Ενέργεια θεία και ενέργεια δαιμονική.
61. Όταν ο νους βλέπει φως χωρίς να το ζητά, ας μην το παραδέχεται, αλλά ούτε και να το αποκρούει, όπως λέει ο όσιος Μάρκος: «Υπάρχει ενέργεια της χάρης που την αγνοεί ο νήπιος πνευματικά, και υπάρχει και ενέργεια της κακίας που μοιάζει με την αλήθεια. Είναι καλό αυτά να μην τα παρατηρούμε, για να μην πέσομε σε πλάνη, ούτε να τα αναθεματίζομε, μην τυχόν και είναι αληθινά, αλλά για όλα να προσφεύγομε με ελπίδα στο Θεό, γιατί Αυτός γνωρίζει τη χρησιμότητα και του ενός και του άλλου». Σε τέτοιες περιπτώσεις να ερωτά εκείνον που έχει τη χάρη και τη δύναμη από το Θεό, να τον διδάξει και να διακρίνει το καθένα.
Ο φωτισμένος και απλανής διδάσκαλος.
62. Και αν μεν βρει αυτόν που θα τον διδάξει, όχι μόνο από όσα γνωρίζει από τη θεία Γραφή, αλλά και απ΄ όσο ο ίδιος δέχθηκε μακάρια το θείο φωτισμό, τότε να ευχαριστεί το Θεό. Αν όμως όχι, τότε καλύτερα να μην παραδεχθεί το φως που είδε, αλλά να καταφύγει με ταπείνωση στο Θεό, θεωρώντας και αποκαλώντας τον εαυτό του με ειλικρινή καρδιά ανάξιο γι' αυτή την τιμή και τη θεωρία, όπως είναι βέβαια κι αυτό που λέμε εδώ και όσα προείπαμε και όσα θα πουμε και όσα μυηθήκαμε με τη χάρη του Χριστού από στόματα που δεν ψεύδονται και που κινούνται και λαλούν από το Άγιο Πνεύμα, όπως επίσης και από τις θεόπνευστες Γραφές και από τη λίγη πείρα μας.
Ο αληθινός και ο ψευδής φωτισμός, ήγουν το θείο φως και το φως από τον πονηρό.
63. Σε μερικά συγγράμματά τους οι ένδοξοι Πατέρες μας υποδηλώνουν αμυδρά τα σημάδια του απλανούς φωτισμού και του φωτισμού της πλάνης. Για παράδειγμα, έτσι έκανε ο μακάριος Παύλος ο Λατρηνός, απαντώντας σε σχετική ερώτηση μαθητή του, ότι το φως της διαβολικής δυνάμεως είναι πυροειδές και γεμάτο καπνό και όμοιο με την αισθητή φωτιά· κι όταν το δει μετριοπαθής και καθαρμένη ψυχή, αισθάνεται αηδία και το συχαίνεται.
Το φως όμως του αγαθού είναι αγαθό, χαριέστατο και καθαρό, κι όταν έρθει, αγιάζει την ψυχή και τη γεμίζει φως και χαρά και ιλαρότητα, την καταπραΰνει και την κάνει φιλάνθρωπη. Και άλλοι είπαν ομοίως. Πλην όμως, επειδή τα προλεχθέντα τα άκουσα με προφορική διδασκαλία, έτσι κι εσύ θ' ακούσεις γι' αυτό, όταν έρθει ο καιρός του. Γιατί τώρα δεν είναι ακόμα.
Η απρεπής και η ευπρεπής φαντασία, και πώς πρέπει να τις αντιμετωπίζομε.
64. Επειδή λίγο παραπάνω είπαμε για τη φαντασία, και μάλιστα για φαντασία απρεπή, νομίζομε χρησιμότατο να πούμε λίγα λόγια και γι' αυτή ή μάλλον για κάθε φαντασία, όσο μας είναι δυνατό. Γιατί πολύ αντιστέκεται η καταραμένη στην καθαρή και καρδιακή προσευχή και στην ενιαία και απλανή εργασία του νου. Γι' αυτό και οι θείοι Πατέρες μιλούν με πολλούς τρόπους περί αυτής και εναντίον αυτής.
Αυτή λοιπόν την ποικιλόμορφη σαν το μυθολογικό Δαίδαλο και πολυκέφαλη σαν τη Λερναία Ύδρα φαντασία, οι Άγιοι τη θεωρούν και την ονομάζουν γέφυρα των δαιμόνων. Γιατί μέσω αυτής περνούν οι κακούργοι και μιαροί δαίμονες, έρχονται σε κάποια επικοινωνία και σμίγουν με την ψυχή και την κάνουν κυψέλη κηφήνων και κατοικία εννοιών ακάρπων και εμπαθών.
Και αφού βάλεις τη μία φαντασία να συμπλακεί και να πολεμήσει με την άλλη, και κάνεις την αισχρή και αναίσχυντη φαντασία να ρίξει τα όπλα και να ηττηθεί κατά κράτος, να αναδειχθείς έτσι νικητής. Αν λοιπόν ενεργείς έτσι, δε θα μείνεις με τη ζημία μόνο της απρεπούς φαντασίας, αλλά θα γίνεις και αίτιος κέρδους στον εαυτό σου, ως άνθρωπος που διευθύνει τα του εαυτού του με αλάθευτη κρίση, επειδή εξουδετερώνεις την απρεπή φαντασία με την ευπρεπή και πλήττεις καίρια ή και φονεύεις τους εχθρούς με τα δικά τους όπλα, όπως παλιά ο θείος Δαβίδ τον Γολιάθ(Α΄ Βασ. 17, 51).
Όχι μόνο η απρεπής φαντασία, αλλά και η ευπρεπής είναι απορριπτέα από τους Αγίους στην καθαρή προσευχή και στην απλή και ενιαία εργασία του νου. 65. Τα παραπάνω είναι άθλος όσων είναι ακόμη νήπιοι στην αρετή, δηλαδή των αρχαρίων. Γιατί οι προχωρημένοι απορρίπτουν τελείως και την απρεπή και την ευπρεπή φαντασία και την αχρηστεύουν, αποτεφρώνοντας και διαλύοντάς την σαν το κερί που λιώνει μπροστά στη φωτιά.
Και αυτό, για να επιτύχουν την καθαρή προσευχή και την απομάκρυνση και απογύμνωση του νου τους από όλα τα πράγματα και τις εντυπώσεις, με σκοπό την απλή προσέγγισή του προς το Θεό και, αν θέλεις, και της προσλήψεώς του από Αυτόν και της ασχημάτιστης και ενιαίας ενώσεως με Αυτόν.
Γιατί λέει ο άγιος Ησύχιος: «Κάθε λογισμός είναι φαντασία μέσα στο νου κάποιου αισθητού πράγματος. Επειδή ο Ασσύριος (ο διάβολος) είναι νους, δεν μπορεί να μας εξαπατά με άλλον τρόπο, παρά με το να μεταχειρίζεται τα αισθητά και συνήθη σ' εμάς».
Και ο άγιος Διάδοχος: «Επειδή κάθε λογισμός μπαίνει μέσα στην καρδιά δια μέσου της φαντασίας κάποιων αισθητών, το μακάριο φως της θεότητας τη φωτίζει όταν αυτή απομακρυνθεί τελείως από όλα και αποβάλει κάθε μορφή και σχήμα τους. Γιατί η λαμπρότητα της θεότητας φανερώνεται στον καθαρό νου, όταν αυτός στερηθεί από κάθε νόημα».
Και ο μέγας Βασίλειος: «Όπως ο Κύριος δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς(Πράξ. 7, 48), έτσι δεν κατοικεί ούτε σε κάποιες απεικονίσεις και πλάσματα του νου. Γιατί αυτά παρεμβάλλονται και κλείνουν σαν τείχος την κίβδηλη ψυχή, που δεν μπορεί να ατενίζει καθαρά προς την αλήθεια, αλλά εξακολουθεί να βλέπει θαμπά σαν σε καθρέφτη(Α΄ Κορ. 13, 12)».
Και ο θείος Ευάγριος: «Ο Θεός λέγεται ότι κάθεται εκεί, όπου τον γνωρίζουν. Γι' αυτό και ο καθαρός νους λέγεται θρόνος του Θεού. Το νόημα λοιπόν του Θεού δε βρίσκεται στα νοήματα που μορφοποιούν το νου, αλλά στα νοήματα που δεν τον μορφοποιούν. Γι' αυτό πρέπει ο προσευχόμενος ν' αποξενώνεται ολότελα από τα νοήματα που μορφοποιούν το νου. Και διαφορετικά θα μορφοποιηθεί ο νους όταν θεωρεί άλλο νου, διαφορετικά θα διατεθεί όταν θεωρεί την αιτία του. Από αυτό μαθαίνομε πως η πνευματική γνώση απομακρύνει το νου από τα νοήματα που τον μορφοποιούν, και διατηρώντας τον αδιαμόρφωτο τον προσάγει στο Θεό».
Και ο άγιος Μάξιμος, στα σχόλιά του στον μέγα Διονύσιο Αρεοπαγίτη, λέει: «Άλλο είναι η φαντασία και άλλο είναι η νόηση, δηλαδή το νόημα· γιατί προέρχονται από δύο διάφορες δυνάμεις και διαφέρουν ως προς την κίνηση. Η νόηση είναι ενέργεια και δημιουργία, ενώ η φαντασία είναι πάθος και εικόνα που αναγγέλλει κάποιο αισθητό πράγμα ή οφείλεται σε κάποιο αισθητό. Και η αίσθηση αντιλαμβάνεται τα όντα με άμεση διαμόρφωσή της, ενώ ο νους εφάπτεται, δηλαδή αντιλαμβάνεται τα όντα με άλλο τρόπο και όχι όπως η αίσθηση. Στο σώμα λοιπόν και στο πνεύμα, όπου βρίσκονται οι αισθήσεις, όπως είπαμε, παρατηρείται η παθητική και η διαμορφωτική κίνηση· ενώ την κριτική και την αντιληπτική πρέπει να τις αποδώσομε στην ψυχή και στο νου, και κοντά στην αντιληπτική κίνηση της ψυχής πρέπει να βάλομε και τη φανταστική. Η τελευταία διαιρείται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτη είναι η εικονιστική, η οποία δηλαδή εικονίζει και κάνει αισθητά όσα συνέλαβε η αντίληψη. Δεύτερη είναι η ανατυπωτική, η οποία ανασυνθέτει από τα παλιά απομεινάρια των προηγουμένων χωρίς να στηρίζει πουθενά τις εικόνες της, κι αυτή κυρίως λέγεται φανταστική. Τρίτη είναι εκείνη στην οποία συγκροτείται κάθε ηδονή και κάθε φαντασία υποτιθέμενου καλού ή κακού που συνοδεύεται με λύπη». Άρα λοιπόν, καμία φαντασία, όπως είπαμε, δεν έχει θέση στο Θεό, γιατί ο Θεός είναι γενικά πάνω από την έννοια όλων και τα υπερβαίνει.
Και πάλι ο μέγας Βασίλειος λέει: «Ο νους που δε διασκορπίζεται προς τα έξω, ούτε διαχέεται με τα αισθητήρια στον κόσμο, επανέρχεται στον εαυτό του και μέσω του εαυτού του ανεβαίνει στην έννοια περί του Θεού. Και καθώς περιλάμπεται από εκείνο το κάλλος, λησμονεί και αυτή τη φύση». Ξέροντας αυτά λοιπόν κι εσύ, να σπεύδεις κάθε στιγμή, με τη βοήθεια του Θεού, να προσεύχεσαι χωρίς φαντασία, χωρίς σχήματα, χωρίς διαμορφώσεις, με όλον ολότελα το νου καθαρό και ψυχή καθαρή και με όλους τους τρόπους.
Ο άγιος Μάξιμος λέει τα εξής.(στο κεφάλαιο 66).
Και αυτό, για να επιτύχουν την καθαρή προσευχή και την απομάκρυνση και απογύμνωση του νου τους από όλα τα πράγματα και τις εντυπώσεις, με σκοπό την απλή προσέγγισή του προς το Θεό και, αν θέλεις, και της προσλήψεώς του από Αυτόν και της ασχημάτιστης και ενιαίας ενώσεως με Αυτόν.
Γιατί λέει ο άγιος Ησύχιος: «Κάθε λογισμός είναι φαντασία μέσα στο νου κάποιου αισθητού πράγματος. Επειδή ο Ασσύριος (ο διάβολος) είναι νους, δεν μπορεί να μας εξαπατά με άλλον τρόπο, παρά με το να μεταχειρίζεται τα αισθητά και συνήθη σ' εμάς».
Και ο άγιος Διάδοχος: «Επειδή κάθε λογισμός μπαίνει μέσα στην καρδιά δια μέσου της φαντασίας κάποιων αισθητών, το μακάριο φως της θεότητας τη φωτίζει όταν αυτή απομακρυνθεί τελείως από όλα και αποβάλει κάθε μορφή και σχήμα τους. Γιατί η λαμπρότητα της θεότητας φανερώνεται στον καθαρό νου, όταν αυτός στερηθεί από κάθε νόημα».
Και ο μέγας Βασίλειος: «Όπως ο Κύριος δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς(Πράξ. 7, 48), έτσι δεν κατοικεί ούτε σε κάποιες απεικονίσεις και πλάσματα του νου. Γιατί αυτά παρεμβάλλονται και κλείνουν σαν τείχος την κίβδηλη ψυχή, που δεν μπορεί να ατενίζει καθαρά προς την αλήθεια, αλλά εξακολουθεί να βλέπει θαμπά σαν σε καθρέφτη(Α΄ Κορ. 13, 12)».
Και ο θείος Ευάγριος: «Ο Θεός λέγεται ότι κάθεται εκεί, όπου τον γνωρίζουν. Γι' αυτό και ο καθαρός νους λέγεται θρόνος του Θεού. Το νόημα λοιπόν του Θεού δε βρίσκεται στα νοήματα που μορφοποιούν το νου, αλλά στα νοήματα που δεν τον μορφοποιούν. Γι' αυτό πρέπει ο προσευχόμενος ν' αποξενώνεται ολότελα από τα νοήματα που μορφοποιούν το νου. Και διαφορετικά θα μορφοποιηθεί ο νους όταν θεωρεί άλλο νου, διαφορετικά θα διατεθεί όταν θεωρεί την αιτία του. Από αυτό μαθαίνομε πως η πνευματική γνώση απομακρύνει το νου από τα νοήματα που τον μορφοποιούν, και διατηρώντας τον αδιαμόρφωτο τον προσάγει στο Θεό».
Και ο άγιος Μάξιμος, στα σχόλιά του στον μέγα Διονύσιο Αρεοπαγίτη, λέει: «Άλλο είναι η φαντασία και άλλο είναι η νόηση, δηλαδή το νόημα· γιατί προέρχονται από δύο διάφορες δυνάμεις και διαφέρουν ως προς την κίνηση. Η νόηση είναι ενέργεια και δημιουργία, ενώ η φαντασία είναι πάθος και εικόνα που αναγγέλλει κάποιο αισθητό πράγμα ή οφείλεται σε κάποιο αισθητό. Και η αίσθηση αντιλαμβάνεται τα όντα με άμεση διαμόρφωσή της, ενώ ο νους εφάπτεται, δηλαδή αντιλαμβάνεται τα όντα με άλλο τρόπο και όχι όπως η αίσθηση. Στο σώμα λοιπόν και στο πνεύμα, όπου βρίσκονται οι αισθήσεις, όπως είπαμε, παρατηρείται η παθητική και η διαμορφωτική κίνηση· ενώ την κριτική και την αντιληπτική πρέπει να τις αποδώσομε στην ψυχή και στο νου, και κοντά στην αντιληπτική κίνηση της ψυχής πρέπει να βάλομε και τη φανταστική. Η τελευταία διαιρείται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτη είναι η εικονιστική, η οποία δηλαδή εικονίζει και κάνει αισθητά όσα συνέλαβε η αντίληψη. Δεύτερη είναι η ανατυπωτική, η οποία ανασυνθέτει από τα παλιά απομεινάρια των προηγουμένων χωρίς να στηρίζει πουθενά τις εικόνες της, κι αυτή κυρίως λέγεται φανταστική. Τρίτη είναι εκείνη στην οποία συγκροτείται κάθε ηδονή και κάθε φαντασία υποτιθέμενου καλού ή κακού που συνοδεύεται με λύπη». Άρα λοιπόν, καμία φαντασία, όπως είπαμε, δεν έχει θέση στο Θεό, γιατί ο Θεός είναι γενικά πάνω από την έννοια όλων και τα υπερβαίνει.
Και πάλι ο μέγας Βασίλειος λέει: «Ο νους που δε διασκορπίζεται προς τα έξω, ούτε διαχέεται με τα αισθητήρια στον κόσμο, επανέρχεται στον εαυτό του και μέσω του εαυτού του ανεβαίνει στην έννοια περί του Θεού. Και καθώς περιλάμπεται από εκείνο το κάλλος, λησμονεί και αυτή τη φύση». Ξέροντας αυτά λοιπόν κι εσύ, να σπεύδεις κάθε στιγμή, με τη βοήθεια του Θεού, να προσεύχεσαι χωρίς φαντασία, χωρίς σχήματα, χωρίς διαμορφώσεις, με όλον ολότελα το νου καθαρό και ψυχή καθαρή και με όλους τους τρόπους.
Ο άγιος Μάξιμος λέει τα εξής.(στο κεφάλαιο 66).
Η καθαρότητα και η τελειότητα του νου, της ψυχής και της καρδιάς.
Ο καθαρός νους.
66. Νους καθαρός είναι εκείνος που απομακρύνθηκε από την άγνοια και καταφωτίζεται από το θείο φως.
Η καθαρή ψυχή.
Ψυχή καθαρή είναι εκείνη που ελευθερώθηκε από τα πάθη και ευφραίνεται ακατάπαυστα με τη θεία αγάπη.
Η καθαρή καρδιά.
Καρδιά καθαρή είναι εκείνη που παρουσίασε στο Θεό τελείως ασχημάτιστη και αδιαμόρφωτη τη μνήμη και έτοιμη να σφραγιστεί μόνο με τα δικά Του σημεία, με τα οποία συμβαίνει να φανερώνεται ο Θεός. Κοντά σ' αυτά βάζομε και τα επόμενα.
Ο τέλειος νους.
Νους τέλειος είναι εκείνος ο οποίος με την αληθινή πίστη του γνώρισε πάνω από κάθε γνώση, με τρόπο υπεράγνωστο, τον Υπεράγνωστο, και είδε καθολικά τα δημιουργήματά Του, και έλαβε από το Θεό την περιεκτική γνώση περί Προνοίας και Κρίσεως των δημιουργημάτων Του· εννοώ βέβαια όσο αυτό είναι δυνατό σε ανθρώπους.
Η τέλεια ψυχή.
Ψυχή τέλεια είναι εκείνη που η παθητική δύναμή της έχει κλίνει ολότελα προς το Θεό.
Η τέλεια καρδιά.
Καρδιά τέλεια λέγεται ίσως εκείνη που δεν έχει με κανένα τρόπο καμία φυσική κίνηση προς ο,τιδήποτε· στην οποία έρχεται ο Θεός και, σαν σε πίνακα καλά καθαρισμένο από την άκρα απλότητα, γράφει τους δικούς Του νόμους.
Ο καθαρός νους.
Επίσης, κατά τον άγιο Διάδοχο, μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να καθαρίσει το νου. Και ο Ιωάννης της Κλίμακος λέει ότι μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να σταματήσει το νου. Ο άγιος Νείλος λέει: «Όποιος θέλει να δει την κατάσταση του νου του, ας στερήσει τον εαυτό του απ΄ όλα τα νοήματα, και τότε θα τον δει όμοιο με σάπφειρο ή με ουράνιο χρώμα». Και πάλι: «Κατάσταση του νου είναι ένα ύψος νοητό, όμοιο με ουράνιο χρώμα, στο οποίο έρχεται κατά την ώρα της προσευχής το φως της Αγίας Τριάδος». Και ο άγιος Ισαάκ: «Όταν ο νους ξεντύνεται τον παλαιό άνθρωπο και ντύνεται τον καινούργιο άνθρωπο της χάρης(Κολ. 3, 9-10), τότε θα δει την καθαρότητά του όμοια με το επουράνιο χρώμα, το οποίο ονομάστηκε τόπος Θεού(Εξ. 24, 10) από τους άρχοντες του Ισραήλ, όταν φανερώθηκε σ' αυτούς στο όρος Σινά». Όταν λοιπόν κάνεις όπως προείπαμε, δηλαδή όταν προσεύχεσαι καθαρά, χωρίς φαντασίες και χωρίς σχήματα, θα βρεθείς να βαδίζεις στα ίχνη των Αγίων. Διαφορετικά θα είσαι φαντασιαστής και όχι ησυχαστής, και αντί σταφύλια θα τρυγήσεις αγκάθια —ο μη γένοιτο.
Πώς φαντάζονταν οι Προφήτες.
67. Αν μερικοί νομίζουν ότι οι οράσεις και τα σχήματα και οι αποκαλύψεις των Προφητών έγιναν με τη φαντασία και τη φυσική τάξη, αυτοί ας γνωρίζουν ότι βρίσκονται μακριά από την αλήθεια. Οι Προφήτες, όπως και οι τωρινοί μύστες των θείων, δεν έβλεπαν ούτε φαντάζονταν κατά τη φυσική τάξη και φαντασία όσα έβλεπαν και φαντάζονταν, αλλά ο νους τους δεχόταν τις εντυπώσεις και τις φαντασίες κατά τρόπο θείο και υπερφυσικό με την ανέκφραστη δύναμη και χάρη του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει ο μέγας Βασίλειος: «Με κάποια ανέκφραστη δύναμη εντυπώνεται η φαντασία του νου εκείνων που τον έχουν καθαρό και απερίσπαστο, και ακούνε σαν ηχώ μέσα τους το λόγο του Θεού».
Και πάλι: «Οι Προφήτες έβλεπαν καθώς δέχονταν στο νου τους τους τύπους από το πνεύμα». Και ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Το Πνεύμα το Άγιο ενεργούσε πρώτα στις αγγελικές και ουράνιες δυνάμεις. Έπειτα ενεργούσε στους Πατέρες και τους Προφήτες, από τους οποίους άλλοι φαντάστηκαν το Θεό ή τον γνώρισαν, ενώ άλλοι προγνώρισαν το μέλλον, καθώς το πνεύμα άφηνε τ' αποτυπώματά Του στο νου τους, κι έτσι είχαν τα μέλλοντα σαν παρόντα».
Συνέχεια για τις φαντασίες και τις πολλές και ποικίλες θεωρίες.
Όπως είναι γραμμένο, από το μέγεθος και την ομορφιά των κτισμάτων κατανοείται ανάλογα ο Δημιουργός(Σ. Σολ. 13, 5)· όχι όμως από την κοσμική και εθνική, φλύαρη και μάταιη τεχνική μάθηση. Γιατί αυτή, σαν άσεμνη δούλη που καμαρώνει με υπερηφάνεια για την επιστημονική και σοφιστική και επιδεικτική ικανότητά της και δε μαθητεύει στην ευαγγελική πίστη και ταπείνωση και στην αληθινή συγκατάθεση στα θεία, έχει εξοστρακιστεί μακριά από τα ιερά πρόθυρα.
Εμείς όμως τώρα μιλάμε για την τέλεια και ενυπόστατη έλλαμψη, όπως ήταν εκείνη την οποία «έπαθαν» με τρόπο άρρητο οι πρόκριτοι των Αποστόλων που ανέβηκαν μαζί με τον Ιησού στο όρος Θαβώρ, δεχόμενοι την καλή και πράγματι μακάρια αλλοίωση από το δεξί χέρι του Υψίστου(Ψαλμ. 76, 11), και αξιώθηκαν να δουν την αόρατη βασιλεία και θεότητα με τα αισθητά μάτια τους, τα οποία μεταποιήθηκαν προς το θειότερο, έγιναν δηλαδή πνευματικά με τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος.
Όσο απέχει η ανατολή από τη δύση και ο ουρανός από τη γη, και όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο απέχει η «κατά παραδοχήν» εργασία και χάρη από την «κατ' επιβολήν». Γιατί η «κατ' επιβολήν», όπως είπαμε, προχωρεί εξωτερικά, συλλέγοντας από την κανονική κίνηση, τάξη και συνάθροιση των όντων διάφορες φαντασίες που τις συνενώνει σε μια εικόνα της αλήθειας κι έτσι υψώνεται με πίστη στο Θεό.
Η «κατά παραδοχήν» γίνεται κατά τρόπο άμεσο και υποστατικό από τον ίδιο το Θεό μέσα στην καρδιά, ενίοτε και έξω, και τότε μεταδίδει και στο σώμα φανερά υπέρ έννοιαν τη θεία έλλαμψη και το θειότατο φωτισμό της. Αυτό συμβαίνει επειδή η καρδιά πάσχει υπερφυσικά, κατά το σοφότατο Μάξιμο, αλλά δεν ενεργεί η ίδια την αγέννητη θέωση.
Γιατί λέει ο Άγιος αυτός: «Ονομάζω αγέννητη θέωση την κατ' είδος υποστατική έλλαμψη της θεότητας· αυτή δεν έχει γέννηση, αλλά ακατανόητη φανέρωση στους αξίους».
Στα παραπάνω συμφωνεί και ο μέγας Διονύσιος λέγοντας: «Πρέπει να γνωρίζομε ότι ο νους μας έχει τη δύναμη να νοεί, με την οποία βλέπει τα νοητά. Έχει επίσης τη δυνατότητα της ενώσεως, η οποία υπερβαίνει τη φύση του νου, και μέσω αυτής ενώνεται με τα πάνω και πέρα από αυτόν».
Και ο όσιος Ισαάκ: «Έχομε δύο ψυχικά μάτια, όπως λένε οι Πατέρες, δεν είναι όμως ίδια η χρησιμότητα της θεωρίας από το καθένα. Με το ένα μάτι βλέπομε τα κρυμμένα μέσα στις φύσεις των όντων, δηλαδή τη δύναμη του Θεού, τη σοφία Του και την πρόνοιά Του για μας, την οποία αντιλαμβανόμαστε από την αγιότητα με την οποία μας κυβερνά. Με το άλλο μάτι θεωρούμε τη δόξα της αγίας Του φύσεως, όταν ευδοκήσει ο Θεός να μας εισαγάγει στα πνευματικά μυστήρια».
Και ο θείος Διάδοχος: «Τα θεία χαρίσματα είναι όλα του ενός Αγίου Πνεύματος, και η σοφία και η γνώση, καθώς και όλα τα άλλα. Το καθένα όμως έχει δική του ενέργεια. Γι' αυτό σε άλλον δίνεται σοφία, σε άλλον γνώση από το ίδιο Πνεύμα, όπως μαρτυρεί ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 2, 8). Η γνώση ενώνει με την ίδια την πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, χωρίς όμως να κινεί την ψυχή σε λόγους περί των όντων· γι' αυτό και μερικοί που ασκούν το μοναχικό βίο, φωτίζονται από τη γνώση με νοερή αίσθηση, αλλά η ψυχή τους δεν κινείται σε θείους λόγους. Η σοφία όμως, όταν δοθεί με φόβο σε κάποιον μαζί με τη γνώση —πράγμα σπάνιο—, φανερώνει τις ίδιες τις ενέργειες της γνώσεως· γιατί η γνώση συνηθίζει να φωτίζει με την ενέργεια, ενώ η σοφία με το λόγο. Τη γνώση την προξενεί η προσευχή και η πολλή ησυχία με τέλεια αμεριμνία, ενώ τη σοφία την προξενεί η μελέτη των λόγων του Θεού που γίνεται χωρίς κενοδοξία, και προπάντων η χάρη του Θεού».
Και ο άγιος Μάξιμος λέει στα Σχόλια: «Το πηγάδι του Ιακώβ(Ιω. 4, 5-14) είναι η Γραφή. Το νερό είναι η γνώση που περιέχεται στη Γραφή. Το βάθος του πηγαδιού είναι η δυσκολοερμήνευτη θεωρία των γραφικών αινιγμάτων. Το δοχείο για την άντληση είναι η μάθηση του θείου λόγου μέσω αναγνώσεως, την οποία δεν είχε ο Κύριος, αφού είναι Αυτολόγος και δεν παρέχει σ' όσους πιστεύουν τη γνώση που προέρχεται από μάθηση και μελέτη, αλλά δωρίζει στους αξίους την αέναη και παντοτινή σοφία που πηγάζει από την αέναη πνευματική χάρη.
Γιατί το δοχείο για την άντληση, δηλαδή η μάθηση, παίρνει ένα ελάχιστο μέρος της γνώσεως και αφήνει το όλον, που δεν το συλλαμβάνει κανένας λόγος· ενώ η κατά χάρη γνώση έχει το σύνολο —και μάλιστα χωρίς μελέτη— της δυνατής στους ανθρώπους σοφίας, η οποία αναβλύζει κατά διαφόρους τρόπους, ανάλογα με τις ανάγκες».
Και πάλι ο άγιος Διάδοχος λέει: «Ο νους μας τις πιό πολλές φορές στην προσευχή δυσανασχετεί, γιατί η αρετή της προσευχής του επιβάλλει να συγκεντρώνεται και να περιορίζεται πολύ· ενώ στη θεολογία δίνει με χαρά τον εαυτό του, γιατί είναι πλατιά και απεριόριστα τα αντικείμενα των θείων θεωριών. Για να μην ανοίγομε λοιπόν στο νου μας το δρόμο να θέλει να λέει πολλά και να πετά υπέρμετρα από χαρά, ας σχολάζομε κυρίως στην προσευχή, την ψαλμωδία και την ανάγνωση των αγίων Γραφών.
Αλλά να μην παραβλέπομε και τις διδασκαλίες των λογίων ανδρών, των οποίων η πίστη φανερώνεται από τους λόγους τους. Με τον τρόπο αυτό θα εμποδίσομε το νου να αναμιγνύει δικά του λόγια μαζί με τα λόγια της χάρης ή να πέσει σε κενοδοξία παρασυρμένος από την πολλή χαρά και την πολυλογία.
Αλλά και στον καιρό της θεωρίας θα τον προφυλάξομε από κάθε φαντασία και όλες σχεδόν τις έννοιές του θα κάνομε να συνοδεύονται από δάκρυα. Γιατί όταν ο νους αναπαύεται κατά τον καιρό της ησυχίας και καταγλυκαίνεται, και μάλιστα από το γλυκασμό της προσευχής, όχι μόνο ξεφεύγει τους κινδύνους που αναφέραμε, αλλά και ανανεώνεται όλο και περισσότερο στο να κινείται με δύναμη και χωρίς κόπο στις θείες θεωρίες· εκτός του ότι προοδεύει στη γνώση της διακρίσεως με μεγάλη ταπείνωση. Πλην όμως πρέπει να γνωρίζομε ότι υπάρχει και προσευχή που ξεπερνά κάθε πλάτος· αυτή όμως είναι μόνο για εκείνους που με κάθε πνευματική αίσθηση και πληροφορία είναι γεμάτοι από την αγία χάρη».
Άκουσες; Υπάρχει λέει προσευχή που ξεπερνάει κάθε πλάτος, η οποία είναι για εκείνους που είναι γεμάτοι από το θειότατο φωτισμό της χάρης με κάθε αίσθηση και πληροφορία, δηλαδή μέσα στην καρδιά με τρόπο υπερφυσικό και ενυπόστατο. Αυτήν ο άγιος Ισαάκ την ονομάζει μνήμη ασφράγιστη, δηλαδή ασχημάτιστη, άμορφη και απλή. Και άλλοι άγιοι Πατέρες της δίνουν άλλα ονόματα.
68. Μερικοί αμφιβάλλουν ακόμη, επειδή δέχονται τις φαντασίες και τις πολλές και ποικίλες θεωρίες, και μας εναντιώνονται νομίζοντας ότι τάχα ακολουθούν τους Αγίους. Κι αυτό γιατί ο Θεολόγος Γρηγόριος λέει ότι ο Θεός μόνο με το νου σκιαγραφείται, όχι από την ουσία Του αλλά από τις ιδιότητές Του, με τη συνένωση διαφόρων φαντασιών σε μία εικόνα της αλήθειας· και ο θείος Μάξιμος, ότι δεν μπορεί ο νους να φτάσει στην απάθεια από μόνη την πράξη, αν δεν έχει διαδοχικά πολλές και ποικίλες θεωρίες· και άλλοι Άγιοι διακηρύττουν τα ίδια με αυτούς.
Αυτοί λοιπόν ας γνωρίζουν ότι οι Άγιοι εκείνοι δεν τα είπαν αυτά αναφερόμενοι στην «κατά παραδοχήν» πνευματική εργασία και χάρη, δηλαδή στη γνώση και την εποπτεία του Θεού, η οποία ενώνει με σαφή πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, αλλά αναφέρονταν στην «κατ' επιβολήν» θεωρία, δηλαδή στη θεωρία που συλλέγεται από τη σοφία και την αναλογία και την αρμονία των όντων και πλησιάζει αμυδρά την έννοια περί Θεού και που μπορούν πολλοί ή μάλλον όλοι γενικά να τη χρησιμοποιούν και να τη διανοούνται. Αυτό θα το καταλάβει καθαρά όποιος εξετάσει με προσοχή τα παραπάνω αποσπάσματα των Αγίων ή άλλα παρόμοια.
Εμείς όμως τώρα μιλάμε για την τέλεια και ενυπόστατη έλλαμψη, όπως ήταν εκείνη την οποία «έπαθαν» με τρόπο άρρητο οι πρόκριτοι των Αποστόλων που ανέβηκαν μαζί με τον Ιησού στο όρος Θαβώρ, δεχόμενοι την καλή και πράγματι μακάρια αλλοίωση από το δεξί χέρι του Υψίστου(Ψαλμ. 76, 11), και αξιώθηκαν να δουν την αόρατη βασιλεία και θεότητα με τα αισθητά μάτια τους, τα οποία μεταποιήθηκαν προς το θειότερο, έγιναν δηλαδή πνευματικά με τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος.
Όσο απέχει η ανατολή από τη δύση και ο ουρανός από τη γη, και όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο απέχει η «κατά παραδοχήν» εργασία και χάρη από την «κατ' επιβολήν». Γιατί η «κατ' επιβολήν», όπως είπαμε, προχωρεί εξωτερικά, συλλέγοντας από την κανονική κίνηση, τάξη και συνάθροιση των όντων διάφορες φαντασίες που τις συνενώνει σε μια εικόνα της αλήθειας κι έτσι υψώνεται με πίστη στο Θεό.
Η «κατά παραδοχήν» γίνεται κατά τρόπο άμεσο και υποστατικό από τον ίδιο το Θεό μέσα στην καρδιά, ενίοτε και έξω, και τότε μεταδίδει και στο σώμα φανερά υπέρ έννοιαν τη θεία έλλαμψη και το θειότατο φωτισμό της. Αυτό συμβαίνει επειδή η καρδιά πάσχει υπερφυσικά, κατά το σοφότατο Μάξιμο, αλλά δεν ενεργεί η ίδια την αγέννητη θέωση.
Γιατί λέει ο Άγιος αυτός: «Ονομάζω αγέννητη θέωση την κατ' είδος υποστατική έλλαμψη της θεότητας· αυτή δεν έχει γέννηση, αλλά ακατανόητη φανέρωση στους αξίους».
Στα παραπάνω συμφωνεί και ο μέγας Διονύσιος λέγοντας: «Πρέπει να γνωρίζομε ότι ο νους μας έχει τη δύναμη να νοεί, με την οποία βλέπει τα νοητά. Έχει επίσης τη δυνατότητα της ενώσεως, η οποία υπερβαίνει τη φύση του νου, και μέσω αυτής ενώνεται με τα πάνω και πέρα από αυτόν».
Και ο όσιος Ισαάκ: «Έχομε δύο ψυχικά μάτια, όπως λένε οι Πατέρες, δεν είναι όμως ίδια η χρησιμότητα της θεωρίας από το καθένα. Με το ένα μάτι βλέπομε τα κρυμμένα μέσα στις φύσεις των όντων, δηλαδή τη δύναμη του Θεού, τη σοφία Του και την πρόνοιά Του για μας, την οποία αντιλαμβανόμαστε από την αγιότητα με την οποία μας κυβερνά. Με το άλλο μάτι θεωρούμε τη δόξα της αγίας Του φύσεως, όταν ευδοκήσει ο Θεός να μας εισαγάγει στα πνευματικά μυστήρια».
Και ο θείος Διάδοχος: «Τα θεία χαρίσματα είναι όλα του ενός Αγίου Πνεύματος, και η σοφία και η γνώση, καθώς και όλα τα άλλα. Το καθένα όμως έχει δική του ενέργεια. Γι' αυτό σε άλλον δίνεται σοφία, σε άλλον γνώση από το ίδιο Πνεύμα, όπως μαρτυρεί ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 2, 8). Η γνώση ενώνει με την ίδια την πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, χωρίς όμως να κινεί την ψυχή σε λόγους περί των όντων· γι' αυτό και μερικοί που ασκούν το μοναχικό βίο, φωτίζονται από τη γνώση με νοερή αίσθηση, αλλά η ψυχή τους δεν κινείται σε θείους λόγους. Η σοφία όμως, όταν δοθεί με φόβο σε κάποιον μαζί με τη γνώση —πράγμα σπάνιο—, φανερώνει τις ίδιες τις ενέργειες της γνώσεως· γιατί η γνώση συνηθίζει να φωτίζει με την ενέργεια, ενώ η σοφία με το λόγο. Τη γνώση την προξενεί η προσευχή και η πολλή ησυχία με τέλεια αμεριμνία, ενώ τη σοφία την προξενεί η μελέτη των λόγων του Θεού που γίνεται χωρίς κενοδοξία, και προπάντων η χάρη του Θεού».
Και ο άγιος Μάξιμος λέει στα Σχόλια: «Το πηγάδι του Ιακώβ(Ιω. 4, 5-14) είναι η Γραφή. Το νερό είναι η γνώση που περιέχεται στη Γραφή. Το βάθος του πηγαδιού είναι η δυσκολοερμήνευτη θεωρία των γραφικών αινιγμάτων. Το δοχείο για την άντληση είναι η μάθηση του θείου λόγου μέσω αναγνώσεως, την οποία δεν είχε ο Κύριος, αφού είναι Αυτολόγος και δεν παρέχει σ' όσους πιστεύουν τη γνώση που προέρχεται από μάθηση και μελέτη, αλλά δωρίζει στους αξίους την αέναη και παντοτινή σοφία που πηγάζει από την αέναη πνευματική χάρη.
Γιατί το δοχείο για την άντληση, δηλαδή η μάθηση, παίρνει ένα ελάχιστο μέρος της γνώσεως και αφήνει το όλον, που δεν το συλλαμβάνει κανένας λόγος· ενώ η κατά χάρη γνώση έχει το σύνολο —και μάλιστα χωρίς μελέτη— της δυνατής στους ανθρώπους σοφίας, η οποία αναβλύζει κατά διαφόρους τρόπους, ανάλογα με τις ανάγκες».
Και πάλι ο άγιος Διάδοχος λέει: «Ο νους μας τις πιό πολλές φορές στην προσευχή δυσανασχετεί, γιατί η αρετή της προσευχής του επιβάλλει να συγκεντρώνεται και να περιορίζεται πολύ· ενώ στη θεολογία δίνει με χαρά τον εαυτό του, γιατί είναι πλατιά και απεριόριστα τα αντικείμενα των θείων θεωριών. Για να μην ανοίγομε λοιπόν στο νου μας το δρόμο να θέλει να λέει πολλά και να πετά υπέρμετρα από χαρά, ας σχολάζομε κυρίως στην προσευχή, την ψαλμωδία και την ανάγνωση των αγίων Γραφών.
Αλλά να μην παραβλέπομε και τις διδασκαλίες των λογίων ανδρών, των οποίων η πίστη φανερώνεται από τους λόγους τους. Με τον τρόπο αυτό θα εμποδίσομε το νου να αναμιγνύει δικά του λόγια μαζί με τα λόγια της χάρης ή να πέσει σε κενοδοξία παρασυρμένος από την πολλή χαρά και την πολυλογία.
Αλλά και στον καιρό της θεωρίας θα τον προφυλάξομε από κάθε φαντασία και όλες σχεδόν τις έννοιές του θα κάνομε να συνοδεύονται από δάκρυα. Γιατί όταν ο νους αναπαύεται κατά τον καιρό της ησυχίας και καταγλυκαίνεται, και μάλιστα από το γλυκασμό της προσευχής, όχι μόνο ξεφεύγει τους κινδύνους που αναφέραμε, αλλά και ανανεώνεται όλο και περισσότερο στο να κινείται με δύναμη και χωρίς κόπο στις θείες θεωρίες· εκτός του ότι προοδεύει στη γνώση της διακρίσεως με μεγάλη ταπείνωση. Πλην όμως πρέπει να γνωρίζομε ότι υπάρχει και προσευχή που ξεπερνά κάθε πλάτος· αυτή όμως είναι μόνο για εκείνους που με κάθε πνευματική αίσθηση και πληροφορία είναι γεμάτοι από την αγία χάρη».
Άκουσες; Υπάρχει λέει προσευχή που ξεπερνάει κάθε πλάτος, η οποία είναι για εκείνους που είναι γεμάτοι από το θειότατο φωτισμό της χάρης με κάθε αίσθηση και πληροφορία, δηλαδή μέσα στην καρδιά με τρόπο υπερφυσικό και ενυπόστατο. Αυτήν ο άγιος Ισαάκ την ονομάζει μνήμη ασφράγιστη, δηλαδή ασχημάτιστη, άμορφη και απλή. Και άλλοι άγιοι Πατέρες της δίνουν άλλα ονόματα.
----------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 84-92).