Κεφάλαιο 2: Οι μακαρισμοι
“Και άνοίξας τό στόμα αύτού έδίδασκεν αυτούς λέγων, μακάριοι οί πτωχοί τώ πνεύματι· διότι αύτών είναι ή βασιλεία τών ούρανών”—ματθ. 5:2-3
Παράξενα άντήχησαν τά λόγια αυτά στά αύτιά του απορημένου πλήθους σάν κάτι τό καινούργιο καί ασυνήθιστο. Μιά τέτοια διδασκαλία ήταν άντίθετη σέ κάθε τι πού είχαν άκούσει μέχρι τότε άπό ραββίνους κι’ ίερείς. Δέν διέκριναν σ’ αύτή τίποτε πού νά κολακεύει τήν περηφάνειά τους, η νά δίνει βάση στίς φερέλπιδες φιλοδοξίες τους. Καί όμως ό νέος αύτός Δάσκαλος περιβάλλονταν άπό μιά τέτοια δύναμη πού τούς γοήτευε. Καί μόνη ή παρουσία Του σκόρπιζε ολόγυρα τό γλυκό συναίσθημα τής θεϊκής άγάπης σάν τή μοσχοβολιά του λουλουδιού. Τά λόγια Του έπεφταν “ώς βροχή επί θερισμένον λειβάδιον ώς ρανίδες σταλάζουσαι επί τήν γην.” (Ψαλμ. 72:6). Ένσχικτωδώς όλοι τους ένοιωθαν ότι βρίσκονταν στήν παρουσία Κάποιου πού είχε τόν τρόπο νά διαβάζει τά μυστικά τής ψυχής, άλλά καί πού τούς πλησίαζε όμως μέ στοργή καί τρυφερότητα. Οί καρδιές τους άνοίγονταν σ’ Αύτόν, καί καθώς Τόν άκουγαν, τό Άγιο Πνεύμα τούς βοηθούσε νά καταλάβουν καλύτερα τήν έννοια του σημαντικού εκείνου μαθήματος πού ή ανθρώπινη φυλή σέ κάθε εποχή τόση μεγάλη άνάγκη έχει νά κατανοήσει.
Τήν εποχή τού Χριστού οί θρησκευτικοί ήγέτες του λαού αισθάνονταν ότι ήταν πλούσιοι σέ πνευματικούς θησαυρούς. Ή προσευχή του Φαρισαίου, “Εύχαριστώ σοι, Θεέ, ότι δέν είμαι καθώς οί λοιποί άνθρωποι” (Λουκ. 18:11), εξέφραζε τά αισθήματα της άντιπροσωπευτικής του τάξης καί κατά ένα μεγάλο βαθμό, καί ολόκληρου του έθνους. Αλλά μέσα στό πλήθος τό συγκεντρωμένο γύρω άπό τόν Ιησού ύπήρχαν μερικοί πού είχαν συναίσθηση τής πνευματικής τους ένδειας. Όταν κατά τή θαυματουργική άγρα τών ψαριών άποκαλύφθηκε ή θεϊκή του Χριστού δύναμη, ό Πέτρος ρίχτηκε στά πόδια τού Σωτήρα άναφωνώντας: “Έξελθε άπ’ εμού, διότι είμαι άνθρωπος άμαρτωλός, Κύριε.” (Λουκ. 5:8). Έτσι καί μέ τό πλήθος τό συγκεντρωμένο στό βουνό. Ύπήρχαν εκεί άτομα πού μπροστά στή δική Του τήν άγνότητα, άναγνώριζαν ότι ό ίδιος ό έαυτός τους ήταν “ταλαίπωρος καί ελεεινός, καί πτωχός, καί τυφλός, καί γυμνός.” (Άποκ. 3:17). Καί ή επιθυμία νά γίνει “ή χάρις του Θεού ή σωτήριος” (Τίτ. 2:11) εφικτή καί γι’ αύτούς, πλημμύριζε τήν καρδιά τους. Στίς ψυχές αύτές τά χαιρετιστήρια λόγια του Χριστού έφεραν ελπίδα καί άναγνώριζαν τότε αύτοί ότι ή ζωή τους βρίσκονταν κάτω άπό τήν εύλογημένη παρουσία τού Θεού.
Ό Χριστός πρόσφερε τό δισκοπότηρο τών εύλογιών Του σ’ αύτούς πού έλεγαν ότι “πλούσιος είμαι καί έπλούτησα καί δέν έχω χρείαν ούδενός” (Άποκ. 3:17), άλλ’ αύτοί δέν είχαν άνάγκη άπό τίποτε καί έστρεψαν περιφρονητικά τά νώτα στό εύεργετικό Εκείνο δώρο. Αύτός πού κρίνει τόν εαυτό του δίκαιο, σώο καί άβλαβή, πού μένει ικανοποιημένος άπό τήν κατάστασή του, καμιά δέν καταβάλλει προσπάθεια νά γίνει συμμέτοχος τής χάρης καί τής δικαιοσύνης του Χριστού. Ή περηφάνεια δέν άναγνωρίζει καμιά άνάγκη· γι’ αύτό καί φράζει τήν καρδιά στόν Χριστό καί στίς άπειρες εύλογίες πού Αύτός ήρθε νά δώσει. Δέν ύπάρχει τόπος γιά τόν Ιησού μέσα στήν καρδιά ενός τέτοιου άτόμου. Όσοι στά δικά τους μάτια φαίνονται πλούσιοι καί τιμημένοι, δέ ζητούν μέ πίστη ούτε καί λαβαίνουν τήν εύλογία τού Θεού. Νομίζουν ότι κατέχουν τά πάντα· γι’ αύτό καί φεύγουν μέ άδεια χέρια. Άλλ’ όσοι άναγνωρίζουν ότι δέν μπορούν νά σωθούν μόνοι τους, ή άφεαυτού τους νά έπιτελέσουν όποιαδήποτε πράξη δικαιοσύνης, αύτοί είναι εκείνοι πού εκτιμούν τή χορηγούμενη άπό τόν Χριστό βοήθεια. Αύτοί είναι οί “πτωχοί τώ πνεύματι” τούς όποιους ό Χριστός άνακηρύσσει μακαρίους.
Αύτούς πού συγχωρά ό Χριστός, τούς ζητάει πρώτα νά μετανοήσουν. Τό Πνεύμα τό Άγιο τούς βοηθάει νά συναισθανθούν τήν άμαρτωλότητά τους. Εκείνοι τών οποίων ή καρδιά έχει συγκινηθεί άπό τήν πειθώ του Πνεύματος τού Θεού άναγνωρίζουν ότι μέσα τους δέν ύπάρχει τίποτε τό καλό. Αντιλαμβάνονται ότι όλες τους οί πράξεις είναι άνάμικτες μέ τόν εγωισμό καί τήν άμαρτία. Σάν τόν δυστυχή τελώνη, στέκουν καί αύτοί άπό μακριά, μή τολμώντας ούτε τά μάτια νά σηκώσουν στόν ούρανό καί αναφωνούν: “Ό Θεός, ίλάσθητί μοι τώ άμαρτωλώ.” (Λουκ. 18:13). Καί αύτοί εύλογούνται. Ή συγχώρηση χορηγείται στόν μετανοούντα άμαρτωλό, επειδή ό Χριστός είναι “ό Αμνός τού Θεού ό αίρων τήν άμαρτίαν τού κόσμου.” (Ίωάν 1:29). Ό Θεός ύπόσχεται: “Εάν αί άμαρτίαι σας ήναι ώς τό προφυρούν, θέλουσι γείνει λευκαί ώς χιών εάν ήναι έρυθραί ώς κόκκινον, θέλουσι γείνει ώς λευκόν μαλλίον.” “Καί θέλω δώσει εις εσάς καρδίαν νέαν, ... καί θέλω έμβάλει εν ύμίν τό Πνεύμα Μου.” (Ήσ. 1:18, Ίεζ. 36:26, 27).
Μιλώντας γιά τούς πτωχούς τώ πνεύματι, ό Ιησούς λέγει ότι “αύτών είναι ή βασιλεία τών ούρανών.” Ή βασιλεία αύτή δέν είναι όπως φαντάζονταν οί άκροατές τού Χριστού, μιά προσωρινή επίγεια κυριαρχία. Ό Χριστός παρουσίαζε στούς άνθρώπους τήν πνευματική βασιλεία της αγάπης Του, της χάρης Του καί της δικαιοσύνης Του. Τό έμβλημα του βασιλείου τού Μεσσία παρουσιάζει τά ίδια χαρακτηριστικά με τόν Υίό τού ανθρώπου. Οί υπήκοοί Του είναι οί πτωχοί τω πνεύματι, οί πράοι, οί καταδιωκόμενοι χάρη της δικαιοσύνης. Σ’ αύτούς ανήκει ή βασιλεία των ούρανών. Αν καί δεν εχει άκόμη τελειοποιηθεί, έχει όμως αρχίσει μέσα τους τό έργο εκείνο πού θά τούς καταστήσει “άξιους τής μερίδος τού κλήρου των άγίων εν τω φωτί.” (Κολ. 1:12).
Όλοι όσοι συναισθάνονται τή βαθιά ψυχική τους ένδεια, καί αναγνωρίζουν ότι τίποτε τό καλό δεν έχουν μέσα τους, μπορούν νά βρούν τή δικαιοσύνη καί τή δύναμη άποβλέποντας στόν ‘Ιησού. Αύτός λέγει: “Έλθετε πρός Με, πάντες οί κοπιώντες καί πεφορτισμένοι.” (Ματθ. 11:28). Μάς καλεί νά άνταλλάξουμε τή φτώχεια μας μέ τόν πλούτο τής χάρης Του. Εμείς δέν είμαστε άξιοι τής άγάπης τού Θεού. Ο Χριστός όμως, ό Εγγυητής μας, είναι όχι μόνο άξιος, άλλά καί “ύπερεκπερισσού δυνάμενος νά σώζη πάντας τούς ερχομένους πρός Αύτόν.” Όποιαδήποτε καί άν ύπήρξε ή ζωή σας στο παρελθόν, όσοδήποτε άποθαρρυντική καί άν παρουσιάζεται ή τωρινή σας κατάσταση, άν ερθετε στόν Χριστό άκριβώς έτσι όπως είσθε, αδύναμοι, ανήμποροι, καί άποθαρρυμένοι, ό συμπονετικός Σωτήρας μας θά έρθει νά σάς συναντήσει άπό μακριά καί θά σάς σφιχταγκαλιάσει μέ τά χέρια τής άγάπης Του καί μέ τόν χιτώνα τής δικαιοσύνης Του. Έτσι ντυμένος μέ τήν ολόλευκη περιβολή τού δικού Του χαρακτήρα, παρακαλεί γιά μάς τόν Πατέρα λέγοντας: “Πήρα τή θέση τού άμαρτωλού. Μή βλέπεις τό παραστρατημένο αύτό παιδί, άλλά κύτταξε Εμένα.” Καί άν ό Σατανάς επιτίθεται μέ δριμύτητα κατά των ψυχών μας, κατηγορώντας μας γιά τίς άμαρτίες μας καί άπαιτώντας μας σάν λεία του, τό αίμα τού Χριστού συνηγορεί μέ μεγαλύτερη ακόμη δύναμη. “Βεβαίως θέλουσιν ειπεί ... εν τω Κυρίω είναι ή δικαιοσύνη καί ή δύναμις ...Εν τω Κυρίω θέλει δικαιωθεί καί δοξαστεί άπαν τό σπέρμα Ισραήλ.” (Ήσ. 45:24, 25).