Η Σιδηρά Διαθήκη (Α΄) - Από τον κόσμον - Point of view

Εν τάχει

Η Σιδηρά Διαθήκη (Α΄) - Από τον κόσμον






ΜΕΡΟΣ Β'.



ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ
Η
ΣΙΔΗΡΑ ΔΙΑΘΗΚΗ



ΠΕΤΕΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ



ΠΡΟΛΟΓΟΣ



 — Τοκ. . . τοκ. . . τοκ!. . .

Ήτο κτύπος, όστις αντήχησεν εις την κεκλεισμένην θύραν μου, κτύπος
μυστηριώδης, όστις έφθασε πενθίμως μέχρι των ώτων μου· ήτον ήχος,
μακρότερος από έν απλούν τ ο κ, και μυστηριωδέστερος ακόμη, όστις
εύρεν ευθέως την οδόν της ψυχής μου, και κάτι αφύπνισεν εν αυτή, και
κάτι διήγειρεν εν τω πνεύματί μου.

 — Τοκ. . . τοκ. . . τοκ!. . .

Επανελήφθη και εκ δευτέρου.

Αναμφιβόλως ο κρούων, δεν έκρουε δι' ώτα ανθρώπου· έκρουε διά ν'
ακουσθή από κάποιαν ψυχήν, ήτις ουδέποτε εις την ακοήν της απατάται,
ήτις δεν έχει ανάγκην συλλαβών, λογικώς τοποθετημένων, ούτε ρυθμού,
υπαγομένου εις κανόνας, όπως διεγερθή.

Και ήρκεσεν είς αόριστος ήχος, όστις διά τους άλλους δεν θα έλεγε
τίποτε, ίνα λαλήση εις την ψυχήν μου πολλά.

Ναι, ον μυστηριώδες έκρουε την θύραν μου, το οποίον μου διήγειρεν
άγνωστον φωνήν, το οποίον συνεκοινώνησε μετά του εν εμοί μυστηρίου
ακαριαίως, και απέσυρεν από του πνεύματός μου του πεπερασμένου τον
φραγμόν.

Και, χωρίς να γνωρίζω πώς και από πού, από της κεφαλής ή από του
στήθους μου, φωνή, πρωτάκουστος δι' ανθρώπινα ώτα, απέτεινεν ερώτησιν
εις τον άγνωστον της νυκτός επισκέπτην:

— Τις ει!

Κτύπος δεν ηκούσθη πλέον.

Φωνή κλαυθμηρά, συριγμός βραχνός, ως ο του συρίζοντος βορρά, όστις
κατά την αυτήν ώραν εις το παράθυρόν μου εμαίνετο, απήντησεν εις την
ερώτησίν μου, και ρίγος καθ' ολόκληρον το σώμα μου ησθάνθην, και αι
τρίχες της κεφαλής μου ωρθώθησαν, και εις τας φλέβας μου εσταμάτησε
παγωμένον το αίμα.

Οίμοι! δυστυχής τις έκρουε την θύραν σου, τον οποίον ο βορράς
κατεδίωκε, και εμιμήθη τον στεναγμόν του διά ν' απατήση αυτόν.

Δυστυχής, τον οποίον έτυπτεν η παγωμένη βροχή, και έχυνεν ίσον ποσόν
δακρύων, διά να θερμανθή με την θέρμην του άλγους του.

Δυστυχής, τον οποίον είς Θεός άγιος εγκατέλιπεν άνευ στέγης, και
ήρχετο ίνα ζητήση αυτήν από ένα άνθρωπον αμαρτωλόν!. . .

 — Περίμενε!

Ανετινάχθην εκ της κλίνης μου, ήτις μου εδαψίλευε την ευεργετικήν
θαλπωρήν της.

Ήμην ο κύριος της θερμότητος εκείνης, και ουδείς ηδύνατο να μου
αμφισβητήση αυτήν — πλην του θανάτου· ήτο ζωή τέλος, από την οποίαν
ουδείς να με απομακρύνη ηδύνατο — πλην της κακίας των ανθρώπων.

Αλλ' είχον θερμανθή ίσως πολύ, και δύναμίς τις οικονομική, δύναμις εξ
εκείνων, αίτινες επιβάλλουσιν αναπόφευκτον διανομήν των αγαθών της
φύσεως εις τα όντα άπαντα, εξώθησε την ριγούσαν ύπαρξιν προ της θύρας
της υπάρξεως της θερμαινομένης!. . .

 — Είσελθε!

Και ήνοιξα την θύραν, ήτις αφήρεσεν από του θαλάμου μου αέρα θερμόν,
και ορμητικά κύματα παγερού βορρά μου απέστειλε, παρασύραντα και
κυλίσαντα προ των ποδών μου όγκον σπαίροντα και σφαδάζοντα, άμορφον
όγκον, τον οποίον δεν ηδυνάμην να διακρίνω εν τη σκοτία της νυκτός.

Θα ήτο δυστυχές ον, αφού ωμίλησε προς την ψυχήν μου και την αφύπνισε·
διότι προς την ψυχήν μόνον η δυστυχία, λαλεί.

Θα ήτο δυστυχές ον, το οποίον έζη και ως όγκος· ον, του οποίου η
μορφή είχε καταστραφή, αλλ' η εντός αυτού ψυχή, τις οίδε, θα διετήρει
πάντως μίαν μορφήν.

Τι προς εμέ η όψις του η άμορφος; τόσας είδον όψεις ευμόρφους και
ευρύθμους, αλλ' εγκλειούσας ψυχήν άνευ ουδενός χαρακτήρος και ρυθμού.

Του ωκεανού του βίου θα ήτο ναυαγός, εξ εκείνων, οίτινες δεν
εξωθούνται προς απορρώγας βράχους, αλλά προς τας θύρας των ανθρώπων·
οίτινες δεν ωθούνται κατά του αμόρφου γρανίτου, αλλά κατά του
καλλιμόρφου μαρμάρου· οίτινες δεν θραύουσι την κεφαλήν κατά βραχώδους
και αλαξεύτου προεξοχής, δημιουργήματος του χρόνου και του κύματος,
αλλά θραύουσιν αυτήν ασφαλέστερον κατά γωνίας μαρμαρίνης,
δημιουργήματος της σμίλης, εφ' ης εκρούσθη επιμόνως της ματαιοδοξίας
η σφύρα.

Είδον άνθρωπον ωθήσαντα σπαίρουσαν σάρκα διά του ποδός, διά να πεισθή
εάν ζη, και ο πους του εδιπλασίασε τον σπαραγμόν της· και αντί να
επαναδώση εις αυτήν την εκφεύγουσαν ζωήν, εξ ολοκλήρου την αφήρεσεν.

Είχε λησμονήση ο άνθρωπος, ότι αι χείρες επλάσθησαν διά ν'
ανεγείρουν.

Και διά τούτο έτεινα τας δύο χείρας, και έλαβον μεταξύ των θερμών
παλαμών μου το βαθμηδόν ψυχραινόμενον σώμα, και έφερον αυτό εις τον
θάλαμον μου, και επί της κλίνης μου εναπέθηκα.

Ανήψα και το φως, και εφώτισα το ον το εσκοτισμένον.

Και τότε είδον ενώπιόν μου αγνώστου όψεως πλάσμα, το οποίον με
εθεώρει δι' οφθαλμού δακρύοντος αίμα.

Και ήκουσα γλώσσαν πρωτάκουστον, ήτις μου ωμίλει διά στεναγμών.

Και έλεγε:

 — Δεν με αναγνωρίζεις, ω Άνθρωπε; και όμως συ, προ παντός άλλου, να
με αναγνωρίσης ώφειλες, διότι, εάν δεν αναγνώριζες σήμερον το
χθεσινόν δημιούργημα των ιδίων χειρών σου πώς είχες την αξίωσιν να
γνωρίζης τον κόσμον, τον οποίον άλλος εδημιούργησε;. . . τον κόσμον,
όστις αυτός εαυτόν αγνοεί;. . . τον κόσμον τον απέραντον, του οποίου
το άκρον ανεζήτησα και δεν ανεύρον· του οποίου το κέντρον ηρεύνησα
και ουδέν κατώρθωσα να καθορίσω;. . .

Τι εγνώριζες, εξ όσων μου είπες, ή τι θα γνωρίσης εξ όσων θα σου
είπω;

Συ πρώτος ωμίλησες, συ πρώτος εξεικόνισες τον κόσμον, και έθεσες εις
την εικόνα του πλαίσιον. Ανόητε! το άπειρον επλαισίωσες και δεν
ηννόησες την πλάνην σου. . . .

Πόσον άνω ανήλθες, και παρετήρησες τόσον κάτω;. . . Και με ποίας
πτέρυγας ανήλθες, και κατέπεσες, ως ο Ίκαρος, ικανοποιημένος ότι
ευρέθης υπό στέγην και εντός των τεσσάρων τοίχων, εις ους σ'
επανευρίσκω μακαρίως κοιμώμενον;. . .

Εκπλήττεσαι και σιγάς;. . .

Σίγα λοιπόν και φέρε την χείρα εις τους οφθαλμούς σου τους τυφλούς,
και όπλισε με αληθείς πτέρυγας την ψυχήν σου, και πέταξε πρώτον
υψηλά, πολύ υψηλά, διά να θεωρήσης καλώς προς τα κάτω· και άφες, εάν
δύνασαι, των οφθαλμών σου την αχλύν, ίνα καταπέση ως φθινοπωρινής
πρωίας ομίχλη, όταν αι ακτίνες του ηλίου εξαποστέλλουσιν αυτήν ως
σκιεράν θεραπείαν εις τα σκότη της νυκτός. . .,

Ενόμισες ότι εγνώρισες τον κόσμον και μου εδίδαξες την γνώσιν του!

Αλλοίμονον! δεν κατενόησες, ω Άνθρωπε, ότι είσαι φρουρός του ιδίου
σου μυστηρίου, — φρουρός, αλλά και φρουρούμενος;. . .

Ακόμη δεν με ανεγνώρισες;

Αλλά δικαίως· δεν είμαι πλέον ο σφριγών ανόητος και άπειρος της χθες·
είμαι ο συντετριμμένος σοφός και ανάπηρος της σήμερον. . .

Είχον πτέρυγας και εγώ, απαστράπτουσας εις τον ήλιον, είχον στέμμα,
μαρτυρούν σφρίγος και ζωήν, την οποίαν απελάμβανον, χωρίς να την
γνωρίζω· σήμερον την γνωρίζω, αλλά δεν την απολαμβάνω πλέον. . .

Οίμοι! είχον κεκλεισμένα τα όμματα εις την σοφίαν, και διά της
αμαθείας μου έβλεπον τον κόσμον· σήμερον έχω ανοικτά εις την σοφίαν
τα όμματα, αλλά τον κόσμον τον έχασα!. . .

Και ο λαλούν άμορφος όγκος εστέναξε βαθέως από της κλίνης μου, και
εξηκολούθησε πνευστιών:

 — Εάν εγνώριζον και συνηντώμην ποτέ μετά του θεού μου, θα υπέβαλλον
εις αυτόν ερωτήσεις, προ των οποίων και αυτός έτι, αναπολόγητος θα
έμενε· θα του εζήτουν την κλείδα του μυστηρίου του κόσμου, την οποίαν
και ούτος έχει χάση πλέον, διότι το μυστήριον υπερεξεχείλισεν,
αποκρύψαν αυτήν και από τους ιδίους οφθαλμούς του!. . .

Τι ήμην εγώ; πτωχόν και ασθενές πλάσμα, το οποίον εφαντάσθης να
δημιουργήσης και εδημιούργησες· το οποίον εξαπέστειλες εις τον
κόσμον, πάνοπλον ως την Αθηνάν, ίν' αντιπαραταχθή προς την Κακίαν,
και συμμαχήση με την Αρετήν. . .

Άφρον! ιδού τ' αποτελέσματα της πείρας της ανθρωπίνης, ιδού τα
άχρηστα ναυάγιά της, συρόμενα επί της κλίνης σου. Δεν με ανεγνώρισες
ακόμη;

 — Όχι.

 — Δεν με συνήντησες ποτέ;

 — Ποτέ.

 — Περίεργον! και όμως συ είσαι εκείνος, όστις μου εγέμισες την ψυχήν
με άφρονα εγωισμόν, και το αμαθές πνεύμα μου διά του φωτός της
γνώσεως μου απετύφλωσες.

Συ, με εξαπέστειλες εις τον κόσμον, έρμαιον της ματαιοδοξίας μου,
κούφην πομφόλυγα, ήτις, αντικατοπτρίζουσα λαμπρώς τας ακτίνας του
ηλίου, απερροφήθη και απεσβέσθη υπ' αυτών των ιδίων!. . .

Και ενόμισα ότι τα πάντα πλέον εγνώριζον, και ότι τα πάντα ηδυνάμην
από του μυστηρίου των να γυμνώσω. .

Και εισήλασα θριαμβευτικώς εις το μυστήριον διά της μεγάλης πύλης,
και εις τα ερέβη του επλανήθην, αλλ' εξήλθον, ολισθήσας διά μαύρης
οπής, από ακάνθας φρουρουμένης, αίτινες με κατεξέσχισαν, ω Διδάσκαλε!

Ναι· ενόμισα, ότι αι πτέρυγές σου ήσαν ικαναί, ίνα με οδηγήσωσι
πανταχού· επίστευσα, ότι της φαντασίας μου η δύναμις εξήρκει, ίνα με
οδηγήση διά πτερύγων ανέμων εις του κόσμου τα πέρατα, και να
κατανοήσω, και να κατανικήσω, και να κατακτήσω.

Και έλαβον, ο μωρός, μίαν κλωστήν διά να βολιδοσκοπήσω το χάος· και
ελαίου μίαν τρίχα προσφιλούς κεφαλής, διά να σύρω οπίσω μου τους
ηλίους του στερεώματος· και έλαβον μίαν πλάστιγγα ξυλίνην, διά να
ζυγίσω την ύλην, και έν κάτοπτρον, ίνα εγκατοπτρίσω εν αυτώ την ψυχήν
των ανθρώπων.

Αλλ' απεκόπη η κλωστή, και εκυλίσθην εις το χάος· αλλ απεκόπη η θριξ,
και ευρέθην αιωρημένος, ως αντάρτης τιτάν, από του απείρου· και διά
της πλάστιγγος την μωρίαν μου μόνον εμέτρησα, εν δε τω κατόπτρω
εθεώρησα φρίττων την ιδίαν μόνον μορφήν μου!

Ναυάγιον και άνω, και κάτω ναυάγιον.

Επίστευσα, ότι εξηπάτησα τον άνεμον και την τρικυμίαν, αλλ'
ετιμωρήθην διά την ιδέαν μου αυστηρώς.

Υπέθεσα, ότι ενηγκαλίσθην τον ήλιον της γνώσεως και της αληθείας,
αλλά κατεκάην πριν εις αυτόν προσεγγίσω.

Και η άγνοιά μου ηυξάνετο, εφ' όσον αι γνώσεις μου επλουτίζοντο, οι
δε οφθαλμοί μου εκλείοντο, εφ' όσον τους ενόμιζον ανοιγομένους.
Ηπόρουν, και η απορία μου εκορυφούτο, εφ' όσον ελύετο· εμάνθανον, και
η αγνωσία επυκνούτο, εφ' όσον ενόμιζον ότι μανθάνω· ήμην τέλος σοφός,
εφ' όσον ηγνόουν, και εφ' όσον επιστάμην, μωρός!. . .

Ω Διδάσκαλε! ιδού ο κόσμος σου! —

***

Και τέλος, ιδού εγώ, άνευ πτερύγων, άνευ στέμματος, με ένα πόδα
ολιγώτερον, έκτρωμα και άμορφος όγκος.

Κρύψε με από της φύσεως τα όμματα· θα με ίδη και θα με αποκηρύξη.

Κρύψε με από του θεού το βλέμμα, διότι θα κεραυνοβολήση τον αντάρτην.
. .

Σιωπάς;. .!

Με ανεγνώρισες τώρα και έκπληκτος θεωρείς το δημιούργημά σου το
μωρόν, το οποίον ετάνυσε πτέρυγας και επέταξε προς τον κόσμον πλήρες
ζωής, αλλ' επανήλθεν εξ αυτού συρόμενον, και γεμάτον από θάνατον και
χλεύην!. .

Ιδού η  Χ ρ υ σ ή  Δ ι α θ ή κ η σου· την ρίπτω και πάλιν προ των
ποδών σου.

Ο χρυσός της έκαμε και ήδη το θαύμα του, και ιδού ο κληρονόμος σου
πώς κατήντησε.

Και τώρα, έλεος!

Οίκτον διά τον συντετριμμένων νικητήν!

Οβολόν εις τον Βελισσάριον!

Είμαι — ο Πετεινός σου!
 
 
via

Pages