ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αναρίθμητοι συμβουλαί εδόθησαν προς τους ανθρώπους και αναρίθμητα
συμπεράσματα εκ της λογικής και της πείρας απορρέουσι καθ’ εκάστην,
τα οποία, όχι μόνον εις όσους τα ήκουσαν, αλλά και εις όσους τα
συνήγαγον, κατ' ουδέν εχρησίμευσαν.
Τα όντα θα εκλείψωσιν εκ της γης κατ' ουσίαν αμετάβλητα, ο δε
τελευταίος άνθρωπος δεν θα διαφέρη από τον πρώτον, ειμή κατά το
ένδυμα και κατά το όπλον — αμφότερα τελειοποιημένα.
Ο πρώτος Κάιν εδολοφόνησε τον αδελφόν του.
Ο τελευταίος Κάιν θ' αυτοκτονήση από ανίαν και πλήξιν, διότι ούτε
αδελφόν θα εύρη δια να δολοφονήση.
Δια τούτο συμπεράσματά τινα, τα οποία συνήγαγον εκ των πραγμάτων του
κόσμου, θεωρών άχρηστα δια τον εαυτόν μου και άχρηστα διά τους
ανθρώπους, εθεώρησα καταλληλότερον να τα κληροδοτήσω εις τον Πετεινόν
μου.
Τις οίδεν εις εποχήν, καθ' ην οι έρωτες και οι πόλεμοι διεξάγονται
εντιμώτερον και ιπποτικώτερον παρά τοις πετεινοίς, ή παρά τοις
ανθρώποις, ίσως ευεργετήσω τον Πετεινόν μου διά της αχρήστου
φιλοσοφίας μου.
ΠΟΛ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΕΡΟΣ Α'.
ΔIΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ
Η ΧΡΥΣΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΣΥΜΒΟΥΛΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΤΕΙΝΟΝ ΜΟΥ
Άκουσέ με καλώς· απεφάσισα να μη σε φάγω, αλλά να σε καταστήσω σοφόν
μεταξύ των ομογενών σου. Δεν λέγω όμως να σε κάμω και άνθρωπον.
Πρόσεξε· να γίνης σοφός, όσον αρκεί δι' ένα πετεινόν· διότι εάν γίνης
σοφός, όσον αρκεί δι' ένα άνθρωπον, δεν θα βραδύνη η ώρα, όπου θα
βγάλης τα μάτια του διδασκάλου σου.
2
Σε εισάγω εις τον κόσμον και έχεις ανάγκην όπλων, διότι εις έκαστον
βήμα σου θα παλαίσης. Αλλά πρόσεξε μη φανερώσης εις ουδένα του
οπλισμού σου το σύστημα, διότι θα νικηθής δι' αυτού του ιδίου.
3
Θέλεις να γίνης σοφός; μάθε όσα αρκούν διά να δυσπιστής προς την
ιδίαν σου σοφίαν. Πρόσεξε όμως μη τα μάθης όλα, διότι δεν θα πιστεύης
πλέον εις τίποτε.
4
Εφ' όσον βλέπεις, ότι το κράτος του πνεύματος δεν κατισχύει των
προλήψεων και της ύλης, έκαστος δε δεν είνε υπεύθυνος διά τας ιδίας
του μόνον πράξεις, εφ' όσον ο πατήρ ερυθριά διά τον υιόν και ο υιός
διά τον πατέρα, η ευτυχία και η δυστυχία θα ήνε αι μάλλον και
ακροσφαλείς καταστάσεις του βίου.
5
Μη επιδείξης ποτέ την τιμήν σου· είνε πράγμα, το οποίον, όσω
πλειότερον εκθέτεις εις την κοινήν θέαν, τόσω μάλλον καθιστάς την
υπόστασίν του αμφίβολον.
Επιδεικνύων την τιμήν σου εις τους διαβάτας, είνε ωσάν να λέγης:
— Βεβαιώσατέ με, χριστιανοί· είνε τάχα τιμή αυτό, που έτυχε να έχω,
ή μήπως είνε τίποτε άλλο και κάμνω λάθος;
6
Μεγαλοποιείς τα προτερήματά σου; δίδεις υπονοίας, ότι έχεις ολιγώτερα
των όσων προσπαθείς να επιδείξης· μεγαλοποιείς τα ελαττώματά σου;
κινδυνεύεις να θεωρηθής ως υποκρύπτων πλειότερα.
7
Όταν ο δαίμων αποφασίζη να σε σύρη προς την καταστροφήν σου, δεν σε
ωθεί προς αυτήν· σε έλκει.
8
Ο άνθρωπος είνε παραδόξως γελοίος· καταναλίσκει ολόκληρον την
σήμερον, διά να σκεφθή τι θα πράξη αύριον.
***
Η αύριον δεν είνε ιδική σου· ανήκει ακόμη εις τον θεόν, ή εις τον
διάβολον.
9
Η ισχύς, εις την μυθολογίαν των αρχαίων εσυμβολίζετο δι' αετού·
σήμερον θα συναντήσης ισχυρούς, οίτινες, εάν είχον ιδιαιτέραν
μυθολογίαν, θα εσυμβόλιζον την ισχύν των διά μικροβίου.
10
Μη ζητήσης να μετρήσης τον έρωτα με το ωρολόγιον· δεν έχει χρόνον
ωρισμένον· όταν πάσχη, η στιγμή είνε αιών· όταν ευδαιμονή, ο αιών
είνε στιγμή.
Διά του έρωτος μόνον κατορθούται η λύσις του μεγίστου μαθηματικού
προβλήματος· να μετρηθή το απείρως σμικρόν διά του απείρως μεγάλου.
Ε, είνε αρκετόν το θαύμα τούτο, διά να μη ζητήσης και περισσότερα.
11
Θέλεις να μεταβάλης διά μιας την όψιν όλων των πραγμάτων; γίνου
εμπαθής.
12
Βλακεία: το γήρας της νεότητος. Αχρειότης: η νεότης του γήρατος.
13
Όταν βλέπης μίαν υψηλότητα, αποφασίζουσαν να κύψη ολίγον, να την
θεωρής ως ευρισκομένην χαμηλότερον και της ταπεινοτέρας ταπεινότητος.
14
Ο πλούτος δεν είνε πάντοτε πρόοδος· η πρόοδος είνε πάντοτε πλούτος.
15
Αλλοίμονόν σου όταν αρχίσης να ζης με αναμνήσεις· εγήρασες.
16
Ν' απεχθάνεσαι την γυναίκα ως υ π ο κ ε ί μ ε ν ο ν, να την λατρεύης
ως α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο ν, να την υποφέρης ως ρ ή μ α, και να την
καταδικάζης πάντοτε ως κ α τ η γ ο ρ ο ύ μ ε ν ο ν.
17
Να θεωρής τον ανεμοδείκτην ενός ανακτόρου χρησιμότερον ενός βασιλέως
ανικάνου· τουλάχιστον δεν έχει ανάγκην εξόδων, και στρέφεται προς όλα
τα μέρη του βασιλείου.
18
Φοβού τα τελειότερα εκ των θηρίων, και τους ημιτελείς εκ των
ανθρώπων· εκείνα καθιστά θρασύτερα η τελειότης των, τούτους
πανουργοτέρους η ατέλειά των.
19
Λάλησον και εκρίθης.
20
Από τους ανθρώπους, τους έχοντας το συμφέρον εις την θρησκείαν, να
προτιμάς πάντοτε τους έχοντας την θρησκείαν εις το συμφέρον·
τουλάχιστον οι δεύτεροι έχουν μίαν θρησκείαν, ενώ οι πρώτοι δεν έχουν
καμμίαν.
21
Όσον άσημος και αν ήσαι, πρόσεχε και εις το απλούστερον βλέμμα σου·
είνε ικανόν να δημιουργήση ολόκληρον ιστορίαν.
22
Θέλεις να πιστεύσουν ότι είσαι εγωιστής; διακήρυττε πάντοτε ότι είσαι
μετριόφρων.
23
Ανεγνώρισες την αμαρτίαν σου; ημάρτησες κατά το ήμισυ· αποπειράσαι να
την δικαιολογήσης; την εδιπλασίασες.
24
Όταν ίδης άνθρωπον θαυμάζοντα και λατρεύοντα την μορφήν του, γνώριζε
ότι αυτός αγαπάται.
25
Το γήρας δεν άρχεται απ' εκεί, όπου λευκαίνεται η κόμη, αλλ' απ'
εκεί, όπου μαυρίζει η καρδία.
26
Θ' ακούσης να λέγουν ότι ο Θεός είνε άνω, και ο Διάβολος κάτω· πλάνη·
ρίψε έν βλέμμα εντός σου, και θ' ανακαλύψης τον ένα εκ τούτων
κοιμώμενον, και τον έτερον αγρυπνούντα.
27
Το καθήκον δεν είνε λέξις, ήτις να μεταλλάση σημασίας αναλόγως της
ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτήρος εκάστου ανθρώπου· είνε συνθήκη
καθιερωμένη διά της συμπράξεως θείου και ανθρωπίνου νόμου, προς
διαιώνισιν της αρμονίας του κόσμου. Εάν δε και ο Θεός ακόμη εφωράτο
παραβαίνων το καθήκον του, θα εδικαιούτο ν' αποδοκιμάση αυτόν και
εκείνος ο σκώληξ της γης, διότι αφού άπαξ τον έπλασε, δεν θα είχε το
δικαίωμα να διαταράξη την ευδαιμονίαν και την ειρήνην του βίου του.
28
Η κακία των ανθρώπων είνε απέραντος και ανεξερεύνητος, ως το χάος·
είνε το αρνητικόν άπειρον του ηθικού κόσμου.
29
Προφύλαττε μετά προσοχής το θερμόμετρον της φιλίας, και έχε το
πάντοτε υπό τας ακτίνας του ηλίου της ευτυχίας· μη το θέσης υπό
σκιάν, διότι θα θραυσθή.
30
Μη πιστεύης ότι θ' αγαπάς ισοβίως· εάν συνέβαινε τούτο, η γη θα ήτο
φωτεινοτέρα και του ηλίου, και θα είχομεν ρόδα και κατά τον χειμώνα.
31
Η ευσυνειδησία του παντοπώλου ζυγίζεται ακριβέστερον μόνον δια της
ιδίας του πλάστιγγος.
32
Όταν σου ομιλούν περί γυναικός πανούργου, πίστευε, χωρίς να την ίδης,
ότι δεν είνε πλέον ωραία.
33
Υπάρχει και κάτι χειρότερον από το σκότος των οφθαλμών· το μίσος,
σκότος της ψυχής.
34
Όταν ίδης άνθρωπον, αρχίζοντα να επιδεικνύη την αξίαν του, μη δίδης
πλέον προσοχήν εις αυτόν· την έχασε.
35
Θα ίδης πολλά μεγαλουργήματα εις την φύσιν, τα οποία θα σε
καταπλήξουν· το άπειρον, ο ήλιος, οι αστέρες εις τον ουρανόν, και εις
την γην. . . η γυνή όταν λέγη ψεύματα.
36
Η στιγμή της πραγματικής ησυχίας σου δεν είνε εκείνη, καθ' ην
κοιμάσαι συ, αλλ' εκείνη, καθ' ην κοιμάται η συνείδησίς σου.
37
Μη σε ενθουσιάζη η πρόωρος πνευματική ανάπτυξις· πλησίον της ίσταται
απειλητικόν το πρόωρον γήρας.
38
Εφ' όσον έχης στόμαχον και σάρκας, η απόλυτος αρετή είνε αυτόχρημα
ουτοπία.
39
Μη πιστεύης ότι η επαγωγότης του λόγου είνε ιδιοφυία μόνον· είνε και
σοφίας είδος, έστω και αν ο λαλών δεν λέγει μεγάλα πράγματα.
40
Μη μακαρίζης πάντοτε την ευτυχίαν· διότι η ευτυχία του ενός, είνε
κατά γενικόν κανόνα απόρροια της δυστυχίας κάποιου άλλου.
41
Να μη υβρίσης ποτέ τον δημοσιογράφον· είνε φιλόπονος εργάτης, σπείρων
δι' ημέρας και νυκτός, και δρέπων εν τέλει καρπούς, πολύ
διαφορετικούς εκείνων, ους έσπειρεν· ανοίγει τους οφθαλμούς άλλων και
χάνει τους ιδικούς του· ελευθερώνει χείρας και τον πνίγουν· παρέχει
τέλος την ευγενεστέραν τροφήν εις τους άλλους, και συνηθέστατα
δειπνεί με την ευτελεστέραν. Μάρτυς αιώνιος, του οποίου και η
αποτυχία είνε μαρτύριον, και ο θρίαμβος μαρτύριον.
42
Αγάπα τον χορόν· είνε η λογική των ποδών.
43
Η τραγωδία μιας αδυναμίας, είνε πολύ υψηλοτέρα και δεινοτέρα από την
τραγωδίαν μιας ανάγκης· ουδείς πόλεμος διεξήχθη πεισματωδέστερον από
τον Τρωικόν, και πολύ συνηθέστερον συνέβη να κομματιασθούν δύο
πεινασμένοι δι' έν βλέμμα, παρά δι' έν καρβέλιον.
44
Έχε εμπιστοσύνην εις την λεγομένην θ ε ί α ν ο ι κ ο ν ο μ ί α ν·
δεν αφίνει τίποτε ίνα χαθή επί της γης· είνε μήτηρ φιλόστοργος, τόσον
διά την διαιώνισιν του χρυσού, όσον και διά την διαιώνισιν των τ ε ν
ε κ έ δ ω ν.
45
Μη παραδεχθής ποτέ ότι η ιστορία διδάσκει· είνε ανόητος ιδέα. Εάν η
ιστορία εδίδασκε, δεν θα ήτον η μία σελίς της αντιγραφή της άλλης.
46
Το παρελθόν είνε κτήμα των παρελθόντων, και το μέλλον είνε κτήμα των
μελλόντων. Το παρόν μόνον είνε ιδικόν σου, εφ' όσον δε έχεις αγρόν
καλλιεργήσιμον, είνε ανοησία να χάνης τον καιρόν σου καταπατών
αγρούς, ανήκοντας εις άλλους.
47
Όταν ακούης αλήθειαν, ήτις, μόλις προφερομένη, αναγνωρίζεται παρ'
όλων, έσο βέβαιος, ότι δεν είνε προωρισμένη να εξασκήση μεγάλην
επιρροήν επί της τύχης της ανθρωπότητος.
48
Μη φοβηθής ποτέ την ειμαρμένην είνε η μάλλον θρασύδειλος θεότης, εξ
όσων εφιλοξένησεν ο ουρανός, ή συνέλαβεν η ανθρωπίνη φαντασία.
Επιτίθεται κατά της αδυναμίας και της δειλίας, και υποχωρεί προ της
δυνάμεως και του θράσους. Η αυθάδεια την καταπλήττει και την τρέπει
εις φυγήν. Ομοιάζει με τον θρασύδειλον κύνα, όστις σου επιτίθεται
άνευ λόγου, αρκεί δε μόνον να προσποιηθής, ότι κύπτεις ίνα λάβης
λίθον εκ της γης, διά να φύγη ουρλιαζόμενος.
49
Προσευχήθητι και οργίασε κατόπιν, διά να εννοήσης τι εστι προσευχή·
οργίασε και προσευχήθητι, διά να εννοήσης τι εστι όργιον.
50
Ουδέποτε ν' αμφιβάλης, ότι η αύριον δεν βραδύνει επί πολύ διά τα
έθνη, τα προωρισμένα να ζήσουν.
51
Μη αποπειραθής ματαίως ν' ανακαλύψης το μυστήριον της Δόξης· είνε
φίλτρον μαγικόν, το οποίον άλλοτε παρασκευάζεται με τα ακριβώτερα
βότανα, και άλλοτε με καθαρό νερό.
52
Απόφευγε την πρώτην λέξιν και επιφύλασσε πάντοτε δια τον εαυτόν σου
την τελευταίαν· ουδέποτε δε να λαλής πριν εξημερώση, όσον και αν ήσαι
βέβαιος ότι και τούτο θα γίνη.
53
Υποπτεύου πάντοτε τον θόρυβον· πίθος πλήρης ουδέποτε θορυβεί· ο
κενός, ορχήστρα ολόκληρος.
54
Μη εμπιστεύεσαι εις την όρασιν του ανθρώπου· σπανιώτατα
αντιλαμβάνεται όπως βλέπει· συνηθέστατα βλέπει όπως αντιλαμβάνεται.
55
Ουδέποτε προς μέτρησιν της ηθικής του άλλου να μεταχειρισθής την
ιδικήν σου· διότι τόσω μείζονα εμπιστοσύνην έχεις εις το μέτρον σου
τούτο, όσω περισσότερον τυγχάνει βεβλαμμένον και ελλειπές.
56
Η ψυχή της μεγάλης τέχνης δεν είνε όγκος, όστις δύναται να προσπέση
εις τας αισθήσεις σου ευθύς αμέσως· είνε έν σημείον ελάχιστον· σου
διέφυγε το σημείον αυτό; σου διέφυγεν ολόκληρος η ψυχή της· δεν
ενόησες τίποτε.
57
Ξεύρεις; αι γυναίκες κλαίουν συνήθως, αλλά μη δίδης εις τούτο
προσοχήν πάντοτε. Εάν οι κροκόδειλοι εγνώριζον πώς κλαίουν αι
γυναίκες, βλέποντες κανένα κλαίοντα μεταξύ αυτών, θα έλεγον προς
χλευασμόν του:
— Κύτταξε! αυτός ο κροκόδειλος κλαίει σαν γυναίκα.
58
Μη εμπιστεύεσαι εις τας χείρας, όσον επιμελώς και αν εκαθαρίσθησαν
από μιας κηλίδος·
έφτιασε και το λελέκι
άλλην μια φωληάν παρέκει,
μα δεν πρόφθασε να μείνη
και τη λέρωσε κ' εκείνη!
59
Ν' αγαπήσης άπαξ, είνε αίσθημα· ν' αγαπήσης δις, είνε τέχνη· ν'
αγαπήσης τρις, είνε έξις· τετράκις, ανισορροπία· και πέραν; — ω θεέ
μου!. . .
60
Υπάρχουσι καταπλήξεις, υπάρχουσι κεραυνοβόλα θεάματα, προ των οποίων
δύνασαι να βάλης ένα στεναγμόν. Αλλ' υπάρχουσι και κεραυνοί, οίτινες
σε μεταβάλλουσιν εν ακαρεί εις ψυχρόν και αναίσθητον αυτόματον,
αφαιρούντες εν τέλει και αυτού του άλγους την συναίσθησιν. Το πνεύμα
παύει τότε λειτουργούν, η δε καρδία μεταπίπτει διά της
υπερευαισθησίας εις την εντελή αναισθησίαν. Τη αληθεία όμως, η
τοιαύτη ακαριαία άμβλυνσις του αισθητικού, αποτελεί μεγίστην
ευεργεσίαν εκ μέρους της φύσεως, αποτελεί ασπίδα ισχυράν κατά των
υπολοίπων πληγών, ας δύναται να καταφέρη· εξακολούθητικώς ο αγρίως
διεγερθείς περιβάλλων σε κόσμος, και κηρύξας αμείλικτον πόλεμον κατά
του περιβαλλομένου εν σοι. Εις την περίστασιν ταύτην, η αναισθησία
είνε αληθής ηρωισμός.
61
Τρέμε, δυστυχή, τον ηθικόν θάνατον· είνε τόσον τρομερώτερος του
φυσικού, ώστε η ανάστασις των ζώντων είνε έργον πολύ μεγαλείτερον από
την ανάστασιν των νεκρών· εάν εδοξάσθη ο Ιησούς, εδοξάσθη μόνον διά
το πρώτον.
62
Αληθώς η δυσκολωτέρα γνώσις, είνε η γνώσις σεαυτού.
Νομίζω μάλιστα, ότι εν όλω τω δικαίω του ηδύνατο να θεωρηθή ως
μεγαλοφυής και ο μωρός ακόμη εκείνος, όστις θα εξύπνα μίαν πρωίαν και
θα έλεγεν εις τον υπηρέτην του:
— Φίλε μου, σε αποβάλλω της υπηρεσίας μου, διότι, διά να υπηρετής
άνθρωπον σαν εμέ, ή πολύ ανόητος πρέπει να ήσαι, ή πολύ αχρείος!
63
Η καρδία· μέλος των εντοσθίων σου, αιωνίως αιχμάλωτον, σύρον μόνον
σε, και συρόμενον από όλους τους άλλους.
64
Ο Θεός· το ηθικόν στήριγμα της συνειδήσεώς σου, παρά του οποίου
σπανίως ζητείς συγγνώμην διά την χθες, πάντοτε όμως αναθέτεις εις
αυτόν την φροντίδα της αύριον. Με την σήμερον, ο Θεός δεν έχει
καμμίαν σχέσιν.
65
Όταν συναντάς έρωτα πολύ θερμόν και ολίγον ειλικρινή, να του
συμβουλεύης ψυχρολουσίας και νοσοκομείον.
66
Ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξη εν τω κόσμω ισότης· υπάρχει όμως και
πρέπει να υπάρχη ισορροπία, ήτις, κατά θείαν πρόνοιαν, έχει
διακανονισθή ούτως, ώστε να επιτυγχάνεται και δι' αυτής της
ανισότητος.
67
Όταν βλέπης, ότι ο βασιλεύς κάμνει τον ένα μόνον να μειδιά, έσο
βέβαιος, ότι πέριξ χίλιοι κλαίουν.
68
Απόφευγε όρνιθα την οποίαν δεν αγαπάς· ουδέν ανιαρώτερον από την
αφοσίωσιν και από τα κακαρίσματά της.
69
Σεβάσθητι τα δάκρυα του πρώτου έρωτος υπέρ πάντα τα άλλα·
εμπερικλείουσιν ολόκληρον το μυστήριον της δημιουργίας και της
διαιωνίσεως της ζωικής ύλης· εκείνα λαλούσιν ευγλωττότερον της
γλώσσης, εκείνα ισχύουσιν, όπως καταστήσωσι τον κόσμον αιώνιον και
ευδαίμονα.
Οι αδάμαντες της γης είνε το πρώτον ερωτικόν δάκρυ των πρωτοπλάστων·
δύναταί τις να είπη, ότι εις το δάκρυ τούτο ρευστοποιείται η ψυχή
ολόκληρος, όπως συνελκύση ασφαλέστερον την ύλην προς την ύλην, όπως
εμφυσήση αληθή ζωήν και σφρίγος εις το τέως αυτόματον, του ανοίξη, ως
διά μαγείας, την χρυσήν πύλην του ναού της φύσεως, και φέρη αυτό
γονυπετές προ του βωμού του Αιωνίου.
70
Ουδεμία πράξις υπάρχει, την οποίαν δεν περιβάλλει κατά συνθήκην έν
ιδεώδες· ουδέ το έγκλημα εξαιρείται.
71
Όταν βλέπης, ότι μία αλήθεια αρχίζει να προκαλή οργήν ή τρόμον,
πίστευε ότι το ήμισυ του προορισμού της έχει ήδη εκπληρωθή.
72
Κατά τα φαινόμενα ούτε ο Θεός ευνοεί πάντοτε τον αθώον, διότι αν
ήθελε να τον σώση από τον κεραυνόν, θα έρριπτεν αυτόν μετά την
βροντήν. Αλλά δεν θέλει· ρίπτει τον κεραυνόν, φονεύει και τον αθώον,
κατόπιν δε βροντά, ως εάν λέγη:
— Κάπου εφόνευσα άνθρωπον· πηγαίνετε να τον εύρετε και να τον
κλαύσετε!
73
Θέλεις να μετρήσης καλήτερον τους οδόντας του διαβόλου; κάμε τον να
γελάση.
74
Και η απόλυτος αλήθεια καταντά ουτοπία, εφ' όσον χίλιοι έχουν επί του
αυτού αντικειμένου χιλίας ιδέας. Βλέπεις τον ήλιον; την ύπαρξίν του
παραδέχονται όλα τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων. Ε, αν και συ ακόμη
αποφασίσης να τον αρνηθής, ο δίσκος του πρέπει να θεωρηθή ηλαττωμένος
κατά το τοσάκις δισεκατομμυριοστόν.
75
Πρόσεχε· δεν είνε ηρωισμός να ρίπτης δυο πτώματα εις έν λεπτόν·
ηρωισμός είνε να τ' ανεγείρης.
76
Φοβού τας πληγάς των φίλων· αυτοί γνωρίζουν που πονείς περισσότερον.
Μη φοβού τας επιδημίας και τους λιμούς· είνε οξείς, αλλά παρέρχονται·
αι χειρότεραι νόσοι είνε αι ενδημικαί.
77
Εάν δυνηθής, αρκέσθητι μόνον εις την ιδέαν της απολαύσεως, είνε η
διαρκεστέρα απόλαυσις.
78
Έχει και η καρδία την φιλοσοφίαν της, — ο οίκτος· έχει και την
ποίησίν της — ο έρως· έχει και την παραφροσύνην της, — το μίσος.
79
Και η υπερβολή της ηδονής σου, γλυκεία οδύνη· και η υπερβολή της
οδύνης σου, ηδονή πικρά.
80
Ο ευγενέστερος προορισμός του θάλπους είνε, όταν το έχης, να το
παρέχης και εις τους άλλους· διότι εάν ο ήλιος εκράτει την θερμότητα
και το φως δι' εαυτόν, και ήτο τόσον εγωιστής, ουδέν ον θα ευρίσκετο
σήμερον διά ν' ανυψώση προς αυτόν το βλέμμα, διά να τον θαυμάση και
του αναγνωρίση την ευεργεσίαν.
81
Παρά να δύνασαι να πράξης το καλόν και να μη θέλης, είνε προτιμώτερον
να θέλης και να μη δύνασαι.
82
Ασφαλεστέραν θεώρει την στέγην της καλύβης σου, επί θεμελίου ιδικού
σου, παρά την στέγην του μεγάρου σου, επί θεμελίου δανεικού.
83
Κεφαλή γυμνή έξωθεν, ημπορεί και να μη προδοθή· αλλά κεφαλή γυμνή
έσωθεν, όσον και αν κρυφθή, θα προδοθή.
Η κεφαλή είνε το μόνον πράγμα εν τω κόσμω, του οποίου τα έσω
φαίνονται καλήτερον από τα έξω.
84
Η γη δεν ενέκλεισεν εις τους κόλπους της αδάμαντα πολυτιμώτερον, ούτε
η θάλασσα μαργαρίτην, από το δάκρυ, το κυλιόμενον εκ των οφθαλμών
ευτυχούς ανθρώπου διά την δυστυχίαν του άλλου.
85
Εάν ακούσης να λέγουν, ότι η τιμή είνε και χρήμα και πλούτος, μη το
πιστεύσης· πλούτος, είνε δι' εκείνους πού την έχουν· χρήμα, δι'
εκείνους που την έχασαν.
86
Εις δύο περιστάσεις δεν επιτρέπεται η δειλία· εις τον πόλεμον και εις
τον έρωτα.
87
Η Δουλεία είνε κατάστασις, την οποίαν αισθάνεται βαθύτερον η καρδία,
παρ' όσον την αντιλαμβάνεται ο νους· διά τούτο γεννά περισσότερα
αισθήματα, παρά ιδέας.
88
Μία μεγάλη γυνή, επιβάλλεται πλειότερον από ένα μέγαν άνδρα εις
πνεύμα, και ασκεί τόσω μείζονα επί της κρίσεως βαρύτητα, όσω μείζονα
ελαφρότητα ανέμενέ τις εξ αυτής.
89
Εάν ερωτήσης ανθρώπους, τι προτιμούν; να παραδώσουν την ψυχήν των εις
ένα διάβολον με πορφύραν, ή εις ένα άγγελον με κουρέλια; Όλοι τον
διάβολον θα προτιμήσουν.
90
Να βδελύττεσαι και να φοβήσαι ολιγώτερον τον αχρείον, που είνε και
δεν φαίνεται, από τον αχρείον, που είνε και φαίνεται.
91
Θαύμαζε τους καλούς τρόπους, αλλά μη τους εμπιστεύεσαι πάντοτε· εις
το τρυφερώτερον πόδι απαντώνται συνήθως οι σκληρότεροι κάλοι.
92
Η νυξ είνε καλός σύμβουλος, αλλά διά τους έχοντας εις την ψυχήν των
ημέραν· διά τους έχοντας όμως και εις την ψυχήν των νύκτα, είνε
ολέθριος σύμβουλος.
93
Μη υποχρεώσης την ψυχήν σου να αισθανθή ακούσιον αίσθημα· ζητείς να
διεγείρης τρικυμίαν εις ένα ωκεανόν με τον δάκτυλον.
94
Και καθήμενος και μηδέν πράττων ακόμη, κουράζεις τους άλλους· θέλεις
να μη τους κουράζης ποτέ; ύβριζε.
95
Από την αλήθειαν, ήτις λέγεται όταν δεν πρέπει, να προτιμάς και αυτό
το ψεύδος, το οποίον λέγεται όταν πρέπει.
96
Αυτό θα ειπή αγών της ζωής· ζητείς κάτι επιμόνως από τον ουρανόν,
καθ' ην στιγμήν ευρίσκεται προ των ποδών σου, και σκοντάπτων επ'
αυτού, ή το συντρίβεις, ή συντρίβεσαι ο ίδιος.
97
Ο χρυσός είνε ο ισχυρότερος μαγνήτης, όστις έλκει ό,τι αντικρύση προς
αυτόν. Να ήσαι βέβαιος, ότι εάν ο ήλιος δεν είχε το χρώμα του,
ηλιακόν σύστημα δεν θα υπήρχεν· ουδείς πλανήτης θα τον υπήκουε και θα
εστρέφετο περί αυτόν.
98
Αίσχος· το μόνον αθάνατον, το οποίον δημιουργεί ο θνητός.
99
Ουδείς υπάρχει πράγματι δυστυχής· όλοι, όσοι φαίνονται τοιούτοι,
νομίζουν πρώτον ότι είνε, και κατόπιν γίνονται.
100
Φοβού τους όνυχας και ρόδα φέροντας.