22. Πως έζη εν Γαλιλαία - Point of view

Εν τάχει

22. Πως έζη εν Γαλιλαία






Ο Ιησούς και οι οπαδοί του — Η πρόσοψίς Του — Βίος πτωχείας, εργασίας, λύπης και αγίας χαράς

«Το πάθος του Χριστού (λέγει ο Άγ. Αθανάσιος ο Μέγας) ημών απάθεια εστι· και το δάκρυον Αυτού χαρά ημετέρα».

Εις την περίοδον ταύτην του πρωίμου κηρύγματος ανήκουσιν αι αποστολαί και αι πορείαι εκείναι, αι περιφοραί ανά τας πόλεις και τας κώμας της Γαλιλαίας, όπου εδίδασκε, κ' εκήρυττε και ηλέει, ως μνημονεύεται συχνά εις τα τρία πρώτα Ευαγγέλια. Ήτο δε το λαμπρότατον επεισόδιον της ζωής Του. Ας σταθώμεν νοερώς παράπλευρα και ας ίδωμεν Αυτόν να διέρχηται, και, εν πάση ταπεινότητι και ευλαβεία, ας αναπαραστήσωμεν προς ημάς αυτούς όσον οίον τε ζωηρότερον ποίος τις άνθρωπος ήτο.

Ας υποθέσωμεν άρα ότι αναμιγνυόμεθα με τα πλήθη εκείνα, τα οποία κατά τους χρόνους τούτους παρεφύλαττον και έτρεχον κατόπιν Του, και ας προσβλέψωμεν εις Αυτόν καθώς προσέβλεπον εκείνοι, όταν έζη ως άνθρωπος επί της γης.

Ευρισκόμεθα εις την μικράν εκείνην πεδιάδα την απλουμένην μεταξύ των ορέων Ζαβουλών και Νεφθαλί, μεταξύ των χωρίων Κεφρ Κενά και Κανά Ελ Ζουλίλ. Μεγάλη έκτασις ληίων και ασταχύων μας περιβάλλει πέριξ, και τα αναρίθμητα λαμπρά άνθη ανθούσι πολύ πλουσιώτερα ή εις τα ημέτερα κλίματα. Η οδός εφ' ης ιστάμεθα φέρει προς την ακτήν, ένθεν δε ένθεν προς την λίμνην της Γαλιλαίας. Η χώρα είνε ερατεινή με όλην την ερασμιότητα εαρινής ημέρας εν Παλαιστίνη· αλλ' αι καρδίαι του απλήστου, εξημμένου πλήθους εν μέσω του οποίου ιστάμεθα, υφ' ενός απορροφητικού λογισμού κατεχόμεναι δεν επαισθάνονται την καλλονήν της· τινές τούτων είνε τυφλοί και άρρωστοι και κωφοί, και δεν γνωρίζουν αν σήμερον είς δάκτυλος ελέους, έν ρήμα ιάσεως, έστω και η αφή του κρασπέδου του μεγάλου τούτου αγνώστου Προφήτου καθώς διέρχεται, δυνατόν να αλλοιώσουν και να φαιδρύνουν όλην την ύπαρξίν των την μέλλουσαν. Και απωτέρω οπίσω, εις μικράν απόστασιν από του πλήθους, ιστάμενοι μεταξύ των σπαρτών, και δίδοντες είδησιν εις όλους τους παροδίτας διά της κραυγής, Ταμέ, Ταμέ! «Ακάθαρτος! ακάθαρτος»! ευρίσκονται φοβεραί τινες και ηκρωτηριασμέναι μορφαί, τους οποίους μετά φρίκης αναγνωρίζομεν ως λεπρούς.

Τα σχόλια του πλήθους δεικνύουν ότι πολλαί διάφοροι αφορμαί τους έφεραν επί το αυτό. Τινές είν' εκεί εξ ενδιαφέροντος, ένιοι εκ περιεργείας, άλλοι εκ της χυδαίας κολλητικότητος του ενθουσιασμού, τον οποίον οι ίδιοι, δεν δύνανται να εξηγήσωσι. Θαυμάσιαι διηγήσεις περί Αυτού, περί του ελέους Του, περί της δυνάμεώς Του, περί των χαριτοβρύτων λόγων Του περί των σθεναρών πράξεών Του μεταβαίνουσιν από στόμα εις στόμα, μεμιγμέναι αναμφιβόλως με υποψίας και με συκοφαντίας. Είς ή δύο Γραμματείς και Φαρισαίοι παρόντες, ιστάμενοι ολίγον παράμερα από το πλήθος, υποψιθυρίζουσι προς αλλήλους την αμηχανίαν, την αγανάκτησιν, την ανησυχίαν των.

Αίφνης επί του ανωφερούς εδάφους, εις ουχί μεγάλην απόστασιν, φαίνεται νέφος κονιορτού, το οποίον προσημαίνει συνοδίαν προσεγγίζουσαν· και έν νεαρόν μειράκιον εκ Μαγδάλων ή Βηθσαϊδά, αδιαφορούν προς τους υπεροπτικούς ελέγχους των Φαρισαίων, δεικνύει προς τα εκεί και τρέχει εν εξάψει κραυγάζον: «Μάλκα Μεσσιχά! Μάλκα Μεσσιχά»! (ο Βασιλεύς ο Μεσσίας!), το οποίον και από στόμα παιδός ακόμη πρέπει να ετάχυνε τους παλμούς των καρδιών απλοϊκού όχλου εν Γαλιλαία.

Και τώρα η συνοδία πλησιάζει. Είνε μικτή συρροή νέων και γερόντων, εκ χωρικών το πλείστον συνισταμένη, αλλά και μετ' άλλων εξ ανωτέρας τάξεως εγκατεσπαρμένων εις τα νώτα της τα αραιά. Εδώ είς σύνοφρυς Φαρισαίος, εκεί ανέτως ενδεδυμένος Ηρωδιανός, ψιθυρίζων πρός τινα Έλληνα έμπορον ή Ρωμαίον στρατιώτην τα ειρωνικά σχόλιά του περί του ενθουσιασμού του πλήθους. Πλην ούτοι είνε οι ολίγοι, και σχεδόν παν όμμα του μεγάλου εκείνου πλήθους διαρκώς στρέφεται προς Ένα ιστάμενον εις το κέντρον του χωριστού ομίλου, τον οποίον το πλήθος περικυκλοί.






Κατέμπροσθεν της ομάδος ταύτης βαίνουσί τινες των νεωστί εκλεχθέντων Αποστόλων, άλλοι δε όπισθεν, μεταξύ των οποίων υπάρχει τις του οποίου το βλέμμα δεν φαίνεται, όσον των άλλων, ήσυχον και καθαρόν. Ένιοι εξ εκείνων οίτινες ίστανται θεώμενοι ψιθυρίζουσιν, ότι ούτος είνε κάποιος Ιούδας Ισκαριώτης, σχεδόν ο μόνος οπαδός του Ιησού όστις δεν είνε Γαλιλαίος. Ολίγον απωτέρω, όπισθεν των λοιπών Αποστόλων, υπάρχουσι τέσσαρες ή πέντε γυναίκες, άλλαι πεζαί, άλλαι επί ημιόνων, μεταξύ των οποίων, καίτοι καλυπτραφορουσών εν μέρει, τινές αναγνωρίζουσι την ποτέ πλουσίαν και εκλελυμένην, νυν δε μετανοούσαν Μαρίαν την Μαγδαληνήν και την Σαλώμην, την γυναίκα του αλιέως Ζεβεδαίου· και άλλην ανωτέρας θέσεως και πλούτου, την Ιωάνναν, την γυναίκα, πιθανώς την χήραν, του Χονζά, του επιτρόπου Ηρώδου του Αντίπα.

Αλλ' Εκείνος τον οποίον όλα τα όμματα αναζητούσιν είνε εις αυτό το κέντρον της συναθροίσεως· καίτοι δε εις τα δεξιά Του είνε ο Πέτρος ο από Βηθσαϊδά, και εις τα αριστερά Του η νεωτέρα μορφή του Ιωάννου, όλα όμως τα βλέμματα Αυτός μόνος τα απορροφά.

Δεν είνε ημφιεσμένος μαλακά ιμάτια εν βύσσω και πορφύρα, όπως οι αυλικοί του Ηρώδου, ή οι μαλθακοί φίλοι του Πιλάτου του Πραίτωρος. Δεν φέρει το λευκόν εφώδ του Λευίτου ούτε τα μακρά ιμάτια του Γραμματέως. Περί το μέτωπον και τον βραχίονά Του δεν κρέμανται τα φυλακτήρια, τα οποία τόσον επλάτυνον οι Φαρισαίοι· καίτοι δε υπάρχει εις πάσαν γωνίαν του ενδύματός Του η παρυφή και η κυανή ταινία την οποίαν επιβάλλει ο Νόμος, αύτη δεν φορείται κατά το επιδεικτικόν μέγεθος το επιτηδευόμενον υπ' εκείνων οίτινες συνείθιζον να «μεγαλύνωσι τα κράσπιδα των ιματίων αυτών». Φέρει το σύνηθες ένδυμα του καιρού Του και της πατρίδος Του. Δεν είνε απολύτως ασκεπής την κεφαλήν, όπως τον παριστώσιν οι ζωγράφοι, διότι το να οδοιπορή ασκεπής με τον καύσωνα της Παλαιστίνης θα ήτο αδύνατον, αλλ' απλούν λευκόν μανδήλιον φέρει περί την κόμην. Πλατύ κυανούν ιμάτιον τον καλύπτει, κάτωθεν δε τούτου φαίνεται ο μάλλινος άρραφος υφαντός χιτών Του, όστις περιδένεται διά ζώνης περί την οσφύν, και τον περιβάλλει όλον από του λαμού μέχρι των πεδίλων. Αλλά τα απλά ενδύματα δεν κρύπτουσι τον Βασιλέα· καίτοι δε εις την στάσιν Του δεν υπάρχει τίποτε εκ της αυτοσυνειδήτου αλαζονείας του Ραββί, όμως εις την φυσικήν ευγένειαν και την απέριττον χάριν Του, υπάρχει τι το οποίον εν αρκεί ακαρεί ν' αναχαιτίση πάσαν δριμείαν γλώσσαν και να καταπλήξη πάντα πονηρόν λογισμόν.

Και η όψις του; Είνε άνθρωπος μεσαίου αναστήματος, τριακοντούτης περίπου, επί του προσώπου του οποίου η καθαρότης και το θέλγητρον της νεότητος είνε συγκεκραμένα με την εμβρίθειαν και το αξιοπρεπές της ανδρικής ηλικίας. Η κόμη Του, την οποίαν η παράδοσις παρέβαλε με το χρώμα του οίνου, χωρίζεται εις το μέσον του μετώπου, και κυματίζει περί τον τράχηλον. Οι χαρακτήρες του είνε ωχρότεροι και ελληνικωτέρου τύπου ή όσον τα ηλιοκαή και ελαιόχρωα πρόσωπα των αξέστων αλιέων οίτινες είναι οι Απόστολοί Του· αλλά καίτοι οι χαρακτήρες ούτοι προφανώς εμαράνθησαν υπό της λύπης — καίτοι είνε πρόδηλον ότι οι οφθαλμοί εκείνοι, των οποίων το απερίγραπτον βλέμμα φαίνεται ν' αναγινώσκη τα απόκρυφα των καρδιών, συχνά εβράχησαν από δάκρυα — όμως ουδείς άνθρωπος του οποίου η ψυχή να μη διεβρώθη υπό της αμαρτίας και ιδιοτελείας δύναται να προσβλέψη άτρομος εις την θείαν έκφρασιν του γαληνίου εκείνου προσώπου. Ναι, Αυτός είνε περί ου ο Μωυσής και οι προφήται ελάλησαν, Ιησούς ο Ναζωραίος, ο Υιός της Μαρίας και Υιός του Δαυίδ, ο Υιός του Ανθρώπου και Υιός του Θεού. Οι οφθαλμοί μας είδον τον Βασιλέα εις το κάλλος Του. «Και εθεασάμεθα την δόξαν Αυτού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας». Και αφού τον είδομεν, δυνάμεθα ευκόλως να εννοήσωμεν πώς, καθώς Αυτός ωμίλει, μία τις γυνή εκ του όχλου, επάρασα φωνήν είπε: «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασα Σε, και μαστοί ους εθήλασας!» «Μενούν γε, απήντησεν Εκείνος, με λέξεις πλήρεις βαθέος και γλυκέος μυστηρίου, μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν».

Ολίγα γεγονότα και χαρακτήρες της ζωής Του δύνανται εδώ καταλλήλως να παρεντεθώσι.

Πρώτον, η ζωή Του ήτο ζωή πτωχείας. Τινές των αρχαίων περί Μεσσίου προφητειών, τας οποίας οι Ιουδαίοι εν γένει παρενόουν, είχον ήδη προϋποδείξει την εκουσίαν υποταγήν Του εις ταπεινόν κλήρον. «Πλούσιος υπάρχων, δι' ημάς καθ' ημάς επτώχευσεν». Εγεννήθη εν τω σπηλαίω, τω σταύλω των αλόγων, ελικνίσθη εν τη φάτνη. Η μήτηρ Του προσέφερε προς καθαρισμόν της τας περιστεράς, την προσφοράν των πτωχών. Η φυγή εις Αίγυπτον αναμφιβόλως είχε πολλάς ταλαιπωρίας, και όταν υπέστρεψεν έμελλε να ζήση ως τέκτων και υιός τέκτονος εις το περιφρονούμενον μικρόν χωρίον. Ως πτωχός περιπλανώμενος διδάσκαλος, ακτήμων, περιήρχετο την χώραν. Με τας λέξεις, «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», ήρχισε την επί του Όρους διδαχήν Του· και έκαμεν ως πρώτον σημείον της αρχομένης Διαθήκης ότι εις τους πτωχούς το Ευαγγέλιον εκηρύττετο. Το δε συμπλήρωμα της πτωχείας Του υπήρξεν ότι μετά τρία έτη του δημοσίου κηρύγματός Του επωλήθη αντί τριάκοντα αργυρίων υφ' ενός των ιδίων μαθητών Του, τα οποία ήσαν το τίμημα του ευτελεστάτου δούλου. «Ως δούλον φυγάδα απεμπολεί».

Και η απλότης του βίου Του ανταπεκρίνετο εις την εξωτερικήν πτωχείαν της. Ουδέποτε δι' όλης της ζωής του έσχε στέγην, την οποίαν να δύναται να ονομάση ιδικήν Του. Η ταπεινή οικία της Ναζαρέτ ήτο κοινή εις πολλούς «αδελφούς» και οικείους. Και η οικία η εν Καπερναούμ, την οποίαν τόσον συχνά επεσκέπτετο δεν ήτο κτήμα Του· εδανείσθη Αύτω υφ' ενός των μαθητών Του. Ουδέποτε ανήκεν εις Αυτόν ενός ποδός πλάτος επί της γης την οποίαν ήλθε να σώση. Δεν εμάθομεν αν τις εκ των επαιτών οίτινες είνε τόσον πολυάριθμοι εις πάσαν ανατολικήν χώραν, και τόσον οχληροί Του εζήτησέ ποτε ελεημοσύνην. Εάν τούτο εγίνετο, θα ηδύνατο ν' απαντήση μετά του Πέτρου, «Αργύριον και χρυσίον ουκ έχω, ό έχω, τούτο σοι δίδωμι». Η τροφή του ήτο λιτή. Ήτο πρόθυμος εντοσούτω όταν εκαλείτο, να μετέχη της αθώας χαράς του Σίμωνος, του Λευί, της Μάρθας ή το νυμφίου του εν Κανά γάμου. Αλλ' η συνήθης τροφή Του ήτο τόσον απλή όσον η του ταπεινωτάτου των αγροτών· κρίθινος άρτος, οψάρια αλιευόμενα εν τη λίμνη και οπτιόμενα επί της άμμου, και ενίοτε τεμάχιον «μελισσίου κηρίου» ή μελόπηττας, ίσως εκ του αγρίου μέλιτος, οποίον ευρίσκετο τότε άφθονον εν Παλαιστίνη. Και όμως οι εχθροί Του έλεγον, «Ίδε, άνθρωπος φάγος και οινοπότης!» Εντοσούτω ο Ιησούς, καίτοι πτωχός, δεν ήτο επαίτης. Ουδέποτε υπεστήριξε τον επαιτικόν βίον, ουδ' είπε λέξιν ήτις να δύναται να διαστραφή εις σύστασιν υπέρ της επαιτείας, την οποίαν ως τελειοποίησιν της ευσεβείας ανεκήρυξαν θρησκευτικοί τινες μεταρρυθμισταί. Ουδέποτε εδέχθη ελεημοσύνην. Αυτός και η μικρά συνοδία Του έζων από τας νομίμους κτήσεις των, ή από το πρωιόν της εργασίας των, είχον δε και γλωσσόκομον ιδικόν των, προς τε ιδίαν χρήσιν και διά τα ελέη τα εις άλλους. Εκ τούτου εφρόντιζον διά τα απλούστερα τα αναγκαιούντα εις το Πασχάλιον γεύμα, και διένεμον ό,τι ηδύναντο εις τους πτωχούς. Πλην ο Χριστός δεν φαίνεται ο ίδιος να έδωκε χρήματα εις τους πτωχούς, επειδή τους έδιδε πλουσιώτερα δώρα υπέρ το χρυσίον και το αργύριον. Όταν δε «οι τα δίδραχμα συλλέγοντες» διά την υπηρεσίαν του ναού ήλθον προς τον Πέτρον, ούτε αυτός ούτε ο Διδάσκαλος του είχον πρόχειρον το μικρόν ποσόν· ο Υιός του Ανθρώπου δεν είχεν επιγείους κτήσεις ειμή τα ενδύματα τα οποία εφόρει.

Ήτο δε, ως είδομεν, και ζωή εργασίας και καμάτου· καμάτου κατ' αρχάς διά να βοηθήση διά της εργασίας των χειρών τους οικείους Του, και καμάτου ύστερον διά να σώση τον κόσμον. Είδομεν ότι «περιήρχετο αγαθοποιών», και ότι τούτο αποτελεί την υψίστην πρωτοτυπίαν της ανθρωπίνης ζωής Του. Εις πάσαν στιγμήν ήτο έτοιμος εις πάσαν πρόσκλησιν, είτε από αιτούντα όστις επόθει να διδαχθή, είτε από πάσχοντα όστις είχε πίστιν ίνα ιαθή. Διδάσκων, κηρύττων, οδοιπορών, ποιών έργα ελέους, υπομένων μακροθύμως την φορτικην ανυπομονησίαν των σκληροτραχήλων και αμαθών, υποφέρων αγογγύστως την ιδιοτελή καταπίεσιν του πλήθους, εχάριζεν όλην την ενεργητικότητά του εις την εργασίαν ταύτην. Οι Ευαγγελισταί διηγούνται ουχί άπαξ, ότι τοσούτοι ήρχοντο και απήρχοντο, ώστε δεν έμενε καιρός «ουδέ δειπνήσαι». Δι' Εαυτόν εφαίνετο μη ζητών άλλην αναψυχήν ειμή τας ησύχους ώρας της νυκτός, οπότε συχνά απεχώρει ίνα προσευχηθή εις τον ουράνιον Πατέρα Του εν μέσω της μοναξίας του όρους την οποίαν τόσον ηγάπα.

Ήτο δε η ζωή Του και ζωή υγιείας. Εν μέσω των πολλών θλίψεων και δοκιμασιών της η αρρωστία έλειπεν. Ακούομεν ότι εθεράπευσε πλήθη ασθενών· αλλ' ουδέποτε ηκούσαμεν ότι ο ίδιος ησθένησεν. Είνε αληθές ότι ο Ησαΐας προφητεύει: «Αυτός ήνεγκε τας θλίψεις ημών και εβάστασε τας οδύνας ημών· και ελογισάμεθα Αυτόν εν πληγή από Θεού και εν θλίψει. Αυτός δε ετραυματίσθη διά τας αμαρτίας ημών και μεμωλώπισται διά τας ανομίας ημών· παιδεία ειρήνης ημών επ' Αυτόν, και τω μώλωπι Αυτού ημείς ιάθημεν». Αλλ' η αρίστη ερμηνεία της περικοπής ταύτης εδόθη ήδη εκ του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, ότι συνέπασχε μετ' εκείνων ους έβλεπε πάσχοντας. Συνεκινείτο από την αίσθησιν των αδυναμιών μας· η θεία συμπάθειά Του έκαμνε τα παθήματα ταύτα ως ιδικά Του. Βέβαιον είνε ότι η ιστορία της ζωής και του θανάτου Του δεικνύει εκτάκτους δυνάμεις σημαντικής αντοχής. Ουδείς όστις να μη ήτο πεπροικισμένος με εντελή ευρωστίαν θα ηδύνατο να επαρκέση εις τας βαρείας απαιτήσεις τοιούτου πολυμόχθου βίου, οίον περιγράφουσι τα Ευαγγέλια, υπέρ παν άλλο φαίνεται να είχε το δώρημα εκείνο του ευκόλου ύπνου, όστις είνε το φυσικόν αντίδοτον του καμάτου, και το άριστον δραστικόν προς καταπράυνσιν του κεκμηκότος πνεύματος. Και επί του μικρού καταστρώματος του αλιευτικού πλοιαρίου, καθώς ελικνίζετο τούτο υπό των κυμάτων της τρικυμιώδους θαλάσσης, εδυνήθη να κοιμηθή. Και συχνά εις τας νύκτας εκείνας τας υπό τον έναστρον ουρανόν εις την ερημίαν, δεν θα είχεν άλλην στρωμνήν παρά την χλόην, ουκ' άλλο σκέπασμα παρά το ίδιον ιμάτιον. Και θα ίδωμεν εις την τελευταίαν θλιβεράν σκηνήν πως η αυτή ευρωστία και ζωτικότης, μεθ' όσα υπέφερε, Τον έκαμαν να βαστάση, ύστερον από νύκτα αϋπνίας, επί δεκαπέντε ώρας δίκης και βασάνου, και την μακράν αγωνίαν του πικρού θανάτου.

Και πάλιν, πρέπει η ζωή Του να ήτο ζωή οδύνης, διότι ορθώς απεκλήθη ο Άνθρωπος των Οδυνών. Αλλ' όμως νομίζομεν, ότι δυνατόν να υπάρξη πλάνη εδώ. Οι όροι λύπη και χαρά, είνε λίαν σχετικοί, και ειμπορούμεν να είμεθα βέβαιοι ότι εάν υπήρχεν υπερβάλλουσα λύπη, η λύπη της συμπαθείας προς τους πάσχοντας (εκ των Ευαγγελιστών ο Ματθαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς μαρτυρούσιν ότι εσπλαχνίζετο, πάλιν ο Μάρκος ότι συνελυπείτο, πάλιν ο Λουκάς ότι έκλαυσε, και ο Ιωάννης ότι εστέναξεν, ενεβριμήσατο τω πνεύματι, εδάκρυσε), η λύπη της απορρίψεως υπ' εκείνων ους ηγάπα, η λύπη του ότι εμισείτο υπ' εκείνων ους ήλθε να σώση, αι λύπαι του Αίροντος τας αμαρτίας του κόσμου, αι λύπαι της τελευταίας αγωνίας Του επί του σταυρού, όταν εφάνη ως εάν και ο ουράνιος Πατήρ Του Τον εγκατέλιπε — βεβαίως όμως υπήρχε και χαρά άφθονος. Διότι η χειρίστη όλων των θλίψεων, ήτις είνε η συνείδησις της αποξενώσεως από του Θεού, η αίσθησις του αίσχους και της ενοχής και της εσωτερικής ευτελείας, η φρενίτις της αυτοαπεχθείας, δι' ης ως διά πυρίνης μάστιγος η εγκαταλελειμμένη ψυχή εξωθήται εις ανήκεστον απόγνωσιν, αυτή έλειπεν ολοσχερώς· και αφ' ετέρου, η χαρά της ασπίλου συνειδήσεως, η ευφροσύνη μιας ψυχής απείρως απεχούσης από πάσης σκιάς ποταπότητος και πάσης ενοχής, η χαρμονή μιας υπάρξεως εντελώς αφιερωμένης εις την υπηρεσίαν του Θεού και την αγάπην του ανθρώπου, τούτο πάντοτε παρίστατο Αυτώ πληρέστατα. Βεβαίως τούτο δεν είνε ό,τι ο κόσμος χαράν ονομάζει· δεν ήτο η ευθυμία της κουφότητος, δεν ήτο ο γέλως της μωρίας· εκ του είδους τούτου της χαράς ελάχιστα έχει ο βίος δι' άνθρωπον τι πράγματι σημαίνει ο βίος. Αλλά καθώς λέγει ο Λατίνος πατήρ η αληθής χαρά έγκειται εις τα σοβαρά πράγματα, και εκ της βαθείας πηγής της ζωής ήτις κείται εις την καρδίαν των πραγμάτων, και ο Άνθρωπος των Οδυνών ηδυνήθη μεγάλας σταγόνας να πίη. Καίτοι δε οι Ευαγγελισταί δεν μας λέγουν ότι εγέλασεν, ενώ μας λέγουν ότι εστέναξε, και έκλαυσε, και εδάκρυσεν, αφ' ετέρου μας διηγούνται ότι, «Εν εκείνη τη ώρα ο Ιησούς ηγαλλιάσατο τω πνεύματι». Μη τούτο άπαξ μόνον συνέβη;
via

Pages