Κεφάλαιο 6: Όχι επικριτές αλλ’ εκτελεστές
“Μή κρίνετε, διά νά μή κριθήτε”—ματθ. 7:1
Όταν οί άνθρωποι προσπαθούν νά αποκτήσουν τή σωτηρία μέ τά έργα τους, άναπόφευκτα όδηγούνται στό νά επισωρεύουν άνθρώπινους κανονισμούς σάν προβαλλόμενη άμυνα κατά τής άμαρτίας. Επειδή, βλέποντας ότι δέν κατορθώνουν νά τηρήσουν τό νόμο τού Θεού, σοφίζονται δικούς τους κανόνες καί διατάξεις, γιά νά εξαναγκάσουν τόν εαυτό τους στήν ύπακοή. Όλα αύτά στρέφουν τή σκέψη τού άνθρώπου μακρυά άπό τόν Θεό, πρός τόν εαυτό του. Ή άγάπη του γιά τόν Θεό άπονεκρώνεται στήν καρδιά καί μαζί μ’ αύτή εξαφανίζεται καί ή άγάπη του γιά τόν συνάνθρωπο. Ένα τέτοιο σύστημα άνθρωπίνων επινοημάτων μέ τίς πολυάριθμες άπαιτήσεις του, κάνει τούς ύποστηρικτές του νά επικρίνουν όλους εκείνους πού δέν μπορούν νά φθάσουν στό άνθρώπινο αύτό καθορισμένο ιδανικό. Μιά άτμόσφαιρα εγωκεντρικής καί έπικριτικής στενότητας τής άντίληψης προκαλεϊ τήν άσφυξία τών εύγενικών καί μεγαλόψυχων συναισθημάτων καί καταντάει τούς άνθρώπους εγωκεντρικούς, επικριτές, μικροπρεπείς καί κατασκόπους.
Σ’ αύτή τήν κατηγορία άνήκαν οί Φαρισαίοι. Έπέστρεφαν μετά τήν εκτέλεση τών θρησκευτικών τους καθηκόντων, όχι μέ κανένα συναίσθημα ταπεινοφροσύνης γιά τίς αδυναμίες τους, ούτε καί εύγνωμοσύνης γιά τά μεγάλα προνόμια πού άπολάβαιναν άπό τόν Θεό. Άλλ’ έπέστρεφαν μ’ ενα πνεύμα γεμάτο περηφάνεια καί τό μοτίβο τους ήταν “τό εγώ μου, τά αίσθήματά μου, οί γνώσεις μου, οί συνήθειές μου”. Τά δικά τoυς επιτεύγματα κατέληγαν σέ κανόνες καί μέ βάση αύτούς έκριναν μετά τούς άλλους. Φορώντας τή στολή τού αύτοσεβασμού, θρονιάζονταν στή δικαστική καθέδρα γιά νά επικρίνουν καί νά καταδικάσουν τούς άλλους.
Ό λαός είχε κι’ αύτός έμποτισθεϊ σέ μεγάλο βαθμό μέ τό ίδιο πνεύμα. Παραβιάζοντας τόν τομέα τής συνείδησης, κατέκριναν ό ένας τόν άλλον γιά ζητήματα πού άφορούν άποκλειστικά τήν ψυχή καί τόν Θεό. Αύτό τό πνεύμα καί αύτή τήν τακτική έχοντας ύπόψη ό Χριστός, είπε: “Μή κρίνετε, διά νά μή κριθήτε.” Μή βάζετε δηλαδή τόν έαυτό σας γιά κανόνα. Μή θεωρείτε τίς δικές σας άπόψεις, τίς δικές σας άντιλήψεις γιά τό καθήκον, τίς δικές σας έρμηνεϊες τής Γραφής κριτήριο γιά τούς άλλους γιά νά τούς καταδικάζετε στήν καρδιά σας όταν δέν μπορούν νά φθάσουν στά δικά σας ιδανικά. Μή κρίνετε τούς άλλους βγάζοντας συμπεράσματα σύμφωνα μέ τά δικά σας ζύγια καί σταθμά γιά νά τούς καταδικάζετε.
“Μή κρίνετε μηδέν πρό καιρού, έως άν ελθη ό Κύριος· όστις καί θέλει φέρει εις τό φώς τά κρυπτά του σκότους καί θέλει φανερώσει τάς βουλάς τών καρδιών.” (Α’ Κορ. 4:5). Έμεΐς δέν εϊμαστε καρδιογνώστες. Όντας οί ϊδιοι φταίχτες, δέν εϊμαστε κατάλληλοι νά κρίνομε τούς άλλους. Ό περιωρισμένος άνθρωπος κρίνει μόνο άπό τό φαινόμενο. Μόνο Εκείνος πού γνωρίζει τά μυστικά κίνητρα τής κάθε πράξης καί πού ξέρει νά φέρεται μέ τρυφερότητα καί μέ συμπόνοια, είναι άξιος νά άποφασίσει τήν περίπτωση κάθε άνθρώπινης ψυχής.
“Αναπολόγητος είσαι, ώ άνθρωπε, πάς δστις κρίνεις· διότι εις ό,τι κρίνεις τόν άλλον, σεαυτόν κατακρίνεις· επειδή τά αύτά πράττεις σύ ό κρίνων.” (Ρωμ. 2:1). Ώστε αύτοί πού καταδικάζουν ή επικρίνουν τόν συνάνθρωπό τους, άποδείχνονται οί ϊδιοι φταίχτες, άφοϋ κάνουν τά ϊδια άκριβώς πράγματα. Καταδικάζοντας τούς άλλους, καταδικάζουν τόν εαυτό τους καί τήν αύτοκαταδίκη τους αύτή τήν εγκρίνει ό Θεός καί τήν άποδέχεται.
“Τά άχαρα αύτά βορβοροκυλισμένα πόδια
“Τσαλαπατούν λουλούδια χωρίς σταματημό.
“Τά ύποκριτικά καί σκληραμένα τούτα χέρια
“Σπαράζουν φιλικές καρδιές χωρίς συλλογισμό.
Επί του Όρους Ομιλία |
|
|
Στη βουνοπλαγιά |
|
|
“Και άνοίξας τό στόμα αύτού έδίδασκεν αυτούς λέγων, μακάριοι οί πτωχοί τώ πνεύματι· διότι αύτών είναι ή βασιλεία τών ούρανών”—ματθ. 5:2-3 |
|
|
“Μακάριοι οί πενθούντες· διότι αυτοί θέλουσι παρηγορηθεί”—ματθ. 5:4 |
|
|
“Μακάριοι οί πραείς”—ματθ. 5:5 |
|
|
“Μακάριοι οί πεινώντες καί διψώντες τήν δικαιοσύνην διότι αυτοί θέλουσι χορτασθεί”—ματθ. 5:6 |
|
|
“Μακάριοι οί έλεήμονες· διότι αύτοί θέλουσιν έλεηθή”—ματθ. 5:7 |
|
|
“Μακάριοι οί καθαροί τήν καρδίαν· διότι αύτοί θέλουσιν ίδεί τόν θεόν”—ματθ. 5:8 |
|
|
“Μακάριοι οί είρηνοποιοί· διότι αύτοί θέλουσιν όνομασθή υιοί θεού”—ματθ. 5:9 |
|
|
“Μακάριοι οί δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης· διότι αυτών είναι ή βασιλεία των ουρανών”—ματθ. 5:10 |
|
|
“Μακάριοι είσθε όταν σάς όνειδίσωσι”—ματθ. 5:11 |
|
|
“Σείς είσθε το άλας της γης”—ματθ. 5:13 |
|
|
“Σείς είσθε τό φως του κόσμου”—ματθ. 5:14 |
|
|
“Δέν ήλθον νά καταλύσω, άλλά νά εκπληρώσω”—ματθ. 5:17 |
|
|
“Όστις λοιπόν αθέτηση μίαν τών εντολών τούτων τών ελάχιστων, καί διδάξη ούτω τούς άνθρώπσυς, ελάχιστος θέλει όνομασθή εν τη βασιλεία τών ουρανών”—ματθ. 5:19 |
|
|
“Έάν μή περισσεύσω ή δικαιοσύνη σας πλειότερον της τών γραμματέων καί φαρισαίων, δέν θέλετε εισέλθει εις τήν βασιλείαν τών ουρανών”—ματθ. 5:20 |
|
|
“Πας ό όργιζόμενος άναιτίως κατά του άδελφού αύτού, θέλει είσθαι ένοχος εις τήν κρίσιν”—ματθ. 5:22 |
|
|
“Φιλιώθητι μέ τόν αδελφόν σου”—ματθ. 5:24 |
|
|
“Πας ό βλέπων γυναίκα, διά νά επιθυμήσει αυτήν, ήδη έμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αύτού”—ματθ. 5:28 |
|
|
“Έάν ή δεξιά σου χειρ σέ σκανδαλίζει έκκοψον αύτήν”—ματθ. 5:30 |
|
|
“Συγχωρείται εις τόν άνθρωπον νά χωρισθεί τήν γυναίκα αύτού”—ματθ. 19:3 |
|
|
“Μή όμόσητε μηδόλως”—ματθ. 5:34 |
|
|
“Μή άντισταθήτε πρός τόν πονηρόν άλλ’ όστις σέ ραπίση εις τήν δεξιάν σου σιαγόνα στρέψον εις αύτόν καί τήν άλλην”—ματθ. 5:39 |
|
|
“Αγαπάτε τούς εχθρούς σας”—ματθ. 5:44 |
|
|
“Έστε λοιπόν σεις τέλειοι, καθώς ό πατήρ σας ό εν τοϊς ούρανοΐς είναι τέλειος”—ματθ. 5:48 |
|
|
“Προσέχετε νά μή κάμνητε την ελεημοσύνην σας έμπροσθεν των άνθρώπων, διά νά βλέπησθε ύπ’ αυτών”—ματθ. 6:1 |
|
|
“Όταν προσεύχησαι μη έσο ώς οί ύποκριταί”—ματθ. 6:5 |
|
|
“Όταν προσεύχησθε μη βατολογήσητε ώς οί εθνικοί”—ματθ. 6:7 |
|
|
“Όταν νηστεύητε μή γίνεσθε ώς οί ύποκριταί”—ματθ. 6:16 |
|
|
“Μή θησαυρίζετε εις εαυτούς θησαυρούς επί της γης”—ματθ. 6:19 |
|
|
“Έάν ό οφθαλμός σου ήναι καθαρός, όλον τό σώμα σου θέλει είσθαι φωτεινόν”—ματθ. 6:22 |
|
|
Όύδείς δύναται δύο κυρίους νά δουλεύη”—ματθ. 6:24 |
|
|
“Μή μεριμνάτε”—ματθ. 6:25 |
|
|
“Ζητείτε πρώτον τήν βασιλείαν του θεού”—ματθ. 6:33 |
|
|
“Μή μεριμνήσητε λοιπόν περί τής αύριον... άρκετόν είναι εις τήν ήμεραν τό κακόν αυτής”—ματθ. 6:34 |
|
|
“Ούτω λοιπόν προσεύχεσθε σείς”—ματθ. 6:9 |
|
|
“Όταν προσεύχησθε λέγετε, πάτερ ημών”—λουκ. 11:2 |
|
|
“Άγιασθήτω τό όνομά σου”—ματθ. 6:9 |
|
|
“Έλθέτω ή βασιλεία σου”—ματθ. 6:10 |
|
|
“Γενηθήτω το θέλημά σου, ώς έν ούρανώ καί επί της γης”—ματθ. 6:10 |
|
|
“Τόν άρτον ήμών τόν έπιούσιον δός εις ήμάς σήμερον”—ματθ. 6:11 |
|
|
“Συγχώρησον εις ημάς τάς άμαρτίας ημών διότι καί ημείς συγχωρούμεν εις πάντα άμαρτάνοντα εις ημάς”—λουκ. 11:4 |
|
|
“Μή φέρης ήμάς εις πειρασμόν, άλλά έλευθέρωσον ήμάς άπό τού πονηρού”—ματθ. 6:13 |
|
|
“Σου είναι ή βασιλεία καί ή δύναμις καί ή δόξα”—ματθ. 6:13 |
|
|
“Μή κρίνετε, διά νά μή κριθήτε”—ματθ. 7:1 |
|
|
“Διατί βλέπεις τό ξυλάριον τό εν τω όφθαλμώ του άδελφοΰ σου”—ματθ. 7:3 |
|
|
“Μή δώσητε τό άγιον εις τούς κύνας”—ματθ. 7:6 |
|
|
“Αιτείτε καί θέλει σάς δοθή· ζητείτε καί θέλετε εύρεϊ· κρούετε καί θέλει σάς άνοιχθη”—ματθ. 7:7 |
|
|
“Λοιπόν πάντα όσα αν θέλητε νά κάμνωσιν εις εσάς οί άνθρωποι, ούτω καί σεις κάμνετε εις αύτούς”—ματθ. 7:12 |
|
|
“Στενή είναι ή πύλη καί τεθλιμμένη ή όδός ή φέρουσα εις τήν ζωήν”—ματθ. 7:14 |
|
|
“Άγωνίζεσθε νά είσέλθητε διά τής στενής πύλης”—λουκ. 13:24 |
|
|
“Δέν έπεσε· διότι ήτο τεθεμελιωμένη επί τήν πέτραν”—ματθ. 7:25 |