Κεφάλαιο 3: Η πνευματικοτητα του νομου
“Δέν ήλθον νά καταλύσω, άλλά νά εκπληρώσω”—ματθ. 5:17
Ό Χριστός ήταν Εκείνος πού ανάμεσα σέ βροντές καί αστραπές είχε εξαγγείλει τό νόμο πάνω στό όρος Σινά. Ή δόξα του Θεού, σάν καταναλωτική φωτιά, φανερώθηκε τότε στήν κορφή του βουνού πού σείονταν ολόκληρο άπό τήν παρουσία τού Κυρίου. Πεσμένα μπρούμητα στή γή καί κατεχόμενα άπό δέος βαθύ, τά πλήθη τών Ισραηλιτών άκουγαν τά ίερά προστάγματα του νόμου. Tι άντίθεση άνάμεσα σ’ εκείνη τή σκηνή καί στή σκηνή του Όρους τών Μακαρισμών! Κάτω άπό τόν αιθέριο καλοκαιρινό ούρανό, μέσα σέ μιά γαλήνια άτμόσφαιρα πού διακόπτονταν μόνο άπό τά κελαϊδήσματα τών πουλιών, ό Χριστός κατέστησε γνωστές τίς άρχές τής βασιλείας Του. Καί όμως Αύτός πού μιλούσε στό λαό τή μέρα εκείνη μέ τόν άπαλό τόνο τής άγάπης, τούς παρουσίαζε τίς άρχές τού ίδιου νόμου πού είχε διακηρυχθεί πάνω στό Σινά.
Τότε πού πρωτοδόθηκε ό νόμος, οί ‘Ισραηλίτες, ύστερα άπό τή διαφθορά πού είχαν ύποστεί κατά τή μακρόχρονη Αιγυπτιακή σκλαβειά, επρεπε νά έντυπωσιασθούν άπό τή θεϊκή δύναμη καί μεγαλοπρέπεια. Καί όμως ό Θεός τούς φανερώθηκε σάν Θεός άγάπης.
“Ό Κύριος ήλθεν εκ Σινά
Καί έπεφάνη εις αύτούς εκ Σηείρ·
’Επέλαμψεν εκ τού όρους Φαράν,
Καί ήλθεν μετά μυριάδων άγίων·
Εκ της δεξιάς Αύτού έξήλθε
πυρ νόμου δι’ αύτούς.
Ναί, ήγάπησε τόν λαόν
ύπό τήν χείρα Σου είναι
πάντες οί άγιοι Αύτού
Καί έκάθηντο εις τούς ηόδας Σου
Διά νά λάβωσι τούς λόγους Σου.”
Δευτ. 33:2-3.
Στόν Μωϋσή ό Θεός άπεκάλυψε τή δόξα Του μέ τά θαυμάσια εκείνα λόγια πού άποτέλεσαν τήν άκριβαγάπητη κληρονομιά όλων τών αιώνων: “Κύριος, Κύριος ό Θεός, οικτίρμων καί έλεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος καί άληθινός, φυλάττων ελεος εις χιλιάδας, συγχωρών άνομίαν καί παράβασιν καί άμαρτίαν.” (Έξ. 34:6-7).
Ό νόμος του Σινά ήταν ή διατύπωση τών άρχών τής αγάπης. Αποκάλυπτε στή γή τό νόμο του Θεού. Καθιερώθηκε μέ τή συμβολή ένός Μεσίτη—διακηρύχθηκε άπό Κάποιον ό Όποίος είχε τή δύναμη νά εναρμονίσει τίς άνθρώπινες καρδιές μέ τίς άρχές του νόμου. Ό Θεός φανέρωσε γιά ποιό σκοπό δίνονταν ό νόμος όταν διακήρυξε στό λαό'Ισραήλ: “Άγιοι θέλετε είσθαι εις Εμέ.” (“Εξ. 22:31).
Αλλ’ ό Ισραήλ δέν άντελήφθηκε τόν πνευματικό χαρακτήρα του νόμου, καί πολλές φορές ή προσποιητή ύπακοή τους περιορίζονταν μάλλον στήν τήρηση τύπων καί ιεροτελεστιών, παρά στήν παραχώρηση τής καρδιάς στήν ύπατη εξουσία τής άγάπης. “Οταν ό Ιησούς μέ τόν χαρακτήρα καί τά εργα Του παρέστησε στούς άνθρώπους τίς άγιες, καλοκάγαθες καί πατρικές ιδιότητες του Θεού, φανερώνοντας τήν άνάξια λόγου τήρηση τών εξωτερικών μόνο εθιμοτυπιών, οί Ιουδαίοι άρχηγοί ούτε κατάλαβαν, ούτε καί παραδέχθηκαν ιά λόγια Του. Νόμισαν ότι έδειχνε μεγάλη χαλαρότητα στίς άπαιτήσεις του νόμου. Καί όταν Εκείνος τούς εξέθεσε τίς άλήθειες στήν εντέλεια πού άποτελούσαν τόν πυρήνα τής άπό τόν Θεό ταγμένης ύπηρεσίας τους, τότε αύχοί, μέ τήν περιορισμένη τους άντίληψη τών εθιμοτυπιών, Τόν κατηγόρησαν ότι προσπαθούσε νά καταλύσει τόν νόμο.
Άν καί προφερόμενα μέ μεγάλη ήπιότητα, τά λόγια χού Χριστού εξέφραζαν μιά τέτοια επισημότητα καί δυναμικότητα πού εγγιζαν βαθειά τίς καρδιές τών άνθρώπων. Νόμιζαν ότι θά άκουγαν τίς χιλιοειπωμένες άψυχες παραδόσεις καί σχολαστικότητες τών ραββίνων, άλλά γελάστηκαν. Καί “έξεπλήττοντο οί όχλοι διά τήν διδαχήν Αύτού. Διότι έδίδασκεν αύτούς ώς έχων εξουσίαν καί ούχί ώς οί γραμματείς.” (Ματθ. 7:29). Οί Φαρισαίοι πρόσεξαν τή μεγάλη διαφορά άνάμεσα στό δικό τους τρόπο διδαχής καί στόν τρόπο τού Χριστού. Έβλεπαν ότι ή μεγαλόπρεπη, άγνή καί άδολη άλήθεια άσκούσε μιά βαθειά, έξευγενιστική επίδραση στίς διάνοιες πολλών άνθρώπων. Ή θεϊκή άγάπη καί τρυφερότητα τού Λυτρωτή ελκυε τίς καρδιές τών άνθρώπων πρός Αύτόν. Οί ραββίνοι έβλεπαν ότι μέ τή διδαχή Του εκμηδενίζονταν ολόκληρο τό δικό τους διδακτικό σύστημα πού πρόσφεραν στό λαό. Γκρέμιζε τό μεσότοιχο τού φραγμού πού τόσο πολύ κολάκευε τήν ύπερηφάνεια καί τήν άποκλειστικότητά τους. Καί φοβώταν ότι άν Τόν άφηναν άνεμπόδιστο, ήταν ικανός νά τραβήξει ολόκληρο τόν πληθυσμό μακρυά άπ’ αύτούς. Γι’ αύτό Τόν παρακολουθούσαν μέ μεγάλη κακεντρέχεια, ελπίζοντας νά άνακαλύψουν κάποιο περιστατικό πού θά προκαλούσε τή δυσμένεια τού λαού καί θά εδινε τό δικαίωμα στό Ανώτατο Ιουδαϊκό Συνέδριο νά προβεί στήν καταδίκη καί στό θάνατό Του.
Στό βουνό οί κατάσκοποί παρατηρούσαν άπό πολύ κοντά τόν Χριστό. Καί ένώ Εκείνος έπεξηγούσε τίς άρχές της δικαιοσύνης, οί Φαρισαίοι τούς παρακινούσαν νά διαδίδουν μεταξύ του λαού ότι ή διδαχή Του έρχονταν σέ άντίθεση μέ τίς άρχές πού είχε δώσει ό Θεός στό Σινά. Άλλ’ ό Σωτήρας δέν είπε τίποτε πού νά ύπονομεύσει τήν πίστη στή θρησκεία καί στά θεσπίσματα τά όποια είχαν προσαγορευθεί μέσο του Μωϋσή, άφού ή κάθε άκτίνα θεϊκού φωτός πού ό μεγάλος εκείνος άρχηγός τού Ισραήλ μετέδωσε στό λαό του προέρχονταν άπό τόν ίδιο τόν Χριστό. Καί ένώ πολλοί διαλογίζονταν στίς καρδιές τους ότι είχε έρθει γιά νά καταργήσει τό νόμο, ό Ιησούς μέ λόγια πού δέν επιδέχονται καμιά άντίρρηση καθορίζει τή θέση Του έναντι τών θεϊκών προσταγμάτων: “Μή νομίσετε”, είπε, “ότι ηλθον νά καταλύσω τόν νόμον ή τούς προφήτας.”
Ό Δημιουργός τής άνθρωπότητας, ό μεγάλος Νομοθέτης, είναι Αύτός πού διακηρύττει ότι δέν προτίθεται νά θέσει κατά μέρος τά νομοθετικά Του διατάγματα. Τό κάθε τι στή φύση, άπό τή μικροσκοπική κουκκίδα πού διακρίνεται στό φώς τής ήλιαχτίδας, μέχρι τούς κόσμους τών έπουρανίων, ύπόκειται σέ νόμους. Καί άπό τήν εφαρμογή τών νόμων αύτών έξαρτάται ή άρμονική λειτουργία του φυσικού κόσμου. Κατά τόν ίδιο τρόπο ύπάρχουν καί οί άρχές τής δικαιοσύνης οί όποίες διέπουν τή ζωή όλων τών λογικών ύπάρξεων, καί άπό τήν ύποταγή στίς άρχές αύτές έξαρτάται ή εύημερία του σύμπαντος. Ό νόμος του Θεού ύπήρχε πρίν άπό τή δημιουργία του κόσμου. Οί άγγελοι κυβερνούνται σύμφωνα μέ τίς άρχές του καί γιά τήν εναρμόνιση τών σχέσεων μεταξύ γης καί ούρανού, οί άνθρωποι οφείλουν εξίσου νά ύπακούουν στά θεϊκά διατάγματα του. Ό Χριστός γνωστοποίησε τά εντάλματα του νόμου στόν άνθρωπο στήν Έδεμική κατοικία του, “ότε τά άστρα της αυγής ΄ρψαλλον όμού καί πάντες οί υίοί του Θεού ήλάλαζον.” (Ίώβ 38:7). Ή άποστολή του Χριστού στή γή δέν ήταν νά καταργήσει τό νόμο, άλλά νά ίκανώσει μέ τή χάρη Του τόν άνθρωπο νά υπακούσει καί πάλι στίς εντολές.
Ό μαθητής τής άγάπης ό όποιος είχε άκούσει τά λόγια αυτά του Χριστού πάνω στό βουνό καί ό όποίος χρόνια άργότερα έγραψε παρακινούμενος άπό τό Πνεύμα τό Άγιο, άναφέρεται στήν άμετάθετη ύποχρέωση τής ύπακοής στό νόμο. Λέγει ότι “ή άμαρτία είναι ή άνομία” καί ότι “πάς όστις πράττει τήν άμαρτίαν, πράττει καί τήν άνομίαν.” (Α’ Ίωάν. 3:4). Διευκρινίζει ότι ό νόμος στόν όποίον άναφέρεται είναι “εντολή παλαιά τήν όποίαν είχετε άπ’ άρχής.” (Α’ Ίωάν. 2:7). Μιλάει γιά τό νόμο πού προϋπήρχε πρίν άπό τή δημιουργία καί πού έπαναλήφθηκε πάνω στό όρος Σινά.
Μιλώντας γιά τό νόμο ό Ιησούς είπε: “Δέν ηλθον νά καταλύσω, άλλά νά εκπληρώσω.” Χρησιμοποιεί εδώ τήν ίδια λέξη “εκπληρώσω” πού χρησιμοποίησε καί όταν άνήγγειλε στόν Ιωάννη τόν Βαπτιστή τήν πρόθεσή Του ότι “ούτως είναι πρέπον εις ήμάς νά έκπληρώσωμεν πάσαν δικαιοσύνην.” (Ματθ. 3:15). Ένοούσε μ’ αύτό ότι επρεπε νά τηρήσει μέ κάθε λεπτομέρεια τίς άξιώσεις τού νόμου, δίνοντας τό παράδειγμα τής τέλειας συμμόρφωσης πρός τό θέλημα τού Θεού.
Ή άποστολή Του ήταν νά “μεγαλύνει τόν νόμον Αύτού καί καταστήσει έντιμον.” (Ήσ. 42:21). Έπρεπε νά εκθέσει τόν πνευματικό χαρακτήρα τού νόμου, νά παρουσιάσει τίς άπεριόριστες άρχές του καί νά έρμηνεύσει τό αιώνιο κύρος του.
Ή θεϊκή ομορφιά τού χαρακτήρα τού Χριστού, μέ τόν Όποιο συγκρινόμενοι οί άνώτεροι καί εύγενέστεροι τών άνθρώπων δέν άποτελούν παρά άμυδρή μόνο άντανάκλαση, Εκείνος γιά τόν Όποίο μέ τήν υπόδειξη της θεοπνευστίας ό Σολομών, έγραψε ότι είναι “διακρινόμενος μεταξύ μυριάδων ... καί όλος επιθυμητός” (Άσμα 5:10,16), γιά τόν Όποίο ό Δαβίδ, άτενίζοντάς Τον σέ προφητικό όραματισμό, είπε: “Σύ είσαι ώραιότερος τών υιών τών άνθρώπων” (Ψαλμ. 45:2), ό Ιησούς, ή έκφραση τής εικόνας του Πατέρα καί τό απαύγασμα τής δόξας Αύτού, ό γεμάτος αύταπάρνηση Λυτρωτής κατά τήν οδοιπορία τής άγάπης Του πάνω σ’ αύτή τή γή, Αύτός καί μόνο άποτελούσε τή ζωντανή άπεικόνιση του χαρακτήρα του νόμου του Θεού. Μέ τή ζωή Του άπέδειξε ότι ή ούρανογέννητη άγάπη καί οί χριστόμορφες άρχές άποτελούν τίς βάσεις τών νόμων τής αιώνιας άκεραιότητας.
“Έως άν παρέλθη ό ούρανός καί ή γή,” είπε ό Χριστός, “ιώτα εν, ή μία κεραία δέν θέλει παρέλθει άπό του νόμου, έωσού έκπληρωθώσι πάντα.” Υποτασσόμενος ό ίδιος ό Χριστός στό νόμο, βεβαίωσε τό άμετάθετο του χαρακτήρα του καί άπέδειξε ότι μέ τή χάρη Του ό νόμος μπορούσε νά τηρηθεί άκριβώς άπό τόν κάθε γιό καί τήν κάθε θυγατέρα τού Άδάμ. Πάνω στό όρος δήλωσε ότι ούτε τό παραμικρό γιώτα θά παρέρχονταν άπό τό νόμο μέχρι νά εκπληρωθούν τά πάντα—δηλαδή όλα όσα άφορούν τήν άνθρώπινη φυλή, όλα όσα σχετίζονται μέ τό άπολυτρωτικό έργο. Δέν δίδαξε ότι ό νόμος έμελλε ποτέ νά καταργηθεί, άλλά στρέφοντας τό βλέμμα στήν ψηλότερη κορυφή τής άνθρώπινης επίτευξης, μάς διαβεβαιεί ότι καί όταν άκόμη φθάσομε στό σημείο αύτό, ό νόμος θά διατηρεί πάντοτε τό κύρος του, ώστε κανείς νά μή μπορεί νά ύποθέσει ότι ό σκοπός τής άποστολής Του ήταν ή κατάλυση τού ήθικού νόμου. Ένόσο ύπάρχει ή γή κι’ό ούρανός, οί ίερές άρχές τού νόμου του Θεού εξακολουθούν νά είναι έγκυρες. Ή δικαιοσύνη Του, “ώς τά ύψηλά όρη” (Ψαλμ. 36:6), συνεχίζει νά ύφίσταται, σάν πηγή εύλογιών της όποίας τά ρυάκια γοργοκυλούν δροσίζοντας τή γή.
Επειδή ό λόγος τού Θεού είναι τέλειος καί έπομένως αμετάβλητος, είναι άδύνατο άφεαυτού του ό άμαρτωλός άνθρωπος νά άνταποκριθεί στόν κανόνα τών άξιώσεών του. Αύτός ήταν ό λόγος γιά τόν όποίο ό Χριστός ήρθε σάν Λυτρωτής μας. Ήρθε μέ τόν άποκλειστικό σκοπό νά εναρμονίσει τούς άνθρώπους μέ τίς άρχές του νόμου τού ούρανού, άφού τούς καταστήσει μέτοχους τής θείας φύσης. Όταν εμείς έγκαταλείπομε τίς άμαρτίες μας καί δεχόμαστε τόν Χριστό γιά προσωπικό μας Σωτήρα, τότε ό νόμος εξυψώνεται. Ό απόστολος Παύλος ρωτάει: “Νόμον λοιπόν καταργούμεν διά τής πίστεως; Μή γένοιτο· άλλά νόμον συνιστώμεν.” (Ρωμ. 3:31).
Ή ύπόσχεση τής νέας διαθήκης είναι: “Θέλω δώσει τούς νόμους Μου εις τάς καρδίας αύτών καί θέλω γράψει αύτάς επί τών διανοιών αύτών.” (Έβρ. 10:16). Ενώ τό τελετουργικό σύστημα πού άπέβλεπε στόν Χριστό σάν Αμνό του Θεού ό Όποίος θά σήκωνε τίς άμαρτίες τού κόσμου θά άκυρώνονταν μέ τό θάνατό Του, άντίθετα οί άρχές τής δικαιοσύνης, ενσωματωμένες δπως βρίσκονται στόν δεκάλογο, είναι τόσο άμετάθετες όσο καί ό αιώνιος θρόνος του Θεού. Ούτε μιά εντολή έχει άκυρωθεί, ούτε ενα γιώτα ή μιά κεραία εχει μεταβληθεί. Οί άρχές πού γνωστοποιήθηκαν στόν άνθρωπο μέσα στόν Παράδεισο σάν επίσημος νόμος πού διέπει τή ζωή, θά εξακολουθούν νά ύπάρχουν άμετάβλητες καί μετά τήν άποκατάσταση του Παραδείσου. “Οταν ό Έδεμικός κήπος θά ξαναμορφαίνει μέ τήν όψη του τή γή, ό νόμος τής άγάπης του Θεού θά τηρηθεί άπό κάθε ύπαρξη κινούμενη κάτω άπ’ τόν ήλιο.
“Εις τόν αιώνα, Κύριε, διαμένει ό νόμος Σου εν τώ ούρανώ.” “‘Αληθιναί πάσαι αί έντολαί Αύτού· έστερεωμέναι εις τόν αιώνα του αίώνος, πεποιημέναι εν άληθείς· καί εύθύτητι.” “Πρό πολλού έγνώριοα εκ τών μαρτυρίων Σου, ότι εις τόν αιώνα έθεμελίωσας αύτά.” (Ψαλμ. 119:89, 111:7-8, 119:152).