“Όταν προσεύχησαι μη έσο ώς οί ύποκριταί”—ματθ. 6:5
Οί Φαρισαίοι είχαν ορισμένες ώρες γιά προσευχή. Καί άν συνέβαινε τίς ώρες εκείνες νά βρίσκονται μακρυά απ’ τό σπίτι, όπως γίνονταν συχνά, σταματούσαν τότε όπουδήποτε κι’ άν τύχαινε νά βρίσκονται—άλλοτε καταμεσής τού δρόμου, άλλοτε στήν άγορά, μέσ’ τό συρφετό καί στήν οχλαγωγία—καί έκεϊ άρχιζαν νά άπαγγέλουν μεγαλόφωνα τίς τυποποιημένες προσευχές τους. Μιά τέτοια λατρεία πού προσφέρονταν μόνο καί μόνο γιά τόν αύτοδοξασμό, προκάλεσε τή δριμύτατη επίπληξη τού Χριστού. Χωρίς νά άπορρίπτει τή δημόσια προσευχή, άφού Αύτός ό Ίδιος προσεύχονταν μέ τούς μαθητές Του παρουσία τού πλήθους, διδάσκει μολαταύτα ότι ή ατομική προσευχή δέν πρέπει νά γίνεται δημοσία. Οί ευλαβείς, ενδόμυχες προσευχές μας δέν πρέπει νά φθάνουν στά αύτιά κανενός άλλου έκτός τού Θεού πού ένδιαφέρεται νά τίς άκούσει. Κανένα περίεργο αύτί δέν πρέπει νά συλλάβει τό φόρτο αύτού τού είδους τών παρακλήσεων.
“Σύ όμως όταν προσεύχησαι εϊσελθε εις τό ταμεϊον σου.” Έχε ένα ξέχωρο μέρος γιά τή μυστική προσευχή. Ο Ιησούς είχε διαλέξει ορισμένα μέρη όπου επικοινωνούσε μέ τόν Θεό, κι’ έτσι πρέπει νά κάνομε καί έμεϊς. Πρέπει συχνά νά άποσυρόμαστε σέ ένα ορισμένο σημείο, όσο καί ταπεινό, όπου νά μπορούμε νά βρεθούμε μόνοι μας μέ τόν Θεό.
“Προσευχήθητι εις τόν Πατέρα σου τόν έν τω κρύπτω.” Στό όνομα του Χριστού μπορούμε νά παρουσιασθοϋμε στόν Θεό μέ τήν εμπιστοσύνη ένός μικροϋ παιδιού. Δέν μάς χρειάζεται κανένας άνθρώπινος μεσάζοντας. Μέσο τού Ιησού μπορούμε νά άνοίξομε τήν καρδιά μας στόν Θεό όπως κάνομε σέ κάποιον πού μάς ξέρει καί μάς άγαπάει.
Μέσα στόν άπόμερο αύτόν τόπο τής προσευχής, εκεί όπου κανένα άλλο μάτι εκτός άπό τό μάτι τού Θεού μπορεΐ νά δει καί κανένα άλλο αύτί εκτός άπό τό δικό Του μπορεΐ νά άκούσει, μπορούμε ελεύθερα νά φανερώσομε τούς πιό άπόκρυφους πόθους μας καί τίς σφοδρότερες επιθυμίες μας στόν Πατέρα τής άπειρης εύσπλαχνίας. Καί μέσ’ τή σιγαλιά καί τή γαλήνη τής ψυχής, ή φωνή εκείνη πού ποτέ δέ λαθαίνει νά άπαντάει στήν κραυγή τής άνθρώπινης άνάγκης, θά μιλήσει στήν καρδιά μας.
“Είναι πολυεύσπλαχνος ό Κύριος καί οικτίρμων.” (Ίακ. 5:11). Μέ άκατάβλητη άγάπη περιμένει νά άκούσει τήν εξομολόγηση τού παραστρατημένου καί νά δεχθεί τή μεταμέλειά του. Περιμένει κάποιο δείγμα εύγνωμοσύνης άπό μάς, δπως μιά μητέρα περιμένει ένα χαμόγελο εύγνωμοσύνης άπό τό άγαπημένο της παιδί. Θέλει νά μάς κάνει νά καταλάβομε μέ τί μεγάλη προθυμία καί τρυφερότητα ή καρδιά Του σκιρτάει γιά μάς. Μάς καλεΐ νά καταφεύγομε γιά τίς δοκιμασίες μας στή φιλόστοργη φροντίδα Του, γιά τίς λύπες μας στήν άγάπη Του, γιά τά χτυπήματά μας στή γιατρειά Του, γιά τίς άδυναμίες μας στή δύναμή Του, γιά τόν έκμηδενισμό μας στήν άρτιότητά Του. Ποτέ δέν άπογοήτευσε κανέναν πού κατέφυγε σ’ Αύτόν. “Άνάβλεψαν πρός Αύτόν καί έφωτίσθησαν, καί τά πρόσωπα αύτών δέν κατησχύνθησαν.” (Ψαλμ. 34:5).
Όσοι ενδόμυχα έκζητοϋν τόν Θεό καί άναφέρουν στόν Κύριο τίς άνάγκες τους παρακαλώντας γιά βοήθεια, δέν ικετεύουν μάταια. “Ό Πατήρ σου ό βλέπων εν τώ κρύπτω, Αύτός θέλει σοι άνταποδώσει εν τω φανερώ.” Όταν εμείς κάνομε τόν Χριστό σύντροφό μας καθημερινό, θά νοιώθομε νά μάς περιβάλλουν οί δυνάμεις ένός άόρατου κόσμου. Καί παρατηρώντας τόν Ιησού, θά γίνομε σύμμορφοι μέ τήν εικόνα Του. Μέ τήν παρατήρηση μεταβαλλόμαστε. Ό χαρακτήρας εξημερώνεται, ραφινάρεται καί εξευγενίζεται γιά τήν ούράνια βασιλεία. Τό βέβαιο αποτέλεσμα τής επαφής καί τής επικοινωνίας μας μέ τόν Κύριό μας θά είναι ή αύξηση τής εύσέβειας, τής άγνότητας καί του ζήλου. Διαρκώς θά αντιλαμβανόμαστε τή βαθύτερη έννοια τής προσευχής. Έτσι άποκτοϋμε μιά θεϊκή εκπαίδευση πού απεικονίζεται μέ μιά ζωή επιμέλειας καί ζήλου. Ή ψυχή πού στρέφεται στόν Θεό γιά βοήθεια, ύποστήριξη καί δύναμη μέ καθημερινή, ενθερμη προσευχή, θά εμφορείται άπό εύγενεϊς επιδιώξεις, άπό σαφή άντίληψη τής άλήθειας καί τού καθήκοντος, άπό άγνά κίνητρα πράξεων, καί άπό μιά συνεχή πείνα καί δίψα γιά τή δικαιοσύνη. Διατηρώντας τήν επαφή μέ τόν Θεό, θά μπορέσομε νά μεταδίδομε στούς άλλους μέ τούς όποιους συναναστρεφόμαστε, τό φώς, τήν ειρήνη καί τή ψυχική γαλήνη πού βασιλεύουν στήν καρδιά μας. Ή δύναμη πού άποκτάται μέ τήν προσευχή στόν Θεό, σέ συνδυασμό μέ τήν επίμονη προσπάθεια γιά τήν κατάρτισή τού νού γιά εύθυκρισία καί επιμέλεια, προετοιμάζει τόν άνθρωπο γιά τά καθημερινά του καθήκοντα καί διατηρεί τό πνεύμα νηφάλιο κάτω άπό κάθε περίσταση.
Όταν εμείς πλησιάζομε τόν Θεό, Εκείνος θά βάλει τά κατάλληλα λόγια στό στόμα μας, ώστε νά μιλούμε γι’ Αύτόν, μάλιστα νά δοξολογούμε τό όνομά Του. Θά μάς διδάξει τόν μελωδικό σκοπό τών άγγέλων γιά νά προσφέρομε τίς εύχαριστίες μας στόν ούράνιο Πατέρα μας. Ή κάθε πράξη τής ζωής θά φανερώνει τό φώς καί τήν άγάπη του ένοικοϋντος Λυτρωτή. Τά εξωτερικά προβλήματα δέν μπορούν νά επηρεάσουν τή ζωή όταν αυτή τή ζεϊ κανείς μέ πίστη στόν Υίό του Θεού.