“Μή φέρης ήμάς εις πειρασμόν, άλλά έλευθέρωσον ήμάς άπό τού πονηρού”—ματθ. 6:13
Πειρασμός θά πει μπλέξιμο μέ τήν άμαρτία καί ένα τέτοιο πράγμα δέν προέρχεται ποτέ άπό τόν Θεό, άλλ’ άπό τόν Διάβολο, καί άπό τό κακό πού φωλιάζει στην καρδιά μας. “Ό Θεός είναι άπείραστος κακών καί Αύτός ούδένα πειράζει.” (Ίακ. 1:13).
Ό Σατανάς προσπαθεί νά μάς φέρει σέ πειρασμό γιά νά άποκαλύψει τό στρεβλό τού χαρακτήρα σέ άνθρώπους καί σέ άγγέλους ώστε νά μάς άπαιτήσει μετά γιά δικούς του. Στή συμβολική προφητεία τού Ζαχαρία, ό Σατανάς στέκεται στά δεξιά τού Αγγέλου τού Κυρίου γιά νά κατηγορήσει τόν πρωθιερέα Ιησού, ντυμένο μέ ρυπαρά ίμάτια, καί νά άντισταθεΐ στό έργο πού ό Άγγελος επιθυμεί νά κάνει γι’ αύτόν. Ή εικόνα αύτή συμβολίζει τή στάση τού Σατανά έναντι κάθε ψυχής πού ό Χριστός προσπαθεί νά έλκύσει κοντά Του. Ό εχθρός μάς όδηγεϊ στήν άμαρτία καί μετά μάς κατηγορεί στήν παρουσία τού ούρανίου σύμπαντος γιά άνάξιους τής άγάπης τού Θεού. Αλλά “είπε Κύριος πρός τόν Διάβολον, θέλει σέ έπιτιμήσει ό Κύριος, Διάβολε· ναί, θέλει σέ έπιτιμήσει ό Κύριος δστις εκλεξε τήν Ιερουσαλήμ· δέν είναι ούτος δαυλός άπεσπασμένος άπό πυρός;” Καί πρός τόν (ιερέα) Ιησού είπε: “Ιδού άφήρεσα άπό σού τήν άνομίαν σου καί θέλω σέ ένδύσει ίμάτια λαμπρά.” (Ζαχ. 3:1-4).
Μέ τή μεγάλη Του άγάπη ό Θεός προσπαθεί νά άναπτύξει μέσα μας τίς πολύτιμες άρετές τού Πνεύματός Του. Μάς επιτρέπει νά άντιμετωπίζομε εμπόδια, κατατρεγμούς καί δυσκολίες όχι σάν νά ήταν κατάρα, άλλά σάν τή μεγαλύτερη εύλογία της ζωής μας. Κάθε αναχαιτισμένος πειρασμός, κάθε άντιμετωπισμένη μέ θάρρος δοκιμασία, μάς εφοδιάζουν μέ καινούργιες εμπειρίες καί μάς βοηθούν στήν πρόοδο της διάπλασης τού χαρακτήρα. Ή ψυχή πού μέ τή θεϊκή βοήθεια άντιστέκεται στόν πειρασμό, φανερώνει στόν κόσμο καί στό ούράνιο σύμπαν τήν άποτελεσματικότητα τής χάρης τού Χριστού.
Παρόλο ότι δέν πρέπει νά δυσανασχετούμε μέ τίς δοκιμασίες, όσο οδυνηρές κι’ αν είναι, πρέπει όμως νά προσευχόμαστε νά μή επιτρέψει ό Θεός νά βρεθούμε στό δύσκολο σημείο όπου μπορούν νά μάς οδηγήσουν οί επιθυμίες τής άμαρτωλής μας καρδιάς. Προσευχόμενοι έτσι όπως μάς ύπέδειξε ό Χριστός, παραχωρούμε τόν έαυτό μας στήν καθοδήγηση τού Θεού καί Τού ζητούμε νά μάς οδηγεί σέ μονοπάτια άσφαλή. Μάς είναι άδύνατο νά προφέρομε τήν προσευχή αύτή καί νά επιθυμούμε ταυτόχρονα νά βαδίσομε όπως μάς άρέσει. Θά περιμένομε νά μάς οδηγήσει τό χέρι Του καί θά άκούσομε τή φωνή Του νά μάς λέγει: Άύτη είναι ή όδός· περιπατείτε εν αύτη.” (Ήσ. 30:21).
Είναι επικίνδυνο νά χρονοτριβούμε σκεπτόμενοι τό τί θά μπορούσαμε νά κερδίσομε αν ένδίδαμε στίς προτάσεις τού Διαβόλου. Μόνο έξευτελισμό καί καταστροφή σημαίνει ή άμαρτία γιά τήν ψυχή πού τήν ύποθάλπει. Άλλ’ επειδή έχει τό ιδίωμα νά τυφλώνει καί νά εξαπατάει, μπορεΐ νά μάς τυλίξει στά δίχτυα της μέ κολακευτικές παραστάσεις. Όταν εμείς ριψοκινδυνεύομε νά πατήσομε τό εχθρικό τού Σατανά έδαφος, δέν έχομε καμιά εγγύηση ότι θά προστατευθούμε άπό τή δύναμή του. Πρέπει νά καταβάλομε κάθε δυνατή προσπάθεια γιά νά κρατήσομε κλειστές όλες τίς διόδους άπ’ όπου ό πειραστής μπορεΐ νά μάς πλησιάσει.
Ή ίδια ή παράκληση “μη φέρης ημάς εις πειρασμόν”, είναι άφεαυτού της μιά υπόσχεση. Όταν εμείς παραχωρούμε τόν εαυτό μας στόν Θεό, μάς δίνεται ή διαβεβαίωση ότι Αύτός “δέν θέλει σάς άφήσει νά πειρασθήτε ύπέρ τήν δύναμίν σας, άλλά μετά τού πειρασμού θέλει κάμει καί τήν εκβασιν, ώστε νά δύνασθε νά ύποφέρητε.” (Α’ Κορ. 10:13).
Ή μόνη άσφάλεια εναντίον τού κακού είναι ή ένοίκηση τού Χριστού μέσ’ τήν καρδιά μέσο τής πίστης πού εχομε γιά τή δικαιοσύνη Του. Μόνο στή φιλαυτία πού φωλιάζει στήν καρδιά μας μπορεΐ νά άποδοθεΐ ή δύναμη πού άσκεΐ ό πειρασμός μέσα μας. Όταν δμως παρατηρούμε τή μεγάλη άγάπη τού Θεού, τότε ή φιλαυτία μάς παρουσιάζεται μέ όλη τήν άσχήμια καί τήν άποκρουστικότητά της καί τότε μάς γεννάται ή επιθυμία νά τήν άποβάλομε άπό τήν ψυχή. Καθώς ό Χριστός δοξάζεται άπό τό Πνεύμα τό “Αγιο, οί καρδιές μας άπαλύνονται καί ύποτάσσονται, ό πειρασμός παύει νά άσκεΐ τή δύναμή του καί ή χάρη τού Χριστού μεταπλάθει τόν χαρακτήρα.
Ό Χριστός ποτέ δέν εγκαταλείπει μιά ψυχή γιά τήν όποία έδωσε τή ζωή Του. Ή ίδια ή ψυχή μπορεΐ νά Τόν έγκαταλείψει καί νά κυριευθεΐ άπό τόν πειρασμό· άλλ’ ό Χριστός δέν είναι δυνατό ποτέ νά στραφεί μακρυά άπό κείνον γιά τόν όποιο πλήρωσε τά λύτρα μέ τή δική Του τή ζωή. Αν μπορούσαν τά πνευματικά μας μάτια νά άνοιχθούν, θά διακρίναμε ψυχές νά λυγίζουν κάτω άπ’ τήν καταδυνάστευση, νά παραδέρνονται άπ’ τή λύπη, νά πιέζονται άπ’ τό βάρος σάν τό παραφορτωμένο κάρρο μέ σανό, έτοιμες νά ξεψυχήσουν μεσ’ τήν άπόγνωση. Θά διακρίναμε επίσης ούράνιους άγγέλους νά σπεύδουν σέ βοήθεια τών πειραζομένων αύτών πού βρίσκονται στό χείλος τού γκρεμού. Οι ούράνιοι άπεσταλμένοι άπωθούν τίς στρατιές του πονηρού πού πολιορκούν τίς ψυχές αύτές. Τίς οδηγούν τότε νά στερεώσουν τά πόδια τους πάνω στό ισχυρό θεμέλιο. Οί μάχες πού διεξάγονται μεταξύ τών δύο εχθρικών παρατάξεων είναι τόσο πραγματικές όσο καί οί μάχες πού διεξάγουν τά στρατεύματα τού κόσμου. Άπό τήν έκβαση τού πνευματικού αύτού άγώνα έξαρτάται τό αιώνιο πεπρωμένο μας.
Σ’ έμάς άπευθύνονται τά λόγια πού ειπώθηκαν καί στόν Πέτρο: “Ό Σατανάς σάς έζήτησε διά νά σάς κοσκινίση ώς τόν σίτον. Πλήν έγώ έδεήθην περί σοϋ διά νά μή έκλειψη ή πίστις σου.” (Λουκ. 22:31-32). Δοξασμένος ας είναι ό Θεός ότι δέν εχομε έγκαταλειφθεί μόνοι μας. Εκείνος ό Όποίος “τόσον ήγάπησε τόν κόσμον, ώστε εδωκε τόν Υίόν Αύτού τόν μονογενή διά νά μή άπολεσθή πάς ό πιστεύων εις Αύτόν, άλλά νά έχη ζωήν αιώνιον” (Ίωάν. 3:16), δέν πρόκειται νά μάς έγκαταλείψει στόν άγώνα μας κατά τού κοινού έχθρού Θεού καί άνθρώπων. “Ιδού”, μάς λέγει, “δίδω εις έσάς τήν εξουσίαν τού νά πατητέ έπάνω δφεων καί σκορπιών, καί επί πάσαν τήν δύναμιν του έχθρού· καί ούδέν θέλει σάς βλάψει.” (Λουκ. 10:19).
Ζήσετε σέ στενή επικοινωνία μέ τόν ζώντα Χριστό. Αύτός θά σάς κρατήσει σφιχτά μέ τό στιβαρό Του χέρι πού δέν τό άφίνει ποτέ νά χαλαρώσει. Γνωρίστε καί πιστέψτε στήν άγάπη πού τρέφει ό Θεός γιά σάς καί τότε θά είσθε άσφαλεΐς. Επειδή ή άγάπη αύτή είναι φρούριο άπόρθητο ενάντια σ’ όλες τίς πλάνες καί τίς επιθέσεις του Σατανά. “Τό όνομα τού Κυρίου είναι πύργος οχυρός· ό δίκαιος καταφεύγων εις αύτόν είναι έν άσφαλεία.” (Παρ. 18:10).