63. Σε μερικά συγγράμματά τους οι ένδοξοι Πατέρες μας υποδηλώνουν αμυδρά τα σημάδια του απλανούς φωτισμού και του φωτισμού της πλάνης. Για παράδειγμα, έτσι έκανε ο μακάριος Παύλος ο Λατρηνός, απαντώντας σε σχετική ερώτηση μαθητή του, ότι το φως της διαβολικής δυνάμεως είναι πυροειδές και γεμάτο καπνό και όμοιο με την αισθητή φωτιά· κι όταν το δει μετριοπαθής και καθαρμένη ψυχή, αισθάνεται αηδία και το συχαίνεται.
Το φως όμως του αγαθού είναι αγαθό, χαριέστατο και καθαρό, κι όταν έρθει, αγιάζει την ψυχή και τη γεμίζει φως και χαρά και ιλαρότητα, την καταπραΰνει και την κάνει φιλάνθρωπη. Και άλλοι είπαν ομοίως. Πλην όμως, επειδή τα προλεχθέντα τα άκουσα με προφορική διδασκαλία, έτσι κι εσύ θ' ακούσεις γι' αυτό, όταν έρθει ο καιρός του. Γιατί τώρα δεν είναι ακόμα.
Και αυτό, για να επιτύχουν την καθαρή προσευχή και την απομάκρυνση και απογύμνωση του νου τους από όλα τα πράγματα και τις εντυπώσεις, με σκοπό την απλή προσέγγισή του προς το Θεό και, αν θέλεις, και της προσλήψεώς του από Αυτόν και της ασχημάτιστης και ενιαίας ενώσεως με Αυτόν.
Γιατί λέει ο άγιος Ησύχιος: «Κάθε λογισμός είναι φαντασία μέσα στο νου κάποιου αισθητού πράγματος. Επειδή ο Ασσύριος (ο διάβολος) είναι νους, δεν μπορεί να μας εξαπατά με άλλον τρόπο, παρά με το να μεταχειρίζεται τα αισθητά και συνήθη σ' εμάς».
Και ο άγιος Διάδοχος: «Επειδή κάθε λογισμός μπαίνει μέσα στην καρδιά δια μέσου της φαντασίας κάποιων αισθητών, το μακάριο φως της θεότητας τη φωτίζει όταν αυτή απομακρυνθεί τελείως από όλα και αποβάλει κάθε μορφή και σχήμα τους. Γιατί η λαμπρότητα της θεότητας φανερώνεται στον καθαρό νου, όταν αυτός στερηθεί από κάθε νόημα».
Και ο μέγας Βασίλειος: «Όπως ο Κύριος δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς(Πράξ. 7, 48), έτσι δεν κατοικεί ούτε σε κάποιες απεικονίσεις και πλάσματα του νου. Γιατί αυτά παρεμβάλλονται και κλείνουν σαν τείχος την κίβδηλη ψυχή, που δεν μπορεί να ατενίζει καθαρά προς την αλήθεια, αλλά εξακολουθεί να βλέπει θαμπά σαν σε καθρέφτη(Α΄ Κορ. 13, 12)».
Και ο θείος Ευάγριος: «Ο Θεός λέγεται ότι κάθεται εκεί, όπου τον γνωρίζουν. Γι' αυτό και ο καθαρός νους λέγεται θρόνος του Θεού. Το νόημα λοιπόν του Θεού δε βρίσκεται στα νοήματα που μορφοποιούν το νου, αλλά στα νοήματα που δεν τον μορφοποιούν. Γι' αυτό πρέπει ο προσευχόμενος ν' αποξενώνεται ολότελα από τα νοήματα που μορφοποιούν το νου. Και διαφορετικά θα μορφοποιηθεί ο νους όταν θεωρεί άλλο νου, διαφορετικά θα διατεθεί όταν θεωρεί την αιτία του. Από αυτό μαθαίνομε πως η πνευματική γνώση απομακρύνει το νου από τα νοήματα που τον μορφοποιούν, και διατηρώντας τον αδιαμόρφωτο τον προσάγει στο Θεό».
Και ο άγιος Μάξιμος, στα σχόλιά του στον μέγα Διονύσιο Αρεοπαγίτη, λέει: «Άλλο είναι η φαντασία και άλλο είναι η νόηση, δηλαδή το νόημα· γιατί προέρχονται από δύο διάφορες δυνάμεις και διαφέρουν ως προς την κίνηση. Η νόηση είναι ενέργεια και δημιουργία, ενώ η φαντασία είναι πάθος και εικόνα που αναγγέλλει κάποιο αισθητό πράγμα ή οφείλεται σε κάποιο αισθητό. Και η αίσθηση αντιλαμβάνεται τα όντα με άμεση διαμόρφωσή της, ενώ ο νους εφάπτεται, δηλαδή αντιλαμβάνεται τα όντα με άλλο τρόπο και όχι όπως η αίσθηση. Στο σώμα λοιπόν και στο πνεύμα, όπου βρίσκονται οι αισθήσεις, όπως είπαμε, παρατηρείται η παθητική και η διαμορφωτική κίνηση· ενώ την κριτική και την αντιληπτική πρέπει να τις αποδώσομε στην ψυχή και στο νου, και κοντά στην αντιληπτική κίνηση της ψυχής πρέπει να βάλομε και τη φανταστική. Η τελευταία διαιρείται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτη είναι η εικονιστική, η οποία δηλαδή εικονίζει και κάνει αισθητά όσα συνέλαβε η αντίληψη. Δεύτερη είναι η ανατυπωτική, η οποία ανασυνθέτει από τα παλιά απομεινάρια των προηγουμένων χωρίς να στηρίζει πουθενά τις εικόνες της, κι αυτή κυρίως λέγεται φανταστική. Τρίτη είναι εκείνη στην οποία συγκροτείται κάθε ηδονή και κάθε φαντασία υποτιθέμενου καλού ή κακού που συνοδεύεται με λύπη». Άρα λοιπόν, καμία φαντασία, όπως είπαμε, δεν έχει θέση στο Θεό, γιατί ο Θεός είναι γενικά πάνω από την έννοια όλων και τα υπερβαίνει.
Και πάλι ο μέγας Βασίλειος λέει: «Ο νους που δε διασκορπίζεται προς τα έξω, ούτε διαχέεται με τα αισθητήρια στον κόσμο, επανέρχεται στον εαυτό του και μέσω του εαυτού του ανεβαίνει στην έννοια περί του Θεού. Και καθώς περιλάμπεται από εκείνο το κάλλος, λησμονεί και αυτή τη φύση». Ξέροντας αυτά λοιπόν κι εσύ, να σπεύδεις κάθε στιγμή, με τη βοήθεια του Θεού, να προσεύχεσαι χωρίς φαντασία, χωρίς σχήματα, χωρίς διαμορφώσεις, με όλον ολότελα το νου καθαρό και ψυχή καθαρή και με όλους τους τρόπους.
Ο άγιος Μάξιμος λέει τα εξής.(στο κεφάλαιο 66).
Εμείς όμως τώρα μιλάμε για την τέλεια και ενυπόστατη έλλαμψη, όπως ήταν εκείνη την οποία «έπαθαν» με τρόπο άρρητο οι πρόκριτοι των Αποστόλων που ανέβηκαν μαζί με τον Ιησού στο όρος Θαβώρ, δεχόμενοι την καλή και πράγματι μακάρια αλλοίωση από το δεξί χέρι του Υψίστου(Ψαλμ. 76, 11), και αξιώθηκαν να δουν την αόρατη βασιλεία και θεότητα με τα αισθητά μάτια τους, τα οποία μεταποιήθηκαν προς το θειότερο, έγιναν δηλαδή πνευματικά με τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος.
Όσο απέχει η ανατολή από τη δύση και ο ουρανός από τη γη, και όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο απέχει η «κατά παραδοχήν» εργασία και χάρη από την «κατ' επιβολήν». Γιατί η «κατ' επιβολήν», όπως είπαμε, προχωρεί εξωτερικά, συλλέγοντας από την κανονική κίνηση, τάξη και συνάθροιση των όντων διάφορες φαντασίες που τις συνενώνει σε μια εικόνα της αλήθειας κι έτσι υψώνεται με πίστη στο Θεό.
Η «κατά παραδοχήν» γίνεται κατά τρόπο άμεσο και υποστατικό από τον ίδιο το Θεό μέσα στην καρδιά, ενίοτε και έξω, και τότε μεταδίδει και στο σώμα φανερά υπέρ έννοιαν τη θεία έλλαμψη και το θειότατο φωτισμό της. Αυτό συμβαίνει επειδή η καρδιά πάσχει υπερφυσικά, κατά το σοφότατο Μάξιμο, αλλά δεν ενεργεί η ίδια την αγέννητη θέωση.
Γιατί λέει ο Άγιος αυτός: «Ονομάζω αγέννητη θέωση την κατ' είδος υποστατική έλλαμψη της θεότητας· αυτή δεν έχει γέννηση, αλλά ακατανόητη φανέρωση στους αξίους».
Στα παραπάνω συμφωνεί και ο μέγας Διονύσιος λέγοντας: «Πρέπει να γνωρίζομε ότι ο νους μας έχει τη δύναμη να νοεί, με την οποία βλέπει τα νοητά. Έχει επίσης τη δυνατότητα της ενώσεως, η οποία υπερβαίνει τη φύση του νου, και μέσω αυτής ενώνεται με τα πάνω και πέρα από αυτόν».
Και ο όσιος Ισαάκ: «Έχομε δύο ψυχικά μάτια, όπως λένε οι Πατέρες, δεν είναι όμως ίδια η χρησιμότητα της θεωρίας από το καθένα. Με το ένα μάτι βλέπομε τα κρυμμένα μέσα στις φύσεις των όντων, δηλαδή τη δύναμη του Θεού, τη σοφία Του και την πρόνοιά Του για μας, την οποία αντιλαμβανόμαστε από την αγιότητα με την οποία μας κυβερνά. Με το άλλο μάτι θεωρούμε τη δόξα της αγίας Του φύσεως, όταν ευδοκήσει ο Θεός να μας εισαγάγει στα πνευματικά μυστήρια».
Και ο θείος Διάδοχος: «Τα θεία χαρίσματα είναι όλα του ενός Αγίου Πνεύματος, και η σοφία και η γνώση, καθώς και όλα τα άλλα. Το καθένα όμως έχει δική του ενέργεια. Γι' αυτό σε άλλον δίνεται σοφία, σε άλλον γνώση από το ίδιο Πνεύμα, όπως μαρτυρεί ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 2, 8). Η γνώση ενώνει με την ίδια την πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, χωρίς όμως να κινεί την ψυχή σε λόγους περί των όντων· γι' αυτό και μερικοί που ασκούν το μοναχικό βίο, φωτίζονται από τη γνώση με νοερή αίσθηση, αλλά η ψυχή τους δεν κινείται σε θείους λόγους. Η σοφία όμως, όταν δοθεί με φόβο σε κάποιον μαζί με τη γνώση —πράγμα σπάνιο—, φανερώνει τις ίδιες τις ενέργειες της γνώσεως· γιατί η γνώση συνηθίζει να φωτίζει με την ενέργεια, ενώ η σοφία με το λόγο. Τη γνώση την προξενεί η προσευχή και η πολλή ησυχία με τέλεια αμεριμνία, ενώ τη σοφία την προξενεί η μελέτη των λόγων του Θεού που γίνεται χωρίς κενοδοξία, και προπάντων η χάρη του Θεού».
Και ο άγιος Μάξιμος λέει στα Σχόλια: «Το πηγάδι του Ιακώβ(Ιω. 4, 5-14) είναι η Γραφή. Το νερό είναι η γνώση που περιέχεται στη Γραφή. Το βάθος του πηγαδιού είναι η δυσκολοερμήνευτη θεωρία των γραφικών αινιγμάτων. Το δοχείο για την άντληση είναι η μάθηση του θείου λόγου μέσω αναγνώσεως, την οποία δεν είχε ο Κύριος, αφού είναι Αυτολόγος και δεν παρέχει σ' όσους πιστεύουν τη γνώση που προέρχεται από μάθηση και μελέτη, αλλά δωρίζει στους αξίους την αέναη και παντοτινή σοφία που πηγάζει από την αέναη πνευματική χάρη.
Γιατί το δοχείο για την άντληση, δηλαδή η μάθηση, παίρνει ένα ελάχιστο μέρος της γνώσεως και αφήνει το όλον, που δεν το συλλαμβάνει κανένας λόγος· ενώ η κατά χάρη γνώση έχει το σύνολο —και μάλιστα χωρίς μελέτη— της δυνατής στους ανθρώπους σοφίας, η οποία αναβλύζει κατά διαφόρους τρόπους, ανάλογα με τις ανάγκες».
Και πάλι ο άγιος Διάδοχος λέει: «Ο νους μας τις πιό πολλές φορές στην προσευχή δυσανασχετεί, γιατί η αρετή της προσευχής του επιβάλλει να συγκεντρώνεται και να περιορίζεται πολύ· ενώ στη θεολογία δίνει με χαρά τον εαυτό του, γιατί είναι πλατιά και απεριόριστα τα αντικείμενα των θείων θεωριών. Για να μην ανοίγομε λοιπόν στο νου μας το δρόμο να θέλει να λέει πολλά και να πετά υπέρμετρα από χαρά, ας σχολάζομε κυρίως στην προσευχή, την ψαλμωδία και την ανάγνωση των αγίων Γραφών.
Αλλά να μην παραβλέπομε και τις διδασκαλίες των λογίων ανδρών, των οποίων η πίστη φανερώνεται από τους λόγους τους. Με τον τρόπο αυτό θα εμποδίσομε το νου να αναμιγνύει δικά του λόγια μαζί με τα λόγια της χάρης ή να πέσει σε κενοδοξία παρασυρμένος από την πολλή χαρά και την πολυλογία.
Αλλά και στον καιρό της θεωρίας θα τον προφυλάξομε από κάθε φαντασία και όλες σχεδόν τις έννοιές του θα κάνομε να συνοδεύονται από δάκρυα. Γιατί όταν ο νους αναπαύεται κατά τον καιρό της ησυχίας και καταγλυκαίνεται, και μάλιστα από το γλυκασμό της προσευχής, όχι μόνο ξεφεύγει τους κινδύνους που αναφέραμε, αλλά και ανανεώνεται όλο και περισσότερο στο να κινείται με δύναμη και χωρίς κόπο στις θείες θεωρίες· εκτός του ότι προοδεύει στη γνώση της διακρίσεως με μεγάλη ταπείνωση. Πλην όμως πρέπει να γνωρίζομε ότι υπάρχει και προσευχή που ξεπερνά κάθε πλάτος· αυτή όμως είναι μόνο για εκείνους που με κάθε πνευματική αίσθηση και πληροφορία είναι γεμάτοι από την αγία χάρη».
Άκουσες; Υπάρχει λέει προσευχή που ξεπερνάει κάθε πλάτος, η οποία είναι για εκείνους που είναι γεμάτοι από το θειότατο φωτισμό της χάρης με κάθε αίσθηση και πληροφορία, δηλαδή μέσα στην καρδιά με τρόπο υπερφυσικό και ενυπόστατο. Αυτήν ο άγιος Ισαάκ την ονομάζει μνήμη ασφράγιστη, δηλαδή ασχημάτιστη, άμορφη και απλή. Και άλλοι άγιοι Πατέρες της δίνουν άλλα ονόματα.