20. Ο Ιησούς εις Ναΐν - Point of view

Εν τάχει

20. Ο Ιησούς εις Ναΐν




Πως ανέστησε τον υιόν της χήρας — Αποστολή παρά Ιωάννου του Βαπτιστού — Απόκρισις του Ιησού — Λαμπρός έπαινος του Ιωάννου — «Ο ελάχιστος εν τη βασιλεία των Ουρανών»

Μετά τα συμβάντα ταύτα, ως διηγείται ο Λουκάς, ο Κύριος ημών απήλθεν από Καπερναούμ εις Ναΐν. Η Ναΐν, την σήμερον άθλιον χωρίον, απέχει εικοσιπέντε μίλια από της Καπερναούμ, και κείται επί της βορυοδυτικής κλιτύος του Ιεβέλ ή μικρού Ερμών. Το όνομα, όπερ διατηρεί εισέτι, σημαίνει «ωραίος», και η θέσις της παρά το Ενδώρ, απέναντι του Θαβωρίου όρους και των υψωμάτων της γης Ζαβουλών, δικαιολογεί το εύφημον του τίτλου. Αναχωρήσας, ως πάντοτε ποιούσιν οι Ανατολίται, πρωί με την αύραν την δροσεράν, ο Ιησούς έπλευσε, κατά πάσαν πιθανότητα εις το μεσημβρινόν της λίμνης, και είτα κατήλθε την κοιλάδα του Ιορδάνου, οπόθεν, αφήσας το Θαβώρ δεξιόθεν, θα έφθασεν εις το μικρόν χωρίον ολίγον μετά την μεσημβρίαν.
Κατά την λαμπράν ταύτην περίοδον του κηρύγματός Του, συνοδεύετο ου μόνον υπό των μαθητών Του, αλλά και υπό χαίροντος πλήθους. Και καθώς η φραιδρά αύτη προπομπή, η τόσω πλήρης υψιφρόνων ελπίδων και πλανητικών πίστεων περί του ερχομένου Βασιλέως, ανέβαινε την στενήν και πετρώδη ανωφέρειαν την άγουσαν εις την πύλην της Ναΐν, συνήντησεν άλλην και θλιβεράν συνοδίαν, εξερχομένην όπως θάψη αποθανόντα νέον τινά έξω των τειχών. Υπήρχε περιπάθεια βαθυτέρα του συνήθους εις το θέαμα, και διά τούτο πιθανώς, παρά τη εκπαθεί εκείνη φυλή, πένθος αγριώτερον και ειλικρινέστερον ή οι συνήθως οδυρμοί. Διότι ο νέος ήτο, κατά το ύφος το απλούν και παθητικόν, το οποίον ησθάνοντο και βαθύτερον τα Ιουδαϊκά ώτα, «Μονογενής τη μητρί αυτού, και αυτή χήρα».
Η θέα της τρομεράς ταύτης λύπης συνεκίνησεν ακαθέκτως την υπερφιλούσαν καρδίαν του Σωτήρος. Σταθείς μόνον διά να είπη εις την μητέρα, «Μη κλαίε», επλησίασε, και ολιγωρήσας πάλιν των τελετουργικών διατάξεων, έψαυσε την σωρόν εν ή έκειτο ο νεανίας. Πρέπει να υπήρξε στιγμή προσδοκίας και συνοχής της πνοής απερίγραπτος. Απρόσκλητοι, αλλ' έμπλεοι αορίστου φόβου, οι βαστάζοντες την λάρνακα εστάθησαν. Και τότε διά των καρδιών των εμπλήκτων θρηνολόγων, και διά των καρδιών του σιωπώντος πλήθους, ήχησε γαλήνιος η φωνή: «Νεανία, έγειραι»!
Άρά γε φοβερόν τούτον μονοσύλλαβον (αραμαϊστί κ ο υ μ) θα διεπέρα και τας μυστηριώδεις μοναξίας του θανάτου; Διεπέρασε τάχα τα αδιάτρητα σκότη τα οποία απέκρυψαν πάντοτε από της ανθρωπίνης όψεως τον κόσμον τον πέραν του τάφου; Ναι, τα διεπέρασεν. Ο νεκρός ηγέρθη, και ήρχισε να ομιλή· κ' Εκείνος τον παρέδωκεν εις την μητέρα του.
Ουδέν άπορον αν μέγας φόβος επέπεσεν επί πάντας. Δυνατόν ν' ανελογίσθησαν τον Ηλιού και την χήραν της Σαραφθίας· τον Ελισσαιέ και την Σουνναμίτιδα. Κ' εκείνοι, οι μέγιστοι των Προφητών, απέδωκαν εις τας πτωχάς γυναικάς τους αποθανόντας μονογενείς των. Αλλ' εκείνοι το έπραξαν με αγωνίαν και με κόπους και ικασίας, με προσευχάς και με εμφυσήσεις και εκτάσεις χειρών και μελών επί του νεκρού· ο δε Ιησούς έπραξε το θαύμα γαληνίως, περιστατικώς, στιγμιαίως, εν τω ιδίω ονόματι, διά της ιδίας εξουσίας Αυτού, δι' απλής λέξεως. Ηδύναντο οι παρεστώτες να κρίνωσιν άλλως ή ότι «ο Θεός επεσκέψατο τον λαόν Αυτού;»
Ήτο περί τον χρόνον τούτον, ίσως την αυτήν ημέραν, ότε ο Ιησούς εδέχθη βραχύ αλλά τεταραγμένον μήνυμα από τον μέγαν Πρόδρομόν του, τον Βαπτιστήν Ιωάννην. Αυτή η βραχύτης του επηύξανε την έννοιαν της αμφιβολίας και της θλίψεως ήτις τον διέπνεε. «Συ ει ο ερχόμενος, ηρώτα, ή άλλον προσδοκώμεν;»
Ήτο τούτο μήνυμα από εκείνον όστις πρώτος είχεν αναγνωρίσει και είχε δείξει τον Αμνόν του Θεού; από εκείνον όστις, εν τη εκστάσει της οπτασίας, είχεν ιδεί τον ουρανόν ανεωγμένον και το Πνεύμα ωσεί περιστεράν κατερχόμενον επί τον Ιησούν;
Δυνατόν. Εφαντάσθησάν τινες εντοσούτω ότι η ερώτησις μόνον σκοπόν είχε να θεραπεύση τας αμφιβολίας των ζηλοτύπων και αποκαρδιωμένων οπαδών του Βαπτιστού· άλλοι, ότι το ερώτημα εσήμαινε μόνον. «Είσαι τω όντι ο Ιησούς περί ου εμαρτύρησα; άλλοι ότι το μήνυμα δεν εμπεριείχε λανθάνοντα δισταγμόν, αλλ' ήτο ως δειλή εισήγησις ότι ο καιρός είχεν έλθη ήδη διά τον Ιησούν να φανερωθή ως ο Μεσσίας των θεοκραταιών ελπίδων του έθνους Του· ίσως δε ενείχε και ηπίαν επιτίμησιν προς Αυτόν διότι επέτρεπεν ώστε ο φίλος και πρόδρομός Του να τήκηται εν φυλακή, και δεν εξήσκει προς χάριν Του την θαυματουργόν δύναμιν την οποίαν διασάλπιζεν η φήμη. Πλην όλαι αύται αι υποθέσεις είνε όλως αστήρικτοι, και αναιρούνται εξ αυτών των εκφράσεων της αφηγήσεως. Ο Άγ. Ιωάννης ο Βαπτιστής, με το ηρωικόν μεγαλείον του, δεν έχει ανάγκην των οικτηρμόνων συνδιασμών μας· συμπεραίνομεν εκ των ρητών λόγων Εκείνου, όστις κατ' αυτήν την κρίσιν απήγγειλε περί αυτού τον λαμπρότατον έπαινον ον προήνεγκόν ποτε ανθρώπινα χείλη, ότι ο μέγας προφήτης είχεν εύρη πράγματι λίθον προσκόμματος εις την πίστιν του εξ όσων ήκουε περί του Χριστού.
Και μη τούτο είνε αφύσικον; είνε τι το οποίον ο γνωρίζων την ανθρωπίνην καρδίαν θα καταδικάση; Το στάδιον του μεγίστου των προφυτών υπήρξε βραχύ και τραγικόν, θλιβερόν ημερολόγιον συμφοράς και εκλείψεως. Καίτοι οι λαοί συνέρρεον παμπληθείς ν' ακούσωσι τον πύρινον κήρυκα της ερημίας, η πραγματική εντύπωσις επί το πνεύμα του έθνους ούτε βαθεία υπήρξεν ούτε διαρκής. «Τις ήκουσε την φωνήν του (λέγει Σκώτος ποιητής); Μόνον η ηχώ από τα άντρα των ορέων απήντα: Μετανοείτε! μετανοείτε!»
Και πριν εξέλθη ο Ιησούς εν τω πληρώματι της εξουσίας Του, η ισχύς και η δύναμις του Ιωάννου είχεν ωχριάσει ως αστήρ προ της ανατολής. Πρέπει να ησθάνθη τάχιστα — και τούτο είνε πικρόν διά πάσαν ανθρωπίνην καρδίαν να το αισθανθή — ότι η αποστολή του εν τη παρούση ζωή, είχε λήξει· ότι ουδέν αξιόλογον έμενεν αυτώ να πράξη. Παρόμοιαι στιγμαί καρδιοβόρου μελαγχολίας επήλθον ήδη εις τον βίον των μεγάλων των προ αυτού, του Μωυσέως και του Ηλία. Αλλά δεινοτέρα ακόμη ήτο η περίστασις διά τον Βαπτιστήν. Διότι αν και ο φίλος και ο Σωτήρ του έζη, και δεν απείχε πόρρω απ' αυτού, ήτο δε εν τη ακμή της δυνάμεως Του, και ετέλει καθ' ημέραν τα θαύματα της αγάπης τα οποία εμαρτύρουν την αποστολήν Του, όμως ο Ιωάννης δεν είδε πλέον τον φίλον και τον Σωτήρα τούτον επί της γης. Ο δε Ηρώδης ο Αντίπας, ο ευτελέστατος ούτος των τυράννων και ασθενέστατος, θυμωθείς διότι ο Ιωάννης τον ήλεγχε διά τον αθέμιτον γάμον του μετά της Ηρωδιάδος, εκράτησε τον Ιωάννην και τον έρριψεν εις την φυλακήν.
Ο Ιώσηπος λέγει, ότι η φυλακή αύτη ήτο εις το φρούριον Μακώρ, παρά την εσχατιάν την γείτονα της έρημου, προς βορράν της Νεκράς Θαλάσσης και εγγύς των μεθορίων της Αραβίας. Διά πνεύμα ελεύθερον, δι' άνδρα ζήσαντα εν τη αγριότητι της ερήμου, καθώς ο Ιωάννης, χειροτέρα του θανάτου ήτο η φυλακή. Και αυτό το όμμα του προφητικού αετού επόμενον ήτο να θολώση εις τον κλοβόν εκείνον.
Ουχί άπαξ ούτε διά μόνον εν τη ιστορία του κόσμου ο Θεός εφάνη ότι άφησε τους μεγίστους θεράποντάς Του να πιώσι μέχρι τρυγός την κύλικα της δοκιμασίας και του μαρτυρίου πριν ή στεφανώσωσι αυτούς οριστικώς με στέφανον δόξης ακήρατον. Αλλ' εις ουδένα η πειθαρχική αύτη παιδεία ήλθε κατά τρομερώτερον τρόπον ή εις τον Άγ. Ιωάννην. Διότι εφαίνετο ολιγωρούμενος ου μόνον υπό του Θεού άνω, αλλά και υπό του ζώντος Υιού του Θεού επί της γης. Ο Ιωάννης ετήκετο εις την ειρκτήν του Ηρώδου, και ο Ιησούς εν τη χαρμοσύνω απλότητι της πρώτης εν τη Γαλιλαία διδασκαλίας Του εκήρυττεν εις φαιδρά πλήθη μεταξύ των κρίνων του αγρού ή από των κυμάτων της λίμνης της τερπνής. Ω, διατί ο Πατήρ του εν τω ουρανώ και ο φίλος του επί της γης να τον αφήσουν να τήκηται ούτω; Μη η ζωή του δεν ήτο οσία; μη η λειτουργία του δεν υπήρξε πιστή; μη η μαρτυρία του δεν ήτο αληθής; Ω, διατί Εκείνος, ον εμαρτύρησε πέραν του Ιορδάνου, δεν κατετίβαζε πυρ εξ ουρανού να καύση τα άνομα εκείνα τείχη; Μεταξύ τόσων θαυμάτων δεν Του επερίσσευεν έν προς χάριν του ταλαιπώρου συγγενούς Του, όστις είχεν έλθη προ προσώπου Του διά να κατασκευάση την οδόν Του έμπροσθέν Του; Μεταξύ τόσων λόγων ελέους και συμπαθείας ένα μόνον δεν ηδύνατο να είπη δι' εκείνον όστις είχεν εκφέρει την φωνήν εκείνην του βοώντος εν τη ερήμω; Διατί ο νεαρός Υιός του Δαυίδ να μη διασαλεύση διά σεισμού τα θεμέλια των ειρκτών εκείνων της Ιδουμαίας, ή μίαν μόνον να στείλη εκ των δώδεκα λεγεώνων των Αγγέλων Του προς απελευθέρωσιν του Προδρόμου και φίλου Του, έστω και διά να τον επαναφέρη και πάλιν εις την έρημον μοναξίαν του, ν' αποθάνη εκεί ελεύθερος μεταξύ των θηρίων, μακράν της ατίμου τυραννίας του Ηρώδου του αιμομίκτου και μοιχού; Τι το άπορον, επαναλέγομεν, αν το όμμα του εν κλωβώ αετού ήρχισε να θολώνη!
«Συ ει ο ερχόμενος ή άλλον προσδοκώμεν;»
Ο Ιησούς δεν απήντησεν απ' ευθείας εις την ερώτησιν. Επέτρεψεν εις τους απεσταλμένους να ίδωσι με τους ιδίους οφθαλμούς των τινά εκ των έργων περί ων μόνον ήκουον μέχρι τούδε, και είτα, κατ' αναφοράν προς το ΞΑ' κεφάλαιον του Ησαΐου, παρήγγειλεν αυτοίς να είπωσι προς τον Ιωάννην ότι τυφλοί αναβλέπουσι, και χωλοί περιπατούσι, και λεπροί καθαρίζωνται, και κωφοί ακούουσι, και νεκροί εγείρονται· προ πάντων δε και υπέρ παν άλλο, ότι πτωχοί ευαγγελίζονται· και είτα, δυνάμεθα να φαντασθώμεν μετά πόσον βαθείας τρυφερότητος προσέθηκε. «Και μακάριος ος αν μη σκανδαλισθή εν Εμοί». Μακάριος τουτέστιν, εκείνος όστις πιστεύη εις Εμέ και εν τω διωγμώ και τη θλίψει· όστις πιστεύση ότι γνωρίζω μέχρι τέλους την θέλησιν του Πέμψαντός Με και πώς και πότε να τελειώσω το έργον Του.
Ευκόλως δυνάμεθα να υποθέσωμεν, αν και ουδέν περισσότερον μας λέγεται, ότι οι μαθηταί δεν απεχώρησαν χωρίς ν' ακούσωσι παρά του Ιησού και άλλους λόγους ιδιαιτέρας στοργής και παραμυθίας διά τον μέγαν δεσμώτην· λόγια τα οποία θα ήσαν «ως γλυκέα υπέρ μέλι τω στόματι» εκείνου όστις υπέφερε την πείναν εις την έρημον, και πολυτιμότερα πηγής ύδατος εν γη αυχμώση. Και μόλις οι μαθηταί απεμακρύνθησαν, ότε Εκείνος εξέφερεν εν γλώση ευρύθμου καλλονής τον αξιομνημόνευτον έπαινον, ότι ο Ιωάννης ήτο όντως η Φωνή εν τη αυγή της νέας ημέρας, ο μέγιστος των κηρύκων του Θεού, ο Ηλίας όστις, κατά το τελευταίον ρήμα της αρχικής προφητείας έμελλε να προπορευθή της ελεύσεως του Μεσσίου και να ετοιμάση την οδόν Αυτού.
«Τι εξήλθετε εις την έρημον θεάσασθαι; Κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον; Αλλά τι εξήλθετε ιδείν; Άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον; Ίδετε, οι τα μαλακά φορούντες εν τοις οίκοις των βασιλέων εισίν. Αλλά τι εξήλθετε ιδείν; Προφήτην; Ναι, λέγω υμίν, και περισσότερον προφήτου. Ότι ούτος εστι περί ου γέγραπται. Ιδού Εγώ αποστέλλω τον άγγελόν Μου προ προσώπου Σου, ος κατασκευάσει την οδόν Σου έμπροσθέν Σου».
«Αμήν λέγω υμίν, ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού».
Είτα προσέθηκεν ότι, καίτοι ο Ιωάννης είνε ο τελευταίος και ο μέγιστος εν τη Παλαιά Διαθήκη, «ο μικρότερος εν τη βασιλεία των ουρανών μείζων αυτού εστι».
Ο Ιωάννης είχεν έλθη μη εσθίων μήτε πίνων, και έλεγον; Δαιμόνιον έχει. Ο Υιός του Ανθρώπου είχεν έλθη εσθίων και πίνων, και έλεγον: Ίδε άνθρωπος φάγος και οινοπότης τελωνών φίλος και αμαρτωλών. Πλην εις το τέλος πληρούνται πάντοτε οι λόγοι της Σοφίας: «Ούτος ην ον έσχομέν ποτε εις γέλωτα και εις παραβολήν ονειδισμού, οι άφρονες; Τον βίον αυτού ελογισάμεθα μανίαν και την τελευτήν αυτού άτιμον. Πώς δε κατελογίσθη εν υιοίς Θεού και εν αγίοις ο κλήρος αυτού εστι;»
via

Pages