Β'.
101
Δύναται και η ουρά σου ν' απαστράπτη εις τον ήλιον, και το στέμμα σου
να θαυμάζεται· εφ' όσον έτι δεν ελάλησες, δεν έδειξες τι πετεινός
είσαι.
102
Οσάκις συναντήσης σοφόν καθ' οδόν, σταμάτησέ τον και ερώτα:
Τι προετίμας, ω σοφέ; να σου δώσω 100 χιλιάδας νέων δραχμών, ή να σου
εμπνεύσω 100 χιλιάδας νέων ιδεών; Ή ακόμη τι προετίμας; να
εσφετερίζεσο έν εκατομμύριον δραχμών από ένα τραπεζίτην, ή έν
εκατομμύριον ξένων ιδεών από ένα φιλόσοφον, με την βεβαιότητα, ότι
δεν θα σε εννοήση κανείς;. . . . Μη λαμβάνης τον κόπον ν' απαντήσης,
διότι την απάντησίν σου την μαντεύω· ποσάκις δεν επώλησες ιδέας αντί
δραχμών, και ποσάκις δεν παρεκάλεσες τον Θεόν, ίνα σου εμβάλη εις την
κεφαλήν εκατομμύρια ιδεών, διά να τας πωλήσης αντί ολίγων δεκάδων
δραχμών, αφού δεν έστερξεν εις τας ικεσίας σου, ίνα εμβάλη εις τα
θηλάκιά σου εκατομμύρια δραχμών, και να μη σου αφήση εις την κεφαλήν
ουδεμίαν άλλην ιδέαν, ειμή την ιδέαν μόνον. . . .ότι είσαι
εκατομμυριούχος! Βλέπεις λοιπόν, ω σοφέ, αυτό το χαρτονόμισμα το
ξεσχισμένον, το λερωμένον, το βρωμερόν; η βρώμα του αποτελεί το
ελιξίριον της μακροβιότητος και της αθανασίας· πολλοί εβλάβησαν από
χρήσιν βρωμερών βιβλίων, από χρήσιν όμως βρωμερών χαρτονομισμάτων
ουδείς. Με τούτο ημπορείς, όσον κτήνος και αν ήσαι, να εγείρης ένα
ανδριάντα εις την γελοίαν ύπαρξίν σου, να τον ίδης ζων τοποθετούμενον
εις το άκρον μιας οδού, φερούσης το όνομά σου, και να διαιωνίσης διά
του λίθου ξύλινον ον, μεταξύ του οποίου και σού η μόνη διαφορά
υπάρχει, ότι το ξύλον επλήρωνε και ανηγείρετο ο λίθος!
103
Το Μεγαλείον έχει όρια, πέραν των οποίων, ή γελοίον αποβαίνει, ή
ειδεχθές.
104
Εξέλεγχε πάντοτε την Αιδώ· ομοιάζει με τα πολύτιμα προσόντα· όσω
μάλλον εκλείπει, τόσον και πολλαπλασιάζεται η α π ο μ ί μ η σ ι ς
της.
105
Η φύσις κατέχει και τα αντίδοτα όλων των δηλητηρίων της· το δυστύχημα
όμως είνε, ότι είνε δύσκολος η ανεύρεσις αυτών.
106
Μέγας νους μετά μεγάλης καρδίας, ανέρχεται μέχρι της Αρετής διά να
την φθάση.
Μέγας νους μετά μικράς καρδίας, ανέρχεται μέχρι της Αρετής· διά να
την κρημνίση.
Μικρός νους μετά μεγάλης καρδίας, καταβιβάζει την Αρετήν μέχρις
εαυτού διά να την φθάση.
Μικρός νους μετά μικράς καρδίας, καταβιβάζει την Αρετήν μέχρις εαυτού
διά να την συντρίψη.
107
Θέλεις να κρίνης την εργασίαν του άλλου ασφαλέστερον; δοκίμασε πρώτον
αν ημπορής να την κάμης, και ερώτησε τον εαυτόν σου διατί δεν την
έκαμες.
108
Μη δίδης ποτέ πίστιν εις τα χρώματα· και τα δηλητήρια ανθούσιν, αλλά
τα άνθη των φονεύουσι ταχύτερον.
109
Ουδέποτε θα δυνηθής να εννοήσης και τούτο· πώς υπάρχουν άνθρωποι
αναμιγνυόμενοι εις ξένα όνειρα, μολονότι δεν εξώφλησαν ακόμη με τα
ιδικά των.
110
Ποτέ μη λέγης τι είσαι· δεν θα σε πιστεύση κανείς, ουδ' εάν
κατηγορήσης σεαυτόν. Ο κόσμος τείνει εις το να έχη συνήθως περί σου
πολύ διάφορον ιδέαν της ιδικής σου.
111
Όταν αγαπήσης και ανταγαπηθής, ερώτησε τον εαυτόν σου: — Τι
πλειότερον εγνώρισε και απήλαυσεν ο Μαθουσάλας από το έντομον εκείνο,
το καλούμενον Εφήμερον, του οποίου ο βίος άρχεται με την ανατολήν του
ηλίου και εκλείπτει με την δύσιν του;
112
Όταν σε πάρη ο κατήφορος, και εις τον Παράδεισον αν ταξειδεύσης, θ'
ακούσης περισσοτέρας κακολογίας επανερχόμενος, παρ' όσας θα ήκουες
εάν εταξείδευες εις αυτήν την Κόλασιν.
113
Το μεγαλείτερον ελάττωμα είνε η προσπάθεια προς απόκρυψιν ενός
ελαττώματος· αντί ν' αλλάξης όψιν, παρουσιάζεις αυτήν με έν ελάττωμα
επί πλέον.
114
Και το γελοίον έχει όρια, πέραν των οποίων αποβαίνει συμπαθές.
115
Η γυνή ορκιζομένη, θάπτει ζώντας και εκθάπτει νεκρούς μετά τοσαύτης
ευκολίας, ώστε ο έρως δι' αυτήν καταντά νεκροθάπτης αυτόχρημα.
116
Μη θαυμάζης τον ταώ· έχει χρυσάς πτέρυγας, αλλά μυαουρίζει ως η γάτα·
προτίμησε την γάταν, η οποία δεν μιμείται κανέν άλλο ζώον.
117
Ο ενθουσιασμός είνε σύμπτωμα, μαρτυρούν αναβίωσιν και αναγέννησιν.
118
Ο Γολγοθάς της Τέχνης έχει δυο ατραπούς, οδηγούσας εις την αυτήν
κορυφήν· από την μίαν ανέρχονται διά να σταυρωθούν, κι από την άλλην
διά να πάρουν τον αέρα των· και συμβαίνει συνήθως οι μεν πρώτοι να
σταυρούνται, οι δε δεύτεροι να φαίνωνται εις τον κόσμον
περιβεβλημένοι την αίγλην του αγίου Πνεύματος και τον στέφανον του
μαρτυρίου.
119
Αγάπα τα άνθη· είνε το σιωπηλόν και άγραφον ευαγγέλιον της φύσεως.
120
Δεν υπάρχει θέσις οικτροτέρα δι' ένα άνδρα, από το πλευρόν γυναικός,
παρ' ης δανείζεται το όνομά του, έστω και αν λέγεται «ο σύζυγος της
Βασιλίσσης». Όταν του απονέμεις τον τίτλον του είνε ωσάν να λέγης εις
τους άλλους:
« — Ησυχάσετε, δεν είνε κ α ν ε ί ς.»
121
Μεσονύκτιον· η τελευταία θωπεία της χθες, και το πρώτον ράπισμα της
αύριον.
122
Μη πιστεύσης ποτέ, ότι η καρδία δεν έχει και ολίγον πνεύμα· το πνεύμα
όμως είνε ανηλεές· δεν έχει ούτε ίχνος καρδίας.
123
Αλλοίμονον εις εκείνον, όστις εσυνείθισε να βλέπη όλα τα πράγματα
ανάποδα· θα καταγγείλη επί εσχάτη προδοσία κατά της φύσεως και τον
εαυτόν του ακόμη, όταν αποφασίση να εννοήση, ότι περιπατεί με την
κεφαλήν άνω και με τους πόδας κάτω.
124
Απόφευγε την αυταπάτην· είνε η οικτροτέρα κωμωδία της ανθρωπίνης
ψυχής.
125
Ο έρως ή αιθήρ θα ήνε, ή βόρβορος.
126
Εις τον κόσμον αυτόν ουδέποτε θα εννοήσης διατί υπάρχουν τόσα
πράγματα απαίσια, περιβαλλόμενα με το αισιώτερον κάλυμμα.
Και ακόμη δεν θα εννοήσης, διατί ο ήλιος αντανακλάται και εις τον
βόρβορον ούτε διατί ο βόρβορος αποξηραινόμενος, ανέρχεται ως
κονιορτός μέχρι του αιθέρος.
Και δεν θα εννοήσης ακόμη, ούτε το δάκρυ της χαράς, ούτε το μειδίαμα
της λύπης· ούτε την διαφοράν του στεναγμού της οδύνης από του
στεναγμού της ηδονής.
Και δεν θα εννοήσης, ούτε διατί η φύσις αποδεικνύεται ενιατού και
προς εαυτήν ανειλικρινής και ψευδομένη· παρουσιάζει ζώα με μοναδικήν
υπόστασιν και ανθρώπους με διπλήν· σε θωπεύουν διά του βλέμματος,
καθ' ην στιγμήν διά της ψυχής των σε καταξεσχίζουν· ωκεανούς, υπό την
λείαν των οποίων και χαρίεσσαν επιφάνειαν, κρύπτεται μαύρη άβυσσος με
μυρίους θανάτους.
127
Ολόκληρος ο βίος είνε έν όνειρον, από το οποίον αφυπνιζόμεθα, όταν
πίπτωμεν ίνα κοιμηθώμεν διά παντός.
128
Την στιγμήν όπου ο διάβολος θα εννοήση ότι έχει κέρατα, τα χερουβείμ
θα του παραχωρήσουν την θέσιν των.
129
Συνήθως καταναλίσκουν οι άνθρωποι τα τρία τέταρτα του βίου των, προς
συντομωτέραν εξόφλησιν του υπολοίπου τετάρτου.
130
Λαοί δούλοι εξιδανίκευσαν την δουλείαν των, και λαοί ελεύθεροι
κατεσπίλωσαν την ελευθερίαν των· εάν εκαλείσο να εκλέξης μεταξύ
τοιαύτης δουλείας και τοιαύτης ελευθερίας, απάντησε ανενδοιάστως, ότι
προτιμάς σκότος μετά συνειδήσεως, παρά φως μετ' ασυνειδησίας.
131
Δύνασαι να ήσαι αχθοφόρος, δύνασαι να ήσαι βασιλεύς· δύνασαι ν'
αποφύγης όλας τας διατάξεις του Ποινικού Νόμου· διά τον Ηθικόν Νόμον
είσαι πάντοτε υπόδικος.
132
Όταν βλέπης λαόν, όστις βαδίζει προς τον θάνατον άδων, πίστευε ότι
βαδίζει προς την ζωήν.
133
Ουδείς θα κηρυχθή πολέμιός σου, εάν πρώτον δεν αναγνωρίση την αξίαν
σου· περί τούτου έσο βέβαιος.
134
Αναγινώσκων διαρκώς περί της ευτυχίας του άλλου θα πλήξης· ουδέποτε
όμως θα κουρασθής παρακολουθών την δυστυχίαν του.
135
Διά την αληθώς ερώσαν γυναίκα ουδέν είνε αδύνατον· είνε ικανή να
ονειρευθή, ότι ανατρέπει και το σύμπαν, διά να ίδη πριν εξυπνήση, ότι
δίδει εις αυτό πνοήν εκ της πνοής του εραστού της, και ότι κατορθώνει
ν' αναφλέξη εκ νέου τον ήλιον με ένα σπινθήρα του έρωτός της.
136
Πρόσεξε και εις τον οκνηρόν· η αργία του είνε έν είδος ηδονής, και
όταν ακόμη συνοδεύεται από τας αναποφεύκτους στενοχωρίας της.
137
Μη επικαλεσθής ματαίως την ψυχράν λογικήν, όπου η ψυχή σου θα λαλήση
ευγλώττως· δεν θα σε υπακούση.
138
Εκ της χαράς του άλλου, προσθέτεις εις την λύπην σου λύπην και εκ της
λύπης του άλλου, εις την λύπην σου χαράν.
139
Όσω στον κόσμον βλέπωμεν ποδόγυρον,
κι' όσω ακόμη έχωμεν πατρίδα,
το ράσσον δεν θα φτιάνη τον καλόγηρον,
ούτε τον μασκαράν η προσωπίδα.
140
Απόφευγε τους εμπόρους των μεγάλων εκδουλεύσεων· είνε λαθρέμποροι
δηλητηρίων.
141
Μάθε και κατά τι διαφέρει η γυνή της γάτας: ότι η μεν γάτα είνε γυνή
με ουράν, η δε γυνή, γάτα χωρίς ουράν.
142
Η σήμερον είνε μία σφην μεταξύ της χθες και της αύριον· είνε δηλαδή
μία στιγμή ελαχίστη, μεταξύ δύο απείρων.
143
Η ηθική δύναμις, αφ' ης εκπηγάζει και εξαρτάται το μεγαλείον, είνε τι
ένθεον, εδρεύον εν τη ψυχή, και απολύτως ανεξάρτητον των μέσων, άτινα
ο εξωτερικός κόσμος διαθέτει προς την ανάπτυξιν και την δράσιν του.
144
Δύο, αντιθέτου φύσεως όντα, δεν στρέφονται όπισθέν των· ο λύκος και ο
αθώος άνθρωπος. Θέλεις να πλήξης επιτυχέστερον; ελθέ εκ των νώτων.
145
Όσω μάλλον πεπωρωμένη είνε μία καρδία, τοσούτον και ιλιγγιά προ της
ιδέας του θανάτου· θα έλεγέ τις, ότι φοβείται μήπως ο θάνατος
αποσβέση το αίσχος της.
146
Ολιγώτερον φαίνεσαι, ολιγώτερον υβρίζεσαι· είς φιλικός χαιρετισμός,
ισοδυναμεί πολλάκις προς δέκα εχθρικάς ύβρεις.
147
Η τύχη σου είνε έργον των χειρών σου· εάν δε συμβαίνη να λαμβάνη
ταχυτέραν ή βραδυτέραν φοράν, τούτο δεν είνε συμπτωματικόν· εξαρτάται
από μυρίας συγκεκριμένας αιτίας, απορρεούσας και ταύτας συνήθως εκ
της ιδίας θελήσεώς σου.
148
Η Ειρήνη είνε το ιλαρόν προσωπείον του Πολέμου· ο Πόλεμος, το
τραγικόν προσωπείον της Ειρήνης.
149
Οι μάρτυρες της ιδέας είνε κατά το μάλλον και ήττον ισότιμοι·
αδιάφορον ποία υπήρξεν η ιδέα των και ποία η επί της ανθρωπότητος
επιρροή της.
150
Όταν ίδης σύζυγον, ανησυχούντα διά την πίστιν της γυναικός του,
λάλησε εις το ους του: — Ηλίθιε! θέλεις να κοιμάσαι ήσυχος; αφαίρεσε
ολίγα πτερά από το καπελλίνον της συζύγου σου, και πρόσθεσε τα εις
την ψυχήν της.
151
Ούτε ο ήλιος τυφλώνει ταχύτερον τους οφθαλμούς σου, από την λάμψιν,
την οποίαν διαβλέπεις εις τον εαυτόν σου.
152
Τα έθνη δεν φονεύονται, ούτε διά της πείνης, ούτε διά των χρεωκοπιών,
ούτε διά της ήττης· φονεύονται διά της ιδέας.
153
Είνε παράδοξος ο έρως, πολύ παράδοξος κατάστασις· μεταφέρει τον
άνθρωπον ακαριαίως εκ της περιωπής του αγγέλου εις την του θηρίου·
κάλλιον ειπείν, συγχέει τας δύο ταύτας ιδιότητας εις βαθμόν
ακατανόητον και επικίνδυνον· προξενεί λύπην και χαίρει· ενίοτε
προξενών χαράν, ευρίσκει ηδονήν μη συμμεριζόμενος αυτήν· πολλάκις
δημιουργεί μόνος την δυστυχίαν, και άλλοτε κενώει την κύλικα της
ευδαιμονίας μέχρι πυθμένος, μόνον και μόνον, όπως αναζητήση εν αυτή
την μυστηριώδη κόκον της δυστυχίας. Είνε είς περιπλανώμενος παράφρων,
όστις ουδέν άλλο ζητεί, ή την εξόντωσιν εαυτού διά παντός μέσου, και
ούτινος η γη της επαγγελίας είνε συνήθως το πλησιέστερον
νεκροταφείον.
154
Πιστεύεται, ότι διά του οίνου λησμονεί ο άνθρωπος τας συμφοράς του.
Έσο βέβαιος ότι εάν ο οίνος έλειπεν από τον κόσμον, ουδέποτε ο
άνθρωπος θα είχεν ανάγκην αυτού, διά να λησμονήση τας συμφοράς του.
155
Το μέγα ονόμαζε μέγα, και το μικρόν ονόμαζε μικρόν· μη επιχειρήσης
όμως να τα περιγράψης, διότι θα σμικρύνης το πολύ μέγα, και θα
μεγαλώσης το πολύ μικρόν.
156
Η αυτοκτονία δεν είναι αποτέλεσμα δειλίας και απελπισίας· είνε το
θάρρος των δειλών, και η ελπίς των απηλπισμένων.
157
Ο ανήρ φαινομενικώς είνε ο σύζυγος της γυναικός· κυρίως είνε το υ π
ο σ υ ζ ύ γ ι ον της.
158
Το κάλλος υπήρξε πάντοτε η ασφαλεστέρα παγίς του ανθρωπίνου
πνεύματος, ταυτοχρόνως δε και το ταχύτερον όχημα, όπερ έσυρεν αυτό
διά δρόμου καταπληκτικού επί της οδού της προόδου.
159
Το κακόν είνε μία άβυσσος απύθμενος, εις τα χείλη της οποίας φύονται
τα μεθυστικότερα και περικαλλέστερα άνθη.
160
Καλλονή άνευ πνεύματος, θέλγει διαβαίνουσα· πνεύμα άνευ καλλονής,
θέλγει παραμένον.
161
Σοφός εβραίος παραβάλλει τον οίνον προς τον φίλον, υποστηρίζων ότι ο
παλαιότερος είνε και ο καλήτερος. Δεν προσέθηκεν όμως, ότι οι
παλαιότεροι φίλοι γίνονται και οι ασπονδότεροι εχθροί μας, όπως ο
παλαιότερος οίνος μεταβάλλεται εις το δριμύτερον όξος, όταν ο
διάβολος αποφασίση να βουτήση την ουράν του εις το βαρέλιον του
οινοπώλου
162
Από της αναγνωρίσεως μιας αληθείας, μέχρι της επικρατήσεως αυτής,
εμεσολάβησε πάντοτε χάος, όπερ, ουχί σπανίως, επληρώθη διά πτωμάτων.
163
Μη εμπιστεύεσαι εις όλα τα τελείως δικαιολογημένα πράγματα· συμβαίνει
και το δίκαιον να μη ήνε πάντοτε τελείως δικαιολογημένον, και το
δικαιολογημένον να μη ήνε τελείως δίκαιον.
164
Όταν ακούης τοκογλύφον, τρέμε· ουδεμία πληγή δύναται να συγκριθή προς
αυτόν. Αι επτά πληγαί της Αιγύπτου, κατέστρεψαν τα επ' αυτής, αλλ'
αφήκαν την Αίγυπτον. Ο Θεός ελησμόνησε τον τοκογλύφον· ούτος θα
κατέτρωγε και αυτήν την Αίγυπτον, και θα κατέπινε τον Νείλον διά να
την χωνεύση.
165
Η αληθής σοφία παρουσιάζει τόσον παραδόξους ιδιοτροπίας, ώστε
αναγκάζεσαι να πιστεύης ότι, άνευ αυτών, ουδέν δικαίωμα θα είχεν επί
του τίτλου της.
166
Η αφροσύνη ως αδυναμία, είνέ τι οικτρόν· αλλ' η αφροσύνη ως δύναμις,
είνε πράγμα τρομερόν.
167
Έσο μεγαλόψυχυς και μη απελπίζεσαι ποτέ· διά τας μεγάλας ψυχάς
υπάρχει πανταχού στάδιον αναγνωρίσεως και νίκης.
168
Και από τον σίδηρον και από τον μόλυβδον ακόμη, ο χρυσός επήνεγκε τας
ασφαλεστέρας και ταχυτέρας καταστροφάς επί της γης.
169
Μη λαβάνης υπ' όψιν σου τους εραστάς· έχουσι πολύ μαραδόξους ιδέας·
εάν ηδύναντο να πλάσωσι τον κόσμον εκ δευτέρου, θα έπλαττον αντί
ανθρώπου μίαν γιγάντιον καρδίαν, και άνωθεν αυτής θα προσεκόλλων μιαν
κεφαλήν, έχουσαν μόνον οφθαλμούς διά να βλέπη, και χείλη διά να φιλή.
170
Το κακόν δεν έχει απόλυτον βάρος· ζυγίζεται διά της χειρός του
διαπράξαντος αυτό.
171
Όταν ο Θεός κλείη τους οφθαλμούς, ο Διάβολος ανοίγει τους ιδικούς
του. Τούτο είνε βεβαιωμένον· αμφίβολον μόνον είνε το ζήτημα της
προτεραιότητος· κοιμάται ο Θεός, διότι γνωρίζει ότι θα αγρυπνήση ο
Διάβολος, ή βλέπει ο Διάβολος, διότι κοιμάται ο Θεός; θα μου επιτραπή
να πιστεύσω εις το πρώτον.
172
Όταν ίδης άνδρα, αποφασίζοντα να π ρ ο σ θ έ σ η εις την πλευράν του
το ελλείπον μέρος της, πείσθητι ότι συνέλαβε την χειρίστην έννοιαν
της π ρ ο σ θ έ σ ε ω ς.
173
Δεν υπάρχει υψηλότερον αίσθημα από την μετάνοιαν και την συγγνώμην·
τελείται μία μεταμόρφωσις εν τη ψυχή ένθεος, την οποίαν εν τη φύσει
συμβολίζει η μεταμόρφωσις της κάμπης εις χρυσαλίδα, ήτις,
αναλαμβάνουσα αιθερίας πτέρυγας, σπεύδει και καταφιλεί ικέτις το
άνθος, του οποίου το φύλλον είχε καταφάγη, η δε χρυσαλίς της σήμερον
ζητεί συγγνώμην διά τον σκώληκα της χθες.
174
Αγωνίζου, κοπίαζε, μαρτύρει εν ανάγκη· αλλά τρέμε την απόλυτον
ανάπαυσιν και την ησυχίαν, διότι και ταύτα ονομάζονται θάνατος· ο δε
θάνατος, όταν καταβάλλη διά του απλέτου φωτός, είνε τρομερώτερος,
παρ' όταν καταβάλλη διά του σκότους.
175
Η πύλη του Παραδείσου και η οπή της Κολάσεως ευρίσκονται πλειότερον
συνορεύουσαι, παρ' όσον συνήθως τας φαντάζονται οι άνθρωποι.
176
Η ψυχή είνε ακόρεστος εις την συναίσθησιν του ιδανικού, πάντοτε δε
ζητεί ν' αντλή αυτό και εκεί ακόμη, ένθα γνωρίζει ότι πράγματι δεν
υπάρχει.
177
Ουδέποτε ν' αποπειραθής, όπως καταστής ακριβής τιμητής της αρετής και
της κακίας, ουδέ να βάλης πρώτος του αναθέματος τον λίθον· διότι ο
λίθος ούτος ευρίσκεται μεν ευκόλως εις την γωνίαν εκάστης οδού, αλλά
πλησίον αυτού ευρίσκεται πάντοτε και μία πέτρα σκανδάλου. Υπάρχει δε
τοιαύτη ομοιότης μεταξύ των δύο τούτων, ώστε πολλάκις αντί να ρίψης
τον λίθον, ρίπτεις την πέτραν, ήτις έχει την ελαστικότητα,
πίπτουσα,να επανέρχεται συνήθως κατά της ιδίας κεφαλής σου.
178
Όταν η πατρίς ευρίσκεται εν πενία, ο πλούτος σου μηδέν· όταν η πατρίς
ευπορή, και η πενία σου θησαυρός.
179
Πρόσεχε εις τας χείρας των κυβερνώντων· είνε το κάτοπτρον της
καταστάσεως της χώρας.
180
Περιόριζε το βλέμμα σου εις το να βλέπης όπου βαδίζεις· διότι, όταν
το σώμα σου βαίνη προς τα εμπρός και η κεφαλή σου στρέφεται προς τα
οπίσω, αλλοίμονον και εις το σώμα και εις την κεφαλήν.
181
Λόγος στηλώνει την ψυχήν και λόγος την κρημνίζει.
182
Μη περιφρονής την στέγην σου· είνε ολόκληρος βιβλιοθήκη· έκαστον
κεραμίδι αυτής αποτελεί ανά έν μυθιστόρημα της οικίας σου.
183
Όσω πλειότερον δυστυχείς είμεθα, τόσω μάλλον πιστεύομεν, ότι η
ευτυχία προωρίσθη δι' ημάς.
184
Και η ισχυρά κρίσις, όταν συμβαίνη να οδηγή εις τα άκρα, καθίσταται
πολυτέλεια ανωφελής.
Ο ορθολογισμός και η ουτοπία τόσον παραλλήλως βαίνουσιν, ώστε η
ελαχίστη παρεκτροπή αρκεί ίνα ρίψη τούτον εις την τροχιάν εκείνης.
185
Ο Θεός δεν σε αφίνει ποτέ να χαθής· τούτο είνε αληθές· αλλά την
υποχρέωσιν ανταποδίδεις ίσην, διότι και συ δεν αφίνεις ποτέ ίνα χαθή
ο Θεός σου.
Μεταξύ Θεού και όντων υπάρχει μία ηθική αλληλεγγύη· όταν αύτη
εκλείψη, και τα όντα μένουσιν άνευ θεού, αλλά και ο θεός άνευ όντων.
186
Όταν διαψεύδωνται τα όνειρά σου, τότε τα αναπολείς λεπτομερέστερον·
όταν πραγματοποιούνται τα λησμονείς όλα.
187
Και αυτό το σμικρόν μεγαλώνει αρκετά, όταν γνωρίζη να εκτιμήση το
μέγα.
188
Δεν ηδυνήθην ποτέ να εννοήσω τον επί πατραγαθία εγωισμόν· απορώ δε
πώς ευρίσκονται άνθρωποι, αναπαυόμενοι επί δαφνών ξηρών και ανηκουσών
εις άλλους, χωρίς να τας αισθάνωνται ενοχλητικώς τριζούσας και
διαμαρτυρομένας υπό την ράχην των.
189
Φρονήσεως δείγμα είνε και το να γελάσης πρώτος διά την αφροσύνην σου,
πριν γελάσουν οι άλλοι.
190
Δύνασαι να ήσαι όσον θέλεις σοφός, όσον θέλεις μέγας διά τον εαυτόν
σου, όσον θέλεις σιδηρούς· δύνασαι να αισθάνεσαι κόσμον ολόκληρον
εντός σου, απειλούντα να διαρρήξη της ψυχής σου το περίβλημα και να
κατακτήση τον κόσμον, όστις σε περιβάλλει· δύναται η γη να διατηρή
επί σειράν χιλιετηρίδων κεκρυμμένον εις τα σπλάγχνα της τον σκληρόν
και άκαμπτον σίδηρον· εφ' όσον η σκαπάνη δεν διασχίζει το κέλυφός
της, και δεν εκθάπτει αυτόν, ο σίδηρος θα παραμείνη αιωνίως αφανής
και ακατέργαστος και άχρηστος διά τον κόσμον. Η ώθησις είνε το παν·
δόσε τοιαύτην και ενίκησες και τον κόσμον και την φύσιν.
191
Η θετικωτέρα εκδήλωσις της σοφίας του Θεού, δεν είνε ούτε ο έρως,
ούτε η φιλία, ούτε η μνημοσύνη· είνε η λήθη.
192
Προτίμα ν' αγωνίζεσαι ισοβίως διά να φθάσης την Αρετήν, παρά να την
καταβιβάζης, και ιππεύων επί των νώτων της, να την μεταχειρίζεσαι ως
υποζύγιον κατά τας ορέξεις και τας ανάγκας σου.
193
Υπερηφάνεια: έπαρσις υπό μορφήν υποφερτήν· έπαρσις: υπερηφάνεια υπό
μορφήν ανυπόφορον.
194
Ο συκοφάντης ομοιάζει με τον σκύλλον εκείνον, όστις εν ώρα νυκτός
υλακτεί σκιάς εις το μέσον ενός χωρίου· μετά τινας στιγμάς όλοι οι
σκύλλοι ευρίσκονται επί ποδός.
195
Οι άνθρωποι, προβαίνοντες επί τα πρόσω, κρατούν δύο σκαπάνας· με την
μίαν ανοίγουν τον δρόμον, όπου θα πατήσουν, με την άλλην μεταβάλλουν
εις χάος τον δρόμον, όπου επάτησαν. Ιδού διατί πάσα οπισθοδρόμησις
αποτελεί κατακρημνισμόν.
196
Η ευτυχία και η δυστυχία είνε τόσον ακατανόητοι, ώστε συνήθως
επιβάλλονται και κυριεύουσι της ψυχής διά του μυστηρίου των μάλλον,
παρά διά της ουσίας των.
197
Να ήσαι βέβαιος, ότι το απόλυτον βάρος της κεφαλής είνε πάντοτε το
αυτό, ουδέν δε προσθέτει ο Διάβολος επί πλέον εις το μέτωπον ενός
συζύγου· ό,τι φαίνεται ότι προσθέτει εκεί, το έχει αφαιρέση
απλούστατα εκ του εγκεφάλου.
198
Ομιλούν περί ανθρώπων πωλούντων την συνείδησίν των· ουτοπία· — είνε
εμπόρευμα η συνείδησις, το οποίον τότε επώλησεν ο άνθρωπος, ότε
έπαυσε να το έχη.
199
Ολόκληρος η φύσις είνε έρως· και ο δημιουργός θεός είνε έρως και η
ζωή εξ έρωτος πηγάζει, αλλά και ο θάνατος θα κατενικάτο άνευ του
έρωτος.
200
Πάσα ανθρωπίνη πράξις, όσον μεγάλη και αν ήνε, δεν θέλει τίποτε άλλο
διά να εξευτελισθή, παρά μίαν επανάληψιν.