“Μακάριοι οί καθαροί τήν καρδίαν· διότι αύτοί θέλουσιν ίδεί τόν θεόν”—ματθ. 5:8
Οί Ιουδαίοι ήταν τόσο σχολαστικοί στήν τήρηση τής τελετουργικής καθαρότητας, ώστε οί απαιτήσεις τους είχαν καταντήσει φορτίο άβάσταχτο. Τή σκέψη τους απασχολούσαν διαρκώς οί κανόνες, οί απαγορεύσεις καί ό φόβος τού έξωτερικού μολυσμού, καί δέν ήταν σέ θέση νά διακρίνουν τό κηλίδωμα πού ή φιλαυτία καί ή κακεντρέχεια προξενούν στήν ψυχή.
Ό Ιησούς δέν άνέφερε ότι αύτή ή τελετουργική καθαρότητα άποτελούσε όρο γιά τήν είσοδο στή βασιλεία Του, άλλά τόνισε μάλλον τήν άνάγκη τής άγνότητας τής ψυχής. Ή σοφία ή όποία προέρχεται άπ’ τόν ούρανό, “πρώτον είναι καθαρά.” (Ίακ. 3:17). Τίποτε τό μιαρό δέν πρόκειται νά εισέλθει στήν πόλη τού Θεού. Όλοι όσοι προορίζονται νά κατοικήσουν έκεί πρέπει νά καθαρίσουν πρώτα τήν καρδιά τους εδώ σ’ αύτή τή γή. Όποιος μαθητεύει στό σχολείο τού Χριστού, θά διακρίνεται άπό μιά μεγάλη άπέχθεια γιά τούς τραχείς τρόπους, τήν άσχημη γλώσσα καί τίς πονηρές σκέψεις. Όταν ό Χριστός κατοικεί στήν καρδιά, ή εύθύτητα τού χαρακτήρα καί ή λεπτότητα των τρόπων γίνονται έκδηλες.
Άλλά τά λόγια αύτά τού Χριστού, “Μακάριοι οί καθαροί τήν καρδίαν”, περιέχουν μιά βαθύτερη σημασία. Έδώ δέν εννοείται άπλώς ή άγνότητα όπως τήν άντιλαμβάνεται ό κόσμος, άπαλλαγή δηλαδή άπό κάθε φιληδονία, άπό κάθε σαρκική επιθυμία· άλλά σύμφωνα μέ τούς κρυφούς πόθους καί σκοπούς τής καρδιάς, σημαίνει ελευθερία άπό τήν ύπερηφάνεια, καί τή συμφεροντολογία, σημαίνει ταπεινοφροσύνη, άφιλοκέρδεια, καί παιδική άφέλεια.
Μόνο τά όμοια πράγματα έλκονται άμοιβαία άναμεταξύ τους. Μόνο όταν δεχθείτε στήν προσωπική ζωή σας τήν άρχή τής άνυπόκριτης άγάπης ή όποία είναι καί ή άρχή του χαρακτήρα Του, μόνο τότε μπορείτε νά γνωρίσετε τόν Θεό. Ή καρδιά πού έξαπατάται άπό τόν Σατανά βλέπει τόν Θεό σάν μιά τυραννική, άδιάλλακτη οντότητα. Τά έγωϊστικά χαρακτηριστικά τού άνθρώπου, καί αύτού άκόμη τού Σατανά άποδίδονται στόν φιλόστρογο Δημιουργό. “Ύπέλαβες”, λέγει, “ότι είμαι τω όντι όμοιός σου.” (Ψαλμ. 50:21). Ή θεϊκή Του πρόνοια ερμηνεύεται σάν έκφραση μιάς δεσποτικής, έκδικητικής φύσης. Τό ίδιο καί ή Γραφή, τό θησαυροφυλάκιο αύτό τού πλούτου τής χάρης Του. Οί ένδοξες άλήθειες της πού φθάνουν τά ύψη τού ούρανού καί περικλείουν τήν αιωνιότητα μένουν άκατανόητες. Τό μεγαλύτερο μέρος τής άνθρώπινης φυλής, δέν βλέπει τόν Χριστό παρά σάν “ρίζα άπό ξηράς γης,” χωρίς καμιά, λένε, “ώραιότητα ώστε νά έπιθυμώμεν Αύτόν.” (Ήσ. 53:2). Όταν ό Ιησούς βρίσκονταν μεταξύ τών άνθρώπων—ή προσωποποίηση τού Θεού σέ άνθρώπινη μορφή—οί γραμματείς καί οί Φαρισαίοι Τού δήλωναν: “Δέν λέγομεν ήμείς ότι Σαμαρείτης είσαι Σύ, καί δαιμόνιον έχεις;” (Ίωάν. 8:48). Καί αύτοί άκόμη οί μαθητές Του είχαν σέ τέτοιο σημείο τυφλωθεί άπό τήν ιδιοτέλεια τής καρδιάς τους, ώστε άργησαν νά κατανοήσουν Εκείνον πού είχε έρθει γιά νά τούς άποκαλύψει τήν άγάπη τού Πατέρα. Αύτό έξηγεί τή μοναξιά πού ενοιωθε ό Χριστός όταν βρίσκονταν μεταξύ τών άνθρώπων. Μόνο ό ούρανός ήταν σέ θέση νά Τόν καταλάβει.
Όταν ό Χριστός έπιστρέψει μέ όλη Του τή δόξα, οί άσεβείς δέν θά άνθέξουν στό άντίκρυσμά Του. Ενώ τό φώς τής παρουσίας Του σημαίνει ζωή γιά όσους Τόν άγαπούν, γιά τούς άσεβείς σημαίνει θάνατο. Γι’ αύτούς ή προσμονή της παρουσίας Του είναι “φοβερά τις άπεκδοχή κρίσεως καί έξαψις πυρός.” (Εβρ. 10:27). Μόλις φανεί, αυτοί θά παρακαλούν νά κρυφθούν άπό τό πρόσωπο Εκείνου πού πέθανε γιά νά τούς άπολυτρώσει.
Άλλά γιά τίς καρδιές εκείνες πού έχουν έξαγνισθεί μέ τήν ένοικούσα παρουσία τού Αγίου Πνεύματος, όλα είναι διαφορετικά. Αύτοί γνωρίζουν τόν Θεό. Ή δόξα τού Κυρίου παρουσιάσθηκε στόν Μωύσή όταν αύτός είχε κρυβεί στή σχισματιά τού βράχου. Κι’ εμείς όταν καταφεύγουμε στό “Βράχο” τόν Χριστό, τότε παρατηρούμε τήν άγάπη τού Θεού.
“Όστις άγαπά τήν καθαρότητα τής καρδίας, διά τήν χάριν τών χειλέων αύτού, ό βασιλεύς θέλει είσθαι φίλος αύτού.” (Παρ. 22:11). Μέ τά μάτια τής πίστης μπορούμε νά Τόν ιδούμε καί τώρα άκόμη, εκεί άκριβώς όπου βρισκόμαστε. Στήν καθημερινή μας ζωή διακρίνουμε τήν άγαθότητα καί τήν ευσπλαχνία Του νά εκδηλώνονται μέ τά έργα τής προνοίας Του. Τόν άναγνωρίζουμε στόν χαρακτήρα τού Υιού Του. Παρουσιάζοντας τήν άλήθεια πού άφορά τόν Θεό καί “τόν Όποιον άπέστειλεν Ίησούν Χριστόν,” τό Άγιο Πνεύμα τήν άπλοποιεί στήν άντίληψη καί στήν καρδιά τού άνθρώπου. Οί “καθαροί τήν καρδίαν” βλέπουν τόν Θεό σάν Λυτρωτή τους, μέσα στά πλαίσια μιάς νέας καί στοργικής σχέσης, καί καθώς διακρίνουν τήν άγνότητα καί έρασμιότητα τού χαρακτήρα Του, ποθούν νά γίνουν οί φορείς τής εικόνας Του. Τόν βλέπουν σάν Πατέρα πού λαχταράει νά σφιχταγκαλιάσει τό μετανοιωμένο Του παιδί καί οί καρδιές τους πλημμυρίζουν άπό άνείπωτη, τρισένδοξη χαρά.
Οί “καθαροί τήν καρδίαν” διακρίνουν τόν Δημιουργό άπό τά έργα τών στιβαρών χεριών Του, άπό τά άντικείμενα τής ομορφιάς πού περιβάλλουν τό σύμπαν. Καί στό γραπτό Του λόγο διαβάζουν εύανάγνωστα τά ελέη Του, τήν αγαθότητά Του καί τή χάρη Του. Αλήθειες πού παραμένουν κρυμμένες άπ’ τούς σοφούς καί συνετούς άποκαλύπτονται στά μωρά. Ή ομορφιά καί ή πολυτιμότητα τής άλήθειας πού οί σοφοί τού κόσμου άδυνατούν νά διακρίνουν, εξελίσσεται διαρκώς μπροστά σ’ αύτούς πού κατέχονται άπό μιά παιδιάστικη εμπιστοσύνη καί λαχτάρα νά γνωρίσουν καί νά κάνουν τό θέλημα τού Θεού. Τήν άλήθεια τή διακρίνουμε όταν εμείς οί ίδιοι γίνουμε “κοινωνοί θείας φύσεως.”
Οί “καθαροί τήν καρδίαν” ζούν σάν νά βρίσκονταν στήν όρατή παρουσία τού Θεού άπό τή στιγμή πού τούς τοποθέτησε σ’ αύτόν τόν κόσμο. Καί θά Τόν βλέπουν επίσης πρόσωπο πρός πρόσωπο στή μελλοντική, άθάνατη ύπόστασή τους, όπως ό Άδάμ όταν περπατούσε καί συνομιλούσε μαζί μέ τόν Θεό στόν κήπο τής Έδέμ. “Τώρα βλέπομεν διά κατόπτρου αίνιγματωδώς, τότε δέ πρόσωπον πρός πρόσωπον.” (Α’ Κορ. 13:12).