“Μή όμόσητε μηδόλως”—ματθ. 5:34
Ή εξήγηση πού μάς δίνεται γιά τήν άπογόρευση αύτή είναι ή άκόλουθη: Δέν πρέπει νά ορκιζόμαστε “μήτε εις τόν ούρανόν, διότι είναι θρόνος τού Θεού· μήτε εις τά Ιεροσόλυμα, διότι είναι πόλις τού μεγάλου βασιλέως. Μήτε εις τήν κεφαλήν σου νά όμόσης, διότι δέν δύνασαι μίαν τρίχα νά κάμης λευκήν ή μέλαιναν.”
Τά πάντα προέρχονται άπό τόν Θεό. Δέν κατέχομε τίποτε πού νά μή μάς τό έχει δώσει· ή άκόμη καλύτερα, δέν κατέχομε τίποτε πού δέν έχει άγορασθεί γιά μάς μέ τό αίμα του Χριστού. Κάθε τι πού ερχεται στήν κατοχή μας είναι σταμπαρισμένο μέ τή σφραγίδα του σταυρού, είναι εξαγορασμένο μέ τήν άνυπολόγιστη άξία τού αίματος, είναι ισότιμο μέ τή ζωή του Θεού. Επομένως δέν ύπάρχει τίποτε πού νά μπορούμε δικαιωματικά νά χρησιμοποιήσομε σά δικό μας, γιά εγγύηση προκειμένου νά δώσομε βάση στά λόγια μας.
Οί Ιουδαίοι άντιλαμβάνονταν τήν τρίτη εντολή σάν άπαγόρευση τής βέβηλης χρήσης τού ονόματος του Θεού. Πίστευαν όμως ότι άλλους όρκους μπορούσαν νά χρησιμοποιούν. Ή όρκομωσία είχε γίνει κοινή συνήθεια μεταξύ τους. Μέσο τού Μωύσή ιούς είχε άπαγορευθεί ή ψευδορκία, άλλ’ αύτοί είχαν εφεύρει διάφορα τεχνάσματα γιά νά άπαλλαγούν άπό τή δεσμευτική ύποχρέωση του όρκου. Δέν δίσταζαν καθόλου νά χρησιμοποιούν πραγματικά βέβηλες μεθόδους, ούτε κι· άποστρέφονταν τήν επιορκία, φθάνει νά μπορούσαν νά τήν καλύψουν μέ κάποια έντεχνη παράκαμψη του νόμου.
Ό Ιησούς κατέκρινε τή διαγωγή τους, δηλώνοντας ότι οί άναφερόμενες στήν ορκοληψία συνήθειές τους, άποτελούσαν παράβαση τού νόμου του Θεού. Άλλ’ ό Σωτήρας μας δέν άπαγόρευσε τή χρήση τού δικαστικού δρκου κατά τόν όποίο μέ επισημότητα επικαλείται κανείς τόν Θεό ότι ή μαρτυρική κατάθεσή του άνταποκρίνεται πρός τήν άλήθεια καί μόνη τήν άλήθεια. Ό ίδιος ό Ιησούς κατά τή δίκη Του μπροστά στό Ανώτατο Συνέδριο, δέν άρνήθηκε νά δώσει τήν ένορκη μαρτυρία Του. Ανακρινόμενος άπό τόν άρχιερέα μέ τήν ερώτηση, “Σέ ορκίζω εις τόν Θεόν τόν ζώντα, νά είπης πρός ήμάς, άν Σύ είσαι ό Χριστός, ό Υίός του Θεού,” ό Ιησούς άπήντησε: “Σύ είπας.” (Ματθ. 26:63,64). “Αν ό Χριστός είχε άπαγορεύσει τόν δικαστικό όρκο στήν επί του Όρους Όμιλία, θά είχε στήν περίπτωση αύτή έπιπλήξει τόν πρωθιερέα, καί μέ τόν τρόπο αύτό θά έφήρμοζε τή διδασκαλία Του χάρη τών οπαδών Του.
Πολλοί είναι εκείνοι πού ενώ δέν φοβούνται νά έξαπατήσουν τούς συνανθρώπους τους, έχουν όμως διδαχθεί καί επίσης αισθανθεί μέ τήν έπήρρεια τού Πνεύματος του Θεού τί τρομερό πράγμα είναι νά ψευσθεί κανείς στόν Δημιουργό του. Όταν τούς ζητούν νά όρκισθούν, τότε αισθάνονται ότι δίνουν τή μαρτυρία τους όχι μόνο παρουσία τών άνθρώπων, άλλά καί παρουσία του Θεού. Καί ότι άν ψευδοματυρήσουν, ενοχοποιούνται έναντι Εκείνου πού διαβάζει τά μυστικά της καρδιάς καί πού γνωρίζει τή γυμνή άλήθεια. Ή άνάμνηση τών τρομακτικών τιμωριών πού βρήκαν άλλους σάν επακόλουθο του άμαρτήματος αύτού, άσκεί μιά άναχαιτιστική επιρροή επάνω τους.
Άλλ’ άν ύπάρχει κάποιος πού κατά λογική συνέπεια μπορεί νά καταθέτει ενόρκως, αύτός είναι ό Χριστιανός. Αύτός ζει σά νά βρίσκεται διαρκώς στήν παρουσία του Θεού, γνωρίζοντας ότι τά πάντα είναι φανερά “εις τούς οφθαλμούς Εκείνου πρός Όν έχομε νά δώσωμεν λόγον.” Ώστε όταν τού τό άπαιτούν, είναι σωστό νά έπικαλεσθεί τή μαρτυρία του Θεού ότι θά πει τήν άλήθεια καί μόνο τήν άλήθεια.
Συνεχίζοντας ό Χριστός, εδραίωσε μιά άρχή πού σκοπό έχει νά καταστήσει κάθε όρκομωσία περιττή. Δίδαξε ότι ή άπόλυτη άλήθεια πρέπει νά άποτελεί τό γνώμονα κάθε ομιλίας. “Άς ήναι ό λόγος σας, Ναί, ναί· Ού, ού· τό δέ πλειότερον τούτων είναι εκ του πονηρού.”
Τά λόγια αύτά άποδοκιμάζουν όλες εκείνες τίς χωρίς νόημα χρησιμοποιούμενες εκφράσεις καί τά επιφωνήματα πού έγγίζουν τά όρια τής άνοσιότητας. Καταδικάζουν τούς άπατηλούς επαίνους, τήν παραποίηση τής άλήθειας, τά κολακευτικά λόγια, τίς ύπερβολές, τίς εμπορικές άτασθαλίες πού τόσο συνηθίζονται στούς κοινωνικούς κύκλους καί στόν επαγγελματικό κόσμο. Διδάσκουν ότι κανένας πού προσπαθεί νά φανεί διαφορετικός άπ’ ό,τι είναι καί τού όποίου τά λόγια δέν εκφράζουν τά πραγματικά αισθήματα τής καρδιάς, μπορεί ποτέ νά λέγεται ειλικρινής.
Άν δίνονταν ή δέουσα προσοχή στά λόγια αύτά του Χριστού, θά περιορίζονταν οί κουβέντες οί γύρω άπό άβάσιμες εικασίες καί βάναυσες επικρίσεις. Επειδή ποιός μπορεί νά είναι σίγουρος ότι λέει τήν καθαρή άλήθεια όταν μιλάει γιά τά κίνητρα καί γιά τίς πράξεις τών άλλων; Πόσες φορές ή υπερηφάνεια, ή οργή ή ή προσωπική άντιπάθεια δέν επηρεάζουν τήν εντύπωση πού προξενούν οί άνθρωποι! Καί μιά μόνο ματιά, μιά λέξη, καί αύτός άκόμη ό τόνος τής φωνής, μπορούν νά καλύπτουν τήν ψευτιά. Άλλά καί πραγματικά γεγονότα είναι δυνατό νά άναμεταδίδονται τόσο παραποιημένα, ώστε οί άλλοι νά σχηματίσουν εσφαλμένη άντίληψη. Καί ό,τι “είναι πλειότερον” τής άληθείας, “είναι εκ τού πονηρού.”
Όλες οί πράξεις τού Χριστιανού πρέπει νά είναι καθαρές καί διάφανες σάν τό ήλιακό φώς. Ή άλήθεια προέρχεται άπό τόν Θεό. Ή άπάτη, σ’ όλες τίς μυριόμορφες φάσεις της, προέρχεται άπό τόν Σατανά. Καί όποιος μέ όποιονδήποτε τρόπο ξεφεύγει άπό τήν εύθυγραμμισμένη άλήθεια, προδίδει τόν έαυτό του καί κατατάσσεται μέ τό μέρος τού πονηρού. Δέν μπορούμε νά πούμε τήν άλήθεια εκτός μόνο άν τήν ξέρομε. Καί πόσες φορές συμβαίνει προκατειλημμένες γνώμες, προσωπικές προτιμήσεις, περιορισμένη γνώση τών πραγμάτων, πλημμελής κρίση, νά εμποδίζουν τήν ορθή άντίληψη τών ζητημάτων μέ τά όποια εχομε νά κάνομε! Δέν μπορούμε νά λέμε τήν άλήθεια εκτός άν ή σκέψη μας καθοδηγείται διαρκώς άπό Εκείνον ό Όποίος είναι ή άλήθεια.
Μέ τόν άπόστολο Παύλο ό Χριστός μάς παροτρύνει, “Ό λόγος σας άς ήναι πάντοτε μέ χάριν.” “Μηδείς λόγος σαπρός άς μή έξέρχηται εκ του στόματός σας, άλλ’ όστις είναι καλός πρός οικοδομήν τής χρείας, διά νά δώση χάριν εις τούς άκούοντας.” (Κολ. 4:6, Έφεσ. 4:29). Εξεταζόμενα κάτω άπ’ αύτό τό βιβλικό φώς, τά επί, τού όρους λόγια τού Χριστού φαίνονται νά καταδικάζουν τά πειράγματα, τίς άνοησίες καί τίς άσεμνες συζητήσεις. Απαιτούν νά είναι τά λόγια μας όχι μόνο ειλικρινή, άλλά καί άγνά.
Όσοι μαθητεύουν κοντά στόν Χριστό δέν θά συγκοινωνούν “εις τά έργα τά άκαρπα του σκότους.” (Έφ. 5:11). Μέ τίς κουβέντες τους, όπως καί μέ τή ζωή τους, θά εκδηλώνουν τήν άπλότητα, τήν έντιμότητα καί τή φιλαλήθεια. Επειδή προετοιμάζονται νά ζήσουν μέ τή συντροφιά εκείνων γιά τούς όποιους λέγεται ότι “έν τω στόματι αύτών δέν εύρέθη δόλος.” (Άποκ. 14:5).