“Μακάριοι οί έλεήμονες· διότι αύτοί θέλουσιν έλεηθή”—ματθ. 5:7 - Point of view

Εν τάχει

“Μακάριοι οί έλεήμονες· διότι αύτοί θέλουσιν έλεηθή”—ματθ. 5:7




“Μακάριοι οί έλεήμονες· διότι αύτοί θέλουσιν έλεηθή”—ματθ. 5:7

Από φυσικού της ή άνθρώπινη καρδιά είναι ψυχρή, σκοτεινή καί άχαρη. Κάθε φορά πού ό άνθρωπος εκδηλώνει ένα φιλόστοργο πνεύμα αύτό δέν τό κατορθώνει άφεαυτού του, άλλά μόνο μέ τήν επίδραση τού θεϊκού πνεύματος πού ένεργεί στήν καρδιά του. “Ήμεις άγαπώμεν ... διότι Αύτός πρώτος ήγάπησεν ήμάς.” (Α’ Ίωάν. 4:19).
Αύτός ό Θεός είναι ή πηγή τού έλέους. Τό όνομά Του είναι “οικτίρμων καί έλεήμων” (Έξ. 34:6). Δέν μάς φέρεται όπως μάς άρμόζει, ούτε ρωτάει άν είμαστε άξιοι τής άγάπης Του, άλλά μάς επιδαψιλεύει τόν πλούτο τής άγάπης Του γιά νά μάς καταστήσει άξιους. Δέν είναι εκδικητικός. Δέν ζητάει νά τιμωρήσει, άλλά νά λυτρώσει. Καί αύτή άκόμη ή αυστηρότητα μέ τήν όποία μάς φέρεται ή θεϊκή πρόνοια, άποβλέπει στή σωτηρία τού παραστρατημένου. Κατέχεται άπό τόν διακαή πόθο νά άπαλύνει τίς συμφορές των άνθρώπων καί νά χύσει τό βάλσαμό Του στίς άνοικτές πληγές τους. Είναι γεγονός ότι ό Θεός “ούδόλως άθωώνει τόν ένοχον” (Έξ. 34:7)· άφαιρεί όμως τήν ένοχή.
Οί έλεήμονες είναι “μέτοχοι θείας φύσεως” καί μέσο αύτών εκδηλώνεται ή εύσπλαχνική άγάπη τού Θεού. Όλοι εκείνοι των όποίων ή καρδιά συμπάσχει μαζί μέ τήν καρδιά τής Άπειρης Άγάπης θά προσπαθούν νά επανορθώσουν καί όχι νά καταδικάσουν. Ενοικώντας στήν άνθρώπινη καρδιά, ό Χριστός γίνεται πηγή άστείρευτη. Οπουδήποτε Αυτός κατοικεί, σάν επακόλουθο παρατηρείται ένα πραγματικό ξεχείλισμα φιλανθρωπίας.
Στίς εκκλήσεις τών παραστρατημένων, τών πειραζομένων, τών εξαθλιωμένων θυμάτων τής μιζέριας καί τής άμαρτίας, ό Χριστιανός δέ ρωτάει, “είναι άξιοι γιά βοήθεια;” άλλά ρωτάει, “τί μπορώ νά κάνω γιά νά τούς βοηθήσω;” Στό πρόσωπο καί αύτών άκόμη τών πιό χαμερπών καί εξαθλιωμένων, βλέπει ψυχές γιά τή σωτηρία τών όποιων ό Χριστός έδωσε τή ζωή Του καί χάρη τών όποίων ό Θεός άνέθεσε στά τέκνα Του τήν ύπηρεσία τής συμφιλίωσης μαζί Του.
Έλεήμονες είναι εκείνοι πού εκδηλώνουν συμπόνοια γιά τούς φτωχούς, τούς δυστυχισμένους, τούς καταδυναστευμένους. Ό Ιώβ ήταν σέ θέση νά πει: “Ήλευθέρουν τόν πτωχόν βοώντα καί τόν όρφανόν τόν μή εχοντα βοηθόν. Ή εύλογία τού άπολλυμένου ήρχετο επ’ έμέ· καί τήν καρδίαν τής χήρας εύφραινον. Έφόρουν δικαιοσύνην καί ένεδυόμην τήν εύθύτητά μου ώς έπενδύτην καί διάδημα. Ήμην πατήρ εις τούς πτωχούς, καί τήν δίκην τήν όποίαν δέν έγνώριζον έξιχνίαζον.” (Ίώβ. 29:12-16).
Υπάρχουν πολλοί τών όποίων ή ζωή είναι ένας άδυσώπητος άγώνας. Βλέπουν τίς ελλείψεις τους, νοιώθουν δυστυχείς καί καταλήγουν στήν άπιστία. Δέν διακρίνουν άπολύτως τίποτε γιά τό όποίο νά αισθάνονται εύγνωμοσύνη. Ένας καλός λόγος, ενα συμπαθητικό βλέμμα, μιά ενδειξη αναγνώρισης θά μπορούσαν νά άποβούν γιά πολλά άγωνιζόμενα, άποξενωμένα άτομα “ποτήριον ψυχρού ύδατος” γιά τή διψασμένη τους ψυχή. Ένας συμπονετικός λόγος, μιά καλοσυνάτη πράξη θά μπορούσαν νά ελαφρύνουν τό βάρος άπό ώμους πού είναι έτοιμοι νά λυγήσουν. Καί κάθε τέτοιος λόγος ή πράξη άφίλαυτης καλοσύνης άποτελεί έκφραση της άγάπης τού Χριστού γιά τή χαμένη άνθρωπότητα.
Οί έλεήμονες “θέλουσιν έλεηθή.” “Ή άγαθοποιός ψυχή θέλει παχυνθή· καί όστις ποτίζει, θέλει ποτισθή καί αυτός.” (Παρ. 11:25). Μιά γλυκιά γαλήνη επακολουθεί τό συμπονετικό πνεύμα, μιά ευλογημένη ικανοποίηση χαρακτηρίζει τή ζωή εκείνου πού, λησμονώντας τόν έαυτό του, άφοσιώνεται στήν εξυπηρέτηση τών άλλων. Τό Άγιο Πνεύμα πού κατοικεί στήν ψυχή καί εκδηλώνεται μέ τήν έμπρακτη ζωή, άπαλύνει τή σκληρότητα τής καρδιάς τών άλλων καί ξυπνάει συμπαθητικά καί φιλόστοργα αισθήματα. Ό καθένας θερίζει ό,τι σπέρνει. “Μακάριος ό έπιβλέπων εις τόν πτωχόν ... Ό Κύριος θέλει φυλάξει αύτόν καί διατηρήσει τήν ζωήν αύτού· μακάριος θέλει είσθαι επί τής γης· καί δέν θέλεις παραδώσει αύτόν εις τήν επιθυμίαν τών εχθρών αύτού. Ό Κύριος θέλει ενδυναμώνει αύτόν επί τής κλίνης τής άσθενείας· εν τή άρρωστία αύτού Σύ θέλεις στρώνει όλην τήν κλίνην αύτού.” (Ψαλμ. 41:1-3).
Όποιος άφιερώνει τή ζωή του στόν Θεό γιά τήν εξυπηρέτηση τών παιδιών Του, έχει συνδεθεί μέ Εκείνον ό Όποιος έχει όλες τίς πλουτοπαραγωγικές πηγές τού σύμπαντος κάτω άπό τήν προσταγή Του. Ή ζωή του έχει κρικοποιηθεί μέ τή ζωή του Θεού μέ τή χρυσή άλυσίδα τών άμεταθέτων ύποσχέσεών Του. Ό Κύριος δέν θά τόν άγνοήσει τήν ώρα τής θλίψης ή τής άνάγκης. “Ό δέ Θεός μου θέλει εκπληρώσει πάσαν χρείαν σας κατά τόν πλούτον Αύτού εν δόξη, διά Ίησού Χριστού.” (Φιλιπ. 4:19). Καί σάν φθάσει πιά ή ώρα τής έσχατης άνάγκης, οί έλεήμονες θά βρουν τότε καταφυγή στό έλεος τού εύσπλαχνικού Σωτήρα πού θά τούς δεχθεί στίς αιώνιες μονές.



Επί του Όρους Ομιλία

Στη βουνοπλαγιά

“Και άνοίξας τό στόμα αύτού έδίδασκεν αυτούς λέγων, μακάριοι οί πτωχοί τώ πνεύματι· διότι αύτών είναι ή βασιλεία τών ούρανών”—ματθ. 5:2-3

“Μακάριοι οί πενθούντες· διότι αυτοί θέλουσι παρηγορηθεί”—ματθ. 5:4

“Μακάριοι οί πραείς”—ματθ. 5:5

“Μακάριοι οί πεινώντες καί διψώντες τήν δικαιοσύνην διότι αυτοί θέλουσι χορτασθεί”—ματθ. 5:6

“Μακάριοι οί έλεήμονες· διότι αύτοί θέλουσιν έλεηθή”—ματθ. 5:7

“Μακάριοι οί καθαροί τήν καρδίαν· διότι αύτοί θέλουσιν ίδεί τόν θεόν”—ματθ. 5:8

“Μακάριοι οί είρηνοποιοί· διότι αύτοί θέλουσιν όνομασθή υιοί θεού”—ματθ. 5:9

“Μακάριοι οί δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης· διότι αυτών είναι ή βασιλεία των ουρανών”—ματθ. 5:10

“Μακάριοι είσθε όταν σάς όνειδίσωσι”—ματθ. 5:11

“Σείς είσθε το άλας της γης”—ματθ. 5:13

“Σείς είσθε τό φως του κόσμου”—ματθ. 5:14

“Δέν ήλθον νά καταλύσω, άλλά νά εκπληρώσω”—ματθ. 5:17

“Όστις λοιπόν αθέτηση μίαν τών εντολών τούτων τών ελάχιστων, καί διδάξη ούτω τούς άνθρώπσυς, ελάχιστος θέλει όνομασθή εν τη βασιλεία τών ουρανών”—ματθ. 5:19

“Έάν μή περισσεύσω ή δικαιοσύνη σας πλειότερον της τών γραμματέων καί φαρισαίων, δέν θέλετε εισέλθει εις τήν βασιλείαν τών ουρανών”—ματθ. 5:20

“Πας ό όργιζόμενος άναιτίως κατά του άδελφού αύτού, θέλει είσθαι ένοχος εις τήν κρίσιν”—ματθ. 5:22

“Φιλιώθητι μέ τόν αδελφόν σου”—ματθ. 5:24

“Πας ό βλέπων γυναίκα, διά νά επιθυμήσει αυτήν, ήδη έμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αύτού”—ματθ. 5:28

“Έάν ή δεξιά σου χειρ σέ σκανδαλίζει έκκοψον αύτήν”—ματθ. 5:30

“Συγχωρείται εις τόν άνθρωπον νά χωρισθεί τήν γυναίκα αύτού”—ματθ. 19:3

“Μή όμόσητε μηδόλως”—ματθ. 5:34

“Μή άντισταθήτε πρός τόν πονηρόν άλλ’ όστις σέ ραπίση εις τήν δεξιάν σου σιαγόνα στρέψον εις αύτόν καί τήν άλλην”—ματθ. 5:39

“Αγαπάτε τούς εχθρούς σας”—ματθ. 5:44

“Έστε λοιπόν σεις τέλειοι, καθώς ό πατήρ σας ό εν τοϊς ούρανοΐς είναι τέλειος”—ματθ. 5:48

“Προσέχετε νά μή κάμνητε την ελεημοσύνην σας έμπροσθεν των άνθρώπων, διά νά βλέπησθε ύπ’ αυτών”—ματθ. 6:1

“Όταν προσεύχησαι μη έσο ώς οί ύποκριταί”—ματθ. 6:5

“Όταν προσεύχησθε μη βατολογήσητε ώς οί εθνικοί”—ματθ. 6:7

“Όταν νηστεύητε μή γίνεσθε ώς οί ύποκριταί”—ματθ. 6:16

“Μή θησαυρίζετε εις εαυτούς θησαυρούς επί της γης”—ματθ. 6:19

“Έάν ό οφθαλμός σου ήναι καθαρός, όλον τό σώμα σου θέλει είσθαι φωτεινόν”—ματθ. 6:22

Όύδείς δύναται δύο κυρίους νά δουλεύη”—ματθ. 6:24

“Μή μεριμνάτε”—ματθ. 6:25

“Ζητείτε πρώτον τήν βασιλείαν του θεού”—ματθ. 6:33

“Μή μεριμνήσητε λοιπόν περί τής αύριον... άρκετόν είναι εις τήν ήμεραν τό κακόν αυτής”—ματθ. 6:34

“Ούτω λοιπόν προσεύχεσθε σείς”—ματθ. 6:9

“Όταν προσεύχησθε λέγετε, πάτερ ημών”—λουκ. 11:2

“Άγιασθήτω τό όνομά σου”—ματθ. 6:9

“Έλθέτω ή βασιλεία σου”—ματθ. 6:10

“Γενηθήτω το θέλημά σου, ώς έν ούρανώ καί επί της γης”—ματθ. 6:10

“Τόν άρτον ήμών τόν έπιούσιον δός εις ήμάς σήμερον”—ματθ. 6:11

“Συγχώρησον εις ημάς τάς άμαρτίας ημών διότι καί ημείς συγχωρούμεν εις πάντα άμαρτάνοντα εις ημάς”—λουκ. 11:4

“Μή φέρης ήμάς εις πειρασμόν, άλλά έλευθέρωσον ήμάς άπό τού πονηρού”—ματθ. 6:13

“Σου είναι ή βασιλεία καί ή δύναμις καί ή δόξα”—ματθ. 6:13

“Μή κρίνετε, διά νά μή κριθήτε”—ματθ. 7:1

“Διατί βλέπεις τό ξυλάριον τό εν τω όφθαλμώ του άδελφοΰ σου”—ματθ. 7:3

“Μή δώσητε τό άγιον εις τούς κύνας”—ματθ. 7:6

“Αιτείτε καί θέλει σάς δοθή· ζητείτε καί θέλετε εύρεϊ· κρούετε καί θέλει σάς άνοιχθη”—ματθ. 7:7

“Λοιπόν πάντα όσα αν θέλητε νά κάμνωσιν εις εσάς οί άνθρωποι, ούτω καί σεις κάμνετε εις αύτούς”—ματθ. 7:12

“Στενή είναι ή πύλη καί τεθλιμμένη ή όδός ή φέρουσα εις τήν ζωήν”—ματθ. 7:14

“Άγωνίζεσθε νά είσέλθητε διά τής στενής πύλης”—λουκ. 13:24

“Δέν έπεσε· διότι ήτο τεθεμελιωμένη επί τήν πέτραν”—ματθ. 7:25

Pages