“Στενή είναι ή πύλη καί τεθλιμμένη ή όδός ή φέρουσα εις τήν ζωήν”—ματθ. 7:14
Τήν εποχή του Χριστού οί κάτοικοι τής Παλαιστίνης ζούσαν σέ περιτοιχισμένες πόλεις πού συνήθως ήταν κτισμένες πάνω σέ λόφους ή βουνά. Απότομοι βραχόδρομοι οδηγούσαν στίς πύλες οί όποιες κλείνονταν μέ τό ήλιοβασίλεμα καί οδοιπορώντας οί κάτοικοι στό τέλος τής ήμέρας γιά νά επιστρέψουν στά σπίτια τους, πολλές φορές συνέβαινε νά άνηφορίζουν βιαστικά τή δύσκολη άνεβασιά γιά νά φθάσουν στήν πύλη πρίν σκοτεινιάσει. Οί άργοπορημένοι έμειναν κλεισμένοι άπ’ έξω.
Τό στενό άνηφορικό μονοπάτι πού οδηγούσε στό σπιτικό καί στήν άναπαυσιά τού καθενός χρησίμευσε στόν Ιησού γιά παραστατική άπεικόνιση τής χριστιανικής ζωής. Τό μονοπάτι πού θέτω μπροστά σας, τούς είπε, είναι στενό. Ή πύλη είναι δυσκολοδιάβατη· επειδή ό χρυσός κανόνας άποκλείει κάθε ίχνος περηφάνειας καί προσωπικού συμφέροντος. Υπάρχει άσφαλώς ένας φαρδύτερος δρόμος, άλλ’ αύτός οδηγεί στήν καταστροφή. Άν άκολουθήσετε τό μονοπάτι τής πνευματικής ζωής, πρέπει νά άνηφορίζετε διαρκώς. Γιατί τό μονοπάτι αύτό οδηγεί πρός τά πάνω. Πρέπει νά πάτε εκεί όπου πηγαίνουν οί λίγοι. Επειδή τά πλήθη διαλέγουν τόν κατηφορικό δρόμο.
Τό θανατηφόρο αύτό μονοπάτι μπορεΐ νά τό άκολουθήσει ολόκληρη ή άνθρώπινη φυλή, κουβαλώντας μαζί της όλη της τήν κοσμικότητα, όλο της τόν εγωκεντρισμό, όλη της τήν περηφάνεια, τήν άνεντιμότητα καί τό ήθικό ξεχαρβάλωμα. Υπάρχει σ’ αύτό μεγάλη άπλοχωριά γιά τίς γνώμες καί τίς δοξασίες τού καθενός, χώρος άφθονος όπού ν’ άκολουθεΐ κανείς τίς κλίσεις του νά κάνει ό,τιδήποτε του υπαγορεύει τό κέφι του. Καί γιά νά βρει κανείς τό μονοπάτι πού φέρνει στήν καταστροφή, δέν χρειάζεται ψάξιμο· γιατί ή πύλη είναι πλατειά, ό δρόμος είναι φαρδύς καί άπό φυσικού τους τά πόδια τραβούν γιά τό μονοπάτι αύτό πού καταλήγει στό θάνατο.
Τής ζωής τό μονοπάτι όμως είναι περιωρισμένο καί ή είσοδος σ’ αύτό είναι στενή. Άν προσκολλάσθε άκόμη σέ κάποια έμμονη άμαρτία, θά συναντήσετε μεγάλη δυσκολία νά κάνετε τήν εΐσοδό σας στό μονοπάτι αύτό. Πρέπει νά άπαρνηθήτε τούς δικούς σας τρόπους, τό δικό σας θέλημα, τίς δικές σας κακές έξεις καί συνήθειες, άν θέλετε νά άκολουθήσετε τό δρόμο τού Κυρίου. Όποιος επιθυμεί νά υπηρετεί τόν Χριστό δέν μπορεΐ νά άκολουθεΐ τή γνώμη τού κόσμου, ούτε νά βαδίζει σύμφωνα μέ τούς ορισμούς τού κόσμου. Τό μονοπάτι τού ούρανού είναι πολύ στενό γιά νά βαδίζουν σ’ αύτό οί άνθρωποι κατά παρατάξεις σύμφωνα μέ τήν κοινωνική τους θέση καί τά πλούτη τους, πολύ στενόχωρο γιά τούς εγωκεντρικούς φιλόδοξους, πολύ τραχύ καί άπότομο γιά νά τό άνηφορίσουν οί καλοζωιστές. Μόχθος, ύπομονή, αύτοθυσία, φτώχεια, μομφή κι’ άντιλογία εκ μέρους τών άμαρτωλών άπέναντί Του, ήταν ή μοίρα τού Χριστού καί αύτή πρέπει νά είναι καί ή δική μας μοίρα, άν θέλομε ποτέ νά μπούμε στόν Παράδεισο του Θεού.
Άλλά μ’ αύτό δέν πρέπει νά συμπεράνομε ότι άν ό άνήφορος είναι δυσκολοδιάβατος, ό κατήφορος είναι πάντοτε εύκολοδιάβατος. Καθόλο τό μήκος τού δρόμου πού οδηγεί στό θάνατο σπαρμένος είναι ό πόνος καί οί ταλαιπωρίες έξαιτίας τών παραπτωμάτων, οί θλίψεις καί οί άπογοητεύσεις καί οί προειδοποιήσεις νά γυρίσομε πίσω. Είναι ή άγάπη τού Θεού πού καθιστά δύσκολο γιά τόν κάθε άπερίσκεπτο καί πεισματωμένο τό εργο τής αύτοκαταστοφής. Ή αλήθεια είναι ότι ό Σατανάς παρουσιάζει τό μονοπάτι ελκυστικό, άλλ’ αύτό είναι μόνο μιά οπτική άπάτη. Επειδή στό δρόμο τού κακού άπαντώνται τύψεις πικρές καί έγνοιες πού τρων σάν τό σαράκι. Μπορεΐ νά μάς φαίνεται εύχάριστο νά άκολουθούμε τήν περηφάνεια καί τή φιλοδοξία τού κόσμου, τό τέλος όμως είναι ό πόνος καί ή λύπη. Τά εγωιστικά σχέδια μπορεΐ νά μάς παρουσιάζονται σάν κολακευτικές ύποσχέσεις καί νά γεννούν ελπίδες γιά τήν άπόλαυση τής χαράς, πλήν όμως θά άνακαλύψομε ότι ή εύτυχία μας είναι δηλητηριασμένη καί ή ζωή μας πικραμένη άπό ελπίδες πού στρέφονται διαρκώς γύρω άπό τό άτομό μας. Στό δρόμο του κατήφορου ή πύλη μπορεΐ νά φαίνεται άνθοστόλιστη, τό μονοπάτι όμως είναι σπαρμένο μέ άγκάθια. Τό έλπιδοφόρο φως πού φαίνεται νά λαμποκοπάει στήν είσοδό του, καταλήγει στό σκότος τής άπόγνωσης καί ή ψυχή πού άκολουθεΐ τό μονοπάτι αύτό κατεβαίνει βυθιζόμενη διαρκώς στίς σκιές τής νύχτας τής δίχως τελειωμό.
“Ή όδός τού άφρονος είναι ορθή εις τούς οφθαλμούς αύτού,” τής σοφίας όμως,“αί όδοί αύτής είναι όδοί τερπναί καί πάσαι αί τρίβοι αύτής ειρήνη.” (Παρ. 13:15, 3:17). Κάθε πράξη ύπακοής στόν Χριστό, κάθε ενέργεια αύτοθυσίας πρός χάρη Του, κάθε δοκιμασία άντιμετωπισμένη μέ επιτυχία, κάθε νίκη κερδισμένη κατά του πειρασμού, είναι ένα προοδευτικό βήμα πρός τήν ένδοξη τελική νίκη. Άν δεχθούμε τόν Χριστό γιά όδηγό, Αύτός θά μάς καθοδηγήσει άσφαλώς. Ούτε αύτός άκόμη ό χειρότερος άμαρτωλός δέν κινδυνεύει νά χάσει τό δρόμο του. Ούτε μιά τρεμάμενη ύπαρξη ενδέχεται νά άποτύχει βαδίζοντας άνάμεσα στό άγνό καί άσπιλο φώς. Άν καί τό μονοπάτι είναι τόσο άγιο καί στενό πού ή παρουσία τής άμαρτίας άποκλείεται άπ’ αύτό, είναι μολαταύτα γιά όλους προσιτό καί οϋτε μιά τρεμάμενη, ταλαντευόμενη ψυχή χρειάζεται νά πει, “Δέν τόν μέλλει καθόλου γιά μένα τόν Θεό.”
Μπορεΐ ό δρόμος μας ναναι τραχύς κι’ ή άνηφοριά μεγάλη. Μπορεΐ ναναι λακκούβες δεξιά κι’ άριστερά. Μπορεΐ ή οδοιπορία μας ναναι ταλαιπωρία. Όταν κουρασμένοι άναζητούμε τήν άνάπαυση, μπορεΐ νά χρειασθεΐ νά συνεχίσομε μοχθώντας. Λιγοψυχώντας πρέπει νά άγωνιζόμαστε καί άποθαρρυμένοι νά διατηρούμε τήν ελπίδα μας. Άλλά μέ όδηγό μας τόν Χριστό, τελικά δέν θά άποτύχομε νά φθάσομε στόν πολυπόθητο ούρανό. Ό ίδιος ό Χριστός βάδισε τό τραχύ μονοπάτι πρίν άπό μάς καί λείανε τό δρόμο γιά τά δικά μας πόδια.
Καί καθόλο τό μήκος τής άπότομης άνηφοριάς πού οδηγεί στήν αιώνια ζωή ύπάρχουν δροσιστικές πηγές χαράς γιά νά άνακουφίζουν τούς άποκαμωμένους. Αύτοί πού βαδίζουν πάνω στά μονοπάτια τής σοφίας έχουν μέσα τους ύπέρμετρη χαρά, άκόμη καί κατά τίς δοκιμασίες. Επειδή Εκείνος πού άγαπούν μέ τήν ψυχή τους, άόρατος βαδίζει στό πλευρό τους. Σέ κάθε βήμα πρός τά πάνω τό χέρι Του διαρκώς έγγίζει τό δικό τους. Σέ κάθε τους καινούργιο βήμα λαμπρότερες άνταύγειες άπό τή δόξα τού Αοράτου φωτίζουν τό διάβα τους. Καί ό ύμνος τής δοξολογίας τους, διαρκώς πιό ζωηρός, άνεβαίνει καί ένώνεται μέ τίς άγγελικές ύμνωδίες μπροστά στό θρόνο τού Θεού. “Ή όδός τών δικαίων είναι ώς τό λαμπρόν φώς τό φέγγον επί μάλλον καί μάλλον, έωσού γείνη τελεία ήμέρα.” (Παρ. 4:18).