“Όταν προσεύχησθε λέγετε, πάτερ ημών”—λουκ. 11:2
Ό Ιησούς μάς διδάσκει νά άποκαλοϋμε τόν Πατέρα Του Πατέρα μας. Δέν ντρέπεται νά μάς ονομάζει άδελφούς Του. (Εβρ. 2:11). Τόσο πρόθυμη, τόσο έτοιμη είναι ή καρδιά του Σωτήρα μας νά μάς καλοσωρίσει σάν μέλη της θεϊκής οικογένειας, ώστε τοποθετεί στά πρώτα άκόμη λόγια πού πρέπει νά χρησιμοποιήσομε γιά νά πλησιάσομε τόν Θεό, τή διαβεβαίωση τής συγγένειάς μας αυτής μέ τή θεότητα, “Πάτερ ήμών.”
Αύτό επικυρώνει τή θαυμάσια εκείνη άλήθεια τήν τόσο γεμάτη άπό ενθάρρυνση καί παρηγοριά, ότι ό Θεός μάς άγαπάει όπως άγαπάει τόν Υίό Του καί αύτό άκριβώς άνάφερε ό Χριστός στήν τελευταία Του προσευχή γιά τούς μαθητές Του: “Ήγάπησας αύτούς καθώς Εμέ ήγάπησας.” (Ίωάν. 17:23).
Τόν κόσμο πού σφετερίσθηκε γιά δικό του ό Σατανάς καί διοίκησε μέ τέτοια σκληρή τυραννία, ό Υίός τού Θεού μ’ ένα τεράστιο κατόρθωμα, τόν άγκάλιασε μεσ’ τήν άγάπη Του καί τόν έπανασύνδεσε μέ τό θρόνο του Κυρίαρχου Θεού. Τά χερουβείμ καί σεραφείμ καί οί άναρίθμητες στρατιές τών άναμαρτήτων κόσμων έψαλλαν θούρια δοξολογίας στόν Θεό καί στό Αρνίο όταν πραγματοποιήθηκε ό θρίαμβος αύτός. Χαίρονταν επειδή ή όδός τής σωτηρίας άνοιξε γιά τήν άμαρτωλή άνθρώπινη φυλή καί επειδή ή γή εμελλε νά λυτρωθεί άπό τήν κατάρα τής άμαρτίας. Πόσο λοιπόν περισσότερο πρέπει νά χαίρονται αύτοί πού άποτελούν τά άντικείμενα μιάς τέτοιας καταπληκτικής άγάπης!
Πώς μπορούμε ποτέ νά ζοϋμε μέσα στήν άμφιβολία καί στήν άβεβαιότητα σάν νά εΐμαστε ορφανοί; Ακριβώς χάρη τών παραβατών τού νόμου φόρεσε ό Ιησούς τήν άνθρώπινη φύση. Έγινε όμοιος μας γιά νά μπορέσομε νά άποκτήσομε τήν αιώνια ειρήνη καί τή σιγουριά. Έχομε ένα Συνήγορο στόν ούρανό καί οποιοσδήποτε Τόν δέχεται γιά προσωπικό του Σωτήρα δέν μένει ορφανός νά σηκώνει μόνος του τό βάρος τών άμαρτημάτων του.
“Αγαπητοί, τώρα είμεθα τέκνα Θεού.” “Εάν δέ τέκνα, καί κληρονόμοι- κληρονόμοι μέν Θεού, συγκληρονόμοι δέ Χριστοϋ- εάν συμπάσχωμεν, διά νά γείνωμεν καί συμμέτοχοι τής δόξης Αύτοϋ.” “Καί έτι δέν έφανερώθη τί θέλομεν ειίσθαι· έξεύρομεν όμως ότι, όταν φανερωθή, θέλομεν εΓσθαι δμοιοι μέ Αύτόν διότι θέλομεν ίδεϊ Αύτόν καθώς είναι.” (Α’ Ίωάν. 3:2, Ρωμ. 8:17).
Πρώτο μας βήμα γιά νά πλησιάσομε τόν Θεό είναι νά γνωρίσομε τήν άγάπη πού τρέψει γιά μάς καί νά πιστέψομε σ’ αύτή (Α’ Ίωάν. 4:16). Επειδή ή άγάπη Του μάς έλκει νά ‘έρθομε σ’ Αύτόν.
Ή συναίσθηση τής θεϊκής άγάπης δημιουργεί μέσα μας τήν άποστροφή του εγωκεντρισμού. Μέ τό νά άποκαλοϋμε τόν Θεό Πατέρα μας, άναγνωρίζομε όλα Του τά πλάσματα γιά άδέλφια μας. Όλοι μας άνήκομε στό μεγάλο σύμπλεγμα τής άνθρωπότητας, όλοι μας είμαστε μέλη τής ίδιας οικογένειας. Στίς παρακλήσεις μας εκτός άπό τόν εαυτό μας όφείλομε νά συμπεριλαμβάνομε καί τούς συνανθρώπους μας. Κανείς δέν προσεύχεται όπως πρέπει όταν ζητάει εύλογίες άποκλειστικά γιά τόν έαυτό του.
Ό άπειρος Θεός, μάς λέγει ό Ιησούς, σάς χορηγεί τό προνόμιο νά Τόν πλησιάζετε άποκαλώντας Τον Πατέρα. Προσπαθήστε νά καταλάβετε τί σημασία έχει αύτό. Κανένας ποτέ επίγειος πατέρας δέν έκανε πιό συγκινητικές εκκλήσεις γιά τό παραστρατημένο του παιδί άπ’ ό,τι Εκείνος κάνει γιά τόν παραβάτη. Κανένα βαθύτερο άνθρώπινο ενδιαφέρον εκδηλώθηκε ποτέ γιά τόν άμεταμέλητο μέ τέτοιες εύσπλαχνικές προσκλήσεις. Ό Θεός κατοικεί μέσα σέ κάθε σπίτι. Ακούει τόν κάθε λόγο πού προφέρομε, προσέχει τήν κάθε προσευχή πού Τοϋ άπευθύνομε, γεύεται τίς θλίψεις καί τίς άπογοητεύσεις τής κάθε ψυχής καί παρακολουθεί τή στάση πού τηρούμε πρός τόν πατέρα μας, τή μητέρα, τ’ άδέλφια, τούς φίλους, τούς γειτόνους μας. Ένδιαφέρεται γιά τίς άνάγκες μας καί ή άγάπη, ή ευσπλαχνία καί ή χάρη Του χορηγοΰνται άκατάπαυστα γιά νά ικανοποιήσουν τίς άνάγκες αύτές.
Άλλ’ όταν προσφωνείτε τόν Θεό Πατέρα σας συναινείτε ότι είσθε παιδιά Του, ότι θά κατευθύνεστε άπό τή σοφία Του καί θά Τόν ύπακούετε κατά πάντα, ξέροντας ότι ή άγάπη Του είναι άμεχάβλητη. Πρέπει νά δέχεσθε τό σχέδιο της ζωής σας όπως Εκείνος τό έχει προγραμματίσει. Σάν παιδιά του Θεοΰ, όφείλετε νά θεωρείτε τήν τιμή Του, τόν χαρακτήρα Του, τήν οίκογένειά Του καί τό έργο Του πρώτιστο μέλημά σας. Θά σάς προξενεί χαρά νά αναγνωρίζετε καί νά σέβεσθε τή συγγενική αύτή σχέση σας μέ τόν Θεό καί μέ τό κάθε μέλος της οίκογενείας Του. Θά σάς προξενεί ευχαρίστηση νά έκτελεϊτε τό κάθε έργο σας όσο καί ταπεινό πού συμβάλλει στή δόξα Του καί στήν ευτυχία τών όμοιων σας.
“Ό έν τοϊς ούρανοΐς.” Εκείνος πού ό Χριστός μάς ζητάει νά θεωρούμε Πατέρα μας “είναι έν τώ ούρανώ· πάντα όσα ήθέλησεν έποίησε.” Εμπιστευόμενοι στή φροντίδα Του μπορούμε άσφαλώς νά έπαναπαυόμαστε λέγονχας: “Καθ’ ήν ήμέραν φοβηθώ, επί Σέ θέλω ελπίζει.” (Ψαλμ. 115:3, 56:3).