“Μακάριοι οί πραείς”—ματθ. 5:5
Οί μακαρισμοί άναφέρονται σάν μιά προοδευτική κλίμακα τής χριστιανικής πείρας. Αύτοί πού έχουν συναισθανθεί τή μεγάλη τους άνάγκη γιά τόν Χριστό, πού έχουν πενθήσει έξαιτίας τής άμαρτίας καί έχουν φοιτήσει στό ίδιο μέ τόν Χριστό σχολείο των θλίψεων, θά διδαχθούν καί τήν πραότητα άπό τόν θεϊκό τους Δάσκαλο.
Τό νά άντιμετωπίζει κανείς τήν άδικία μέ τήν ύπομονή καί τήν ήπιότητα, δέν ήταν στάση πού ένέκριναν ούτε οί είδωλολάτρες, ούτε οί Ιουδαίοι. Ή μέ τό Πνεύμα τό Άγιο εμπνευσμένη δήλωση τού Μωϋσή ότι εκείνος ύπήρξε ό πραότερος άνθρωπος τής γής, δέν θά κρίνονταν άπό τούς συγχρόνους του σάν κάτι τό άξιέπαινο. Θά προκαλούσε μάλλον τόν οίκτο ή τήν περιφρόνηση γι’ αύτόν. Ό Ιησούς όμως τοποθετεί τήν πραότητα άνάμεσα στά πρωτεύοντα προσόντα πού άπαιτούνται γιά τήν είσοδο στή βασιλεία Του. Ή άτομική Του ζωή καί ό χαρακτήρας Του παρουσιάζουν τή θεσπέσια καλλονή τής εξαίρετης αύτής άρετής.
Ό Ιησούς, τό άπαύγασμα τής δόξας τού Πατέρα, “δέν ένόμισεν άρπαγήν τό νά ήναι ίσα μέ τόν Θεόν, άλλ’ Εαυτόν έκένωσε, λαβών δούλου μορφήν.” (Φιλιπ. 2:6-7). Καταδέχθηκε νά περάσει άπό τίς ταπεινότερες φάσεις τής ζωής, περιερχόμενος μεταξύ των άνθρώπων, όχι σάν βασιλιάς άπαιτώντας τήν υποταγή τών άνθρώπων, άλλά σάν άτομο του οποίου ό προορισμός ήταν νά υπηρετεί τούς άλλους. Καμιά χροιά άδιαλλαξίας δέν χαρακτήριζε τούς τρόπους Του, καμιά σκιά παγερής αύστηρότητας. Ό Λυτρωτής τού κόσμου εφερε φύση άνώτερη των άγγέλων. Καί όμως συνυφασμένες μέ τή θεϊκή Του μεγαλειότητα ήταν ή πραότητα καί ή ταπεινοφροσύνη, καί αύτό άκριβώς ήταν εκείνο πού ελκυε τούς πάντες γύρω Του.
Ό Ιησούς “έκένωσε Εαυτόν” καί σ’ όλες Του τίς πράξεις τό εγώ ήταν τελείως άνύπαρκτο. Υπέβαλλε τά πάντα κάτω άπό τό θέλημα τού Πατέρα Του. Όταν ή επίγεια άποστολή Του πλησίαζε πρός τό τέλος της, μπορούσε κάλλιστα νά πει: “Έγώ Σέ έδόξασα επί τής γης· τό έργον έτελείωσα τό οποίον Μοί εδωκας διά νά κάμω.” (Ίωάν. 17:4). Καί ή άπαίτησή Του άπό εμάς είναι: “Μάθετε άπ’ Εμού· διότι πράος είμαι καί ταπεινός τήν καρδίαν.” Καί “Εάν τις θέλη νά ελθη όπίσω Μου, άς άπαρνηθή έαυτόν.” (Ματθ. 11:29, 16:24). Πρέπει λοιπόν τό έγώ νά έκθρονισθεί καί ποτέ πιά νά μήν επιδιώξει νά κυριαρχήσει στήν ψυχή.
Αύτός πού παρατηρεί τή ζωή τής αύταπάρνησης καί τής ταπεινοφροσύνης τού Χριστού, θά άναγκασθεί νά πεί όπως ό Δανιήλ όταν άντίκρυσε τόν Όμοιο Εκείνο μέ τούς υιούς τών άνθρώπων: “Ή άκμή μου μετεστράφη έν έμοί εις μαρασμόν.” (Δαν. 10:8). Ή άνεξαρτησία καί ή αύτοεξύψωση γιά τίς όποιες τόσο καυχησιολογούμε, βλέπονται τότε μέσ’ τήν πραγματική άσχήμια τους σάν δείγματα τής ύποτέλειάς μας στόν Σατανά. Ή άνθρώπινη φύση άγωνίζεται διαρκώς γιά τά πρωτεία, πάντα έτοιμη γιά συναγωνισμό. Άλλ’ ό μαθητής τού Χριστού κενώνει τόν έαυτό του άπό τό έγώ, άπό τήν ύπερηφάνεια, άπό τήν άγάπη γιά τήν ύπεροχή καί ή ψυχή γαληνεύει. Τό έγώ παραχωρείται στή διάθεση τού Αγίου Πνεύματος. Τότε δέν θά άγωνιούμε γιά νά καταλάβουμε τήν άνώτερη θέση. Δέν θά φιλοδοξούμε πασχίζοντας μέ σπασμωδικές κινήσεις νά άποσπάσουμε τήν προσοχή των άλλων, άλλά θά άναγνωρίσουμε ότι γιά μάς ή πιό έπίζηλη θέση βρίσκεται στά πόδια του Σωτήρα μας. Αποβλέποντας στόν Ίησού, θά περιμένουμε νά μάς κατευθύνει τό χέρι Του καί νά μάς καθοδηγεί ή φωνή Του. Έχοντας γευθεί τήν πείρα αύτή, ό άπόστολος Παύλος λέγει: “Μετά τού Χριστού συνεσταυρώθην ζώ δέ ούχί πλέον έγώ, άλλ’ ό Χριστός ζή έν έμοί· καθ’ ό δέ τώρα ζώ έν σαρκί, ζώ έν τη πίστει τού Υίού τού Θεού, όστις μέ ήγάπησε, καί παρέδωκεν Εαυτόν ύπέρ έμού.” (Γαλ. 2:20).
'Όταν προσφέρουμε στόν Χριστό τή μόνιμη φιλοξενία τής ψυχής μας, τότε ή ειρήνη τού Θεού “ή ύπερβαίνουσα πάσαν γνώσιν” θά διατηρήσει τή σκέψη μας καί τήν καρδιά μας συνδεμένες μέ τόν Ιησού Χριστό. Ή έπίγεια ζωή τού Σωτήρα, παρ’ όλο ότι κύλησε άνάμεσα σέ συνεχείς συγκρούσεις, ήταν ζωή ειρηνική. Ένώ άδυσώπητοι έχθροί Τόν κατέτρεχαν διαρκώς, Εκείνος έλεγε: “Ό πέμψας Με είναι μετ’ Έμού· δέν Μέ άφήκεν ό Πατήρ μόνον· διότι Έγώ κάμνω πάντοτε τά άρεστά εις Αύτόν.” (Ίωάν. 8:29). Κανένα μανιασμένο ξέσπασμα άνθρώπινης ή σατανικής οργής δέν μπορούσε νά ταράξει τή γαλήνη τής τέλειας έκείνης έπικοινωνίας μέ τόν Θεό. Καί σ’ εμάς λέγει: “Ειρήνην άφίνω εις εσάς, ειρήνην τήν Έμήν, δίδω εις εσάς.” “Άρατε τόν ζυγόν Μου έφ’ υμάς καί μάθετε άπ’ Έμού· διότι πράος είμαι καί ταπεινός τήν καρδίαν· καί θέλετε εύρεί άνάπαυσιν.” (Ίωάν. 19:27, Ματθ. 11:29). Υποβληθήτε μαζί Μου κάτω άπό τόν ζυγό τής ύπηρεσίας γιά τή δόξα τού Θεού καί τήν εξύψωση τής άνθρωπότητας καί θά διαπιστώσετε πόσο εύκολος είναι ό ζυγός αύτός καί πόσο τό φορτίο ελαφρύ.
Εκείνο πού διασαλεύει τήν ειρήνη μας είναι ή άγάπη τού έγώ. Όταν τό έγώ έξακολουθεί νά ζεί μέσα μας, βρισκόμαστε διαρκώς σέ άμυντική θέση προσπαθώντας νά τό προφυλάξουμε άπ’ τή νέκρωση καί άπ’ τήν προσβολή. Όταν δμως τό έγώ έχει πεθάνει καί ή ζωή μας είναι “κεκρυμμένη μετά του Χριστού έν τω Θεώ”, τότε δέν θά παίρνουμε έπί πόνου ούτε τίς παραγκωνίσεις, ούτε τίς ταπεινώσεις. Θά κλείνουμε τά αυτιά στίς έπιτιμήσεις καί τά μάτια στίς είρωνίες καί στίς προσβολές. “Ή άγάπη μακροθυμεί, άγαθοποιεί· ή άγάπη δέν φθονεί· ή άγάπη δέν αύθαδιάζει, δέν έπαίρεται, δέν άσχημονεί, δέν ζητεί τά έαυτής, δέν παροξύνεται, δέν διαλογίζεται τό κακόν, δέν χαίρει εις τήν άδικίαν, συγχαίρει δέ εις τήν άλήθειαν. Πάντα άνέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα έλπίζει, πάντα ύπομένει. Ή άγάπη ούδέποτε εκπίπτει.” (Α’ Κορ. 13:4-8).
Ή εύτυχία πού προέρχεται άπ’ αύτόν τόν κόσμο παραλλάζει άνάλογα μέ τίς διάφορες περιστάσεις πού τήν προξενούν. Άλλ’ ή ειρήνη τού Χριστού είναι ειρήνη μόνιμη καί άμετάβλητη. Δέν έξαρτάται άπό τίς περιστάσεις τής ζωής, άπό τήν οικονομική εύμάρεια, ή άπό τήν πληθώρα των κοσμικών φίλων. Ό Χριστός είναι ή πηγή τού ζωντανού νερού, καί ή εύτυχία πού πηγάζει άπ’ Αύτόν δέν χάνεται ποτέ.
Ή χριστιανική πραότητα, έκδηλωμένη στήν οικογένεια, καθιστά όλα τά μέλη εύτυχή. Δέν δημιουργεί διενέξεις, δέν προκαλεί θυμώδεις άπαντήσεις, άλλά μαλάσσει τόν βίαιο χαρακτήρα καί δημιουργεί γύρω της μιά τέτοια καλοσύνη πού γίνεται αισθητή άπ’ όλους όσους βρίσκονται μέσα στόν γοητευτικό της κύκλο. Ύποθάλποντάς την, τά μέλη των επιγείων οικογενειών καθίστανται μέλη τής μιας καί μεγάλης οικογένειας τού ούρανού.
Είναι άφάνταστα προτιμότερο γιά μάς νά ύποφέρουμε άπό άδικες κατηγορίες παρά νά βαρύνουμε τήν ψυχή μας ζητώντας άντίποινα γιά τούς εχθρούς μας. Τό πνεύμα τού μίσους καί τής εκδίκησης προέρχεται άπό τόν Σατανά καί μόνο βλάβη μπορεί νά προξενήσει σ’ εκείνον πού τό ύποθάλπει. Ή ταπεινή καρδιά, ή πραότητα πού απορρέει άπό τήν παρουσία τού Χριστού μέσα μας, είναι τό μοναδικό μυστικό τής εύλογίας. “Θέλει δοξάσει τούς πράους έν σωτηρία.” (Ψαλμ. 149:4).
Οί πραείς “θέλουσι κληρονομήσει τήν γην.” Ή επιθυμία γιά τήν αύτοεξύψωση προκάλεσε τήν είσοδο τής άμαρτίας στόν κόσμο, καί σάν άποτέλεσμα οί προπάτορές μας έχασαν τήν κυριαρχία τους πάνω στήν όμορφη αύτή γή πού άποτελούσε τό βασίλειό τους. Καί μέ τήν αύταπάρνησή Του ό Χριστός άποκαθιστά τό κάθε τι πού χάθηκε. Αύτός μάς συμβουλεύει ότι πρέπει νά νικήσομε όπως Εκείνος νίκησε. (Άποκ. 3:21). Μέ τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν αύτοπαραχώρηση μπορούμε νά γίνουμε συγκληρονόμοι Του όταν “οί πραείς θέλουσι κληρονομήσει τήν γην.” (Ψαλμ. 37:11).
Ή γή ή ύποσχεμένη στούς πραείς δέ μοιάζει μέ τήν τωρινή, τήν άμαυρωμένη μέ τή σκιά τού θανάτου καί τής κατάρας γή. “Κατά δέ τήν ύπόσχεσιν Αύτού νέους ούρανούς καί νέαν γην προσμένομεν έν οις δικαιοσύνη κατοικεί.” (Β’ Πετ. 3:13). “Καί ούδέν άνάθεμα θέλει είσθαι πλέον καί ό θρόνος τού Θεού καί τού Άρνίου θέλει εισθαι έν αύτή· καί οί δούλοι Αύτού θέλουσι λατρεύει Αύτόν.” (Άποκ. 22:3).
Σ’ εκείνη τή γή δέν ύπάρχει άπογοήτευση, ούτε λύπη, ούτε άμαρτία, ούτε θά λέει εκεί κανείς ότι είναι άρρωστος. Δέν ύπάρχουν εκεί νεκρώσιμες άκολουθίες, ούτε πένθος, ούτε θάνατος, ούτε χωρισμός, ούτε ραγισμένες καρδιές. Άλλ’ ό Χριστός είναι έκεί, ή ειρήνη βασιλεύει έκεί. Έκεί “δέν θέλουσι πεινάσει ούδέ διψήσει· δέν θέλει προσβάλλει αυτούς ούτε καύσων ούτε ήλιος· διότι ό ελεών αυτούς θέλει οδηγήσει αυτούς καί διά πηγών ύδάτων θέλει φέρει αυτούς.” (Ήσ. 49:10).