Στη βουνοπλαγιά - Point of view

Εν τάχει

Στη βουνοπλαγιά




Κεφάλαιο 1: Στη βουνοπλαγιά

Πάνω άπό δεκατέσσερις αιώνες πρίν άπό τή γέννηση του Χριστού στή Βηθλεέμ, ό λαός του Ισραήλ είχε συγκεντρωθεί στήν όμορφη κοιλάδα τής Συχέμ, όπου άπ’ τά δυό άντικρυστά βουνά αντηχούσαν των ιερέων οί φωνές προφέροντας τίς ευλογίες καί τίς κατάρες του Θεού,—“τήν ευλογίαν εάν ύπακούσητε εις τάς έντολάς Κυρίου του Θεού σας ... καί τήν κατάραν, εάν δέν ύπακούσητε.” (Δευτ. 11:27, 28). Έτσι τό βουνό άπ’ όπου άπευθύνθηκαν τά λόγια των εύλογιών, έγινε γνωστό σάν τό όρος τών εύλογιών. Άλλ’ όμως δέν ήταν στό όρος Γαριζίν όπου άντήχησαν τά λόγια πού άπέβησαν εύλογία γιά τήν άμαρτωλή, πάσχουσα άνθρωπότητα. Ό Ισραήλ άπέτυχε στήν προσπάθεια νά φθάσει τά ύψηλά ιδανικά πού είχαν τεθεί μπροστά του. Κάποιος άλλος εκτός άπό τόν Ιησού του Ναυή έμελλε νά οδηγήσει τό λαό στήν πραγματική άνάπαυση πού εξασφαλίζει ή πίστη. Δέν είναι τώρα τό όρος Γαριζίν πού φέρει τόν τίτλο όρος τών Μακαρισμών, άλλά μάλλον τό άνώνυμο βουνό πλάι στή λίμνη τής Γεννησαρέτ άπ’ όπου ό Ιησούς βροντοφώνησε τά εύλογημένα εκείνα λόγια Του πρός τούς μαθητές καί πρός τά πλήθη.
Άς γυρίσουμε μέ τή φαντασία μας πίσω στή σκηνή αύτή καί, καθισμένοι στή βουνοπλαγιά πλάι στούς μαθητές, άς προσπαθήσουμε νά διαβάσουμε τίς σκέψεις τους καί νά καταλάβουμε τά αισθήματα πού πλημμύριζαν τίς καρδιές τους. Όταν εννοήσουμε ποιά σημασία είχαν τά λόγια του Χριστού γι’ αυτούς πού τά άκουγαν, θά μπορέσουμε νά διακρίνουμε μιά καινούργια ζωντάνια κι’ ομορφιά πού κλείνουν μέσα τους καί νά συναποκομίσουμε γιά τόν έαυτό μας τά βαθύτερα μαθήματα πού περιέχουν.
Όταν ό Σωτήρας μας εγκαινίασε τή διακονία Του, ή επικρατούσα κοινή γνώμη γιά τόν Μεσσία καί τό μεσιτικό Του έργο δεν προδιέθετε καθόλου τό λαό νά Τόν δεχθούν. Τό πνεύμα τής πραγματικής καθιέρωσης είχε χαθεί μέσα στίς παραδόσεις καί στίς εθιμοτυπίες, ενώ οί προφητείες έρμηνεύονταν σύμφωνα μέ τίς ύποδείξεις τής κοσμικής, περήφανης καρδιάς. Οί Ιουδαίοι περίμεναν τόν Ερχόμενο όχι σάν λυτρωτή πού θά εσωζε από τήν άμαρτία, αλλά σάν ενα μεγάλο αρχηγό πού θά οδηγούσε όλα τά εθνη κάτω από τήν εξουσία τού Λέοντα τής φυλής τού Ιούδα. Μάταια ό Ιωάννης ό Βαπτιστής μέ τήν ένδοσκοπική του δύναμη των αρχαίων προφητών καλούσε τό λαό σέ μετάνοια. Μάταια είχε δακτυλοδεικτήσει τόν Ιησού Χριστό πλάι στόν Ιορδάνη ποταμό σάν τόν Αμνό τού Θεού τόν αίροντα τήν άμαρτία τού κόσμου. Ό Θεός προσπαθούσε νά στρέψει τήν προσοχή τους στήν προφητεία τού Ήσαΐα πού άνέφερε γιά τόν πάσχοντα Σωτήρα, άλλ’ εκείνοι δεν είχαν καμιά διάθεση ν’ άκούσουν.
Αν οί Ίσραηλινοί δάσκαλοι καί οί πρόκριτοι τού λαού έπαφίονταν στή μεταπλαστική Του χάρη, ό Ιησούς θά τούς είχε καταστήσει αντιπροσώπους Του μεταξύ των ανθρώπων. Στήν Ίουδαία πρωταγγέλθηκε ό ερχομός τής βασιλείας Του καί εκεί πρωταπευθύνθηκε ή κλήση γιά μετάνοια. Διώχνοντας τούς βεβηλωτές άπό τό ίερό τής Ιερουσαλήμ, ό Ιησούς άνακήρυξε τόν Εαυτό Του Μεσσία—Εκείνον δηλαδή πού θά καθάριζε τήν ψυχή άπό τό μίασμα τής αμαρτίας καί θά καθιστούσε τό λαό Του άγιασμένο τού Κυρίου ναό. Άλλ’ οί Ιουδαίοι αρχηγοί δεν εννοούσαν νά δεχθούν μέ συγκαταβατικότητα τόν ταπεινό Ναζαρηνό Δάσκαλο. Κατά τή δεύτερη επίσκεψή Του στά Ιεροσόλυμα Τόν εξανάγκασαν νά παρουσιαστεί μπροστά στό ανώτατο Ιουδαϊκό δικαστήριο, καί μόνο ό φόβος πού διέτρεχαν από τό λαό εμπόδισε τούς ηγεμόνες εκείνους νά Τόν θανατώσουν. Στό σημείο αυτό, φεύγοντας από την Ίουδαία, ό Ίησούς εγκαινίασε τη διακονία Του στη Γαλιλαία.
Έκεί συνέχισε τό εργο Του γιά μερικούς μήνες πρίν νά απευθύνει την επί του Όρους Ομιλία Του. Τό μήνυμα πού είχε εξαγγείλει άπ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας ότι “έπλησίασεν ή βασιλεία των ουρανών” (Ματθ. 4:17), είχε έλκύσει την προσοχή όλων των κοινωνικών στρωμάτων, καί είχε ακόμη έξάψει τή φλόγα τών ευσεβών τους πόθων. Ή φήμη του νέου αυτού Δασκάλου είχε ξεπεράσει τά όρια τής Παλαιστίνης καί, παρά τή στάση τής ιεραρχίας, τό συναίσθημα ότι Αύτός μπορούσε νά ήταν ό αναμενόμενος Λυτρωτής, είχε εύρύτατα διαδοθεί. Πυκνά πλήθη ακολουθούσαν κατά πόδι τόν Χριστό καί ό λαϊκός ενθουσιασμός είχε κορυφωθεί.
Είχε φθάσει ή κατάλληλη ώρα γιά τούς μαθητές πού βρίσκονταν σέ στενότερη επαφή μέ τόν Χριστό νά συνεργαστούν ακόμη πληρέστερα μαζί Του γιά νά μή μείνει ή ανθρωποθάλασσα εκείνη παραμελημένη σάν πρόβατα χωρίς ποιμένα. Μερικοί απ’ αύτούς τούς μαθητές Τόν είχαν ακολουθήσει από τήν αρχή τής διακονίας Του, καί οί δώδεκα, όλοι τους σχεδόν, είχαν έναν τέτοιο σύνδεσμο μεταξύ τους σάν πραγματικά μέλη τής οικογένειας του Χριστού. Μολαταύτα, κι’ αύτοί άκόμη είχαν παρασυρθεί από τά ραββινικά διδάγματα καί συμμερίζονταν τή λαοφιλή προσδοκία ένός επιγείου βασιλείου. Δέν μπορούσαν νά εξηγήσουν τή στάση του Ίησού. Ήδη τούς παραξένευε καί τούς τάρασσε τό γεγονός ότι δέν κατέβαλε καμιά προσπάθεια γιά νά κατοχυρώσει τή θέση Του εξασφαλίζοντας τήν ύποστήριξη τών ιερέων καί τών ραββίνων. Δέν έκανε τίποτε γιά νά έγκαθιδρύσει τήν κυριαρχία Του σάν επίγειος βασιλιάς. Ένα σημαντικό έργο έπρεπε ακόμη νά έπιτελεσθεί γιά τούς μαθητές αυτούς μέχρι νά καταρτιστούν γιά τήν ιερή παρακαταθήκη ή όποία θά τούς άνατίθονταν μετά τήν ανάληψη του Ίησού. Είχαν όμως άνταποκριθεί στήν αγάπη του Χριστού. Καί παρά τή βραδύτητα τής καρδιάς στό νά πιστέψουν, ό ‘Ιησούς διέκρινε σ’ αυτούς άτομα πού θά μπορούσε νά διδάξει καί νά εκπαιδεύσει γιά τό βαρυσήμαντο έργο Του. Τώρα λοιπόν, αφού είχαν μείνει κοντά Του αρκετό διάστημα γιά νά βασίσουν τήν εμπιστοσύνη τους μέχρι ένα σημείο στό θεϊκό χαρακτήρα τής αποστολής Του, καί ό λαός επίσης είχε διαπιστώσει τήν ένδειξη τής δύναμής Του γιά τήν όποία δέν αμφέβαλαν, ό δρόμος ήταν ανοικτός γιά νά μπορέσουν νά δεχθούν τίς αρχές τής βασιλείας Του πού θά τούς βοηθούσαν νά εννοήσουν τήν πραγματική της φύση.
Ολομόναχος πάνω στό βουνό πλάι στή θάλασσα τής Γαλιλαίας, ό ‘Ιησούς πέρασε ολόκληρη τή νύχτα προσευχόμενος γι’ αύτούς πού είχε διαλέξει. Τή χαραυγή τούς κάλεσε σιμά Του, καί αφού τούς εδωσε καθοδηγήσεις, προσευχήθηκε καί, τοποθετώντας μετά τά χέρια Του πάνω στά κεφάλια τους, τούς εύλόγησε καί τούς καθιέρωσε στό εργο τού εύαγγελίου. Τότε κατηφόρισε μαζί τους κατευθυνόμενος πρός τ’ άκρογυάλι όπου πυκνά πλήθη είχαν κιόλας αρχίσει νά συγκεντρώνονται.
Εκτός από τά πλήθη πού προέρχονταν από τίς κώμες τής Γαλιλαίας, πολυάριθμοι ήταν εκείνοι πού είχαν έρθει άπό τήν Ίουδαία, ακόμη καί από τά Ιεροσόλυμα, από τήν Περαία, από τούς ήμι-είδωλολατρικούς λαούς τής Δεκάπολης, άπό τήν Ίδουμαία, τό άπόμακρο νότιο τμήμα τής Ίουδαίας, καί άπό τήν Τύρο καί τή Σιδώνα καί τίς παραλιακές πόλεις τής Φοινίκης στή Μεσόγειο. Ακούσαντες όσα έπραττεν”, “ήλθον διά νά άκούσωσιν Αύτού, καί νά ιατρευθώσιν άπό τών νόσων αύτών ... διότι δύναμις έξήρχετο παρ’ Αύτού καί ιάτρευε πάντας.” (Μάρκ. 3:8, Λουκ. 6:17, 19).
Τότε βλέποντας ότι ή στενή λωρίδα τής ακτής ήταν άδύνατο νά χωρέσει έστω καί όρθιους αυτούς πού ήθελαν νά Τόν άκούσουν, ό ‘Ιησούς τούς οδήγησε πίσω στό βουνό. Φθάνοντας σ’ ένα επίπεδο σημείο πού προσφέρονταν σάν χώρος άνετος γιά τή μεγάλη κοσμοσυρροή, ό Χριστός κάθησε στή χλόη καί τό παράδειγμά Του τό μιμήθηκαν οί μαθητές καί ό όχλος.
Μέ τήν προαίσθηση ότι κάτι τό ασυνήθιστο πρόκειτο νά επακολουθήσει, οί μαθητές στριμώχθηκαν γύρω άπό τόν Κύριό τους. Μετά τά πρωινά συμβάντα, ένοιωθαν σίγουροι ότι ό Χριστός θά προέβαινε σέ κάποια ανακοίνωση σχετικά μέ τή βασιλεία τήν όποία, όπως έλπιζαν μ’ όλη τους τή καρδιά, έμελλε Αύτός σέ λίγο νά ιδρύσει. Τά πλήθη, συνεπαρμένα καί αύτά άπό ένα αίσθημα προσδοκίας, έστρεφαν πρός Αυτόν πρόσωπα ξαναμμένα άπό τό ίδιο έκδηλο ενδιαφέρον.
Καθισμένοι στήν καταπράσινη βουνοπλαγιά, άδημονώντας γιά τά λόγια τού θεϊκού Δασκάλου, ένοιωθαν τίς καρδιές τους νά πλημμυρίζουν άπό σκέψεις μελλοντικής δόξας. Ήταν έκεί γραμματείς καί Φαρισαίοι πού άπέβλεπαν στή μέρα κατά τήν όποία θά κυριαρχούσαν πάνω στούς μισητούς Ρωμαίους καί θά νέμονταν τά πλούτη καί τό θάμβος τής μεγαλύτερης παγκόσμιας αύτοκρατορίας· ενώ φτωχοί πάλι άγρότες καί ψαράδες περίμεναν νά άκούσουν ότι οί άθλιες τρώγλες τους, τό λιτό φαγητό, ή ζωή του μόχθου, του φόβου καί τής ένδειας θά άνταλλάσσονταν μέ παλάτια εύδαιμονίας καί μέ μέρες εύτυχίας. Στή θέση του χοντροϋφαμένου μανδύα πού φορούσαν στό κορμί τή μέρα καί έστρωναν χάμω γιά κουβέρτα τή νύχτα, περίμεναν ότι ό Χριστός θά τούς πρόσφερε ιούς πλούσιους, πολυτελείς χιτώνες τών κατακτητών τους.
Όλων οί καρδιές δονούνταν άπό τή φιλόδοξη ελπίδα ότι σέ λίγο ό Ισραήλ έμελλε νά τιμηθεί πάνω άπ’ τά ύπόλοιπα έθνη σάν εκλεκτός του Θεοΰ λαός, καί ή Ιερουσαλήμ θά ύψώνονταν σάν κεφαλή μιας παγκόσμιας βασιλείας.



Επί του Όρους Ομιλία

Στη βουνοπλαγιά

“Και άνοίξας τό στόμα αύτού έδίδασκεν αυτούς λέγων, μακάριοι οί πτωχοί τώ πνεύματι· διότι αύτών είναι ή βασιλεία τών ούρανών”—ματθ. 5:2-3

“Μακάριοι οί πενθούντες· διότι αυτοί θέλουσι παρηγορηθεί”—ματθ. 5:4

“Μακάριοι οί πραείς”—ματθ. 5:5

“Μακάριοι οί πεινώντες καί διψώντες τήν δικαιοσύνην διότι αυτοί θέλουσι χορτασθεί”—ματθ. 5:6

“Μακάριοι οί έλεήμονες· διότι αύτοί θέλουσιν έλεηθή”—ματθ. 5:7

“Μακάριοι οί καθαροί τήν καρδίαν· διότι αύτοί θέλουσιν ίδεί τόν θεόν”—ματθ. 5:8

“Μακάριοι οί είρηνοποιοί· διότι αύτοί θέλουσιν όνομασθή υιοί θεού”—ματθ. 5:9

“Μακάριοι οί δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης· διότι αυτών είναι ή βασιλεία των ουρανών”—ματθ. 5:10

“Μακάριοι είσθε όταν σάς όνειδίσωσι”—ματθ. 5:11

“Σείς είσθε το άλας της γης”—ματθ. 5:13

“Σείς είσθε τό φως του κόσμου”—ματθ. 5:14

“Δέν ήλθον νά καταλύσω, άλλά νά εκπληρώσω”—ματθ. 5:17

“Όστις λοιπόν αθέτηση μίαν τών εντολών τούτων τών ελάχιστων, καί διδάξη ούτω τούς άνθρώπσυς, ελάχιστος θέλει όνομασθή εν τη βασιλεία τών ουρανών”—ματθ. 5:19

“Έάν μή περισσεύσω ή δικαιοσύνη σας πλειότερον της τών γραμματέων καί φαρισαίων, δέν θέλετε εισέλθει εις τήν βασιλείαν τών ουρανών”—ματθ. 5:20

“Πας ό όργιζόμενος άναιτίως κατά του άδελφού αύτού, θέλει είσθαι ένοχος εις τήν κρίσιν”—ματθ. 5:22

“Φιλιώθητι μέ τόν αδελφόν σου”—ματθ. 5:24

“Πας ό βλέπων γυναίκα, διά νά επιθυμήσει αυτήν, ήδη έμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αύτού”—ματθ. 5:28

“Έάν ή δεξιά σου χειρ σέ σκανδαλίζει έκκοψον αύτήν”—ματθ. 5:30

“Συγχωρείται εις τόν άνθρωπον νά χωρισθεί τήν γυναίκα αύτού”—ματθ. 19:3

“Μή όμόσητε μηδόλως”—ματθ. 5:34

“Μή άντισταθήτε πρός τόν πονηρόν άλλ’ όστις σέ ραπίση εις τήν δεξιάν σου σιαγόνα στρέψον εις αύτόν καί τήν άλλην”—ματθ. 5:39

“Αγαπάτε τούς εχθρούς σας”—ματθ. 5:44

“Έστε λοιπόν σεις τέλειοι, καθώς ό πατήρ σας ό εν τοϊς ούρανοΐς είναι τέλειος”—ματθ. 5:48

“Προσέχετε νά μή κάμνητε την ελεημοσύνην σας έμπροσθεν των άνθρώπων, διά νά βλέπησθε ύπ’ αυτών”—ματθ. 6:1

“Όταν προσεύχησαι μη έσο ώς οί ύποκριταί”—ματθ. 6:5

“Όταν προσεύχησθε μη βατολογήσητε ώς οί εθνικοί”—ματθ. 6:7

“Όταν νηστεύητε μή γίνεσθε ώς οί ύποκριταί”—ματθ. 6:16

“Μή θησαυρίζετε εις εαυτούς θησαυρούς επί της γης”—ματθ. 6:19

“Έάν ό οφθαλμός σου ήναι καθαρός, όλον τό σώμα σου θέλει είσθαι φωτεινόν”—ματθ. 6:22

Όύδείς δύναται δύο κυρίους νά δουλεύη”—ματθ. 6:24

“Μή μεριμνάτε”—ματθ. 6:25

“Ζητείτε πρώτον τήν βασιλείαν του θεού”—ματθ. 6:33

“Μή μεριμνήσητε λοιπόν περί τής αύριον... άρκετόν είναι εις τήν ήμεραν τό κακόν αυτής”—ματθ. 6:34

“Ούτω λοιπόν προσεύχεσθε σείς”—ματθ. 6:9

“Όταν προσεύχησθε λέγετε, πάτερ ημών”—λουκ. 11:2

“Άγιασθήτω τό όνομά σου”—ματθ. 6:9

“Έλθέτω ή βασιλεία σου”—ματθ. 6:10

“Γενηθήτω το θέλημά σου, ώς έν ούρανώ καί επί της γης”—ματθ. 6:10

“Τόν άρτον ήμών τόν έπιούσιον δός εις ήμάς σήμερον”—ματθ. 6:11

“Συγχώρησον εις ημάς τάς άμαρτίας ημών διότι καί ημείς συγχωρούμεν εις πάντα άμαρτάνοντα εις ημάς”—λουκ. 11:4

“Μή φέρης ήμάς εις πειρασμόν, άλλά έλευθέρωσον ήμάς άπό τού πονηρού”—ματθ. 6:13

“Σου είναι ή βασιλεία καί ή δύναμις καί ή δόξα”—ματθ. 6:13

“Μή κρίνετε, διά νά μή κριθήτε”—ματθ. 7:1

“Διατί βλέπεις τό ξυλάριον τό εν τω όφθαλμώ του άδελφοΰ σου”—ματθ. 7:3

“Μή δώσητε τό άγιον εις τούς κύνας”—ματθ. 7:6

“Αιτείτε καί θέλει σάς δοθή· ζητείτε καί θέλετε εύρεϊ· κρούετε καί θέλει σάς άνοιχθη”—ματθ. 7:7

“Λοιπόν πάντα όσα αν θέλητε νά κάμνωσιν εις εσάς οί άνθρωποι, ούτω καί σεις κάμνετε εις αύτούς”—ματθ. 7:12

“Στενή είναι ή πύλη καί τεθλιμμένη ή όδός ή φέρουσα εις τήν ζωήν”—ματθ. 7:14

“Άγωνίζεσθε νά είσέλθητε διά τής στενής πύλης”—λουκ. 13:24

“Δέν έπεσε· διότι ήτο τεθεμελιωμένη επί τήν πέτραν”—ματθ. 7:25

Pages