“Μή άντισταθήτε πρός τόν πονηρόν άλλ’ όστις σέ ραπίση εις τήν δεξιάν σου σιαγόνα στρέψον εις αύτόν καί τήν άλλην”—ματθ. 5:39
Αφορμές γιά προστριβές δέν ελλειπαν άπό τούς Ιουδαίους καθώς έρχονταν σέ συχνή επαφή μέ τούς Ρωμαίους στρατιώτες. Στρατιωτικά άποσπάσματα βρίσκονταν έγκαταστημένα σέ διάφορα σημεία τής Ίουδαίας καί τής Γαλιλαίας, καί ή παρουσία τους ύπενθύμιζε διαρκώς στό λαό τήν εθνική τους κατάπτωση. Μέ πικρία ψυχής άκουγαν τόν γοερό ήχο τής σάλπιγγας καί έβλεπαν τίς στρατιωτικές ομάδες νά παρατάσσονται γύρω άπό τό ρωμαϊκό λάβαρο καί νά ύποκλίνονται εύλαβικά μπροστά στό σύμβολο αύτό τής αύτοκρατορικής δύναμης. Ό λαός έρχονταν σέ συχνές μέ τό στρατό προστριβές οί όποίες ξάναβαν τά λαϊκά πάθη. Πολλές φορές τύχαινε ένας Ρωμαίος άξιωματικός νά οδοιπορεί επί κεφαλής τών άνδρών τής στρατιωτικής φρουράς πού μετακινούνταν βιαστικά άπό τό ένα μέρος στό άλλο, καί νά βρεθεί ξαφνικά μπροστά σέ Εβραίους χωρικούς πού έργάζονταν στά χωράφια τους. Τούς άνάγκαζε τότε νά σηκώσουν τό φορτίο του καί νά τό άνεβάσουν στή βουνοπλαγιά ή νά κάνουν όποιαδήποτε άλλη άγγαρεία τούς χρειάζονταν. Τό δικαίωμα αύτό τούς τό χορηγούσε ό ρωμαϊκός νόμος καί κάθε άντίσταση σέ τέτοιου είδους προσταγές άντιμετωπίζονταν μέ τούς σαρκασμούς καί τή βαναυσότητα τών κατακτητών. Ή κάθε μέρα πού περνούσε προξενούσε στήν καρδιά τού λαού ζωηρότερη διαρκώς τήν επιθυμία νά άποτινάξουν τόν ρωμαϊκό ζυγό. Τό επαναστατικό αύτό πνεύμα εκδηλώνονταν εντονότερα άνάμεσα στούς θαρραλέους καί σκληραγωγημένους Γαλιλαίους. Ή συνοριακή πόλη τής Καπερναούμ άποτελούσε τήν έδρα τής τοπικής ρωμαϊκής φρουράς, καί τήν ώρα άκόμη εκείνη τής διδαχής του Ιησού, ή θέα μιάς ομάδας στρατιωτών ξανάφερε στή μνήμη τών άκροατών Του τήν τραγική σκέψη τής ταπείνωσης του Ισραήλ. Οί άνθρωποι έστρεφαν τά βλέμματα μέ άγωνία στόν Χριστό, ελπίζοντας ότι Αύτός ήταν Εκείνος πού θά ταπείνωνε τήν περηφάνεια τής Ρώμης.
Ό Ιησούς άτένιζε μέ λύπη τά στραμμένα σ’ Αύτόν πρόσωπα ολόγυρά Του. Παρατηρούσε τό πνεύμα τής εκδίκησης πού άφησε σταμπαριστά τά ίχνη του πάνω σ’ αύτά καί άνεγνώριζε μέ τί βαθειά ριζωμένη πικρία οί άνθρωποι λαχταρούσαν γιά τή δύναμη νά συντρίψουν τούς καταδυνάστες τους. Μέ θλιμμένο ύφος τούς εκλιπαρεί, “μή άντισταθήτε πρός τόν πονηρόν· άλλ’ όστις σέ ραπίση εις τήν δεξιάν σου σιαγόνα, στρέψον εις αύτόν καί τήν άλλην.”
Τά λόγια αύτά ήταν άπλώς μιά επανάληψη τής διδασκαλίας τής Παλαιάς Διαθήκης. Είναι άλήθεια ότι ή εντολή “‘Οφθαλμόν άντί οφθαλμού καί όδόντα άντί όδόντος” (Λευ. 24:20), συμπεριλαμβάνονταν στή Μωσαϊκή νομοθεσία. Άλλ’ αύτό ήταν ένα πολιτικό θέσπισμα. Κανένας δέν είχε τή δικαιολογία νά εκδικηθεί ύπερασπιζόμενος τόν έαυτό του, άφού ό Κύριος είχε δηλώσει: “Μή είπης, θέλω άνταποδώσει κακόν.” “Μή είπης, καθώς έκαμεν εις εμέ, ούτω θέλω κάμει εις αύτόν.” “Εις τήν πτώσιν του εχθρού σου μή χαρής. Εάν πεινά ό εχθρός σου, δός εις αυτόν άρτον νά φάγη καί εάν διψά, πότισον αύτόν ύδωρ.” (Παρ. 20:22, 24:29,17, 25:21-22).
Ολόκληρη ή ζωή τού Χριστού δέν ήταν παρά μιά έμπρακτη εφαρμογή τής αρχής αύτής. Ό Σωτήρας μας έγκατέλειψε τήν ούράνια κατοικία Του μέ τό σκοπό νά φέρει τό ψωμί τής ζωής στούς εχθρούς Του. Άν καί ή δυσφήμηση καί ό κατατρεγμός Τόν άκολουθούσαν κατά πόδι άπ’ τή φάτνη μέχρι τόν τάφο, τό μόνο αποτέλεσμα πού έδρεψαν απ’ Αύτόν ήταν ή ακατάβλητη εκδήλωση τής συγχωρητικής άγάπης. Μιλώντας μέσο τού προφήτη Ήσαΐα λέγει: “Τόν νώτον Μου έδωκα εις τούς μαστιγούντας, καί τάς σιαγόνας Μου εις τούς μαδίζοντας· δέν έκρυψα τό πρόσωπόν Μου άπό ύβρισμών καί έμπτυσμάτων.” “Ήτο κατατεθλιμμένος καί βεβασανισμένος, άλλά δέν ήνοιξε τό στόμα Αύτού· έφέρθη ώς άρνίον επί σφαγήν, καί ώς πρόβατον έμπροσθεν τού κείροντος αύτό άφωνον, ούτω δέν ήνοιξε τό στόμα Αύτού.” (Ήσ. 50:6, 53:7). Καί άπό τό σταυρό τού Γολγοθά άντηχούν άκόμη μέσ’ τό κύλισμα του χρόνου οί προσευχές Του γιά τούς δολοφόνους Του καί τό έλπιδοφόρο μήνυμά Του γιά τόν έτοιμοθάνατο ληστή.
Ή παρουσία του Πατέρα περιέβαλλε τόν Χριστό ώστε νά μή ύποστεί περισσότερο άπ’ ό,τι ή αιώνια άγάπη έκρινε άπαραίτητο γιά τό καλό τού κόσμου. Αύτή ή σκέψη άποτελούσε τήν πηγή τής παρηγοριάς Του καί πρέπει νά τήν άποτελεί καί γιά μάς. Εκείνος στήν καρδιά τού όποίου έχει ένσταλλαχθεί τό Πνεύμα τού Χριστού, ζει άναπόσπαστος άπό τόν Χριστό. Τό κτύπημα πού στοχεύει εναντίον του, πέφτει πάνω στόν Σωτήρα ό Οποίος τόν περιβάλλει μέ τήν παρουσία Του. Ό,τιδήποτε του συμβαίνει έρχεται άπό τόν Χριστό. Δέν έχει άνάγκη νά άντισταθεί μόνος του στό κακό, επειδή ό Χριστός είναι ό υπερασπιστής του. Τίποτε δέν μπορεί νά τόν έγγίσει εκτός άν τό επιτρέψει ό Κύριος καί “τά πάντα” όσα Εκείνος επιτρέπει “συνεργούσι πρός τό άγαθόν εις τούς άγαπώντας τόν Θεόν.” (Ρωμ. 8:28).
“Εις τόν θέλοντα νά κριθή μετά σού, καί νά λάβη τόν χιτώνα σου, άφες εις αύτόν καί τό ίμάτιον· καί άν σέ άγγαρεύσει τις μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αύτού δύο.”
Ό Ιησούς άπαίτησε άπό τούς οπαδούς Του, άντί νά άντιστέκονται στίς άξιώσεις αύτών πού βρίσκονταν στήν εξουσία, νά κάνουν περισσότερο άκόμη άπ’ ό,τι τούς ζητούσαν νά κάνουν. Καθόσο τούς ήταν δυνατό, όφειλαν νά έκτελούν τήν κάθε ύποχρέωσή τους προσφέροντας καί παραπάνω άπ’ ό,τι τούς πρόσταζε ή κρατική νομοθεσία. Ό νόμος, όπως τόν μετέδωσε ό Μωϋσής, εξασφάλιζε μιά συγκινητική προστασία γιά τούς φτωχούς. Όταν ένας άπορος ενεχυρίαζε τό ρούχο του σάν εγγύηση ότι θά τηρούσε τό λόγο του ή θά ξεπλήρωνε τό χρέος του, ό πιστωτής δέν είχε τό δικαίωμα νά μπει μέσα στό σπίτι του γιά νά τό πάρει. Έπρεπε νά περιμένει νά τού φέρουν τό ενέχυρο έξω στό δρόμο. Καί άνεξαίρετα, κάτω άπ’ όποιαδήποτε περίσταση, μέ τή δύση του ήλίου έπρεπε νά έπιστραφεί τό ενέχυρο στόν κάτοχό του. (Δευτ. 24:10-13). Τήν εποχή του Χριστού ελάχιστη σημασία δίνονταν στίς φιλόστοργες αύτές προνοητικές εκδηλώσεις πού προμήθευε ό νόμος. Ό Ιησούς όμως δίδαξε τούς οπαδούς Του νά σέβονται τίς άποφάσεις του δικαστηρίου, έστω καί άν αύτές ύπερέβαιναν τίς άξιώσεις τίς επιβεβλημένες άπό τό Μωσαϊκό νόμο. Καί άν άκόμη ή ποινή τούς επέβαλε τή στέρηση ενός μέρους τού ντυσίματός τους, επρεπε νά ύποταγούν σ’ αύτή. Επί πλέον ώφειλαν όχι μόνο νά παραχωρήσουν στόν πιστωτή ό,τι δικαιωματικά του άνήκε, άλλά στήν άνάγκη, έπρεπε νά δώσουν καί περισσότερο άκόμη άπ’ ό,τι τό δικαστήριο του χορηγούσε τό δικαίωμα νά πάρει. “Εις τόν θέλοντα νά κριθεί μετά σού,” είπε, “καί νά λάβει τόν χιτώνα σου, άφες εις αύτόν καί τό ίμάτιον. Καί άν σέ άγγαρεύση τις μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αύτού δύο.” Καί προσθέτει: “Εις τόν ζητούντα παρά σού δίδε· καί τόν θέλοντα νά δανεισθή άπό σού μή άποστραφής.” Τό ίδιο άκριβώς μάθημα είχε διδάξει ό Μωϋσής: “Δέν θέλεις σκληρύνει τήν καρδίαν σου, ούδέ θέλεις κλείσει τήν χείρα σου άπό του πτωχού άδελφού σου· άλλ’ εξάπαντος θέλεις δανείσει εις αύτόν ίκανά διά τήν χρείαν αύτού, εις ό,τι χρειάζεται.” (Δευτ. 15:7-8). Αύτή ή γραφική περικοπή διευκρινίζει τή σημασία τών λόγων του Σωτήρα. Ό Χριστός δέν μάς διδάσκει νά δίνομε χωρίς καμιά διάκριση στόν καθένα πού παρουσιάζεται ζητώντας μας βοήθεια. Τό “Θέλεις δανείσει εις αύτόν ίκανά διά τήν χρείαν αύτού,” δέν άναφέρεται σέ δάνειο, άλλά μάλλον σέ χάρισμα καί συμφωνεί μέ τήν προτροπή, “δανείζετε, μηδεμίαν άπολαβήν έλπίζοντες.” (Λουκ. 6:35).
“'Όταν ελεείς μέ τήν καρδιά σου,
τρεις ελεείς άντί γιά ένα:
Τόν πεινασμένο γείτονά σου,
τόν έαυτό σου καί Εμένα.”