“Έάν ό οφθαλμός σου ήναι καθαρός, όλον τό σώμα σου θέλει είσθαι φωτεινόν”—ματθ. 6:22
Τά λόγια αύτά τού Σωτήρα σημαίνουν ότι ή ειλικρίνεια τών προθέσεων, καί ή ολόψυχη καθιέρωση στόν Θεό είναι αύτό πού έχει σημασία. Άποκτήστε τήν ειλικρινή καί άμεχάβλητη πρόθεση στό νά διακρίνετε καί νά έφαρμόζετε τήν άλήθεια, άσχετα τί μπορεΐ νά σάς στοιχίζει αύτό, καί τότε θά δεχθήτε τή θεϊκή διαφώτιση. Ή πραγματική εύλάβεια αρχίζει όταν κάθε συμβιβασμός μέ τήν άμαρτία έκλείψει. Τότε ή γλώσσα τής ψυχής θά είναι ή ίδια μέ τού άποστόλου Παύλου: “Έν πράττω, τά μέν όπίσω λησμονών, εις δέ τά έμπροσθεν έπεκτεινόμενος, τρέχω πρός τόν σκοπόν διά τό βραβεΐον τής άνω κλήσεως τού Θεού έν Χριστώ Ιησού.” “Μάλιστα δέ καί νομίζω ότι είναι ζημία, διά τό έξοχον τής γνώσεως τού Ιησού Χριστού τού Κυρίου μου διά τόν Όποίον έζημιώθην τά πάντα καί λογίζομαι ότι είναι σκύβαλα, διά νά κερδίσω τόν Χριστόν.” (Φιλ. 3:14,8).
Όταν όμως τό μάτι τυψλώνεται άπό τόν εγωκεντρισμό, τότε όλα είναι σκοτεινά. “Έάν ό οφθαλμός σου ήναι πονηρός, όλον τό σώμα σου θέλει είσθαι σκοτεινόν.” Ήταν ένα τέτοιο τρομερό σκοτάδι πού περιέβαλλε τούς Ιουδαίους μέ μιά τόσο πεισμονή απιστία ώστε τούς ήταν αδύνατο νά εκτιμήσουν τόν χαρακτήρα καί τήν αποστολή Εκείνου πού ήρθε νά τούς σώσει άπό τίς άμαρτίες τους.
Ύποκύπτομε στόν πειρασμό άπό τή στιγμή πού γινόμαστε αναποφάσιστοι καί άφίνομε νά κλονίζεται ή εμπιστοσύνη μας στόν Θεό. Όταν δέν άποφασίζομε νά παραχωρήσομε τόν εαυτό μας ολοκληρωτικά στόν Θεό, τότε είναι πού μένομε στό σκότος. Καί ή παραμικρή επιφύλαξη άπό μέρους μας άνοίγει μιά πόρτα άπ’ όπου ό Σατανάς μπορεΐ νά μπει καί μέ τούς πειρασμούς του νά μάς κάνει νά παραστρατήσομε. Ξέρει ότι αν κατορθώσει νά άμαυρώσει τήν όρασή μας, ώστε τά μάτια τής πίστης νά μή μπορούν νά διακρίνουν τόν Θεό, τότε όλοι οί φραγμοί κατά τής άμαρτίας γκρεμίζονται.
Όταν μιά αμαρτωλή επιθυμία επικρατεί, αύτό δείχνει τήν παραπλάνηση τής ψυχής. Κάθε φορά πού μιά τέτοια άμαρτία ύποθάλπεται, ή άποστροφή τής ψυχής γιά τόν Θεό γίνεται σφοδρότερη. Ακολουθώντας τό μονοπάτι τής εκλογής τού Διαβόλου, περιβαλλόμαστε άπό τίς σκιές τού κακού. Τό κάθε βήμα μάς οδηγεί σέ πυκνότερο σκοτάδι καί εντείνει τήν τύφλωση τής ψυχής.
Ό ίδιος νόμος διέπει τόν πνευματικό κόσμο όπως καί τόν φυσικό. “Οποιος εξακολουθεί νά παραμένει στό σκοτάδι θά καταντήσει νά χάσει τήν ένταση τής δράσής του. Κλείνεται μέσα σέ μιά μαυρίλα πού ξεπερνάει τά μαύρα μεσάνυχτα, καί αύτό άκόμη τό περίλαμπρο φώς τού μεσουρανήματος δέν είναι ίκανό νά τόν φωτίσει. “Έν τώ σκότει είναι καί έν τώ σκότει περιπατει καί δέν έξεύρει πού ύπάγει, διότι τό σκότος έτύφλωσε τούς οφθαλμούς αύτού.” (Α’ Ίωάν. 2:11). Έπιμένοντας νά ύποθάλπει τό κακό, προτιμώντας νά άπορρίπτει τίς επικλήσεις τής θεϊκής άγάπης, ό άμαρτωλός χάνει τήν άγάπη του γιά τό καλό, τήν επιθυμία του γιά τόν Θεό, άκόμη καί αύτή τήν ικανότητα νά άποδεχθεΐ τό ούράνιο φώς. Ή πρόσκληση τής εύσπλαχνίας είναι άκόμη γεμάτη άγάπη, τό φώς εξακολουθεί νά λάμπει τό ίδιο όπως όταν πρωτοέλαμψε μέσα στήν ψυχή του. Ή φωνή της όμως φθάνει σέ αύτιά κωφά καί τό φώς πέφτει σέ μάτια τυφλά.
Ό Θεός δέν άπαρνεΐται ποτέ καμιά ψυχή, δέν τήν εγκαταλείπει νά άκολουθήσει τό δρόμο της ένόσο υπάρχει άκόμη ελπίδα σωτηρίας. Ό άνθρωπος άποστρέφεται τόν Θεό, όχι ό Θεός τόν άνθρωπο. Ό ουράνιος Πατέρας μας μάς παρακολουθεί καλώντας μας καί προειδοποιώντας μας καί διαβεβαιώνοντάς μας γιά τή συμπόνοια Του, μέχρι τήν ώρα όπου κάθε περεταίρω ευκαιρία καί προνόμιο θεωρούνται όλότελα χαμένα. Τήν ευθύνη τή φέρνει ό άμαρτωλός. Μέ τό νά άντιστέκεται στό Πνεύμα τού Θεού σήμερα, προετοιμάζεται γιά τήν έπόμενη άντίσταση μπροστά στό εντονότερο άκόμη άποστελλόμενο φώς. Έτσι περνάει άπό τή μιά βαθμίδα τής άντίστασης στήν άλλη, ώσπου τελικά παύει νά διακρίνει τό φώς καί νά άνταποκρίνεται σ’ όποιαδήποτε έκκληση τού Πνεύματος τού Θεού. Τότε καί αύτό άκόμη “τό φώς τό έν σοί” γίνεται σκότος. Καί ή άλήθεια πού γνωρίζει κανείς διαστρέφεται σέ τέτοιο βαθμό, ώστε συντελεί στή μεγαλύτερη τύφλωση τής ψυχής.