“Αγαπάτε τούς εχθρούς σας”—ματθ. 5:44
Του Λυτρωτή τό μάθημα “μή άντισταθήτε πρός τόν πονηρόν”, ήταν δυσκολοχώνευτο γιά τούς εκδικητικούς Εβραίους καί άρχισαν νά γογγύζουν ψιθυρίζοντας άναμεταξύ τους. Άλλ’ ό Χριστός συνέχισε κάνοντας μιά άκόμη πιό άπαιτητική δήλωση: “Ήκούσατε ότι έρρέθη, θέλεις άγαπά τόν πλησίον σου καί μίσει τόν εχθρόν σου· Εγώ όμως σάς λέγω, Αγαπάτε τούς εχθρούς σας, εύλογείτε εκείνους οίτινες σάς καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους οίτινες σάς μισούσι, καί προσεύχεσθε υπέρ εκείνων οίτινες σάς βλάπτουσι καί σάς κατατρέχουσι· διά νά γείνητε υίοί του Πατρός σας του εν τοΐς ούρανοΐς.”
Αύτό ήταν τό πνεύμα τού νόμου τόν όποίο οί ραββϊνοι είχαν καταντήσει ένα ψυχρό καί άκαμπτο κώδικα διαφόρων άπαιτήσεων. Θεωρούσαν τόν εαυτό τους άνώτερο άπό τούς λοιπούς άνθρώπους καί άξιο ιδιαιτέρων θεϊκών άπολαυών λόγο τής φυλετικής καταγωγής τους σάν Ισραηλίτες. Ό Χριστός όμως τόνισε ότι μόνο μέ τήν εκδήλωση ένός συγχωρητικοΰ πνεύματος άγάπης θά μπορούσαν νά άποδείξουν ότι αύτοί εμφορούνται άπό κίνητρα άνώτερα άπ’ ό,τι οί τελώνες καί οί άμαρτωλοί τούς όποίους περιφρονούσαν.
Έστρεψε τήν προσοχή τών άκροατών Του στόν Αρχηγό του σύμπαντος, παρουσιάζοντάς Τον μ’ ένα καινούργιο όνομα, “Πάτερ ήμών.” Ήθελε νά τούς κάνει νά καταλάβουν τί τρυφερά αισθήματα έτρεφε γι’ αύτούς ό Θεός. Δίδαξε ότι ό Θεός ένδιαφέρεται γιά κάθε μιά ψυχή· ότι “καθώς σπλαχνίζεται ό Πατήρ τά τέκνα, ούτως ό Κύριος σπλαχνίζεται τούς φοβουμένους Αύτόν.” (Ψαλμ. 103:13). “Ενας τέτοιος χαρακτηρισμός του Θεού δέν έχει ποτέ δοθεί άπό καμιά θρησκεία του κόσμου εκτός άπό τή θρησκεία τής Βίβλου. Ή είδωλολατρεία διδάσκει τούς άνθρώπους νά άποβλέπουν στό ύπέρτατο Όν σάν άντικείμενο πού εμπνέει τό φόβο μάλλον παρά τήν άγάπη—σάν μιά μοχθηρή θεότητα πού κατευνάζεται μέ θυσίες μάλλον, παρά σάν Πατέρα πού σκορπίζει μέ άφθονία στά παιδιά Του τά δώρα τής άγάπης Του. Καί αύτοί άκόμη οί Ισραηλίτες είχαν τόσο τυφλωθεί ώς πρός τίς πολύτιμες διδασκαλίες τών προφητών σχετικά μέ τόν χαρακτήρα του Θεού, ώστε αύτή ή άποκάλυψη τής πατρικής άγάπης Του τούς ήρθε σάν κάτι τό πρωτότυπο, σάν δώρο όλοκαίνουργο προσφερόμενο στόν κόσμο.
Οί Ιουδαίοι πίστευαν ότι ό Θεός αγαπούσε εκείνους πού Τόν ύπηρετοϋσαν—καί κατά τή γνώμη τους, αύτοί ήταν εκείνοι πού τηρούσαν τά εντάλματα τών ραββίνων—καί ότι ό ύπόλοιπος κόσμος βρίσκονταν κάτω άπό τήν άποδοκιμασία καί τήν κατάρα του Θεού. Άλλ’ ό Ιησούς είπε ότι δέν είναι έτσι. Ολόκληρος ό κόσμος, καλός καί κακός, επωφελείται άπό τίς ήλιαχτίδες τής άγάπης Του. Τήν άλήθεια αύτή έπρεπε νά τήν έχουν διδαχθεί άπό τήν ίδια τή φύση. Επειδή ό Θεός “άνατέλλει τόν ήλιον Αύτοϋ επί πονηρούς καί άγαθούς, καί βρέχει έπί δικαίους καί άδικους.”
Δέν είναι καμιά ιδιαίτερη δύναμη κρυμμένη στά σπλάχνα τής γης πού τήν άναγκάζει νά παράγει χρόνο μέ τό χρόνο τά άγαθά της καί νά άκολουθεϊ κανονικά γύρω άπ’ τόν ήλιο τήν τροχιά της. Τό χέρι τού Θεού κατευθύνει τους πλανήτες καί τούς κρατάει πάνω στήν καθορισμένη τους τροχιά στόν ούρανό. Μέ τή δύναμη Του χειμώνας καί καλοκαίρι, σπορητός καί θερισμός, μέρα καί νύχτα διαδέχονται τό ένα τό άλλο κατά τή συνηθισμένη τους άλληλουχία. Μέ τό λόγο Του ή βλάστηση αύξάνει, τά φύλλα ξεπετάζονται καί τά λουλούδια άνθοϋν. Κάθε τι καλό πού εχομε, κάθε άκτίνα ήλιακού φωτός, κάθε σταλαματιά βροχής, κάθε μόριο τροφής, κάθε στιγμή ζωής, είναι ένα δώρο τής άγάπης Του.
Ενώ ούτε νά άγαπήσομε μπορούσαμε άκόμη, ούτε άξιαγάπητοι εϊμασταν στόν χαρακτήρα, άλλά “μισητοί καί μισούντες άλλήλους,” ό ούράνιος Πατέρας μας μάς εύσπλαχνίσθηκε. Καί “ότε έφανερώθη ή χρηστότης καί ή φιλανθρωπία τού Σωτήρος ήμών Θεού, ούχί εξ έργων δικαιοσύνης, τά όποια έπράξαμεν ήμεΐς, άλλά κατά τό έλεος Αύτοϋ έσωσεν ήμάς.” (Τίτ. 3:3-5). Ή άποδοχή τής άγάπης Του θά μάς κάνει καί εμάς κατά τόν ίδιο τρόπο άγαθούς καί τρυφερούς όχι μόνο πρός αύτούς πού μάς είναι ευχάριστοι, άλλά καί πρός τούς πιo άνόσιους, άδικους καί άμαρτωλούς.
Παιδιά τού Θεού λογίζονται όσοι είναι συμμέτοχοι της φύσης Του. Ούτε ή κοινωνική μας θέση, ούτε ή καταγωγή μας, ούτε ή εθνικότητά μας, ούτε τά θρησκευτικά μας προνόμια μπορούν νά άποδείξουν ότι είμαστε μέλη τής οικογένειας του Θεού. Αύτό τό κατορθώνει μόνο ή άγάπη, ή άγάπη πού άγκαλιάζει τόν κόσμο ολόκληρο. Καί οί άμαρτωλοί άκόμη, όσοι δέν έχουν κλείσει έρμητικά τήν καρδιά τους στό Πνεύμα τού Θεού, άνταποκρίνονται καί αύτοί στήν καλωσύνη. Μπορεϊ νά άνταποκρίνονται μέ μίσος στό μίσος, ξέρουν όμως νά δείχνουν καί άγάπη γιά τήν άγάπη. Αλλά τό μόνο πού προσφέρει άγάπη άντί γιά μίσος είναι τό Πνεύμα του Θεού. Τό νά δείχνει κανείς καλωσύνη στούς άχάριστους καί στούς κακούς, τό νά κάνει τό καλό χωρίς νά περιμένει καμιά άνταπόδοση, είναι τά διακριτικά του ούράνιου βασιλικού άξιώματος, τά βέβαια άποδεικτικά μέ τά όποια τά τέκνα του Ύψίστου φανερώνουν τήν προνομιούχο θέση τους.