Δ'.
301
Άκουσον, ω Πετεινέ, και τούτο. Να μη επαίρεσαι ούτε διά το στέμμα
σου, ούτε διά την λαμπρότητα των πτερών σου· η ειμαρμένη είνε συνήθως
τοσούτον ανεπιτηδεία και βιαστική, ώστε, αποσπώσα έν στέμμα από μίαν
κεφαλήν, το αποσπά ενίοτε μαζύ με το δέρμα.
302
Όταν διέλθης από την καλύβην ενός σοφού, και από το μέγαρον ενός
ηλιθίου, και ίδης γίγαντας να εισέρχωνται εις την καλύβην και νάννους
εις το μέγαρον, δύνασαι να κραυγάσης, ως ο Αρχιμήδης: — Εύρον! εύρον!
Και αν οι διαβάται σ' ερωτήσωσι τι εύρες, δείξε και απάντησε:
— Το μέγιστον εν τω ελαχίστω, και το ελάχιστον εν τω μεγίστω.
303
Εκτίμα ό,τι έχεις· συνήθως απολαμβάνομεν ενός αγαθού όταν δεν
δυνάμεθα να το εκτιμήσωμεν, και το εκτιμώμεν, όταν δεν δυνάμεθα να το
απολαύσωμεν.
***
Ό,τι έχεις είνε πάντοτε αγαθόν, αρκεί να γνωρίζης πώς να το έχης.
304
Εάν ο έρως δεν εγεννάτο προ των θεών, αναμφιβόλως το θείον θα
συνελάμβανε την ιδέαν της δημιουργίας του, από το σύνολον της εικόνος
εκείνης, την οποίαν επαρουσίασαν στιγμαίως ο Οδυσσεύς και ο Κύκλωψ, ο
είς φερόμενος υπό την κοιλίαν του κριού, ο δ' έτερος ψηλαφών και μη
ευρίσκων τίποτε· εικών πανούργου, γίγαντος και τυφλού. Ιδού ο Έρως.
305
Λέγουν, ότι αι υψηλοτέραι κορυφαί αποσπώσι τον κεραυνόν· είνε αληθές,
αλλά συ μη φοβήσαι ν' ανέλθης. Διά να σου ρίψη ο άλλος τον κεραυνόν,
πρέπει να ήνε υψηλότερον σού· φρόντιζε λοιπόν να τον υπερβής.
306
Το τελειότερον των μέχρι νυν εφευρεθέντων όπλων παρά του ανθρώπου,
είνε η λογική του· είνε το μόνον όπλον, διά του οποίου επιτίθεται
ισχυρότερον, και αμύνεται ασφαλέστερον.
307
Εις ουδεμίαν άλλην περίστασιν δύνασαι να μετρήσης ακριβέστερον του
έρωτός σου το μέγεθος, ειμή όταν λαμβάνης τα μέτρα του, διά να
κατασκευάσης το φέρετρόν σου.
308
Εάν έχης εντός σου τον δαίμονα της μεγαλοφυίας, ουδαμού θα εύρης
θέσιν κατάλληλον διά να σταθής· κ' εάν δεν υπάρχη οδός, διά να σε
ωθήση ούτος προς τα εμπρός, δεν θα ησυχάση πριν σε διαρρήξη.
309
Όταν βλέπης ότι νυκτώνει, τρέμε· δεν παρέρχεται εκάστη νυξ δι' όλους
τους ανθρώπους· είνε αδύνατον να μη παραμείνη επί ενός τουλάχιστον
μετώπου.
310
Η συμφορά είνε φιλοσοφία σιωπηλή.
311
Βεβαίως δεν βασιλεύει επιτυχώς επί ενός λαού, ο μη βασιλεύων εαυτού.
312
Εάν συμβή να εκλέξης μεταξύ ενός, θαυμάζοντος την υπερτέραν της
ιδικής του κακίαν, και ενός, μισούντος την υπερτέραν της ιδικής του
αρετήν, να προτιμήσης πάντοτε τον πρώτον, ως ειλικρινέστερον.
313
Διά πάσαν περίπτωσιν έν και έν κάμνουν δύο· τούτο λέγεται π ρ ό σ θ ε
σ ι ς. Όταν όμως εφαρμόζεται ο αυτός κανών και εις τον γάμον, τούτο
λέγεται δ ι α ί ρ ε σ ι ς.
314
Το ψεύδος ενέχει τόσον γόητρον, ώστε, όταν δειχθή ως αλήθεια, ουδείς
λόγος γίνεται πλέον περί αυτού.
***
Το ψεύδος ενέχει τα μυστήριον της αμφιβολίας, το οποίον δεν έχει μία
πασιφανής αλήθεια· είνε περιβεβλημένον με σκιόφως, το οποίον του
προσδίδει την επιβολήν του κατά τα ήμισυ αγνώστου, και του κατά το
ήμισυ γνωστού.
315
Ο καλήτερος στρατηγός δι' έν στράτευμα είνε η ιδέα.
316
Δεν θα εύρης ελεεινότερον φαινόμενον εις την φύσιν από το παράκαιρον·
εν τούτοις και τούτο επροστατεύθη από την Σοφίαν, ήτις διέπει τον
κόσμον, διότι του εδώρησε την ορμητικότητα εκείνην, ης στερείται το
ομαλώς εξελισσόμενον, το μη φοβούμενον διά την επαύριον, της οποίας
την γονιμότητα έχει εξασφαλίση από της προτεραίας.
317
Και ισόβιοι στρατηγοί απεστρατεύθησαν· ισόβιοι έξεις ουδέποτε.
318
Διά την γυναίκα καλόν είνε ό,τι την ευαρεστεί, κακόν, ό,τι δεν την
κολακεύει.
319
Η τιμή είνε τοσούτον ισχυρά, αλλά και τοσούτον εύθραυστος, ώστε, ενώ
όρος πίπτον επ' αυτής αδυνατεί να την κλονήση, μία θριξ την
καταρρίπτει εις άπειρα τεμάχια.
320
Ουδέποτε να δίδης πολλήν προσοχήν εις τας θεωρίας· η ιστορία των
πραγμάτων είνε πολύ διαφορετική των θεωριών, — αίτινες αυτό τούτο
αποδεικνύουσιν: ότι δεν υπάρχει θεωρίας ανάγκη, όπου τα πράγματα
λαλούσι, και λειτουργούσιν ομαλώς και κανονικώς.
321
Το συναίσθημα της τιμής υπήρξε πάντοτε αιτία μεγίστων κακών· αλλά τα
κακά ταύτα, όσην και αν προεκάλεσαν βλάβην και διατάραξιν εις την
κοινωνικήν ισορροπίαν, κατ' ουσίαν εξησφάλισαν αυτήν πλειότερον.
322
Η ανθρωπίνη διάνοια είνε ωχρόν κάτοπτρον των συναισθημάτων της ψυχής,
μηδέν δυναμένη να εξεικονίση εκ τούτων, διά τούτο, εγκαταλείποντες
την ιστορίαν των θειοτέρων εμπνεύσεων, κατατριβόμεθα συνηθέστατα με
τα επεισόδια, αποπειρώμενοι να επιδείξωμεν την δύναμίν μας εκεί, ένθα
μόνον την αδυναμίαν μας αποδεικνύομεν.
323
Εάν σου είνε πεπρωμένον να κινήσης τον οίκτον ή τον γέλωτα του
κόσμου, να προτιμήσης τον οίκτον· καλήτερον θύμα, παρά σαλτιμπάγκος.
324
Και αυτή η ήττα, ηρωικώς υφισταμένη, αναγορεύει τον ηττηθέντα ήρωα,
ίσως υπέρτερον και του νικητού.
325
Νεάζομεν; διευθύνομεν το βλέμμα προς τα εμπρός· γηράσκομεν; στρέφομεν
αυτό προς τα οπίσω· ουδείς βλέπει προ των ποδών του, διά τούτο δε οι
πλείστοι καθ' έκαστον βήμα μας, σκοντάπτομεν και εις τα απλούστερα
πράγματα.
326
Ο έρως είνε η λυδία λίθος της ψυχής.
327
Όταν θ' αρχίσης ν' αγαπάς, πρόσεξε καλώς, και θ' ακούσης εντός σου
μίαν άλλην φωνήν, ήτις θα σου ομιλήση διά πρώτην φοράν πολύ παράδοξα
πράγματα. Είνε αυτός ο έρως, ο οποίος θα σου λέγη:
— Εγώ είμαι η νόσος σου, και το πάθος σου είμαι εγώ· αλλά σου
περιβάλλω τούτο με τόσην γοητείαν, ώστε ημπορείς ν' απορρίψης πάσαν
άλλην ηδονήν, διά να βασανίζεσαι αιωνίως από την γλυκείαν μου οδύνην,
την οποίαν, ούτε θα θελήσης, εάν δυνηθής, να την αποφύγης, ούτε θα
δυνηθής, εάν το θελήσης.
328
Η γυνή μόνον όταν δεν θέλει δεν απατά τον άνδρα· σπουδαίον μόνον είνε
το πώς να μη θέλη.
329
Δεν είνε τόσον αυτοκτονία το να φονεύης εκουσίως το άτομόν σου, όσον
το να καταβιβάζης αυτό κατωτέρω της αξίας του.
330
Όπου βλέπεις στέφανον δάφνης, αμφίβαλε· όπου βλέπεις ακάνθινον
στέφανον, πίστευε· περισσοτέραι άκανθαι έστεψαν την αληθή δόξαν, παρά
δάφναι.
331
Τα ελευθέρια ήθη είνε οι φρουροί των αυστηρών.
332
Η δας δεν είνε μόνον διά να καίη, αλλά και διά να φωτίζη· το ζήτημα
είνε πώς να γνωρίζη τις από πού να την κρατή.
33
Οσάκις οι φιλόσοφοι έκλαυσαν διά τας συμφοράς του κόσμου, και ο
κόσμος δεν εβράδυνε να κλαύση διά τας ιδικάς των·
334
Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είνε τόσον παράδοξος και τόσον εκτός των
φυσικών νόμων, ώστε, ενώ χείμαρρος συμφοράς αδυνατεί να τον κλονήση,
δύναται να κατορθώση τούτο έν απλούστατον δάκρυ.
335
Άνευ του έρωτος, ο ιερεύς δεν έφερε πάντοτε την ευτυχίαν· και άνευ
του ιερέως όμως, την έφερε πάντοτε ο έρως.
336
Οι τύποι και η ουσία των πραγμάτων εναλλάσσουσι τας θέσεις των εις
τοσούτω αισθητόν βαθμόν, ώστε προς τήρησιν τούτων και περιφρόνησιν
εκείνης, καταναλίσκεται όλη η ζωή και όλη η δύναμις του ανθρωπίνου
πνεύματος.
337
Θέλεις να γράφης; όρεξιν να έχης και γράφεις ό,τι θέλεις· ο κόσμος
περιέχει άπειρα ζητήματα, ή, διά να ήμαι ακριβέστερος, ολόκληρος ο
κόσμος είνε ζήτημα.
338
Όπου ακούεις στόμαχον διεγειρόμενον, τρέμε· ο στόμαχος είνε η λογική
των λαών.
339
Η οδύνη, είνε πολύ υψηλοτέρα της ηδονής· η ηδονή είνε ειδύλλιον, αλλ'
η οδύνη είνε εποποιία.
340
Δύναται και η ουσιαστική ελευθερία να καταλυθή, αλλά να ζη το ιδεώδες
της· όταν όμως καταλύεται το ιδεώδες αυτής, η ελευθερία είνε και της
δουλείας χειροτέρα.
341
Όταν βλέπης επαίτην άνευ χειρών, μη ερωτάς ποίος είνε και από πού
έρχεται· ελέει αυτόν αφειδώς· δύο χείρες ολιγώτερον, δύο χιλιάδες
καλά περισσότερον εις τον κόσμον.
342
Θετικώτερον και μάλλον αναμφισβήτητον σύμπτωμα της σήψεως ενός λαού
είνε, ότι εκάστη πληγή, αντί να προκαλή άλγος γίνεται δεκτή
αναισθήτως.
343
Ο πανικός είνε η άρνησις του ενθουσιασμού· μέθη και ο είς, μέθη και ο
έτερος· πτερά ο είς και ταχύτητα θυέλλης, πτερά ο έτερος και ταχύτητα
ανέμου· συντρίμματα ο είς έμπροσθεν, ναυάγια ο έτερος όπισθεν.
344
Η Δουλεία υπήρξε πάντοτε η αχάριστος κόρη της Ελευθερίας, ο δε
άνθρωπος, μόλις αισθάνεται τας χείρας του ελευθέρας, ουδέν άλλο
πράττει, ή να σφυρηλατή, διά παντός υλικού, δεσμά.
345
Όταν η σοφία αρχίζη να λέγεται ανία και πλήξις, είνε μυριάκις
προτιμωτέρα μία μετριότης, ήτις ανακουφίζει το πνεύμα, έστω και αν
διδάσκη ολιγώτερα.
346
Θέλεις να ήσαι βέβαιος ότι θ' αγαπηθής ειλικρινώς από μίαν γυναίκα;
μη την ζητήσης εντός του περιβόλου της ζωής, ανάμεινέ την παρά την
πύλην, εισερχομένην ή εξερχομένην, αδιάφορον· εκεί θ' ανταλλάξητε την
ειλικρινεστέραν χειραψίαν.
347
Μη παραξενευθής διότι το κακόν υπερισχύει εις τον κόσμον· αιτία
τούτου είνε αυτός ο θεός, όστις έχει ακατανόητον αδυναμίαν προς τον
διάβολον και του κάμνει τρομεράς παραχωρήσεις. Πρόσεξε εις τους
εξιλασμούς των θρησκειών· ουδέποτε ηννοήθησαν τοιούτοι, άνευ του
αίματος, ή των δακρύων του αθώου.
348
Είνε κοινώς παραδεδειγμένη η θεωρία, ότι τα έθνη γηράσκουσιν όπως τα
άτομα.
Πώς συμβαίνει όμως να θεωρήται ως γηραλέον έν έθνος, αποτελούμενον
από νέους ανθρώπους; φαίνεται, ότι η ζωή και το σφρίγος, τα
διαπνέοντα την ψυχήν ενός εκάστου ατόμου, δεν είνε ομοφυή και
ομοούσια με την ζωήν και το σφρίγος του άλλου· συναντώμενα δε εν
κοινή δράσει, παράγουσι κάτι αρνητικόν και αποκρουστικόν, αποτελούν
εν συνόλω διαρκή εξουδετέρωσιν πάσης ενωτικής δυνάμεως· θα έλεγέ τις,
ότι είνε νέφη, ετερωνύμως ηλεκτρισμένα, άτινα, συναντώμενα προς
κοινήν δράσιν, αντί να ρίψωσιν από κοινού σκιάν ευεργετικήν επί του
συνόλου, ρίπτουσιν ένα κεραυνόν.
Τούτο μαρτυρεί, ότι ο λεγόμενος εκφυλισμός των λαών, έχει μεγάλην
διαφοράν από τον εκφυλισμόν των ατόμων.
349
Η ελευθερία του πολίτου έγκειται εις την ελευθερίαν του πνεύματός
του· δούλος με ελεύθερον πνεύμα, ευρίσκεται εις υψηλοτέραν ηθικήν
σφαίραν, από ελεύθερον με πνεύμα δούλου.
350
Πολιτική με κ ό μ μ α, — έθνος με τ ε λ ε ί α ν.
351
Ο έρως είνε και νόσος και φάρμακον· άλλοτε καθιστά τους υγιείς
ασθενείς, άλλοτε τους ασθενείς υγιείς.
352
Υπάρχουσιν άνθρωποι, μηδέν άλλο πράττοντες, ειμή πώς να παρεμποδίζουν
και ν' απογοητεύουν τους δυναμένους να προχωρήσουν· δύναταί τις να
είπη, ότι τους αναγνωρίζουσι και τους φοβούνται· τους βλέπουσιν
ανατρεπτικούς, με νέας αρχάς, με νέας ιδέας, ετοίμους όπως
κατακρημνίσωσι τας ευρωτιώσας ιδικάς των, και, συσσωματούμενοι εν
ενί, τίθενται προ της οδού των άμα τω πρώτω βήματί των,
δικαιολογούμενοι, ότι οι νεώτεροι δεν εγεννήθησαν τέλειοι, και δεν
εφιλοσόφησαν από των σπαργάνων των.
Τους ανθρώπους τούτους να τους βδελύττεσαι και να τους πατάσσης·
ζητούν να περισώσωσι τα ελεεινά ναυάγιά των, αποπειρώμενοι κατά της
ανθρωπότητος ολοκλήρου.
353
Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκην μακράς διδασκαλίας διά να εκπολιτισθή·
όταν έχη διάθεσιν προς τούτο, εκπολιτίζεται αφ' εαυτού, μόλις ακούση
ότι υπάρχει πολιτισμός.
354
Μη νομίσης ποτέ, με όσα και αν πάθης κατά τον βίον σου, ότι απέκτησες
την πείραν της ατυχίας· είνε αύτη τοσούτον ανεξάντλητος και ποικίλη,
ώστε συνήθως μία και η αυτή, δύναται να μας εύρη απροκαλύπτους, και
να μας πλήξη εξ εκατόν ακόμη διευθύνσεων, υπό εκατόν μορφάς, δι'
εκατόν τρόπων και εκατοντάκις κατά λεπτόν.
355
Μη λαμβάνης μέτρα, διά να φρουρήσης ηθικήν, μηδόλως κινδυνεύουσαν·
την προσβάλλεις συ πρώτος.
356
Είνε αστεία τα δηλητήρια της γης προ των δηλητηρίων, τα οποία ρέουσι
διά του ιδίου αίματός μας εις τας φλέβας μας. Ελάχιστοι εφονεύθησαν
από τον κεραυνόν των νεφών του ουρανού· πόσοι όμως δεν φονεύονται
καθ' εκάστην, από τον κεραυνόν των νεφών του ιδίου των εγκεφάλου.
357
Να οικτείρης την αρετήν, την εξασκουμένην και προκαλουμένην διά
βραβείων· η πραγματική αρετή δεν έχει ανάγκην βραβείων· είνε και
βραβείον αυτή η ιδία.
358
Όταν ακούης μουσουργόν να τον ονομάζωσι μέγαν νουν, πίστευε ότι η
μεγαλοφυία του δεν εδρεύει εις τον νουν του, αλλά εις την καρδίαν.
Η μουσική, δεν είνε τόσον αντίληψις του εγκεφάλου, όσον αίσθησις της
καρδίας, και διά τούτο την αισθάνεσαι πρώτον επανερχομένην εις την
κοιτίδα της, και ύστερον την εννοείς.
359
Η ιστορία δεν θα σου αποκαλύψη αγριώτερον τύραννον, ούτε τρομερώτερον
δεσπότην από το Εγώ του ανθρώπου.
Έκαστος ημών έχει ενθρονίση εν εαυτώ από ένα τύραννον, απαύστως
απαιτούντα, απαύστως κορεννύοντα την δίψαν του από το ίδιον αίμα του,
και συνεπώς απαύστως διψώντα. Σε βεβαιώ, ότι ο Νέρων ήτον ο
δυστυχέστερος των υποτελών του, διότι είχεν εαυτώ έτερον Νέρωνα,
αγριώτερον και θρασύτερον του τυραννούντος την Ρώμην.
360
Η κακία είνε η ασφαλεστέρα συγγένεια μεταξύ των ανθρώπων.
361
Ό έρως είνε μέγιστος, αλλά και ακατανόητος οικονόμος της φύσεως·
δημιουργεί διά του θανάτου, και φονεύει διά της ζωής.
362
Δεν είνε παράδοξον να ίδης και το ελάχιστον, να στενοχωρήται εν τω
μεγίστω πλειότερον, παρ' όσον το μέγιστον εν τω ελαχίστω.
363
Η αμαρτία αρχήν μόνον έχει, τέλος δεν έχει ποτέ.
364
Ούτε αι μεγάλαι δυστυχίαι, ούτε αι μεγάλαι ευτυχίαι, ούτε οι μεγάλοι
έρωτες σβέννυνται από την ανάμνησιν, εφ' όσον δεν εδοκίμασες
μεγαλειτέρους.
365
Και το σκοτεινόν χάος διεπέρασεν η ακτίς του ηλίου και του άστρου η
μαρμαρυγή· το σκότος όμως της ανθρωπίνης ψυχής τίποτε δεν το εφώτισεν
ακόμη.
366
Το ν' αποκρύπτης ελάττωμά σου είνε το μέγιστον των ελαττωμάτων σου·
το ν' αποκρύπτης δε προτέρημά σου είνε το ελάχιστον των προτερημάτων
σου.
367
Είνε τόσον γλυκύ το παρελθόν, και τόσον συμφυές καθίσταται με την
ατομικήν σου ιστορίαν, ώστε θ' αντήλλασσες πολλάκις ευχαρίστως και
μίαν αβεβαίαν πορφύραν του μέλλοντος, αντί ενός ράκους του
παρελθόντος.
368
Όταν τύχη ν' ακούσης εραστάς, λέγοντας ανοησίας, μη γελάσης· η
διάλεκτος του έρωτος είνε τόσον εκφραστική, ώστε και αυτή η
ασυναρτησία της, ισοδυναμεί προς την υψηλοτέραν ποίησιν και προς την
βαθυτέραν φιλοσοφίαν.
369
Ό,τι δεν δύνασαι να λύσης διά του νοός, προσπάθει και το λύεις διά
της καρδίας· ό,τι δεν δύνασαι να κατανοήσης, φρόντιζε να το
αισθάνεσαι.
370
Το πραγματικόν άπειρον εδρεύει εις την καρδίαν μάλλον, παρά εις τον
νουν· διότι υπάρχουν πράγματα, τα οποία αισθάνεσαι, χωρίς να
εννοήσης· ουδέν όμως εννοείς, χωρίς προηγουμένως να το αισθανθής.
371
Ο φόβος και η μοχθηρία είνε οι χειρότεροι φύλακες εαυτών.
372
Από μίαν πασιφανή καλλονήν ημπορείς και να κορεσθής, και να μείνης
αναίσθητος προς την απόλαυσίν της· αλλ' από καλλονήν, της οποίας συ
ανακαλύπτεις το μυστήριον, δεν κορέννυσαι ποτέ.
373
Ο γάμος όταν δεν είνε σ ύ ν δ ε σ μ ο ς, είνε ε π ι φ ώ ν η μ α.
374
Πραγματική πατρίς διά τους ανθρώπους, δεν είνε η περιωρισμένη έκτασις
της γης, την οποίαν κατοικούσιν, ούτε προσέτι η κοινή θρησκεία· είνε
η κοινή γλώσσα και η κοινή ιδέα.
375
Ο ημεροδείκτης του έρωτος αρχίζει πάντοτε από την άνοιξιν· κατόπιν
ακολουθεί αναποφεύκτως θέρος, φθινόπωρον και χειμών· μη επιχειρήσης
ν' αρχίσης πάλιν με νέαν άνοιξιν, διότι θα βαίνης εις νέον έτος με το
καλενδάριον του προηγουμένου.
376
Καρδία 20 ετών, ξίφος κατακτητού.
Καρδία 40 ετών, σκήπτρον βασιλέως.
Καρδία 60 ετών, σαμάριον υποζυγίου.
377
Ασφαλέστερον στηρίζεσαι εις τους πόδας σου, όταν τρέμης από την
γυναίκα, παρ' όσον νομίζεις ότι στηρίζεσαι, όταν εκείνη τρέμει από
σε.
378
Όπου η ατιμία πληρώνεται με χρυσόν, η τιμιότης πληρώνεται με
μόλυβδον.
Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α
— Και τώρα, τι πλειότερα τούτων να σου είπω, και τίνων να σου
συμβουλεύσω ίνα παραλείψης την εκτέλεσιν;
Και πολλά είνε όσα ήκουσες, και ολίγιστα.
Ολίγιστα, διότι ο κόσμος είνε απέραντος· πολλά, διότι ο κόσμος είνε
πανταχού και πάντοτε ο ίδιος.
Κρατείς τόσας αλήθειας εις τας χείρας σου, τας οποίας τις οίδε και
πόσοι άλλοι εσκέφθησαν προ εμού· αλλά τούτο δεν αρκεί.
Το δύσκολον είνε πώς να τας αναγνωρίσης.
Και το δυσκολώτερον είνε πώς να τηρήσης αυτάς.
Και το πάντων δυσκολώτατον είνε, να πείσης και τους άλλους όπως
αναγνωρίσωσιν αυτάς.
Αλλ' όχι· δεν θα τας αναγνωρίσουν, διότι και ο κόσμος και η φύσις
ολόκληρος είνε μυστήριον, εις το οποίον ουδείς ουδέποτε κατόρθωσε να
εισδύση, και εξηυτέλισε τούτον εν τη αντιλήψει του ο άνθρωπος, και
παρεξήγησεν εκείνην ανοήτως.
Αυτή η φύσις, εάν την ερωτήσης, θα σου δώση το πρώτον μάθημα, και θα
σε ποδηγετήση προς την ευτυχίαν.
Θέλεις να την προσεγγίσης και να την αισθανθής;
Άφησε την ψυχήν σου ελευθέραν εν μια νυκτί εαρινή, ίνα λουσθή εις το
μυστήριόν της. Θα εννοήσης, ότι η ευωδία του άνθους και του φυτού,
απετέλεσαν το μαγικόν φίλτρον, το οποίον επανέδωκεν εις τον Φαύστον
την νεότητα και την καλλονήν, το οποίον χυνόμενον κατά σταγόνας εις
τα νεκρά της φύσεως στήθη, επαναφέρει τους διαλείποντας παλμούς της,
και φυγαδεύον τον τελευταίον στεναγμόν του παγετώδους Βορρά, με την
χλιαράν και μυροβόλον των Ζεφύρων πνοήν περιλούει ηδέως.
Εάν κατά την νύκτα εκείνην ηδύνασο να ερωτήσης το άνθος διά της
γλώσσης του, ή εάν η ακοή σου δεν ήτο τοσούτον πεπερασμένη, ή εάν
προς στιγμήν ηδύνασο να περιβάλης το άπειρον διά των ώτων σου και να
κύψης παρά τα φρίσσοντα πέταλα του διανοιγομένου κάλυκος, θα ήκουες
μίαν αλήθειαν άγνωστον και μεγάλην, μάγον και καταπλήττουσαν
αλήθειαν, ήτις θ' απεκάλυπτεν ενώπιον του εσκοτισμένου από τα ταπεινά
πάθη πνεύματός σου, νέον κόσμον πεποιθήσεων και ιδεών, και θα
επαρουσίαζεν ενώπιόν σου την πλάσιν, όπως την ηννόησεν ο δημιουργός
αυτής, και ουχί όπως ο άνθρωπος την αντελήφθη.
— Τώρα — θα σου έλεγεν ο διανοιγόμενος κάλυξ — ότε των ομμάτων σου η
αχλύς παρεσύρθη υπό του απείρου, τώρα, ότε η ακοή σου απεφράχθη από
τον ανυπέρβλητον του πεπερασμένου φραγμόν, στρέψε γύρωθεν το βλέμμα
σου και αναζήτησε της δημιουργίας το μυστήριον· δεν θα κοπιάσης επί
πολύ· θα το εύρης και εις τον φαλόν του πρώτου άνθους, και εις τον
βλαστόν του πρώτου δένδρου, και εις την χυμώδη ρίζαν του πρώτου
φυτού· τι και αν το φυτόν καλήται κάκτος, ή καλήται ευτελές
χαμαίμηλον, ή ευγενές ρόδον, ή καμέλια περικαλλής; η φύσις
διεμοίρασεν εις ημάς εξ ίσου και φιλοστόργως τας χάριτάς της, και
ό,τι εδώρησεν εις το ταπεινόν φυτόν, εδώρησεν εξ ίσου και εις το
ευωδέστερον άνθος.
Όχι· δεν είμεθα, ως εκλαμβάνετε ημάς σεις, διηρημένα εις γένη· όχι·
εις της ευδαιμονίας τα μυστήρια είμεθα εξ ίσου μεμυημένοι, και εξ
ίσου απολαύομεν των ζωογόνων του ηλίου φιλημάτων, και υπό την αυτήν
του Βορρά πνοήν αποφυλλιζόμεθα και θνήσκομεν.
Ο έρως περιίπταται μεταξύ των πετάλων και των φύλλων μας, ανεξαρτήτως
γένους και είδους· η δυσγένεια και η ευγένεια είνε άγνωστοι μεταξύ
ημών· εις τους βλαστούς μας ο αυτός χυμός κυκλοφορεί, και των ανθέων
μας το σπέρμα μετά στοργής ίσης αποθέτει ο Ζέφυρος επί της μητρός
γης.
Και θα σου προσέθετεν ακόμη:
— Ύπαγε και ειπέ εις τους ανίσους ανθρώπους, ότι ουδεμία μεταξύ των
όντων και των πραγμάτων διαφορά υπάρχει· ύπαγε και είπε, ότι το
συναίσθημα της ζωής ενυπάρχει παντού, το δε μυστήριον της ευδαιμονίας
του κόσμου, είνε το μύρον, το οποίον κατά την νύκτα ταύτην αναπνέεις·
είνε το χρώμα, τα οποίον καθηδύνει την όρασίν σου· είνε του ηλίου η
ζωογόνος ακτίς· είνε του άστρου η χρυσή μαρμαρυγή, και οι μύχιοι
παλμοί της αναδημιουργίας, ους, βυθισμένος εις τον βόρβορον της ζωής,
δεν ακούεις πλέον· είνε τέλος του θείου έρωτος η φωνή, ήτις μάτην σε
προκαλεί, απόκληρε της ευδαιμονίας, και μάτην εις το πρόσταγμά της
αναπετάννυσιν ενώπιόν σου την χρυσήν πύλην της Ζωής!. .
Ύπαγε και ειπέ εις εκείνους, ότι εις μάτην θ' αγωνίζωνται· δεν είνε
προωρισμένη η ασθενής χειρ των ίν' ανεγείρη τον μέγαν πέπλον, και ο
άνθρωπος ν' απογυμνώση του μυστηρίου του ένα θεόν!. . .
***
Εάν κατορθώσης ν' ακούσης την φωνήν ταύτην, εάν δεν παρασυρθής από
των ιδίων παθών σου τον χείμαρρον, ως κάρφος αχύρου, η Δ ι α θ ή κ η
αύτη η Χ ρ υ σ ή θα σε φρουρήση πλειότερον, παρ' όσον τείχος
σινικόν, και η αιγίς της Παλλάδος. . . . .