“Σείς είσθε το άλας της γης”—ματθ. 5:13
Ή άξία τού άλατιού έγκειται στήν ιδιότητά του νά συντηρεί. Καί όταν ό Θεός δίνει αύτόν τόν τίτλο στά παιδιά Του, θέλει νά τά διδάξει ότι μέ τό νά τά καθιστά άντικείμενα τής χάρης Του, σκοπεύει νά τά κάνει όργανά Του γιά τή σωτηρία τών άλλων. Σ’ αύτό άπέβλεπε ό Θεός όταν διάλεξε ενα λαό άνάμεσα άπ’ όλους τούς λαούς του κόσμου, όχι άπλώς γιά νά τούς υιοθετήσει σάν γυιούς καί θυγατέρες Του, άλλά γιά νά δεχθεί μέσο αύτών ό κόσμος τή χάρη πού οδηγεί στή σωτηρία. (Τιτ. 2:11). Όταν ό Κύριος διάλεξε τόν Αβραάμ, δέν άποσκοπούσε μόνο νά τόν κάνει φίλο ιδιαίτερο τού Θεού, άλλά νά τόν καταστήσει ένα μέσο γιά τή διάδοση τών ιδιαιτέρων προνομίων πού επιθυμούσε νά προσφέρει στά έθνη. Ό Ιησούς κατά τήν τελευταία εκείνη προσευχή Του μέ τούς μαθητές πρίν άπό τήν σταύρωσή Του είπε: “Υπέρ αύτών Έγώ άγιάζω Έμαυτόν, διά νά ηναι καί αυτοί ηγιασμένοι έν τη άληθεία.” (Ίωάν. 17:19). Κατά τόν ίδιο τρόπο καί οί Χριστιανοί, εξαγνισμένοι μέ τήν άλήθεια, κατέχουν τίς ίδιες του άλατιού συντηρητικές ιδιότητες πού προφυλάγουν τόν κόσμο άπό τό τέλειο ηθικό ξεχαρβάλωμα.
Τό άλάτι πρέπει νά άναμιχθεί μέ τήν ούσία στήν όποία προστίθεται. Πρέπει νά διεισδύσει σ’ αύτήν καί νά τήν εμποτίσει γιά νά μπορέσει νά τή συντηρήσει. Έτσι μέ τήν προσωπική επαφή καί μέ τή συναναστροφή τά άτομα έγγίζονται άπό τή σωτήρια δύναμη τού εύαγγελίου. Δέν σώζονται κατά μάζες, άλλά κατ’ άτομα. Ή προσωπική επαφή άσκεί μεγάλη δύναμη. Όφείλομε νά πλησιάσομε αύτούς πού θέλομε νά βοηθήσομε.
Ή γεύση τού άλατιού συμβολίζει τή ζωτική δύναμη του Χριστιανού—τήν άγάπη του Ιησού στήν καρδιά, τή δικαιοσύνη του Χριστού πού εμποτίζει τή ζωή. Ή άγάπη του Χριστού διαστέλλεται καί επενεργεί. Άν ύπάρχει μέσα μας, θά άντανακλάται καί στούς άλλους. Θά τούς πλησιάζομε μέχρι πού οί καρδιές τους νά θερμανθούν άπό τήν άνιδιοτελή άγάπη καί τό ενδιαφέρον μας. Οί ειλικρινείς πιστοί σκορπίζουν γύρω τους μιά άεικίνητη δραστηριότητα πού διαπερνάει καί μεταδίδει καινούργια ηθική δύναμη στίς ψυχές γιά τίς όποιες εργάζονται. Τό μεταπλαστικό αύτό έργο δέν όφείλεται στήν άτομική ικανότητα του άνθρώπου, άλλά στή δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Ό Ιησούς πρόσθεσε τήν άκόλουθη σοβαρή προειδοποίηση: “Έάν τό άλας διαφθαρή, μέ τί θέλει άλατισθή; εις ούδέν πλέον χρησιμεύει, είμή νά ριφθη έξω καί νά καταπατήται ύπό τών άνθρώπων.”
Καθώς άκουγαν τά λόγια τού Χριστού, οί άνθρωποι μπορούσαν νά διακρίνουν τό άσπρο γυαλιστερό πετράλατο πεταμένο στίς άκροδρομιές άφού είχε χάσει πιά τή γεύση του καί είχε καταντήσει άχρηστο. Ήταν μια κατάλληλη άπεικόνιση τής κατάστασης τών Φαρισαίων καί τών συνεπειών τής θρησκευτικότητάς τους πάνω στήν κοινωνία. Στήν πραγματικότητα παριστάνει τή ζωή κάθε ψυχής άπό τήν όποία ή χάρη τού Θεού έχει άπομακρυνθεί καί ή όποία έχει καταντήσει ψυχρή, χωρίς τόν Χριστό μέσα της. Όποια καί άν είναι ή ομολογία τής πίστης του, ένα τέτοιο άτομο ύποβλέπεται τόσο άπό άνθρώπους όσο καί άπό άγγέλους σάν κάτι τό άγευστο καί άποκρουστικό. Σ’ αύτά τά άτομα άπευθυνόμενος ό Χριστός λέγει: “Είθε νά ήσο ψυχρός ή ζεστός· ούτως, επειδή είσαι χλιαρός, καί ούτε ψυχρός ούτε ζεστός, μέλλω νά σέ έξεμέσω εκ του στόματός Μου.” (Αποκ. 3:15-16).
Είναι άδύνατο νά άσκήσομε όποιαδήποτε επιρροή πάνω στόν κόσμο τού σκεπτικισμού, άν δέν έχομε τή ζώσα πίστη στόν Χριστό σάν προσωπικό μας Σωτήρα. Δέν μπορούμε νά μεταδώσομε στούς άλλους κάτι πού έμείς οί ίδιοι δέν εχομε. Ή επιρροή μας γιά τό καλό καί γιά τήν ηθική άνάταση τής κοινωνίας είναι άνάλογη μέ τήν άφοσίωσή μας καί μέ τήν καθιέρωσή μας στόν Χριστό. Χωρίς τήν ενεργό ύπηρεσία, χωρίς τήν άδολη άγάπη, χωρίς τήν πραγματική προσωπική εμπειρία, άνύπαρκτη είναι επίσης καί ή ικανότητα νά βοηθήσομε τούς άλλους, δπως καί ή επαφή μέ τόν ούρανό, καί ή χριστιανική γευστικότητα τής ζωής. Αν δέν μάς χρησιμοποιεί τό Άγιο Πνεύμα σάν πράκτορές Του μέσο τών όποιων νά εξαγγείλει στόν κόσμο τήν άλήθεια όπως παρουσιάζεται στόν Ιησού, μοιάζομε μέ τό άλάτι πού εχασε τή γεύση του καί είμαστε τελείως άχρηστοι. Όταν λείπει ή χάρη του Χριστού άπό τή ζωή μας, τότε μαρτυρούμε στόν κόσμο ότι ή άλήθεια πού ισχυριζόμαστε ότι πρεσβεύομε στερείται τή δύναμη τής άγιωσύνης. Καί έτσι, όσον αφορά τήν επιρροή μας, καθιστούμε τό λόγο του Θεού δίχως ουσία. “Έάν λαλώ τάς γλώσσας τών άνθρώπων καί τών αγγέλων, αγάπην δέ μή έχω, εγινα χαλκός ήχών, ή κύμβαλον άλαλάζον. Καί έάν έχω προφητείαν καί έξεύρω πάντα τά μυστήρια καί πάσαν τήν γνώσιν, καί έάν έχω πάσαν τήν πίστιν, ώστε νά μετατοπίζω όρη, άγάπην δέ μή έχω, είμαι ούδέν. Καί έάν πάντα τά υπάρχοντά μου διανείμω καί έάν παραδώσω τό σώμα μου διά νά καυθώ, άγάπην δέ μή εχω, ούδέν ώφελούμαι.” (Α’ Κορ. 13:1-3).
Όταν ή καρδιά είναι γεμάτη άπό άγάπη, τότε ξεχειλίζει καί γιά τούς άλλους, όχι γιατί μάς έχουν κάνει χάρες, άλλά γιατί ή άγάπη είναι μιά έμπρακτη άρχή. Ή άγάπη μεταβάλλει τόν χαρακτήρα, κυριαρχεί στά πάθη, καθυποτάσσει τήν έχθρότητα καί εξευγενίζει τά αισθήματα. Αύτού του είδους ή άγάπη είναι τόσο πλατειά σάν τό σύμπαν καί έρχεται σέ άρμονία μέ τήν άγάπη τών άγγέλων. Όταν ύποθάλπεται στήν καρδιά, γλυκαίνει τή ζωή καί σκορπίζει τήν εύλογημένη έπίδρασή της σ’ όλους γύρω της. Αύτή καί μόνο αύτή μπορεί νά μάς κάνει τό άλάτι τής γης.