“Άγωνίζεσθε νά είσέλθητε διά τής στενής πύλης”—λουκ. 13:24
Βιαστικος ό άργοπορημένος οδοιπόρος νά φθάσει στήν πύλη της πόλης πρίν τή δύση του ήλιου, δέν είχε καιρό νά χασομεράει στό δρόμο. Όλη του ή σκέψη ήταν συγκεντρωμένη στό μοναδικό σκοπό του νά περάσει τήν πύλη εγκαίρως. Ή ίδια προσήλωση του σκοπού άπαιτεΐται στή χριστιανική ζωή. Σάς παρουσίασα, είπε ό Χριστός, τή δόξα τής βασιλείας Μου. Αύτή δέν ύπόσχεται επίγειες κατακτήσεις. Είναι όμως άξια τών άνωτέρων προσδοκιών καί προσπαθειών σας. Δέν σάς καλώ νά άγωνισθήτε γιά τήν κατάκτηση τών μεγάλων αυτοκρατοριών του κόσμου· μ’ αύτό όμως δέν πρέπει νά συμπεράνετε ότι δέν ύπάρχουν άγώνες στούς όποίους πρέπει νά έμπλακήτε καί νίκες τίς όποιες πρέπει νά κερδίσετε. Σάς ζητώ νά καταβάλετε προσπάθειες, νά άγωνισθήτε γιά νά είσέλθετε στό πνευματικό Μου βασίλειο.
Ή χριστιανική ζωή είναι μιά μάχη, μιά επέλαση. Άλλ’ ή έπιδιωκόμενη νίκη δέν πετυχαίνεται μέ άνθρώπινες προσπάθειες. Τό πεδίο τής μάχης είναι τό έδαφος τής καρδιάς. Ό άγώνας τόν όποίο πρέπει νά άγωνισθούμε—ή μεγαλύτερη μάχη πού έδωσε ποτέ ό άνθρωπος—είναι ή παραχώρηση του εγώ στό θέλημα του Θεού, ή παραχώρηση τής καρδιάς στήν ύπατη εξουσία τής άγάπης. Ή παληά φύση, συνιστάμενη άπό αίμα καί άπό τό θέλημα τής σάρκας, δέν μπορεΐ νά κληρονομήσει τή βασιλεία του Θεού. Οί κληρονομικές τάσεις καί οί παληές συνήθειες πρέπει νά έγκαταληφθούν.
Όποιος άποφασίζει νά μπει μέσα σ’ αύτή τήν πνευματική βασιλεία θά διαπιστώσει ότι όλες οί δυνάμεις καί τά πάθη τής μή άναγεννημένης φύσης, ένισχυμένες άπό τίς δυνάμεις του βασιλείου τού σκότους, θά στραφούν εναντίον του. Ή φιλαυτία καί ή ύπερηφάνεια άπειλητικά θά σηκώνουν τό άσχημο κεφάλι τους μπροστά σέ κάθε τι πού τείνει νά άποκαλύπτει τή βλαβερότητά τους. Δέν μπορούμε άφεαυτοϋ μας νά ύπερνικήσομε τίς κακές επιθυμίες καί συνήθειες πού αγωνίζονται γιά τήν ύπεροχή. Δέν μπορούμε νά καταβάλομε τόν άδυσώπητο εχθρό πού μάς κρατάει ύπόδουλους. Μόνο ό Θεός μπορεϊ νά μάς δώσει τή νίκη. Ζητάει άπό μάς νά γίνομε κύριοι του έαυτού μας, τού θελήματος μας, καί τών κλίσεών μας. Δέν μπορεϊ όμως νά έργασθεϊ μέσα μας χωρίς τή συγκατάβασή μας καί τή συνεργασία μας. Τό θεϊκό Πνεύμα εργάζεται μέσο τών ιδιοτήτων καί ικανοτήτων πού δόθηκαν στόν άνθρωπο. Είναι άπαραίτητο όλες μας οί δυνάμεις νά συνεργάζονται μέ τόν Θεό.
Ή νίκη είναι άδύνατο νά κερδιθεϊ χωρίς τή διακαή προσευχή καί χωρίς τήν ταπείνωση του εγώ σέ κάθε βήμα τής ζωής. Δέν πρέπει νά εξαναγκάσομε τό θέλημά μας νά συνεργασθεϊ μέ τόν Θεϊκό παράγοντα, άλλά πρέπει αύτό νά φερθεί σέ εθελοντική ύποταγή. Καί άν γίνονταν άκόμη τό Πνεύμα τού Θεού νά άσκήσει έκατονταπλάσια δύναμη επάνω σας, δέν θά μπορούσε ποτέ νά σάς καταστήσει Χριστιανό, κατάλληλο ύπήκοο προορισμένο γιά τόν ούρανό. Τό οχύρωμα του Σατανά δέν θά κατέρρεε μ’ αύτό. Τό θέλημα είναι έκεϊνο πού πρέπει νά τεθεί παράπλευρα στό θέλημα του Θεού. Μόνοι σας, είναι άδύνατο νά φέρετε τίς προθέσεις σας, τίς επιθυμίες σας καί τίς ροπές σας σέ ύποταγή πρός τό θέλημα τού Θεού. Άλλ’ άν συγκατατίθεσθε νά παραχωρήσετε τό θέλημα, ό Θεός θά έπιτελέσει τό εργο αύτό γιά σάς, καθαιρώντας “λογισμούς καί πάν ύψωμα έπαιρόμενον εναντίον τής γνώσεως του Θεού” καί αιχμαλωτίζοντας “πάν νόημα εις τήν ύπακοήν του Χριστού.” (Β’ Κορ. 10:5). Καί τότε “μετά φόβου καί τρόμου έργάζεσθε τήν έαυτών σωτηρίαν· διότι ό Θεός είναι έν ύμΐν καί τό θέλειν καί τό ένεργεΐν κατά τήν εύδοκίαν Αύτοϋ.” (Φιλιπ. 2:12-13).
Είναι πολλοί όμως πού έλκονται άπό τήν ώραιότητα του Χριστού καί άπό τή δόξα του ούρανοϋ, άλλ’ ώχριοϋν μπροστά στούς όρους άποκλειστικά κάτω άπό τούς όποίους μπορούν νά τίς κάνουν δικές τους. Πολλοί πού βαδίζουν στήν “εύρεία όδό” δέν είναι κατά βάθος ικανοποιημένοι μέ τό δρόμο πού διάλεξαν. Λαχταρούν νά σπάσουν τά δεσμά τής άμαρτίας καί προσπαθούν μέ τή δική τους δύναμη νά εγκαταλείψουν τίς άμαρτωλές τους τάσεις. Ρίχνουν τά βλέμματα στό στενό δρόμο καί στή στενή πύλη. Άλλ’ οί φίλαυτες άπολαύσεις, ή άγάπη του κόσμου, ή ύπερηφάνεια, ή άνικανοποίητη φιλοδοξία βάζουν φραγμό άνάμεσα σ’ αύτούς καί στόν Σωτήρα. Ή άπάρνηση του θελήματος τους, τών ποικίλων πραγμάτων πού διάλεξαν γιά άντικείμενα τής λατρείας καί τής άπασχόλησής τους άπαιτοϋν θυσία μπροστά στήν όποία διστάζουν, ταλαντεύονται καί τελικά γυρίζουν πίσω. Πολλοί “θέλουσι ζητήσει νά είσέλθωσι, καί δέν θέλουσι δυνηθή.” (Λουκ. 13:24). Επιθυμούν τό καλό, καταβάλλουν ορισμένες προσπάθειες γιά νά τό κατορθώσουν, άλλά τελικά δέν τό προτιμούν. Δέν βάζουν τό σκοπό τους νά τό εξασφαλίσουν μέ κάθε θυσία.
Ή μόνη μας ελπίδα άν θέλομε νά νικήσομε είναι νά συνταυτίσομε τό θέλημά μας μέ τό θέλημα του Θεού καί νά συνεργαζόμαστε μαζί Του κάθε ώρα, κάθε μέρα. Δέν μπορούμε νά είσέλθομε στή βασιλεία του Θεού διατηρώντας τό έγώ μας. Άν κατορθώσομε κάποτε νά φθάσομε στήν άγιότητα, αύτό θά τό επιτύχομε μόνο μέ τήν άποκήρυξη τού έγώ καί μέ τήν άποδοχή τού φρονήματος τού Χριστού. Ή ύπερηφάνεια καί ή αύτοεξάρτηση πρέπει νά θυσιασθοϋν. Εϊμαστε πρόθυμοι νά πληρώσομε τό άντίτιμο πού άπαιτεΐται άπό εμάς; Εϊμαστε πρόθυμοι νά φέρομε τό θέλημά μας σέ πλήρη συνταύτιση μέ τό θέλημα του Θεού; Άν δέν άποκτήσομε τήν προθυμία αύτή, ή μεταπλαστική χάρη του Θεού δέν μπορεΐ νά εκδηλωθεί στή ζωή μας.
Ό άγώνας τόν όποιο καλούμαστε νά άποδηθούμε είναι ό “καλός άγών τής πίστεως”, “εις τόν όποιον”, λέγει ό άπόστολος Παύλος, “καί κοπιάζω άγωνιζόμενος κατά τήν ενέργειαν Αύτού τήν ένεργουμένην έν έμοί μετά δυνάμεως.” (Κολ. 1:29).
Περνώντας άπό τήν κρισιμότερη στιγμή τής ζωής του, ό Ιακώβ, στράφηκε παράμερα γιά νά προσευχηθεί μονάχος. Ένας μοναδικός σκοπός τόν κατείχε: νά έκζητήσει τό μετασχηματισμό τού χαρακτήρα του. Καθώς όμως εκλιπαρούσε τόν Θεό, ένας εχθρός—όπως τόν έξέλαβε—τόν άκούμπησε μέ τό χέρι του καί ολόκληρη τή νύχτα ό Ιακώβ πάλαιυε γιά τή ζωή του. Άλλ’ ή επιθυμία τής ψυχής του δέν εκπληρώθηκε μέ τόν κίνδυνο εκείνο τής ζωής του. Όταν οί δυνάμεις του άρχισαν νά τόν εγκαταλείπουν, τότε ό Άγγελος μεταχειρίσθηκε τή θεϊκή του δύναμη καί μέ τό άγγιγμά του εκείνο ό Ιακώβ κατάλαβε μέ ποιόν άγωνίζονταν. Πληγωμένος καί εξαντλημένος, έπεσε τότε στό στήθος του Σωτήρα παρακαλώντας Τον νά τού δώσει τήν εύλογία Του. Ήταν άποφασισμένος νά μήν άπομακρυνθεΐ, ούτε καί νά πάψει νά παρακαλεΐ, καί ό Χριστός άπάντησε στήν ικεσία τής άπελπισμένης, τής μεταμελημένης εκείνης ψυχής σύμφωνα μέ τήν ύπόσχεσή Του: “Άς πιασθή άπό τής δυνάμεώς Μου, διά νά κάμη ειρήνην μετ’ Εμού- καί θέλει κάμει μέτ’ Εμού ειρήνην.” (Ήσ. 27:5). Μέ άκαμπτη άποφασιστικότητα ό Ιακώβ ικέτευε: “Δέν θέλω σέ άφήσει νά άπέλθης εάν δέν μέ εύλογήσης.” (Γεν. 32:26). Αύτό τό επίμονο πνεύμα του τό είχε έμπνεύσει Εκείνος πού πάλαιυε μέ τόν πατριάρχη. Αύτός ήταν Εκείνος πού τού έδωσε τή νίκη καί πού άλλαξε τό όνομά του άπό Ιακώβ σέ Ισραήλ, λέγοντας: “διότι ένίσχυσας μετά Θεού, καί μετά άνθρώπων θέλεις είσθαι δυνατός.” (Γεν. 32:28). Αύτό επεμβάσεις ή θαυματουργικές εκδηλώσεις έγγυώνται τή γνησιότητα του έργου τους η τών άρχών πού πρεσβεύουν. Όταν οί άνθρωποι δε δείχνουν τόν άπαιτούμενο σεβασμό πρός τό λόγο τού Θεού, άλλά βάζουν τίς εντυπώσεις τους, τά αίσθήματά τους καί τά καθήκοντά τους πάνω άπό τούς θεϊκούς κανόνες, μπορούμε τότε νά ξέρομε ότι δέν περιέχουν κανένα φώς.
Ή ύπακοή άποτελεϊ τό κριτήριο της μαθητείας. Ή τήρηση τών εντολών άποδείχνει τήν ειλικρίνεια τών εκδηλώσεων τής άγάπης μας. Όταν οί διδασκαλίες πού άσπαζόμαστε έξοστρακίζουν τήν άμαρτία άπ’ τήν καρδιά, εξαγνίζουν τήν ψυχή άπ’ τή μόλυνση καί φέρνουν καρπό πρός άγιωσύνη, τότε μπορούμε νά τίς παραδεχθούμε σάν άλήθεια του Θεού. “Οταν ή άγαθότητα, ή καλωσύνη, ή τρυφερότητα τής καρδιάς καί ή συμπόνοια εκδηλώνονται στή ζωή μας, δταν ή χαρά τής εύπραγίας βασιλεύει στήν καρδιά μας, όταν εξυψώνομε τόν Χριστό καί όχι τόν έαυτό μας, τότε μπορούμε νά ξέρομε ότι ή πίστη μας είναι αύθεντική. “Έν τούτω γνωρίζομεν, ότι έγνωρίσαμεν Αύτόν, εάν τάς έντολάς Αύτού φυλάττωμεν.” (Α’ Ίωάν. 2:3).