Γιατί αλλού και να ζητήσεις δε θα βρεις νου ουρανοπόρο που να βλέπει ψηλά την αλήθεια, παρά μόνο σε καρδιά που έχει δεχτεί την ειρήνη του Χριστού και μεταποιήθηκε ολόκληρη σε μια κατάσταση ζωής που πλημμυρίζει από ειρήνη. Η ψυχή λοιπόν που έχει θεία ειρήνη και κατέχει τον πολύτιμο ακρογωνιαίο λίθο και τα λόγια των ιερών Γραφών σαν πολύτιμους κατεργασμένους λίθους για να λιθοβολεί όσα θηρία θέλουν να ανεβούν στο όρος του Θεού, και την άσφαλτο, δηλαδή την ταπείνωση την οποία ενεργεί το Άγιο Πνεύμα, που καίει με τη θεία φωτιά τη λιθώδη πώρωση της καρδιάς και τη λειαίνει κάνοντάς την πνεύμα συντετριμμένο και ταπεινωμένο· που έχει ακόμη τα νερά των βροχών που δίνει ο Σωτήρας από τους ποταμούς της καρδιάς, και σαν οικοδομική ξυλεία που δε σαπίζει, τους λογισμούς της αληθινής πράξεως, και τα καρφιά και το τρυπάνι του φόβου και της βίας στην εργασία των θείων εντολών· που έχει ως αρχιτέκτονα τον θείο Λόγο και τους τεχνίτες Του, όσους δηλαδή με την επίβλεψή Του ρυθμίζουν τις ψυχικές δυνάμεις, και έχει όλα τα οικοδομικά εργαλεία, τη νηστεία, την αγρυπνία, την ψαλμωδία, την ανάγνωση και γενικά τα άλλα όλα που συντελούν ως όργανα στην αρετή, και το κόκκινο νήμα της στάθμης, τους ιερούς νόμους του Θεού στις Γραφές, και ακόμη, φως και ήλιο νοητό και υπέρλαμπρο όσα αντανακλούν στη ζωή της ψυχής· και γενικά, η ψυχή που έχει με τρόπο θείο και πνευματικό όλα όσα χρειάζονται αισθητά για την ανοικοδόμηση μιας πόλεως, αυτή είναι Ιερουσαλήμ νοητή και αυτή οικοδομείται ως πόλη για να κατοικήσει ο Θεός των πάντων, η ζωοποιός και άναρχη Τριάδα.
«Εγώ, λέει, και ο Πατέρας θα έρθομε —πνευματικά βέβαια— και θα κάνομε σ' αυτόν την κατοικία μας»(Ιω. 14, 23)· σαν να έλεγε «θα τον κάνομε πόλη, και μάλιστα πόλη θαυμαστή, που θα εκτείνεται στο άπειρο». Γι' αυτό λέει ο στίχος «η Ιερουσαλήμ που οικοδομείται», όχι «που οικοδομήθηκε». Όπως δηλαδή Εκείνος που κατοικεί σ' αυτήν είναι αχώρητος, έτσι και η πόλη είναι φυσικό να εκτείνεται στο άπειρο. Και μάλιστα λέει «που οικοδομείται» όχι «πόλη», αλλά «ως πόλη». Αν δηλαδή γινόταν να κτιστεί με τη συνεργασία πολλών και ποικίλων και να ολοκληρωθεί σε ένα έργο που απλώνεται σε ύψος και μάκρος και πλάτος για κατοικία του άναρχου Βασιλιά, πολύ εύλογα θα λεγόταν πόλη· επειδή όμως η οικοδόμηση αυτή δεν είναι δυνατό να τελειώσει ποτέ, αφού την κατοικεί ο Άπειρος, γι' αυτό ονομάστηκε δικαιολογημένα στην αγία Γραφή, όχι «πόλη που οικοδομήθηκε», άλλα «που οικοδομείται ως πόλη».
Φανερό σημείο ότι η ψυχή είναι Ιερουσαλήμ και ότι οικοδομείται ως πόλη, είναι ότι οι μέτοχοί της, δηλαδή οι δυνάμεις της, έχουν ενοποιηθεί και δε χωρίζονται, ούτε περιπλανιούνται, ούτε ονειροπολούν, αλλά ζούνε ατάραχα με ειρήνη Χριστού συγκεντρωμένες όλες μαζί και ενωμένες. Κατόπιν ο Ψαλμωδός, σαν να ολοκληρώνει, προσθέτει το άλλο γνώρισμα της οικοδομήσεως των ενωμένων μετόχων της πόλεως και λέει: «Εκεί ανέβηκαν οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, μαρτυρία για τον Ισραήλ»(Ψαλμ. 121, 3-4)). Αυτούς που παραπάνω ο λόγος είπε μετόχους της ψυχής, εδώ τους ονομάζει φυλές. Γιατί οι δυνάμεις της ψυχής δεν είναι ξένες προς αυτήν και αυτές που είναι απλώς φυλές της ψυχής, γίνονται φυλές του Κυρίου καθώς πραγματοποίησαν αναβάσεις θείες και υπερκόσμιες μέσα στην ειρηνική ψυχή, που είναι μαρτυρία και επιβεβαίωση για τον Ισραήλ, το νου δηλαδή που βλέπει το Θεό, και συνεργάζονται όλες σ' ένα έργο Θεού, τη γνώση του Θεού. Κι όλες αυτές οι νοητές φυλές, συντείνοντας σε κοινό σημείο, οικοδομούν την πόλη του Θεού Παντοκράτορα, την ειρηνική και αγία. Γιατί εκεί πράγματι ανέβηκαν οι ψυχικές δυνάμεις, κάνοντας θεοφόρο και θεόληπτο το νου που βλέπει το Θεό.
Όταν η ψυχή είναι διασκορπισμένη και βρίσκεται σε διάσπαση και μερισμό, και οι φυλές ή δυνάμεις της δεν είναι ενοποιημένες, είναι αδύνατο να πραγματοποιούν αναβάσεις και να οικοδομούν την ψυχή, γιατί δεν υπάρχει εκεί τόπος ειρήνης, ούτε Ιερουσαλήμ που οικοδομείται, για να δει κανείς πού είναι το νοερό. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν αυτές συναχθούν στο ίδιο σημείο, είναι αδύνατο να μην πραγματοποιούν εκεί νοερές και μεγαλότολμες αναβάσεις προς τον Κύριο, προστατεύοντας και σώζοντας το νου που θεωρεί το Θεό. Όπου λοιπόν η ψυχή, σε ειρηνική και ήσυχη κατάσταση, οικοδομείται πνευματικά ως πόλη, όταν δηλαδή οι μέτοχοί της —οι δυνάμεις της— έχουν ενωθεί για τον ίδιο σκοπό, εκεί πραγματοποιούν αναβάσεις Κυρίου οι νοερές δυνάμεις και αποκτούν ενότητα και μονομορφία και συμμαχούν συνειδητά με το νου που θεωρεί το Θεό. Τότε κι εσύ σιγοψάλλε το: «Η Ιερουσαλήμ που οικοδομείται ως πόλη, της οποίας οι μέτοχοι είναι συναγμένοι· γιατί εκεί ανέβηκαν οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, μαρτυρία για τον Ισραήλ»(Ψαλμ. 121, 3-4), με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Θυμήσου τον πύργο της Βαβέλ και την οικοδόμησή του και τη σύγχυση των γλωσσών, και μάθε ότι κάθε οικοδομή δε θεωρείται καλή και για τους έξω. Όσοι έχουν μάτια, βλέπουν γενικά δύο ειδών οικοδομήσεις και αναβάσεις. Η μία στοχεύει το αγαθό και γίνεται για να κατοικήσει ο Θεός, και το σημάδι της είναι ότι οι «μέτοχοί» της είναι συναγμένοι στο ίδιο σημείο και ανεβαίνουν εκεί οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, αναγγέλλοντας στην ψυχή πράγματα μεγάλα και θαυμαστά και γεμάτα από ειρήνη, αγάπη και αγιασμό και την οικοδομούν.
Η άλλη γίνεται για το κακό και για τον όλεθρο της ψυχής· ασφαλές γνώρισμά της είναι η διαίρεση και η φοβερή σύγχυση των νοητών γλωσσών και καταλήγει να κατοικήσουν σ' αυτή τα πάθη, όπως στον πύργο της Βαβέλ οι σαύρες. Μάθε λοιπόν τη διαφορά των δύο οικοδομών, και δε θα σφάλεις αν θελήσεις να διαλέξεις το καλύτερο.
Αν συχνά, κάθε τόσο, δεν επικρατεί στα βάθη της καρδιάς σου ειρήνη και ενότητα λογισμών και φως νοερό· αν δεν ανεβαίνει στην καρδιά σου ηδονή άρρητη από τη θεωρία του Θεού· αν από τον εσωτερικότατο χώρο της καρδιάς σου δεν αναβλύζει αδιάκοπα αναζωπύρηση και ενυπόστατη πνευματική ενέργεια, ώστε πολλές φορές να νομίζεις ότι τυλίγει και τα πιο πάνω από την καρδιά μέλη σου, μαζί με ευφροσύνη και νοερή φαιδρότητα και δράση βαθιά και μυστική· αν η ψυχή σου δε γεύεται ανείπωτα πνευματικά μυστήρια· αν δε λειτουργεί μέσα σου ενιαία και ταυτόχρονα ανέκφραστη χαρά και ακατανόητη έκπληξη· αν δε δεχτείς μέσα σου τον αγιασμό του Χριστού ν' ανατέλλει, μάθε ότι η ψυχή σου δεν είναι Ιερουσαλήμ, ούτε οικοδομείται ως πόλη, ούτε οι μέτοχοί της, δηλαδή οι λογισμοί της είναι ενοποιημένοι, αλλά ούτε κι οι φυλές, δηλαδή οι γενικές δυνάμεις της, έγιναν φυλές του Ιησού, ούτε ανεβαίνουν εκεί προβάλλοντας στην ψυχή πράγματα εξαίσια και μυσταγωγώντας και παρουσιάζοντας στο νου αυτά που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και δε φανερώθηκαν σε καρδιά ανθρώπου(Α΄ Κορ. 2, 9) αμέτοχου από θείο Πνεύμα.
Και πρόσεξε μήπως οικοδομείς μεν, αλλά το νοητό πύργο της Βαβέλ, που το τέλος του είναι καταστροφή και σύγχυση και διαίρεση των νοητών γλωσσών και πλήρης απώλεια, όπως προείπα. Ήθελα ακόμη να πω ποιά είναι η αιτία, για την οποία κάποιοι έχουν ψυχή Ιερουσαλήμ, που οικοδομείται ως πόλη και ποιά η αιτία της οικοδομής και της καταστροφής του πύργου της Βαβέλ και γιατί οι μέτοχοι εκείνης είναι μαζί, ενώ στον πύργο της Βαβέλ υπάρχει διαίρεση γλωσσών κάθε λογής. Αλλά τα παρέρχομαι επιδιώκοντας να είμαι λιγόλογος για να με ακούν πρόθυμα οι ακροατές.
55. Στο χωρίο· «Εκείνοι ήταν οι ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου» (1ο μέρος)
55. «Ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου»(Ιώβ 1, 3) μπορούν να είναι εκείνοι που εξευγενίστηκαν από τις ανατολές αλλά και από τους φωτισμούς και τις ελλάμψεις του νοητού Ηλίου της δικαιοσύνης και τελειώθηκαν με τη θεωρία και την προσήλωση της διάνοιάς τους στο Θεό· οι οποίοι γεννήθηκαν από το Θεό κι όχι από το αίμα γυναίκας, ούτε από πόθο ανδρός ή από επιθυμία σαρκική(Ιω. 1, 13).
Είπαν με τον εαυτό τους: «Τί μεγάλος πλούτος δόξας και τρυφής!». Και βλέποντας μέσα στον πλούτο αυτό περισσότερα από τα προηγούμενα, δοκίμασαν έκπληξη και είδαν πόσο γυμνοί απ' όλα και φτωχοί ήταν. Έμειναν ακίνητοι, ή για να πω το αρμοδιότερο, έμειναν με ανοιχτό το στόμα από την έκσταση και γέμισε χαρά η καρδιά τους. Γίνονται ακόλουθοι και αχώριστοι σύντροφοι του Βασιλέως των δυνάμεων και συγχορεύουν με τους Αγγέλους, έκθαμβοι από την πλημμύρα τόσης χάρης, γεμάτοι από υπέρμετρη ευφροσύνη για την ανέκφραστη αυτή κληρονομιά και την ανείπωτη φιλανθρωπία. Αυτοί είναι, όσο γνωρίζω, οι ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου(Ιώβ 1, 3), με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σε Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες. Αμήν.
Όταν ο νους δει ενιαία τη θεία πραγματικότητα με τη δύναμη του Χριστού, τότε είναι καιρός σιωπής(Εκκλ. 3, 7)· γιατί είναι καιρός για την πόση του θείου νέκταρος, καιρός αγάπης και πνευματικής αγαλλιάσεως, καιρός μυστικών θεαμάτων και απολαύσεως υπερφυσικών πραγμάτων. Γιατί τότε ο νους βλέπει καθαρά ποτήρι στο χέρι του Κυρίου γεμάτο από καθαρό ανέρωτο κρασί, και θεωρεί φανερότατα ότι γέρνει από το ένα μέρος κι από το άλλο, και ξέρει σαφώς ότι το κατακάθι του δεν άδειασε ακόμα(Ψαλμ. 74, 9).
Γιατί ο πυθμένας της θείας αγαθότητας που χύνεται σ' εμάς, το βάθος δηλαδή του πλούτου και το πέρας της χάρης, σε κανέναν ποτέ δε φανερώνεται με άδειασμα του ποτηριού στην παρούσα ζωή, κι αν ακόμη επέτυχε τη μεγαλύτερη δυνατή ανάβαση προς το Θεό και θέωση. Το πέρας και το τέλειο έχει διαφυλαχθεί για όλους εξίσου στην απόλαυση κατά τον μέλλοντα αιώνα. Δε φανερώθηκε ακόμη τί θα γίνομε, όπως λέει ο επιστήθιος Μαθητής(Α΄ Ιω. 3, 2), και κατά τον ιερό Παύλο(Α΄ Κορ. 3, 19), τώρα εν μέρει γνωρίζομε, ενώ το τέλειο θα φανερωθεί τότε, καθώς θα καταργηθούν οι οράσεις της αλήθειας σαν σε καθρέφτη και θα αποκαλυφθεί αυτή ολοφάνερη, οπότε και όλοι, δίκαιοι και αμαρτωλοί, θα πιουν κατά κάποιο τρόπο από το θείο μυστικό ποτήρι και θα έρθουν σε αίσθηση του μυστηρίου που τώρα είναι καλυμμένο και μυστικό. Οι δίκαιοι θα πιουν για να έχουν με την ευφροσύνη αυτή τελειότερη την ανταπόδοση για την ελπίδα τους στο Θεό και για τα ενάρετα έργα τους.
Γι' αυτούς λέει η Γραφή: «Θα μεθύσουν πίνοντας από την αφθονία του οίκου Σου, και θα τους ποτίσεις από το χείμαρρο της τρυφής Σου»(Ψαλμ. 35, 9). Αυτούς και ο Κύριος είπε ότι θα τους βάλει να καθίσουν στο τραπέζι της βασιλείας τού Πατέρα και θα τους υπηρετήσει(Λουκ. 12, 37), και υποσχέθηκε ότι θα πίνει μαζί τους από το νέο ποτήρι στη βασιλεία Του(Ματθ. 26, 29) και θα ευφραίνεται μαζί τους. Οι αμαρτωλοί όμως θα πιουν χολή πίκρας κι αιώνιας λύπης, και μάλιστα θα πιουν τόσο, όσο για να εννοήσουν τι γλυκύτατο νέκταρ στερούνται δυστυχώς από την ανοησία τους.
Ο θείος Δαβίδ μάς καλεί και μας παρακινεί να γευθούμε αυτό το νέκταρ στην παρούσα ζωή, λέγοντας: «Γευθείτε και δείτε ότι ο Κύριος είναι χρηστός»(Ψαλμ. 33, 9)· όμως οι αμαρτωλοί δε στρέφονται σ' αυτό. Αλλά εκείνοι που στρέφονται σ' αυτό και πειθαρχούν στην εντολή αυτή του Δαβίδ, βλέπουν το ποτήρι και το αισθάνονται που γέρνει από το ένα μέρος κι από το άλλο, πίνουν κι από τις δύο μεριές με ευγνωμοσύνη και απολαμβάνουν και καταγλυκαίνουν τα αισθητήρια της ψυχής και δικαιολογημένα ψάλλουν ευχαριστήρια άσματα στο Θεό αναφωνώντας: «Μάς μεθάει το ποτήρι Σου σαν το δυνατότερο κρασί, και το έλεός Σου το ακατανόητο, που τώρα είναι σαν κρυμμένο στο βάθος και τον πυθμένα όπως το κατακάθι του ποτηριού, θα μας καταδιώξει όλες τις ημέρες της αληθινής ζωής μας»(Ψαλμ. 22, 5-6), δηλαδή της μέλλουσας, της μόνιμης και αθάνατης· γιατί αφού λάβομε τα μέλλοντα θεία αγαθά, θα τα έχομε για πάντα.
Ακόμη, αυτοί καθώς γεύονται κι από τις δύο μεριές από το ζωοποιό και καινοποιό ποτήρι που είναι στο χέρι του Κυρίου και πίνουν από αυτό κάθε μέρα, εννοούν εύλογα από αυτό που βλέπουν, για το κρυμμένο, και από αυτό που ξεχειλίζει συμπεραίνουν για το περιεχόμενο στο βάθος, και από τη μερική πρόγευση καταλαβαίνουν τη μέλλουσα πληρότητα. Επειδή λοιπόν είναι φανερό ότι οι δίκαιοι θα απολαύσουν εκεί πλούσια και συνολικότερα αυτά που απολαμβάνουν από εδώ εν μέρει, δεμένοι ακόμα στην παχύτητα της σάρκας και το σκότος αυτού του κόσμου, γι' αυτό δεν είπε ο Δαβίδ, και πολύ ορθά, ότι θα πιουν όλοι, και δίκαιοι και αμαρτωλοί· αλλά αφού είπε αυτό που ήταν αμφίβολο, το αν άραγε θα πιουν και οι αμαρτωλοί(Ψαλμ. 74, 9), παρέλειψε ως ολοφάνερο το ομολογημένο, να πει δηλαδή περί των δικαίων ότι θα πιουν.
Αν δηλαδή θα πιουν οι αμαρτωλοί, είναι περιττό να πει το ίδιο και για τους δικαίους, αφού αυτοί από τώρα χορταίνουν από αυτό το ξέχειλο ποτήρι, ώστε ευφραίνονται και αναφωνούν: «Μ' εύφρανες, Κύριε, με τα δημιουργήματά Σου, και θα χαρώ από τα έργα των χεριών Σου»(Ψαλμ. 91, 5). Λέγοντας έργα των χεριών Του, εννοεί το ότι κρατεί και προτείνει το ποτήρι το γεμάτο από ανέρωτο κρασί και το γέρνει φιλάνθρωπα από το ένα μέρος κι από το άλλο, φυλάγοντας το κατακάθι του ποτηριού για το μέλλον. Τώρα πάλι φωνάζουν μεθυσμένοι στο Θεό: «Μάς μεθάει το ποτήρι Σου σαν το δυνατότερο κρασί»(Ψαλμ. 22, 5), με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Θα ψάλλω στον Ποιητή μου και θα σε δοξολογήσω, Ύψιστε, που εκχύνεις επάνω μου τα ελέη Σου με τη χάρη Σου. Με κεντά, φιλάνθρωπε, υπεράγαθε Βασιλεύ, το ιερό δάχτυλό Σου στο εσωτερικότατο της καρδιάς μου, όπως ξέρεις Εσύ που κάνεις θαυμαστά και εξαίσια έργα μόνος Σου(Ψαλμ. 71, 18), κι αφού με διεγείρεις με το κέντημά Σου, όπως είναι φυσικό, με προετοιμάζεις με το Πανάγιό Σου Πνεύμα να βλέπω τα γράμματα του αγίου χεριού Σου γραμμένα στο βιβλίο της ζωής και να φαντάζομαι το πάνω από κάθε έκπληξη κάλλος του χεριού Σου όπως ταιριάζει στη νοερή αίσθηση και όλα να τα βλέπω γεμάτα ευφροσύνη και χαρά μυστική με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Υπάρχει ειρήνη, μάλλον φαινομενική παρά πραγματική, όταν το σώμα καλοπερνά, η οποία σηκώνει πολλή ταραχή κατά της ψυχής, ακόμη κι αν τυχόν υποκρίνεται προσωρινά δήθεν ηρεμία. Υπάρχει και άλλη ειρήνη που ακολουθεί τον αποκλεισμό της αισθήσεως και την αποφυγή των πάντων και την ησυχία. Αλλά κι αυτή, αν και είναι ασύγκριτα καλύτερη από την προηγούμενη, δε διαρκεί πολύ. Γιατί όταν η ψυχή ενοχλείται από το λογισμό, είναι φυσικό βέβαια να συμπάσχει και να ενοχλείται και το σώμα και ολόκληρος ο άνθρωπος.
Υπάρχει και ανώτερη από αυτές, τρίτη ειρήνη των αισθήσεων και της ψυχής, η οποία έρχεται όταν ησυχάζουν οι δυνάμεις της ψυχής και ο έσω άνθρωπος με αγωγή και επιμέλεια κατάλληλη· τότε μπορεί κανείς και να προσευχηθεί καθαρότερα και να θρηνήσει γλυκύτερα και να μελετήσει τα θεία λόγια με ηδονή. Αλλά αυτό δεν είναι ακόμη η τελειότητα της ειρήνης. Εκείνος που παίζει τον αυλό ή την κιθάρα, δεν είναι δυνατό να συνεχίζει να παίζει αδιάκοπα· αναγκαστικά θα κουραστούν τα χέρια του, αλλά θα παρουσιαστεί και κάποια αφορμή από ασθένεια ή ένα οποιοδήποτε πάθημα ώστε ο αυλητής να μην παίζει τον αυλό ή ο κιθαριστής την κιθάρα.
Έτσι και στην ψυχή, η οποία ρυθμίζει τις ουσιώδεις αρμονίες των δυνάμεών της, δε μένει διαρκώς η ατρεψία, αλλά χαλαρώνεται κάπως, είτε το θέλει είτε όχι, από κάτι που της έτυχε ή από το ευμετάβλητό της ή από ακηδία, αφού και η ψυχή είναι ένα από τα κτίσματα κι είναι ενωμένη με σώμα υλικό και τραχύ, κατά τρόπο παράδοξο. Όταν όμως με τη χάρη δεχτεί μέσα της την παρουσία του Ακτίστου που έκτισε τα πάντα και κοινωνήσει το αμετάβλητο και ζωοποιό Πνεύμα, γίνεται θαυμαστή, παίρνει άλλη ζωή και αφού ζωοποιηθεί κατά τη φύση του ζωοποιού Πνεύματος, απολαμβάνει την υπερφυσική ζωή, την πραγματικά αμετάβλητη.
Και αληθινά, όπως ζει με τη ζωοποιό δύναμη, έτσι και βλέπει, γιατί είναι και φως αυτή η ζωοποιός δύναμη· και χαίρεται βέβαια βλέποντας όσα υπερφυσικά της δείχνει το Υπερφυσικό, και ειρηνεύει με την ειρήνη που ξεπερνά κάθε νόηση(Φιλιπ. 4, 7) για την υπέρλογη πάλι ζωοποίηση και το φωτισμό και την όραση τού πέρα από νου Ζωοποιού και τη χαρά όλων εκείνων που βλέπει μυστικά. Και δε μεταβάλλεται διόλου, δεν αισθάνεται κόπο, ούτε προσέχει στις παγίδες και τις επιβουλές του εχθρού. Αλλά αδιάκοπα βλέπει το Θεό και τα του Θεού, διόλου με δική της θέληση, διόλου· αλλά με τη δύναμη και την κίνηση, μα και με τη θέληση, θα έλεγα, του θείου και ακάματου Πνεύματος που υπάρχει μέσα στην καρδιά ενεργητικά και ενυπόστατα, όχι με τρόπο που μπορεί κανείς να εικάσει, αλλά όπως αυτό το Πνεύμα μόνο γνωρίζει, το οποίο ερευνά και γνωρίζει ακόμη και τα βάθη του Θεού(Α΄ Κορ. 2, 10) και μυεί τους μετόχους Του με αίσθηση ψυχής.
Έως ότου λοιπόν φροντίζομε να ανάβει μέσα μας και να μη σβήνει με κίνδυνό μας η χάρη του Πνεύματος, με την ησυχαστική διαγωγή και την αγιοσύνη, είμαστε γεμάτοι ανέκφραστη και υπερφυσική ειρήνη του τριαδικού Θεού και τότε ζούμε πραγματικά με ταπεινοφροσύνη και αγάπη και προσευχή την ειρήνη του σώματος και του πνεύματος και της ψυχής, άκοπα, όπως είπαμε. Γιατί η ειρήνη με κόπο, δεν είναι ακόμη ειρήνη τέλεια, αλλά πρόξενος της τέλειας ειρήνης. Η τέλεια λοιπόν ειρήνη πραγματοποιείται, κατά τα προλεχθέντα, τελείως χωρίς σωματικό κόπο, μέσα στην κατάπαυση του τέλειου σαββατισμού και στην ανάπαυση του Χριστού.
Αφού λοιπόν, άνθρωπε, γνωρίσεις ότι έλαβες ύπαρξη ενώ δεν είχες, και κατανοήσεις καλά τον Ποιητή και Πλάστη σου και παρατηρήσεις μόνος σου την αιτία, για την οποία ο Πλάστης σ' έφερε από το μη ον στο είναι, αν σκέφτεσαι ορθά, παράδωσε ερωτικά με όλες τις διαθέσεις σου ολόκληρο τον εαυτό σου στον γλυκύτατο Ιησού, το Θεό και Δημιουργό και Κτίστη σου, και στην πράξη και στη θεωρία του προσώπου Του. Γιατί όταν ζεις με αυτό τον τρόπο πρακτικά και θεωρητικά, θα αξιωθείς να λάβεις πολλά χαρίσματα από το Θεό και θα γίνεις θεός κατά χάρη και πνευματικός και τελείως όμοιος, εσύ το κτίσμα, με τον Κτίστη σου, και θα συναγάλλεσαι αιώνια με τον Κύριο και Πατέρα σου μέσα στην κατάπαυση του έρωτα προς το Θεό και την ανάπαυση στο Θεό, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, στους αιώνες των αιώνων, υψούμενος επάνω από όλα όσα βλέπομε. Αμήν.
Γι' αυτό βέβαια και ευφραίνομαι με τα τρία αυτά όσο δεν μπορεί να πει κανείς. Αλλά αυτή την τόσο μεγάλη ευφροσύνη τη διαδέχεται πολλές φορές ανάλογη λύπη, όταν εννοήσω ολοκάθαρα πόσο ανάξια προς την κλήση μου ζω και πολιτεύομαι.
Επομένως, εκείνοι που δεν έγιναν πρωτύτερα με τη χάρη του Πνεύματος θεοί και θρόνοι Θεού, Χερουβείμ και Σεραφείμ και λοιπές κατώτερες πνευματικές τάξεις, ούτε άγγελοι σωστοί μπορούν να είναι, ούτε θα μπορέσουν να λατρεύουν το Θεό, ούτε να διδάσκουν αληθινά στους άλλους τα πρέποντα με την έμπνευση του Πνεύματος. Άρα η αληθινή προκοπή της ψυχής έχει την αρχή της από τη μέθεξη του Υψίστου Θεού και προχωρεί με τα στάδια που είπαμε, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Θα σε δοξολογήσω, άρρητε Κύριε, Αγία Τριάς. Όχι όσο σου αρμόζει, Δέσποτα, αλλά όσο επιτρέπει η δύναμή μου. Γιατί Εσύ, Ανέκφραστε, μαζί με ό,τι σε αφορά, είσαι άπειρα πιο πάνω και πιο πέρα από κάθε λόγο που θέλει να σου μιλήσει και κάθε νου που θέλει να σε νοεί. Εσύ με δημιούργησες από το μηδέν με τη μεγαλειώδη βουλή Σου, πλάθοντάς με με τα χέρια Σου όπως κανένα άλλο δημιούργημά Σου, και δημιουργώντας με σύμφωνα με τη δική Σου εικόνα και την ομοίωση(Γέν. 1, 26)· εγώ όμως ο μωρός που πλάστηκα με τόσο μεγάλη τιμή και δόξα, έγινα πολύ αχάριστος ως προς τις εντολές Σου, αν και αυτές είναι άγιες και γεμάτες από ειρήνη και αληθινή ευφροσύνη και θεουργική δύναμη.
Και αυτό που είναι το πιο θαυμαστό· πριν με φέρεις στο είναι, για χάρη μου και για χάρη της ζωής μου, και για να μπορώ να βλέπω προς τα άνω και να σε κατανοώ, και για την αφόρητη πνευματική ηδονή της θείας θεωρίας, δημιούργησες τον κόσμο που έχει μεγαλειώδη ομορφιά και δόξα και τόση δύναμη και σοφία δημιουργική και είναι στολισμένος πλουσιοπάροχα και με κάθε τρόπο, που χωρίς αυτά ούτε μία ώρα δε θα μπορούσα να υπάρχω, και με αυτά ζω, σωματικά μεν με ευδαιμονία με όσα απολαμβάνω και με τρέφουν, ψυχικά δε με όσα κατανοώ κατά τη θεωρία και εκπλήττομαι από την πανσοφία και την παντοδυναμία της πρόνοιάς Σου και το πέλαγος της αγάπης Σου. Και αυτά έκανες Εσύ, Άρρητε.
Εγώ όμως ο ανόητος έζησα ασώτως τη ζωή μέχρι τώρα, αλοίμονο! αντίθετα προς τις εντολές Σου, που είναι τόσο ευχάριστες και αξιαγάπητες στους φρόνιμους. Αλοίμονό μου, ψυχή, για την αναισθησία και την πώρωσή μου! Δεν αισθάνεσαι, βέβηλε, ότι ο φτωχός και μόνο για να ζήσει σωματικά, και μάλιστα πρόσκαιρα, γίνεται δούλος στον πλούσιο και υποτάσσεται αμέσως στις προσταγές του κυρίου του, ακόμη κι αν μερικές είναι βαριές, παρ' όλο που αυτές δε γίνονται για χάρη αυτού που τις εκτελεί, αλλά προς όφελος αυτού που διατάζει. Πώς εσύ, άμυαλε, παραβαίνεις ποταπά και στρέφεις στο αντίθετο τις εντολές τέτοιου Δημιουργού και Ευεργέτη και Τροφέα, αν και δίνονται για χάρη δική σου και της αθάνατης δόξας σου; Αλοίμονο στην αδιαντροπιά σου και το αιώνιο κακό που σε περιμένει!
Όταν ξαναγύρισα σ' Εσένα, υπεράγαθε Κύριε, την ανέκφραστη απόλαυση, είπα στη φτωχή και όντως αμαρτωλή μου ψυχή, που είναι δικό Σου πλάσμα, φιλανθρωπότατε: «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά πνευματικά, φάγε, πιές, ευφραίνου»(Λουκ. 12, 19). Και όταν ξεσηκώθηκε ο αμαρτωλός (ο διάβολος) εναντίον μου, κακοπάθησα και ταπεινώθηκα όσο δεν έπαιρνε άλλο(Ψαλμ. 37, 9).
Αλλά πόσο μεγάλος είναι ο πλούτος της αγαθότητάς Σου, πανάγαθε Κύριε! Όταν έσφαλα και ξέφυγα από τον ίσιο δρόμο και το καλό, Εσύ πρόλαβες με θαυμαστό τρόπο και με πρωτοφανείς δωρεές πάλι με ξαναγύρισες πίσω. Και έφαγα πράγματι και ήπια και στη συνέχεια ευφράνθηκα πνευματικά από ευσπλαχνία δική Σου, αλλά και πάλι πλανήθηκα πολλές φορές και εξορίστηκα, δε γνωρίζω για ποιο από τα δύο· από φοβερή απάτη του δαίμονα ή από απροσεξία δική μου, ή και από τα δύο, ή ίσως και από κάποια βαθύτερη δική Σου κρίση, από την οποία προέρχονται οι παραχωρήσεις και οι εγκαταλείψεις και οι τιμωρίες κατά διάφορους τρόπους.
Πάλι λοιπόν και πολλές φορές βούλιαξα στο βούρκο όπου δεν υπήρχε στερεό έδαφος(Ψαλμ. 68, 3) και υπέφερα και καταβλήθηκα καθώς με τρυπούσε σαν αγκάθι(Ψαλμ. 31, 4) το θανατηφόρο κεντρί της αμαρτίας, και γενικά από τα πολλά πονηρά που μηχανεύτηκε με κακία ο εχθρός κατά της ψυχής μου εξαιτίας της φοβερής μου αμέλειας και της εξοργιστικής ανοησίας μου. Εσύ όμως, ποτέ δεν αδιαφόρησες για τα πάθη μου μέχρι τέλους, αλλά και με φωνή πνευματική φώναξες στα μυστικά μύχια της καρδιάς μου και είπες στην εξουθενωμένη ψυχή μου: «Εγώ είμαι η σωτηρία σου(Ψαλμ. 34, 3), μη φοβάσαι, αλλά ξαναγύρισε στην ανάπαυσή σου, μην πλανάσαι». Κι έτσι με παρηγόρησες, Ιησού ανεξίκακε, κι έγινες λαμπρός υπερασπιστής της σωτηρίας μου, κι Εσύ που είσαι το δεξί χέρι του Πατέρα με κράτησες με δύναμη και η παιδαγωγία Σου με ανόρθωσε(Ψαλμ. 17, 36) και πάλι, όπως και πολλές άλλες φορές, με την τόσο μεγάλη ευφροσύνη των ανέκφραστων μυστικών Σου.
Έλα λοιπόν, Λόγε του Θεού, στην καρδιά μου σαν σφραγίδα ασφάλειας, για να θεωρώ το ανέκφραστο υπερφυσικό κάλλος Σου· έλα στα χέρια μου, για να πράττω τις άγιες και ζωοποιές εντολές Σου· έλα, Βασιλεύ 'Ιησού Χριστέ υπερουράνιε, έλα για να ζήσω μέσα σ' Εσένα πνευματικά. Έλα κοντά μου γρήγορα, καθώς επιστρέφω σ' Εσένα με όλη μου την ψυχή, Εσύ που είσαι η υπερκόσμια ευφροσύνη εκείνων που είσαι μέσα τους με τρόπο άρρητο. Άστραψε την αστραπή Σου, Απειρόσοφε, για να συναχθεί η νοερή μου ψυχή στον εαυτό της και κατόπιν σ' Εσένα, και να διασκορπιστούν και να χαθούν εκείνοι που με εχθρεύονται χωρίς λόγο(Ψαλμ. 3, 8) και με καταδιώκουν άδικα και με κακοποιούν αλύπητα. Φύλαξέ με, Κύριε, για πάντα σε παρακαλώ, ως κόρην οφθαλμού(Ψαλμ. 16, 8), για να σε θεωρώ μένοντας αιώνια μαζί Σου, υπερένδοξε, άρρητε Δέσποτα.
Ποιος είμαι λοιπόν για να σταθώ καν μπροστά Σου, πανεύσπλαχνε, και να με κρίνεις; Μη, παρακαλώ, μη, σε ικετεύω Δέσποτα· από τα βρέφη οι γονείς δε ζητούν λόγο για ό,τι κάνουν, ούτε καν ζητούν κάποιο έργο, αλλά με καλή καρδιά, με στοργή και ενδιαφέρον τα φροντίζουν με μαλακό τρόπο σε όσα χρειάζονται και τα τρέφουν όσο μπορούν και τα περιθάλπουν. Γι' αυτό, Άγιε, ο πραγματικά αιώνιος προσφιλέστατος Πατέρας μας, ως Δημιουργός όλων των δικών μας κόσμων από το μηδέν, μη θυμώνεις για τις αμαρτίες και τις ανομίες μου, παρακαλώ, μήτε να ζητάς από εμένα έργα, Φιλάνθρωπε, ανάλογα της χάρης Σου, μη, Αγαθέ, μη.