου και εκπλήττομαι για το ασυνήθιστο έλεός Σου προς εμένα. Κι έτσι στη συνέχεια με βγάζεις έξω απ' όλα τα βλεπόμενα και με σταματάς απ' όλα τα νοούμενα και με αναπαύεις και με ευφραίνεις ανείπωτα μέσα σ' Εσένα, υπερούσιε Αγία Τριάς.
Όταν ο Θεός με πολλή σοφία θέλησε να κάνει τον άνθρωπο άλλον άγγελο επίγειο, ζώο ουράνιο, θεόμορφο και εικόνα δική Του, έβαλε μέσα του πολύ ταιριαστά ψυχή νοερή και ικανή ν' αποκτήσει θεία γνώση και επιστήμη. Γι' αυτό λέει: «Εγώ είπα ότι είστε θεοί και όλοι σας υιοί του Υψίστου»(Ψαλμ. 81, 6), με τη χάρη δηλαδή σαν άλλοι άγγελοι, να θεωρείτε σιωπηλά το Θεό και να υψώνεστε ερωτικά προς Αυτόν μέσα σε πνευματικό φως. Το να υψωθεί ο επίγειος άνθρωπος σε αγγελική κατάσταση είναι αδύνατο, αν δε γίνει σαφώς πνεύμα όπως οι Άγγελοι. Ότι ο πιστός με την πίστη γίνεται πνεύμα από τον παντοδύναμο και απειρόδωρο Θεό, δεχόμενος κατά κάποιο τρόπο δεύτερο, θείο μυστικό πλάσιμο, το φανερώνει ο Σωτήρας μ' εκείνο που λέει: «Ό,τι γεννήθηκε από το Πνεύμα είναι πνεύμα»(Ιω. 3, 6).
Ότι και γεννιούνται πνευματικά οι άνθρωποι, ενώ έχουν και σώμα μαζί με την ψυχή, το μαρτυρεί ο αξιόπιστος Ιωάννης που λέει: «Τους έδωσε εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού, σε όσους πιστεύουν στο όνομά Του. Αυτοί δε γεννήθηκαν από αίμα άνθρωπου, ούτε από σαρκική επιθυμία, αλλά από το Θεό»(Ιω. 1, 12-13). Γεννήθηκαν δηλαδή κατά τον έσω άνθρωπο, αυτόν που είναι κατ' εικόνα του Δημιουργού, γιατί η γέννηση αυτή δεν είναι κατά τους νόμους της φύσεως, αλλά ακολουθεί κατά χάρη όσους γεννιούνται πνευματικά, ανεξάρτητα από τη θέλησή τους.
Γι' αυτό και όπως είναι φυσικό ο μέτοχος νους γίνεται θρόνος του Αγίου Πνεύματος. Όπως το σίδερο όταν μπει στη φωτιά γίνεται κι αυτό φωτιά, όχι κατά τη φύση του αλλά κατά μετοχή, με τη μετάδοση της φωτιάς, όσο είναι ενωμένο με τη φωτιά, και μάλιστα γίνεται και θρόνος της φωτιάς η οποία έχει εγκατασταθεί και κατά κάποιο τρόπο αναπαύεται σ' αυτό, έτσι ακριβώς και ο νους με τη γέννηση ή ένωση και μετοχή του Πνεύματος, γίνεται και πνεύμα και θρόνος του Πνεύματος, με το να περιλαμβάνει πρόδηλα ο Θεός το νου και να κάθεται κατά κάποιο τρόπο και να αναπαύεται σ' αυτόν όπως σε θρόνο. Αυτή είναι η θαυμαστή αρχή της προκοπής της ψυχής.
Όχι δηλαδή να καταλάβει αρχικά την τάξη αγγέλου, της κατώτερης ας πούμε από τις ουράνιες δυνάμεις, αλλά την τάξη του Θεού του Υψίστου· έπειτα θα περάσει στην τάξη του Θρόνου, κατόπιν του Χερουβείμ, κατόπιν του Σεραφείμ, και προχωρεί μέχρις ότου λάβει ολοκληρωτικά την ιδιότητα του αγγέλου, της χαμηλότερης δηλαδή τάξεως, αγγέλλοντας στους πλησίον του τα ενδοξότατα και μυστικά του Θεού με την έμπνευση του Πνεύματος. Η μέθεξη του Πνεύματος πρέπει, όπως λένε οι σοφοί στα θεία, να προηγείται από τη μετάδοσή Του. Έτσι, είναι πρόδηλο ότι πρέπει να γίνει κανείς φανερά μέτοχος του Πνεύματος, ώστε να γίνει ο νους θρόνος Του, και τότε να μεταδώσει τα πνευματικά· πρέπει να γίνει με τη χάρη του Πνεύματος Χερουβείμ, που σημαίνει πλημμύρα και πλήθος πνευματικής σοφίας, και τότε να μεταδίδει σοφία στους άλλους· να γίνει ομοίως Σεραφείμ από τη γνώση της σοφίας και πίνοντας από το οινοδοχείο και το κρασί της σοφίας να φτάσει σε διάπυρες και ορμητικές αγάπες του Θεού —γιατί αυτό σημαίνει Σεραφείμ—, κι ύστερα να θερμάνει και άλλους προς τους θείους έρωτες και ακολούθως να τους αναρριπίσει· κι έτσι να συνεχίσει διαδοχικά ώσπου να φτάσει στην τάξη του αγγέλου, δηλαδή να διδάσκει τους πλησίον.
Επομένως, εκείνοι που δεν έγιναν πρωτύτερα με τη χάρη του Πνεύματος θεοί και θρόνοι Θεού, Χερουβείμ και Σεραφείμ και λοιπές κατώτερες πνευματικές τάξεις, ούτε άγγελοι σωστοί μπορούν να είναι, ούτε θα μπορέσουν να λατρεύουν το Θεό, ούτε να διδάσκουν αληθινά στους άλλους τα πρέποντα με την έμπνευση του Πνεύματος. Άρα η αληθινή προκοπή της ψυχής έχει την αρχή της από τη μέθεξη του Υψίστου Θεού και προχωρεί με τα στάδια που είπαμε, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Θα σε δοξολογήσω, άρρητε Κύριε, Αγία Τριάς. Όχι όσο σου αρμόζει, Δέσποτα, αλλά όσο επιτρέπει η δύναμή μου. Γιατί Εσύ, Ανέκφραστε, μαζί με ό,τι σε αφορά, είσαι άπειρα πιο πάνω και πιο πέρα από κάθε λόγο που θέλει να σου μιλήσει και κάθε νου που θέλει να σε νοεί. Εσύ με δημιούργησες από το μηδέν με τη μεγαλειώδη βουλή Σου, πλάθοντάς με με τα χέρια Σου όπως κανένα άλλο δημιούργημά Σου, και δημιουργώντας με σύμφωνα με τη δική Σου εικόνα και την ομοίωση(Γέν. 1, 26)· εγώ όμως ο μωρός που πλάστηκα με τόσο μεγάλη τιμή και δόξα, έγινα πολύ αχάριστος ως προς τις εντολές Σου, αν και αυτές είναι άγιες και γεμάτες από ειρήνη και αληθινή ευφροσύνη και θεουργική δύναμη.
Και αυτό που είναι το πιο θαυμαστό· πριν με φέρεις στο είναι, για χάρη μου και για χάρη της ζωής μου, και για να μπορώ να βλέπω προς τα άνω και να σε κατανοώ, και για την αφόρητη πνευματική ηδονή της θείας θεωρίας, δημιούργησες τον κόσμο που έχει μεγαλειώδη ομορφιά και δόξα και τόση δύναμη και σοφία δημιουργική και είναι στολισμένος πλουσιοπάροχα και με κάθε τρόπο, που χωρίς αυτά ούτε μία ώρα δε θα μπορούσα να υπάρχω, και με αυτά ζω, σωματικά μεν με ευδαιμονία με όσα απολαμβάνω και με τρέφουν, ψυχικά δε με όσα κατανοώ κατά τη θεωρία και εκπλήττομαι από την πανσοφία και την παντοδυναμία της πρόνοιάς Σου και το πέλαγος της αγάπης Σου. Και αυτά έκανες Εσύ, Άρρητε.
Εγώ όμως ο ανόητος έζησα ασώτως τη ζωή μέχρι τώρα, αλοίμονο! αντίθετα προς τις εντολές Σου, που είναι τόσο ευχάριστες και αξιαγάπητες στους φρόνιμους. Αλοίμονό μου, ψυχή, για την αναισθησία και την πώρωσή μου! Δεν αισθάνεσαι, βέβηλε, ότι ο φτωχός και μόνο για να ζήσει σωματικά, και μάλιστα πρόσκαιρα, γίνεται δούλος στον πλούσιο και υποτάσσεται αμέσως στις προσταγές του κυρίου του, ακόμη κι αν μερικές είναι βαριές, παρ' όλο που αυτές δε γίνονται για χάρη αυτού που τις εκτελεί, αλλά προς όφελος αυτού που διατάζει. Πώς εσύ, άμυαλε, παραβαίνεις ποταπά και στρέφεις στο αντίθετο τις εντολές τέτοιου Δημιουργού και Ευεργέτη και Τροφέα, αν και δίνονται για χάρη δική σου και της αθάνατης δόξας σου; Αλοίμονο στην αδιαντροπιά σου και το αιώνιο κακό που σε περιμένει!
Όταν ξαναγύρισα σ' Εσένα, υπεράγαθε Κύριε, την ανέκφραστη απόλαυση, είπα στη φτωχή και όντως αμαρτωλή μου ψυχή, που είναι δικό Σου πλάσμα, φιλανθρωπότατε: «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά πνευματικά, φάγε, πιές, ευφραίνου»(Λουκ. 12, 19). Και όταν ξεσηκώθηκε ο αμαρτωλός (ο διάβολος) εναντίον μου, κακοπάθησα και ταπεινώθηκα όσο δεν έπαιρνε άλλο(Ψαλμ. 37, 9).
Αλλά πόσο μεγάλος είναι ο πλούτος της αγαθότητάς Σου, πανάγαθε Κύριε! Όταν έσφαλα και ξέφυγα από τον ίσιο δρόμο και το καλό, Εσύ πρόλαβες με θαυμαστό τρόπο και με πρωτοφανείς δωρεές πάλι με ξαναγύρισες πίσω. Και έφαγα πράγματι και ήπια και στη συνέχεια ευφράνθηκα πνευματικά από ευσπλαχνία δική Σου, αλλά και πάλι πλανήθηκα πολλές φορές και εξορίστηκα, δε γνωρίζω για ποιο από τα δύο· από φοβερή απάτη του δαίμονα ή από απροσεξία δική μου, ή και από τα δύο, ή ίσως και από κάποια βαθύτερη δική Σου κρίση, από την οποία προέρχονται οι παραχωρήσεις και οι εγκαταλείψεις και οι τιμωρίες κατά διάφορους τρόπους.
Πάλι λοιπόν και πολλές φορές βούλιαξα στο βούρκο όπου δεν υπήρχε στερεό έδαφος(Ψαλμ. 68, 3) και υπέφερα και καταβλήθηκα καθώς με τρυπούσε σαν αγκάθι(Ψαλμ. 31, 4) το θανατηφόρο κεντρί της αμαρτίας, και γενικά από τα πολλά πονηρά που μηχανεύτηκε με κακία ο εχθρός κατά της ψυχής μου εξαιτίας της φοβερής μου αμέλειας και της εξοργιστικής ανοησίας μου. Εσύ όμως, ποτέ δεν αδιαφόρησες για τα πάθη μου μέχρι τέλους, αλλά και με φωνή πνευματική φώναξες στα μυστικά μύχια της καρδιάς μου και είπες στην εξουθενωμένη ψυχή μου: «Εγώ είμαι η σωτηρία σου(Ψαλμ. 34, 3), μη φοβάσαι, αλλά ξαναγύρισε στην ανάπαυσή σου, μην πλανάσαι». Κι έτσι με παρηγόρησες, Ιησού ανεξίκακε, κι έγινες λαμπρός υπερασπιστής της σωτηρίας μου, κι Εσύ που είσαι το δεξί χέρι του Πατέρα με κράτησες με δύναμη και η παιδαγωγία Σου με ανόρθωσε(Ψαλμ. 17, 36) και πάλι, όπως και πολλές άλλες φορές, με την τόσο μεγάλη ευφροσύνη των ανέκφραστων μυστικών Σου.
Έλα λοιπόν, Λόγε του Θεού, στην καρδιά μου σαν σφραγίδα ασφάλειας, για να θεωρώ το ανέκφραστο υπερφυσικό κάλλος Σου· έλα στα χέρια μου, για να πράττω τις άγιες και ζωοποιές εντολές Σου· έλα, Βασιλεύ 'Ιησού Χριστέ υπερουράνιε, έλα για να ζήσω μέσα σ' Εσένα πνευματικά. Έλα κοντά μου γρήγορα, καθώς επιστρέφω σ' Εσένα με όλη μου την ψυχή, Εσύ που είσαι η υπερκόσμια ευφροσύνη εκείνων που είσαι μέσα τους με τρόπο άρρητο. Άστραψε την αστραπή Σου, Απειρόσοφε, για να συναχθεί η νοερή μου ψυχή στον εαυτό της και κατόπιν σ' Εσένα, και να διασκορπιστούν και να χαθούν εκείνοι που με εχθρεύονται χωρίς λόγο(Ψαλμ. 3, 8) και με καταδιώκουν άδικα και με κακοποιούν αλύπητα. Φύλαξέ με, Κύριε, για πάντα σε παρακαλώ, ως κόρην οφθαλμού(Ψαλμ. 16, 8), για να σε θεωρώ μένοντας αιώνια μαζί Σου, υπερένδοξε, άρρητε Δέσποτα.
Επομένως, εκείνοι που δεν έγιναν πρωτύτερα με τη χάρη του Πνεύματος θεοί και θρόνοι Θεού, Χερουβείμ και Σεραφείμ και λοιπές κατώτερες πνευματικές τάξεις, ούτε άγγελοι σωστοί μπορούν να είναι, ούτε θα μπορέσουν να λατρεύουν το Θεό, ούτε να διδάσκουν αληθινά στους άλλους τα πρέποντα με την έμπνευση του Πνεύματος. Άρα η αληθινή προκοπή της ψυχής έχει την αρχή της από τη μέθεξη του Υψίστου Θεού και προχωρεί με τα στάδια που είπαμε, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Θα σε δοξολογήσω, άρρητε Κύριε, Αγία Τριάς. Όχι όσο σου αρμόζει, Δέσποτα, αλλά όσο επιτρέπει η δύναμή μου. Γιατί Εσύ, Ανέκφραστε, μαζί με ό,τι σε αφορά, είσαι άπειρα πιο πάνω και πιο πέρα από κάθε λόγο που θέλει να σου μιλήσει και κάθε νου που θέλει να σε νοεί. Εσύ με δημιούργησες από το μηδέν με τη μεγαλειώδη βουλή Σου, πλάθοντάς με με τα χέρια Σου όπως κανένα άλλο δημιούργημά Σου, και δημιουργώντας με σύμφωνα με τη δική Σου εικόνα και την ομοίωση(Γέν. 1, 26)· εγώ όμως ο μωρός που πλάστηκα με τόσο μεγάλη τιμή και δόξα, έγινα πολύ αχάριστος ως προς τις εντολές Σου, αν και αυτές είναι άγιες και γεμάτες από ειρήνη και αληθινή ευφροσύνη και θεουργική δύναμη.
Και αυτό που είναι το πιο θαυμαστό· πριν με φέρεις στο είναι, για χάρη μου και για χάρη της ζωής μου, και για να μπορώ να βλέπω προς τα άνω και να σε κατανοώ, και για την αφόρητη πνευματική ηδονή της θείας θεωρίας, δημιούργησες τον κόσμο που έχει μεγαλειώδη ομορφιά και δόξα και τόση δύναμη και σοφία δημιουργική και είναι στολισμένος πλουσιοπάροχα και με κάθε τρόπο, που χωρίς αυτά ούτε μία ώρα δε θα μπορούσα να υπάρχω, και με αυτά ζω, σωματικά μεν με ευδαιμονία με όσα απολαμβάνω και με τρέφουν, ψυχικά δε με όσα κατανοώ κατά τη θεωρία και εκπλήττομαι από την πανσοφία και την παντοδυναμία της πρόνοιάς Σου και το πέλαγος της αγάπης Σου. Και αυτά έκανες Εσύ, Άρρητε.
Εγώ όμως ο ανόητος έζησα ασώτως τη ζωή μέχρι τώρα, αλοίμονο! αντίθετα προς τις εντολές Σου, που είναι τόσο ευχάριστες και αξιαγάπητες στους φρόνιμους. Αλοίμονό μου, ψυχή, για την αναισθησία και την πώρωσή μου! Δεν αισθάνεσαι, βέβηλε, ότι ο φτωχός και μόνο για να ζήσει σωματικά, και μάλιστα πρόσκαιρα, γίνεται δούλος στον πλούσιο και υποτάσσεται αμέσως στις προσταγές του κυρίου του, ακόμη κι αν μερικές είναι βαριές, παρ' όλο που αυτές δε γίνονται για χάρη αυτού που τις εκτελεί, αλλά προς όφελος αυτού που διατάζει. Πώς εσύ, άμυαλε, παραβαίνεις ποταπά και στρέφεις στο αντίθετο τις εντολές τέτοιου Δημιουργού και Ευεργέτη και Τροφέα, αν και δίνονται για χάρη δική σου και της αθάνατης δόξας σου; Αλοίμονο στην αδιαντροπιά σου και το αιώνιο κακό που σε περιμένει!
Όταν ξαναγύρισα σ' Εσένα, υπεράγαθε Κύριε, την ανέκφραστη απόλαυση, είπα στη φτωχή και όντως αμαρτωλή μου ψυχή, που είναι δικό Σου πλάσμα, φιλανθρωπότατε: «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά πνευματικά, φάγε, πιές, ευφραίνου»(Λουκ. 12, 19). Και όταν ξεσηκώθηκε ο αμαρτωλός (ο διάβολος) εναντίον μου, κακοπάθησα και ταπεινώθηκα όσο δεν έπαιρνε άλλο(Ψαλμ. 37, 9).
Αλλά πόσο μεγάλος είναι ο πλούτος της αγαθότητάς Σου, πανάγαθε Κύριε! Όταν έσφαλα και ξέφυγα από τον ίσιο δρόμο και το καλό, Εσύ πρόλαβες με θαυμαστό τρόπο και με πρωτοφανείς δωρεές πάλι με ξαναγύρισες πίσω. Και έφαγα πράγματι και ήπια και στη συνέχεια ευφράνθηκα πνευματικά από ευσπλαχνία δική Σου, αλλά και πάλι πλανήθηκα πολλές φορές και εξορίστηκα, δε γνωρίζω για ποιο από τα δύο· από φοβερή απάτη του δαίμονα ή από απροσεξία δική μου, ή και από τα δύο, ή ίσως και από κάποια βαθύτερη δική Σου κρίση, από την οποία προέρχονται οι παραχωρήσεις και οι εγκαταλείψεις και οι τιμωρίες κατά διάφορους τρόπους.
Πάλι λοιπόν και πολλές φορές βούλιαξα στο βούρκο όπου δεν υπήρχε στερεό έδαφος(Ψαλμ. 68, 3) και υπέφερα και καταβλήθηκα καθώς με τρυπούσε σαν αγκάθι(Ψαλμ. 31, 4) το θανατηφόρο κεντρί της αμαρτίας, και γενικά από τα πολλά πονηρά που μηχανεύτηκε με κακία ο εχθρός κατά της ψυχής μου εξαιτίας της φοβερής μου αμέλειας και της εξοργιστικής ανοησίας μου. Εσύ όμως, ποτέ δεν αδιαφόρησες για τα πάθη μου μέχρι τέλους, αλλά και με φωνή πνευματική φώναξες στα μυστικά μύχια της καρδιάς μου και είπες στην εξουθενωμένη ψυχή μου: «Εγώ είμαι η σωτηρία σου(Ψαλμ. 34, 3), μη φοβάσαι, αλλά ξαναγύρισε στην ανάπαυσή σου, μην πλανάσαι». Κι έτσι με παρηγόρησες, Ιησού ανεξίκακε, κι έγινες λαμπρός υπερασπιστής της σωτηρίας μου, κι Εσύ που είσαι το δεξί χέρι του Πατέρα με κράτησες με δύναμη και η παιδαγωγία Σου με ανόρθωσε(Ψαλμ. 17, 36) και πάλι, όπως και πολλές άλλες φορές, με την τόσο μεγάλη ευφροσύνη των ανέκφραστων μυστικών Σου.
Έλα λοιπόν, Λόγε του Θεού, στην καρδιά μου σαν σφραγίδα ασφάλειας, για να θεωρώ το ανέκφραστο υπερφυσικό κάλλος Σου· έλα στα χέρια μου, για να πράττω τις άγιες και ζωοποιές εντολές Σου· έλα, Βασιλεύ 'Ιησού Χριστέ υπερουράνιε, έλα για να ζήσω μέσα σ' Εσένα πνευματικά. Έλα κοντά μου γρήγορα, καθώς επιστρέφω σ' Εσένα με όλη μου την ψυχή, Εσύ που είσαι η υπερκόσμια ευφροσύνη εκείνων που είσαι μέσα τους με τρόπο άρρητο. Άστραψε την αστραπή Σου, Απειρόσοφε, για να συναχθεί η νοερή μου ψυχή στον εαυτό της και κατόπιν σ' Εσένα, και να διασκορπιστούν και να χαθούν εκείνοι που με εχθρεύονται χωρίς λόγο(Ψαλμ. 3, 8) και με καταδιώκουν άδικα και με κακοποιούν αλύπητα. Φύλαξέ με, Κύριε, για πάντα σε παρακαλώ, ως κόρην οφθαλμού(Ψαλμ. 16, 8), για να σε θεωρώ μένοντας αιώνια μαζί Σου, υπερένδοξε, άρρητε Δέσποτα.
57-61. Στο χωρίο· «Εκείνοι ήταν οι ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου» (3ο μέρος)"
57. Ποιος είμαι, άκτιστε Κύριε, εγώ η στάχτη και το χώμα, και πόσες είναι οι μέρες μου εμένα που περνώ σαν ίσκιος(Ψαλμ. 143, 4) και σαν σύντομο όνειρο, Άναρχε, μπροστά σ' Εσένα που στα μάτια Σου τα χίλια χρόνια είναι σαν τη χθεσινή ημέρα που πέρασε, ή και όση η διάρκεια μιας φρουράς τη νύχτα(Ψαλμ. 89, 4); Και τί γνωρίζω εγώ μπροστά σ' Εσένα που έκανες τους ουρανούς με γνώση(Ψαλμ. 135, 5) και τη γη και το σύμπαν με σοφία, και μάλιστα όλα μαζί και αυτοστιγμεί;
Ποιος είμαι λοιπόν για να σταθώ καν μπροστά Σου, πανεύσπλαχνε, και να με κρίνεις; Μη, παρακαλώ, μη, σε ικετεύω Δέσποτα· από τα βρέφη οι γονείς δε ζητούν λόγο για ό,τι κάνουν, ούτε καν ζητούν κάποιο έργο, αλλά με καλή καρδιά, με στοργή και ενδιαφέρον τα φροντίζουν με μαλακό τρόπο σε όσα χρειάζονται και τα τρέφουν όσο μπορούν και τα περιθάλπουν. Γι' αυτό, Άγιε, ο πραγματικά αιώνιος προσφιλέστατος Πατέρας μας, ως Δημιουργός όλων των δικών μας κόσμων από το μηδέν, μη θυμώνεις για τις αμαρτίες και τις ανομίες μου, παρακαλώ, μήτε να ζητάς από εμένα έργα, Φιλάνθρωπε, ανάλογα της χάρης Σου, μη, Αγαθέ, μη.
Ποιος είμαι λοιπόν για να σταθώ καν μπροστά Σου, πανεύσπλαχνε, και να με κρίνεις; Μη, παρακαλώ, μη, σε ικετεύω Δέσποτα· από τα βρέφη οι γονείς δε ζητούν λόγο για ό,τι κάνουν, ούτε καν ζητούν κάποιο έργο, αλλά με καλή καρδιά, με στοργή και ενδιαφέρον τα φροντίζουν με μαλακό τρόπο σε όσα χρειάζονται και τα τρέφουν όσο μπορούν και τα περιθάλπουν. Γι' αυτό, Άγιε, ο πραγματικά αιώνιος προσφιλέστατος Πατέρας μας, ως Δημιουργός όλων των δικών μας κόσμων από το μηδέν, μη θυμώνεις για τις αμαρτίες και τις ανομίες μου, παρακαλώ, μήτε να ζητάς από εμένα έργα, Φιλάνθρωπε, ανάλογα της χάρης Σου, μη, Αγαθέ, μη.
Αλλά όπως αρμόζει σε νήπια, έτσι και πολύ περισσότερο και χωρίς τέλος Εσύ συγχώρησε τα παραπτώματά μου και αύξανε την άχραντη δωρεά Σου σ' εμένα, επειδή ως ασθενής στη φρόνηση έχω πολύ μεγάλη ανάγκη από βοήθεια. Ναι, Συ που με δημιούργησες και με έπλασες και με αναγέννησες, υπερύμνητε, με σκοπό πάντως υπεράγαθο: αφού δηλαδή με ευεργετήσεις υπερβολικά και με καταστολίσεις με θεουργικά κάλλη σαν γνήσια εικόνα Σου, να με δοξάσεις ανάλογα με την αιώνια και υπέρτατη δόξα· άλλωστε, ήρθες όχι για να κρίνεις, αλλά για να σώσεις τον κόσμο(Ιω. 3, 17). Αμήν.
58. Όπως βλέπεις κι Εσύ, Κύριε, που γνωρίζεις τα μυστικά της καρδιάς, κατακρίνω ο ίδιος τον εαυτό μου. Δε χρειάζομαι, υπέρσοφε, κανένα άλλο δικαστή. Μόνο για όποια υπάρχει αμφιβολία, υπεράγαθε, γίνεται κρίση από δικαστήριο. Όταν όμως ο κρινόμενος καταδίκασε από πριν μόνος του τον εαυτό του και βλέπει και ομολογεί αληθινά τον εαυτό του όχι μονάχα πως είναι απλώς αμαρτωλός, αλλά ότι αμαρτάνει κάθε ημέρα και ώρα, λυπήσου τον, φιλάνθρωπε Κύριε, και μη τον δικάσεις. Ζητώ έλεος και επαιτώ χάρη, ώ άφθονη Πηγή του ελέους και των ευεργεσιών.
Εσένα παρακαλώ, που ευδόκησες να γίνεις άνθρωπος για μένα και που από άφθονη αγαθότητα δε μας τιμωρείς ανάλογα με τις ανομίες μας και από υπερβολική αγάπη δε μας ανταποδίδεις σύμφωνα με τις αμαρτίες μας(Ψαλμ. 102, 10)· αλλά μάλλον σε νικά η έμφυτη αγάπη Σου και απομακρύνεις από μας τις αμαρτίες μας όσο απέχει η ανατολή από τη δύση(Ψαλμ. 102, 12).
Σε ικετεύω λοιπόν, ανεξίκακε Κύριε Ιησού Χριστέ, εύσπλαχνε Δέσποτα, και σε παρακαλώ, αν και ανάξια, να παραβλέψεις κάθε μου ανομία και κάθε μου αμαρτία και να χαρίσεις στην καρδιά μου τέλεια τη σφραγίδα του παναγίου Σου Πνεύματος, την πραγματικά αγία δωρεά, με τη δύναμη και τη σοφία Σου, για να πράττω έτσι με σοφία και φρόνηση πνευματική, με τη δύναμη της χάρης Σου, όσο είναι δυνατό, τα ευάρεστα ενώπιόν Σου, ώστε να τρέξουν πάλι στ' αλήθεια οι πνευματικοί ποταμοί της άχραντης σοφίας Σου από την καρδιά μου με γνώση της αλήθειας και με το κατάλληλο φως κι έτσι να βρεθώ μ' Εσένα, κοινωνός των μυστηρίων Σου, στους αιώνες των αιώνων, δηλαδή φωτισμένος από το υπερένδοξο φως Σου από τώρα, με το ανείκαστο έλεος και την ανέκφραστη χάρη Σου. Αμήν.
59. Κανένας δεν καταλαβαίνει με απόλυτη σαφήνεια την επιβουλή —είτε πρέπει να την πούμε προσβολή— που είναι στην κυριολεξία διαβολική, όπως εκείνος που ξέφυγε τους δαίμονες κι έμεινε ελεύθερος για ένα χρονικό διάστημα από διαβολικές προσβολές. Και κανείς δεν τους αποφεύγει και δεν απαλλάσσεται από αυτούς, όπως είπα, παρά μόνο εκείνος που θ' αποκτήσει τη βοήθεια θείας πνοής ενυπόστατη και αέναη μέσα στην καρδιά του. Αυτή τη γεννά η πίστη ενωμένη με ταπείνωση και ενεργή αγάπη Θεού και ανθρώπων και ο ησυχαστικός τρόπος ζωής με αγρυπνία και ανάγνωση, πότε πρακτική και πότε θεωρητική, κι έπειτα θεολογική, ύστερα από προσευχή. Αγάπη ενεργής λέγεται φυσικά η εκπλήρωση των ιερών εντολών του Θεού κατά το δυνατό.
Από αυτά λοιπόν προέρχεται όχι μόνο γνώση του Θεού καθαρότερη και λαμπρότερη, αλλά και ακριβής γνώση και ορθότερη διάκριση των δολίων δαιμονικών επινοήσεων και εφόδων κατά της ψυχής. Και τότε οι αγώνες γίνονται μεγαλύτεροι και ανάλογη η άθληση κατά των δαιμόνων που φθονούν υπερβολικά και ορμούν αδιάκοπα με μανία για κάθε είδος κακοποίηση της θεοφόρου ψυχής με μεγάλη κακεντρέχεια. Και αν ο αληθινός Σωτήρας δεν προστάτευε φιλάνθρωπα το λαό Του και δεν προμαχούσε για τους πιστούς Του ο Χριστός, δε θα σωζόταν πραγματικά κανένας άνθρωπος, έστω και άγιος.
60. Γνωρίζω πολύ καλά και μάλιστα σου εξομολογούμαι, Κύριε· και από τα άλογα ζώα χειρότερος γίνομαι από απροσεξία, αγνωμοσύνη και άλογες πράξεις, εγώ ο λογικός άνθρωπος, εφόσον εκείνα συμμορφώνονται με τη φύση τους και ζουν σύμφωνα με αυτή, ενώ εγώ ούτε μία στιγμή δε γνώρισα ποιά είναι η καθαρή και αρμόζουσα στη φύση μου ενέργεια, εξαιτίας του μολυσμού από τα ακάθαρτα πάθη και της εμπαθούς προσκολλήσεως στα πρόσκαιρα και της ακόλουθης συγχύσεως.
Γι' αυτό κάνω σαν ανόητος κι ούτε γνωρίζω όπως πρέπει ποιά είναι αληθινά η φύση μου. Και ξεπέρασα και το δαιμονικό συρφετό και είμαι πραγματικά χειρότερος και από τους ίδιους τους δαίμονες κατά την προαίρεση. Γιατί αν κι εγώ όπως εκείνοι ήμουν απρόσβλητος από ασθένειες και αθάνατος και χωρίς καμιά ανάγκη για τη ζωή, τότε χωρίς αμφιβολία θα ήμουν κι εγώ ο δυστυχισμένος μέγας στην κακία και ακράτητος στις άτοπες ορμές. Αφού τώρα, που όχι μόνο αθάνατος δεν είμαι, αλλά και με βρίσκουν ασθένειες συχνές και μακρές, παρανομώ και χαίρομαι στις αμαρτίες κι είμαι έτοιμος γι' αυτές.
Και το χειρότερο, δεν κλίνω προς ένα κακό μόνο, ώστε να αποφεύγω τα άλλα, όπως καθένας από τους δαίμονες, που ένας είναι της φιλαργυρίας, άλλος της κενοδοξίας, άλλος της φιληδονίας και άλλος είναι εργάτης άλλου πάθους ή μάλλον φίλος και συνεργός σ' αυτό το πάθος μ' εκείνους που πείθονται σ' αυτόν· αλλά εγώ μόνος μου είμαι όλων των παθών εραστής και εκτελεστής. Και μάλιστα είμαι τόσο πολύ κυριευμένος από τα πάθη, ώστε και χωρίς παρακίνηση ή εξωτερική προσβολή των δαιμόνων πηγαίνω προς αυτά, ή μάλλον πέφτω αξιολύπητα σ' αυτά με τη θέλησή μου.
Γι' αυτό και όσα κακά δεν έκανα, όχι πως δεν τα έκανα γιατί τ' απέφυγα θεληματικά ή γιατί ελεύθερα δεν τα θέλησα, αλλά γιατί δεν μπόρεσα. Πόσο λοιπόν εγώ κρίνομαι δίκαια χειρότερος από τους δαίμονες! Αυτοί είναι αθάνατοι και δεν αρρωσταίνουν και δεν έχουν ανάγκες της ζωής, κι όμως κλίνει προς ένα μόνο είδος αμαρτίας ο καθένας. Ενώ εγώ, που οι μέρες μου δεν είναι μόνο λίγες, αλλά όπως ανέφερα είναι γεμάτες από νόσο και ασθένεια και ταλαιπωρία, και όμως τρέχω με προθυμία σε κάθε αμαρτία, πρόθυμος, αλοίμονο, να την εκτελέσω. Είμαι λοιπόν πραγματικά πολύ χειρότερος και από τους δαίμονες.
Αλλά Κύριε, Κύριε, Εσύ που το έλεός Σου είναι ανυπέρβλητο κι έχεις στη φύση Σου το να σώζεις, αφού και σ' αυτούς τους δαίμονες έχεις παραχωρήσει μετάνοια, αν θέλουν, χωρίς μνησικακία· ενίσχυσέ με με σοφία και κάθε απαραίτητο για να μετανοήσω όπως πρέπει για τις αμαρτίες μου και να εξιλεώσω το πανάγιο πρόσωπό Σου, Εσύ η έξοχη και μακάρια ζωή και η διαρκής υπερκόσμια απόλαυση των Δικαίων και η Αυτοαγάπη που ξεχνάς τις κακίες μας και η άφατη φιλανθρωπία και ευσπλαχνία, Δέσποτα. Δείξε το μέγα και θαυμαστό έλεός Σου στην ψυχή μου που σου φωνάζει «Ελέησέ με, ευδιάλλακτε», για να αποδειχθεί έτσι καθαρά και να το μάθομε, ότι και στους δαίμονες, αν στην κατάσταση που βρίσκονται επέστρεφαν σ' Εσένα κι έλεγαν το «ελέησέ με» προς την απέραντη αγαθότητά Σου, δε θα τους άφηνες έξω από το έλεός Σου, ούτε θα τους αποστρεφόσουν, Εσύ που είσαι η πηγή των δωρεών.
Αν λοιπόν ελεήσεις εμένα που είμαι πιο κακός από κείνους και χειρότερος από τα άλογα ζώα, τότε πράγματι δεν υπάρχει κανείς αμαρτωλός, ούτε άνθρωπος ούτε δαίμονας, ο οποίος πέφτοντας μπροστά Σου θα φωνάξει «ελέησέ με» και δε θα βρει αμέσως την άπειρη αγαθότητά Σου και το πλουσιότατο κι εξαιρετικά θαυμαστό και πάνω από κάθε προσδοκία έλεός Σου. Ελέησέ με, Ιησού, Εσύ που είσαι και φυσικός Πατέρας μας και πηγή του ελέους.
61. Πολλά μού έρχονται, Κύριε, στο νου, αλλά δεν υπάρχει κανένα που να το κατανοώ με σιγουριά ως το τέλος, και γενικά ανάμεσα σε όλα δεν υπάρχει ούτε ένα που να μη με προδίδει κάπου η γνώση του. Γι' αυτό ακριβώς, όπως είναι φυσικό, έχω αποδειχθεί πασίδηλα φτωχός στη γενική και πλήρη γνώση. Τον ουρανό τούτον εδώ και τη γη βέβαια τα βλέπω, τί είναι όμως αυτά και που εδράζονται και πώς κρατούν τη συνοχή τους και τα άλλα τα πάμπολλα γύρω από αυτά και τη φύση τους, τ' αγνοώ ολοφάνερα. Τον αέρα, το νερό και τη φωτιά μπορώ πολύ εύκολα να τα δείξω σ' όποιους θέλουν ποια όμως είναι η φύση του καθενός, αν ερωτήσει κανείς, και πώς το ένα κυλάει προς τα κάτω και το άλλο πηγαίνει προς τα επάνω, ενώ ο αέρας προς κάθε κατεύθυνση, γι' αυτά ούτε το στόμα δεν μπορώ ν' ανοίξω για να ψελλίσω κάτι. Αλλά τα παραλείπω αυτά, καταλαβαίνοντας ότι δεν έχω τι να πω. Και μία τρίχα, το ευτελέστατο αυτό πράγμα, ελάχιστα πέφτει στην αντίληψή μας από πού προέρχεται και πώς, και ποιά σειρά χρονική ακολουθούν και ποιά τάξη. Και τί αξίζει να γνωρίζεις πώς είναι οι τρίχες;
Γι' αυτό σε παρακαλώ, Δέσποτα, ελευθέρωσέ με από το φρόνημα της οιήσεως, που γίνεται αιτία να κρίνω και να κατακρίνω τον πλησίον και κάθε άλλον. Έπειτα, πάρε με κάτω από τη σκέπη του κραταιού βραχίονά Σου, γιατί είμαι απλοϊκός και πολύ βραδύς στην αντίληψη. Ποιος άραγε γνωρίζει την έκταση του ουρανού και τον τόσο όγκο και το τόσο βάρος της γης και τον ταχύτατο και ακούραστο δρόμο του ηλίου που γίνεται με θαυμαστή τέχνη και ακρίβεια; Ποιος θα κατανοήσει τη δύναμη που διευθύνει με τόση σοφία όλα αυτά; Πώς να τα μάθει αυτά ο άνθρωπος που δεν έχει ούτε για το κουνούπι μια σχετική γνώση; Και από που να τα μάθει; Εγώ είμαι πολύ ανόητος και ανίσχυρος να εννοήσω τη δύναμη της σοφίας Σου. Και θαρρώντας μόνο στη χάρη Σου πρέπει να μιλώ είτε για τη θέωση, είτε για την υπερφυσική ένωση με το Θεό, που εκτελεί ο ίδιος ο Θεός και η υπερέχουσα νόησή Του.
62-63. Στο χωρίο· «Εκείνοι ήταν οι ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου» (4ο μέρος)"
62. Μόνο όσοι δέχτηκαν από τη χάρη με τη διόραση την πνευματική αίσθηση, εννοούν με σημάδια φανερά και πάρα πολύ σαφή και πραγματικά εκείνους που δεν έχουν την πνευματική αίσθηση αλλά βαδίζουν ψυχικά. Γιατί, κατά τον θείο Παύλο, ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να διακρίνει τα πάντα, αν και ο ίδιος δεν μπορεί να κατανοηθεί από κανέναν άλλο(Α΄ Κορ. 2, 15).
Αλλά σε οποιαδήποτε κατάσταση είναι οι άλλοι, όχι μόνο δε βλέπουν τον άδειο από θείο Πνεύμα, αλλά συχνά και επαινούν από ανοησία αυτούς που είναι για ελεεινολόγηση, επειδή δε δέχτηκαν αίσθηση πνευματική από τη χάρη και τους κυβερνά κοσμικό πνεύμα και είναι ψυχικοί, όπως τους αποκαλεί ο θείος λόγος(Α΄Κορ. 2, 14).
Γιατί εκείνοι που έχουν πνευματική αίσθηση κι έχουν πλησιάσει την ομοιότητα με το Θεό, κρίνουν τα πράγματα όχι με αυθάδεια ή παρασυρμένοι από το φαινόμενο, όπως κάνουν οι περισσότεροι, αλλά σύμφωνα με την αναλλοίωτη και αιώνια αλήθεια που αυτά περιέχουν, μυημένοι πάντως από το ζωοποιό και φωτιστικό Πνεύμα, το οποίο σε όσους κατοικήσει φανερά, παρέχει ζωή υπερφυσική, διαφορετική από τη συνηθισμένη, και φως και γνώση, όχι βέβαια όπως βλέπουν οι πολλοί τα πράγματα.
Τέτοιος ήταν ο πατριάρχης Ιακώβ, ο οποίος άλλαξε πολλούς τόπους, μένοντας πνευματικά στον ένα αυτό τόπο, και είδε με τα μάτια της διακρίσεως και είπε πολλά για τους γιους του, άξια θαυμασμού(Γεν. 49, 1 κ.ε.). Έτσι και ο Ησαΐας, ο πιο μεγαλόφωνος προφήτης, βλέποντας τον Ιησού να οδηγείται σαν πρόβατο στη σφαγή(Ησ. 53, 7), ούτε από το πάθος Του παρασύρθηκε, ούτε στην ταπείνωση εκείνη προσέκρουσε, αλλά με πνευματικά μάτια έβλεπε μυστικά τη δόξα που κρυβόταν σ' όλα αυτά, όπως έπρεπε· ήταν τέτοιος, που ενώ έβλεπε τη μορφή και το κάλλος του Ιησού αφανισμένα(Ησ. 53, 3), καθώς και τα άλλα παθήματά Του, εντούτοις ομολογούσε τη θεότητά Του.
Τέτοιοι πνευματικοί ήταν γενικά όλοι οι ιεροί Προφήτες, βλέποντας νοερά τα νοητά με την έλλαμψη του Πνεύματος. Εκείνους όμως που έχουν το πνεύμα του κόσμου, ή μάλλον, να πω σωστότερα, εκείνους που κατέχονται από το κοσμικό πνεύμα, όποιος θέλει να τους παρατηρήσει ευκολότατα, ας θυμηθεί τη φατρία εκείνη των Γραμματέων και Φαρισαίων που αναφέρουν τα Ευαγγέλια, πώς καταγίνονταν με τα φαινόμενα καλά και πώς επεδίωκαν με πάθος να επιδειχτούν και να ονομάζονται διδάσκαλοι του Ισραήλ με όλη την ψυχή τους, με το μεγαλοπρεπές σχήμα και βάδισμα, και τίποτε άλλο δεν έκαναν πέρα από το εξωτερικό σχήμα και υποκρίνονταν τους ενάρετους με τα καλά τους λόγια(Ματθ. 23, 3 κ.ε.).
Γι' αυτό και καταδίκασαν σκληρά σε θάνατο τον Ιησού Χριστό —τί φοβερή τυφλότητα!— τον γνησιότατο Υιό του Θεού των όλων, τη θεία και αληθινή ζωή, εξαιτίας του φθόνου που γέννησε μέσα τους το κοσμικό πνεύμα. Αν δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, όπως έχει γραφεί(Ιακ. 4, 5), δε μιλάει μέσα μας με κίνητρο το φθόνο, είναι φανερό ότι το πνεύμα του κόσμου μιλάει από φθόνο και κατά συνέπεια η κρίση του είναι άδικη και σκοτεινή. Γι' αυτό, όπως έχει γραφεί, θα χτυπήσουν τα στήθη τους(Αποκ. 1, 7) στον καιρό της καθολικής κρίσεως και θα ελεεινολογήσουν τον εαυτό τους και θα δουν γεμάτοι φόβο Εκείνον που κέντησαν με τη λόγχη(Ιω. 19, 37) και θα πουν γεμάτοι απορία: «Αυτός δεν είναι που εμείς τον είχαμε για τίποτε και που θεωρούσαμε παραφροσύνη τον τρόπο ζωής Του; Πώς λογαριάστηκε ανάμεσα στους υιούς του Θεού;(Σ. Σολ.5, 4-5)».
Γιατί αφού εξαπατήθηκαν από το κοσμικό πνεύμα και κυριεύτηκαν από το σκότος της οιήσεως και σκόνταψαν φοβερά, δεν μπορούσαν φυσικά να δουν την πραγματική αλήθεια και να πορευτούν στο εξής σύμφωνα με αυτή, με την οποία πορεύονται εκείνοι που έχουν το ηγεμονικό και ευθές και φωτιστικό Πνεύμα. Για τους πνευματικούς λέει κάπου ο Παύλος: «Δε γνωρίζετε ότι θα κρίνομε αγγέλους; Δεν είμαστε λοιπόν ικανοί να κρίνομε βιοτικές υποθέσεις;»(Α΄ Κορ. 6, 3). Έτσι, εκείνος που έχει το Πνεύμα κατανοεί τα πάντα(Α΄ Κορ. 2, 15), το Οποίο, όπως λέει ο Κύριος, ο κόσμος δεν μπορεί να το λάβει, ούτε το θεωρεί(Ιω. 14, 17).
Όσοι λοιπόν δεν έχουν ντυθεί με αληθινή αίσθηση ψυχής και δεν έχουν μέσα τους το υπερουράνιο Άγιο Πνεύμα να ενεργεί άρρητα και μυστικά και να λέει τα ανέκφραστα, αυτοί είναι φανερό ότι έχουν το πνεύμα του κόσμου. «Εσείς όμως —λέει ο Παύλος— δεν είστε πλέον σαρκικοί, αλλά πνευματικοί, αν βέβαια κατοικεί μέσα σας Πνεύμα Θεού. Εκείνος όμως που δεν έχει Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν ανήκει σ' Αυτον»(Ρωμ. 8, 9).
Βλέπεις λοιπόν ότι εκείνοι που έχουν μέσα τους το Πνεύμα δεν είναι σαρκικοί; Και ότι εκείνοι που, αλοίμονο, τους λείπει θλιβερά Αυτό, όχι μόνο δεν μπορούν να κρίνουν ορθά για τα θεία, αλλά ούτε του Χριστού άνθρωποι πέτυχαν να είναι; Κι αλλού ο Απόστολος δείχνει πιο ανάγλυφα την αντίθεση του κοσμικού πνεύματος προς το Πνεύμα του Θεού, λέγοντας: «Εμείς δε λάβαμε το πνεύμα του κόσμου αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσομε εκείνα που μας χάρισε ο Θεός»(Α΄ Κορ. 2, 12). Εννοείς τώρα ότι τα θεία και την αλήθεια μπορούν να εννοήσουν μόνο εκείνοι που δέχτηκαν το Πνεύμα του Θεού; Όπως είπε και ο Κύριος: «Όταν έρθει Εκείνος, το Πνεύμα της αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε ολόκληρη την αλήθεια»(Ιω. 16, 13).
Βλέπεις πώς έρχεται πραγματικά στο νου η πλήρης αλήθεια, οπότε πιά και η κρίση είναι εύκολη και ασφαλής; Γι' αυτό το Άγιο Πνεύμα ονομάζεται Πνεύμα βουλής, Πνεύμα επιστήμης, Πνεύμα συνέσεως και σοφίας(Ησ. 11, 2), Πνεύμα ηγεμονικό(Ψαλμ. 50, 14), Πνεύμα ευθές(Ψαλμ. 50, 12), Πνεύμα της αλήθειας(Ιω. 14, 17). Ακόμη ο Ησαΐας το ονομάζει και Πνεύμα κρίσεως(Ησ. 4, 4), γιατί με αυτό η ψυχή διευθύνεται προς τα λεχθέντα με ευθυκρισία και με αυτό τα ενεργεί κατά το πρέπον, αφού και αυτή είναι μέτοχος του Πνεύματος, και χωρίς Αυτό όλα είναι γεμάτα σκότος και έρημα από αλήθεια.
Εκείνος που είναι άμοιρος από το Πνεύμα της αλήθειας και από όσα είπαμε στη συνέχεια κι επιχειρεί έπειτα να κρίνει, θα βγάλει εσφαλμένα συμπεράσματα και θ' αστοχήσει ως προς την αλήθεια. Κανείς, λέει, δε γνωρίζει τα μυστικά του άλλου, παρά το πνεύμα που υπάρχει μέσα του· το δε Πνεύμα ερευνά τα πάντα(Α΄ Κορ. 2, 11 και 10). Και αν χωρίς Αυτό ήταν δυνατό να βρει κανείς την αλήθεια, δε θα λεγόταν το Άγιο Πνεύμα Πνεύμα αλήθειας και Πνεύμα κρίσεως και τα άλλα που αναφέραμε.
Αν κανείς πει ότι κρίνει χωρίς το Πνεύμα της αλήθειας, θα είναι συνήγορος του ψεύδους, γιατί εννοεί κάτι το ανύπαρκτο και με μία λέξη θα εκπέσει από την αλήθεια (είναι και Πνεύμα κρίσεως) και θα εξοριστεί με τη θέλησή του από το Θεό και από τη δόξα του Θεού και θα διχοτομηθεί δίκαια, γιατί κρίνει παρά την αλήθεια και αποφασίζει με ιταμότητα, προδίδοντας τυφλά το δίκαιο, κυριολεκτικά σαν άλλος Ιούδας. Γιατί κι εκείνος ο τρισάθλιος καταδικάστηκε από αυτό· επειδή πρόδωσε αισχρά και αδικαιολόγητα τη Δικαιοσύνη και την Αλήθεια, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που έστειλε σ' εμάς ο Πατέρας ως δικαίωσή μας(Α΄ Κορ. 1, 30) και που είπε ότι Αυτός είναι η αλήθεια(Ιω. 14, 6).
Φαρισαίε άθλιε, τυφλέ, περιέρχεσαι άδειος από το Πνεύμα που φωτίζει τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής κι έχεις το θράσος να κρίνεις σφαλερά από τα φαινόμενα το εσωτερικό του ανθρώπου, όπως κι οι τότε Φαρισαίοι έβλεπαν —ανίσως και έβλεπαν— παράδοξες αναστάσεις νεκρών και πάμπολλα άλλα θαύματα, τα οποία ως Θεός αληθινός ο Ιησούς έκανε μόνο με το νεύμα Του, κι ενώ θα έπρεπε να Τον δοξάζουν και να Τον υμνούν και να πιστεύουν σ' Αυτόν, αυτοί αγανακτούσαν και στενοχωρούνταν για τη σοφότατη και φιλάνθρωπη κατάργηση του σαββάτου και γιατί δε νήστευαν οι μαθητές του Νυμφίου(Ματθ. 9, 15) και γιατί έτρωγαν χωρίς να πλύνουν τα χέρια τους(Μάρκ. 7, 2).
Ολότελα άμυαλε, θα έλεγα, και ανόητε και γεμάτε από σκότος Φαρισαίε, θέλεις να διορθώσεις την πηγή της σοφίας και των ανέκφραστων θαυμάτων και παραβλέποντας έργα με τόσο μεγάλη δύναμη, προσέχεις τάχα τα πιο ασήμαντα που έγιναν για λόγο ακατανόητο σε σένα; Πόσο διεστραμμένος, αχάριστος και αναίσθητος είσαι! Και αν σκανδαλίζεσαι, ενώ δεν έπρεπε, από τα μηδαμινά, πώς δε θαύμασες τα μέγιστα έργα, τα οποία έκανε πέρα από τα συνηθισμένα, και πώς δε προσερχόσουν τότε ταπεινά προς Αυτόν που τα πραγματοποίησε, δοξάζοντας όπως έπρεπε και υμνώντας Τον, και δε ζητούσες με ευθύτητα να σού εξηγήσει το λόγο που έκανε όσα εσύ νομίζεις ότι υπερβαίνουν το συνηθισμένο μέτρο; Αλλά, όπως φαίνεται, η οίηση είναι το χειρότερο και φοβερότερο απ' όλα, όπως και η πονηρία που την ακολουθεί. Είναι τόσο σκοτεινή, όσο νομίζει ότι γνωρίζει· και τόσο ανόητη, όσο αγνοεί την άγνοιά της.
Άλλοτε πάλι, Φαρισαίε τυφλέ, δεν εξετάζεις αν είναι καθαρό το εσωτερικό του ποτηριού, αλλά νομίζεις ότι πρέπει να εξετάζεις και να καθαρίζεις απ' έξω το ποτήρι ή το πιάτο(Ματθ. 23, 26). Ούτε ακούς τί λέει για την κρίση ο Χριστός, η αληθινή σοφία: «Μην κρίνετε κατ' όψιν, μάθετε να κρίνετε με κριτήρια ορθά»(Ιω. 7, 24). Δεν εννοείς ότι δεν μπορείς να κρίνεις δίκαια κατά το φαινόμενο και να παίρνεις αποφάσεις ορθές; Αυτό δηλώνει το «κατ' όψιν», δηλαδή το φαινόμενο.
Πώς λοιπόν εσύ, αναίσθητε, χωρίς να φοβάσαι μήτε την εντολή του Πατέρα, μήτε όπως φαίνεται να εννοείς ότι δεν είναι εκείνο που φαίνεται ο κυρίως άνθρωπος, νομίζεις ότι το να κρίνεις από το φαινόμενο φέρνει πολύ μικρή ντροπή, αντί να κρύβεσαι; Και φυσικά, εφόσον ζεις στερημένος από τη θεία ζωή, στερημένος το φως, τη σοφία, την αλήθεια και τη γνώση και τα άλλα μύρια αγαθά που εκχύνονται και μεταδίδονται από το Πνεύμα, χωρίς τα οποία όχι μόνο τα ξένα δεν μπορείς να κρίνεις χωρίς να σφάλλεις, αλλά ούτε τον εαυτό σου μπορείς να δεις σε ποιο βάθος κακών έχεις πέσει. Αφαίρεσε, αν σε πείθω, το δοκάρι από το μάτι σου, εννοώ την ιδέα ή την οίηση από το νου σου· και τότε αφού δεις, μπορείς δικαιολογημένα στη συνέχεια ν' αφαιρέσεις από το μάτι του αδελφού σου το σκουπιδάκι, το αμάρτημα δηλαδή που μπήκε απρόοπτα και χωρίς να το καταλάβει(Ματθ. 7, 5).
Όσο το εσωτερικό μάτι σου δε βλέπει φως νοητό, είναι φανερό το δοκάρι που έχει πάνω του και του προξενεί την τύφλωση. Προτού λοιπόν φροντίσεις με κάθε τρόπο τον εαυτό σου και προτού απομακρύνεις όσο γίνεται μακριά από σένα το κακό, πρόσεξε μην εξαπατηθείς από τον δαίμονα και υποστείς παθήματα από την ανοησία σου με το να επιχειρείς αυτά που μόνο στους φωτιζόμενους ανήκουν. Επισφαλής, και μάλιστα πολύ, αυτή η ενέργεια· επικίνδυνη η προσπάθεια. Αυτοί που πρέπει να μιλήσουν και κατ' ακολουθίαν να κρίνουν είναι οι λυτρωμένοι από τον Κύριο, όπως συμβουλεύει ο ιερός Δαβίδ, αυτοί δηλαδή που ο Κύριος λύτρωσε από τα χέρια των έχθρών(Ψαλμ. 106, 2), των νοητών εννοείται, και τους σύναξε από τις χώρες, δηλαδή από τις εμπαθείς και ανοίκειες και πολυποίκιλες έξεις, και τους ένωσε με τον εαυτό τους και με τη δόξα Του. Αυτοί λοιπόν που είναι συναγμένοι και ενωμένοι και φωτισμένοι, ως λυτρωμένοι πια και σωσμένοι, ας μιλήσουν και ας κρίνουν.
Εσύ όμως, αφού δεν είσαι γεμάτος φως πνευματικό, όπως είπα, ασφαλίζου με τη σιωπή και μη ντρέπεσαι να μαθαίνεις μάλλον και να ομολογείς την άγνοιά σου, ακούγοντας οποιοδήποτε λόγο, λόγο σωτηρίας βέβαια κι όχι απώλειας. Πώς δε σε συνετίζει ο λόγος του Χριστού: «Εγώ δεν κρίνω κανένα»(Ιω. 8, 15); Ενώ εσύ τί λες; «Εγώ θα κρίνω τους πάντες». Τί αμάθεια, για να μην πω τί αναισθησία! Λέει η Γραφή: «Ο Πατέρας έδωσε όλη την εξουσία να κρίνει στον Υιό»(Ιω. 5, 22). Ο Υιός έλαβε την εξουσία να κρίνει από τον Πατέρα· εσένα όμως ποιος σου την παραχώρησε; Άραγε η Τριάδα κατοικεί πραγματικά και περπατεί φανερά μέσα σου, όπως είναι η υπόσχεση του Θεού(Β΄ Κορ. 6, 16); Άραγε βλέπεις τον εαυτό σου μέσα στο Θεό Λόγο και το Θεό Λόγο μέσα σου; Μήπως είσαι μέσα στο Θεό; Κυλούν τάχα οι ποταμοί του Αγίου Πνεύματος ή αναβλύζουν ολοφάνερα με απρόσιτο φως μέσα από την καρδιά σου; Έχεις και όλα τ' άλλα, όσα ο Θεός ενεργεί φανερά στους αγίους Του; Ή είσαι πολύ μακριά από αυτά; Λοιπόν σταμάτησε τη γλώσσα σου να κακολογεί και κλείσε τα χείλη σου να μη λαλούν δόλια(Ψαλμ. 33, 14). Αναζήτησε προσεκτικά άλλους, να τους ερωτάς και να διδάσκεσαι· μην κηρύττεις ό,τι διδάσκεσαι· όταν σ' εξετάζουν άλλοι, εσύ ο ίδιος μην κρίνεις καθόλου.
Γιατί είναι μεγάλη ανοησία να προσπαθεί ένας τυφλός να διαβάζει βιβλία, κι ακόμη μεγαλύτερη, να νομίζει κανείς ότι, χωρίς να έχει το ζωοποιό Πνεύμα, γνωρίζει τα ενδόμυχα του άλλου, αφού ούτε τα δικά του δε γνωρίζει με ακρίβεια. Αλλά αυτά είναι τέχνες και προφάσεις του πονηρού και φθονερού δαίμονα που μισεί το καλό, τα οποία στρέφονται ολοφάνερα εναντίον μας καθώς σκληραίνομε από την οίησή μας και αντίθετα απ' ό,τι πρέπει τολμούμε να κρίνομε, ώστε με τέτοια αμάθεια να σκοντάψομε και ν' αστοχήσομε στην αλήθεια.
Και αντί να έρθομε για να μάθομε, να μείνομε χωρίς κανένα όφελος και εκτός από τον εαυτό μας να γίνομε ένοχοι σκανδάλου και βλάβης στους άλλους και υπεύθυνοι στο φρικτό δικαστήριο του Θεού, γιατί δε διακρίνομε ότι ήταν φυσικά σκευωρία του διαβόλου και δεν πεισθήκαμε στην εντολή του μεγάλου Παύλου, που λέει: «Τίποτε να μην κρίνομε πρόωρα»(Α΄ Κορ. 4, 5), προτού δηλαδή να έρθει μέσα μας ο Κύριος και με τη χάρη του Πνεύματος μας φωτίσει και αντίστοιχα μας φανερώσει τα βαθιά μυστικά.
Και αφού μας διδάξει ορθά γνώσεις και αποκαλύψεις θείων οράσεων και μυστικών πραγμάτων και μας αναδείξει χωρίς κίνδυνο πλάνης ανθρώπους αληθινά πνευματικούς και θεοφόρους, ή μάλλον θεούς, θα μας επαναφέρει στην (προπτωτική) δόξα και θα μας αποκαταστήσει στη χάρη της διοράσεως, οπότε και θα μάθομε καθαρά πόσο κακό είναι να κρίνομε χωρίς να έχομε τη δωρεά του Χριστού. Και τότε βέβαια θα κρίνομε χωρίς κίνδυνο να σφάλομε και με ευθύτητα.
63. Εξαρχής ο Θεός αξίωσε τον Ισραήλ μεγάλης βοήθειας και πολλής και θαυμαστής φροντίδας και τον είχε κληρονομική μερίδα Του(Δευτ. 32, 9) περισσότερο από όλους τους ανθρώπους. Τα μεγάλα όμως και εξαίσια έργα βοήθειας και φροντίδας που κάνει ο Θεός στους κατά Χριστόν πιστούς υπερβαίνουν τόσο πολύ τα όσα έκανε στον Ισραήλ, όσο είναι ανώτερη η ψυχή από το σώμα· και τόσο επισκιάζουν τα όσα έγιναν τότε, όσο επισκιάζει και κρύβει τα άστρα ο ήλιος· και τόσο ανώτερα είναι τα έργα στους Χριστιανούς από τα έργα στους Ισραηλίτες, όσο ανώτερο είναι το σώμα από τη σκιά του. Γιατί εκείνα ήταν σκιά πραγματικά μπροστά στα δικά μας, αν κανείς θέλει να εμβαθύνει.
Εκεί ήταν ο Φαραώ, ο πικρός και ανελέητος κυρίαρχος, και οι εχθρικοί επιστάτες(Έξ. 1, 8-11), εικόνες του σατανά και της συμμορίας του, που δεν προξενούν αλύπητα κακώσεις σωματικές, αλλά θλίβουν πρόθυμα και αδίστακτα την ίδια την ψυχή. Εκεί ο Μωυσής οδηγούσε το λαό του Θεού, ενώ σ' εμάς —τί ασύγκριτη υπεροχή!— αυτός ο αληθινός Υιός και ενυπόστατος Λόγος του Θεού, πολύ, άπειρα ανώτερος από τον παλαιό Νόμο. Εκεί ράβδος(Έξ. 7, 9 και 20· 8, 2 κ.α.), εδώ σταυρός: το ξύλινο ραβδί παραδόξως, αλλάζοντας μορφή σε φίδι, κατέτρωγε τα φίδια(Εξ. 7, 12)· και ο σταυρός, που ήταν όργανο κακίας, έγινε όργανο τόσης αγαθοσύνης, σαν να άλλαξε, και αποδείχθηκε καταστροφέας των δαιμόνων.
Λεηλατούν εκεί οι Ισραηλίτες την Αίγυπτο και παίρνουν μαζί τους χρυσό και άργυρο και πολυτελή ενδύματα(Έξ. 12, 35-36); Βλέπομε κι εμείς πόσο κάνομε το ίδιο κρυφά μέσα στο νου μας, μεταφέροντας την αισθητή καλλονή από την αμαρτία στο Θεό. Πύρινος στύλος νεφέλης εκεί οδηγούσε κατευθείαν στη θάλασσα τους Ισραηλίτες(Έξ. 13, 21-22). Εδώ όραση Θεού και πύρινος έρωτας Αυτού, όταν φτάνει ο πιστός και θεωρητικός νους σε αδιάκοπα δάκρυα, μέσα στα οποία χάνεται και πεθαίνει κάθε εχθρική επιβουλή, ενώ ο νους έχει περάσει απέναντι, όπως τότε, μετά το πέρασμα της θάλασσας από τους Ιουδαίους, ο Φαραώ και το στράτευμά του χάθηκαν στη θάλασσα με θαυμαστό τρόπο.
Και γενικά, αν εξετάσει κανείς όσα έγιναν τότε στους Ιουδαίους, θα δει ότι είναι σκιά και τύπος αυτών που γίνονται τώρα στους αληθινούς Χριστιανούς. Αν θέλεις λοιπόν να διαγνώσεις πόσο μεγάλη διαφορά υπάρχει ανάμεσα σ' εμάς και τους Ιουδαίους πιο συνοπτικά και πιο ανάγλυφα, να θυμάσαι τη διδασκαλία του παλαιού Νόμου και του νέου, που αρμόζει στους Χριστιανούς, και δε θα λαθέψεις στη διάγνωσή σου. Ο παλαιός διδάσκει για δημιουργήματα και μάλιστα ορατά, ότι βέβαια έγιναν από το Θεό, και λέει: «Στην αρχή δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη και τα λοιπά»(Γέν. 1, 1 κ.ε.).
Η διδασκαλία όμως των Χριστιανών μιλάει όχι μόνο για τα πάνω από τα αισθητά, αλλά και τα πάνω από τα νοητά κτίσματα, ή μάλλον και πάνω από τα άκτιστα νοητά, λέγοντας: «Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν με το Θεό, και ο Λόγος ήταν Θεός»(Ιω. 1, 1). Η διδασκαλία των Ιουδαίων λέει: «Είπε ο Θεός· ας δημιουργήσομε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα μας και με τη δυνατότητα της ομοιώσεως»(Γέν. 1, 26), ενώ των Χριστιανών λέει: «Ο Λόγος έγινε άνθρωπος και έμεινε ανάμεσά μας»(Ιω. 1, 14).
Εκείνη λέει: «Και ας έχουν την εξουσία των ψαριών της θάλασσας και των πτηνών του ουρανού και των ζώων όλης της γης»(Γέν. 1, 26). Η δική μας λέει: «Και από το δικό Του πλούτο πήραμε όλοι εμείς»(Ιω. 1, 16). Εκεί λέει: «Είπε ο Θεός, να γίνει φως»(Γέν. 1, 3). Εδώ λέει: «Αυτός που είπε να λάμψει από το σκοτάδι φως, Αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας»(Β΄ Κορ. 4, 6). Έχει λοιπόν κανείς τη δυνατότητα, αφού προσέξει τις δύο διδασκαλίες που είπαμε, να διαπιστώσει πόσο υπερέχουν και πόσο ασυγκρίτως ανώτερα είναι όσα οι Χριστιανοί έλαβαν από το Θεό από όσα καλά έλαβαν οι Ιουδαίοι, και θα πει αληθινά ότι αυτά είναι σκιά και τύπος σε σχέση με την υπερφυσικότατη αλήθεια των Χριστιανών ή μάλλον του Χριστού.
Και θα υμνήσει και θα δοξάσει ανάλογα τη θεία χάρη και πρόνοια, πώς από τη σκιά και τον τύπο ανέβασε ήρεμα τον άνθρωπο στο υπερούσιο έλεος των υπερκοσμίων πραγμάτων, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.