Το παρόν απόσπασμα είναι οι πρώτες σελίδες από ένα εξαιρετικό βιβλίο. Λέγεται «Λόγος Περί Νήψεως» και είναι υπομνηματισμός του γέροντος Αιμιλανού Σιμωνοπετρίτου στο «Λόγος περί νήψεως και ησυχίας χωρισμένος σε 203 κεφάλαια» του αγίου Ησύχιου. Όλος ο λόγος του αγίου Ησύχιου βρίσκεται εδώ:
Το βιβλίο λέγεται: ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΝΗΨΕΩΣ – ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΗΣΥΧΙΟ. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ.
Νήψις εστι μέθοδος πνευματική
Ο λόγος αρχίζει με την λέξη νήψις, η οποία δεν είναι αόριστη έννοια αλλά ενέργεια ή, καλύτερα, η ενέργεια, η δουλειά της ζωής μας, η αποστολική κλήσις μας, η πράξις και η ζωή μας, θα λέγαμε δε και η αναπνοή μας, που μας την εξασφαλίζει η μοναστηριακή ατμόσφαιρα. Όπως αν σταματήσουμε να αναπνέουμε, ο ζωτικός αέρας θα παύσει να εισέρχεται μέσα μας και θα πεθάνουμε, έτσι και αν μας λείψει έστω και για μια στιγμή η νήψις, θα σταματήσει η είσοδος στην ύπαρξή μας του ζωαρχικού ανέμου, του Αγίου Πνεύματος. Μη έχοντας όμως το Άγιο Πνεύμα, θα βρεθούμε σε μία ατμόσφαιρα αποπνικτική, μη χαρισματική, χωρίς χαρά, χωρίς άνεση και ειρήνη. δεν θα νοιώθουμε βεβαιότητα στη ζωή μας, ούτε ο Θεός θα ακούει την προσευχή μας. Η νήψις δηλαδή μας δίδει την δυνατότητα να έχωμε τον Θεό.
Η λέξη νήψις παράγεται από το ρήμα νήφω, που σημαίνει παρατηρώ προσεκτικά, αγρυπνώ.
Η ψυχή μου δεν κοιμάται, αλλά ζωηρώς παρακολουθεί. Η αρχική όμως έννοια του ρήματος είναι δεν πίνω οίνο. Όχι μόνον δεν πίνω, αλλά η εγκράτειά μου και η εγκαρτέρησις μου φθάνουν μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε να μην δέχομαι τίποτε στον οργανισμό μου. νηστεύω διαρκώς για έναν και μοναδικό λόγο, για την παρακολούθηση κάποιου. Επομένως, αγρυπνητικώς παρατηρώ κάποιον και συμμετέχω στις κινήσεις του, για να είμαι ενήμερος ανά πάσα στιγμή των ενεργειών του. Η λέξη νήψις λοιπόν έχει την έννοια της αδιαλείπτου αγρυπνίας, που είναι καθαρή ενέργεια του νου.
Μέθοδος πνευματική.
Στην καθημερινή μας ζωή, μέθοδος είναι ο τρόπος, η οδός, το σύστημα που ακολουθούμε, για να πετύχουμε κάτι. παράγεται δε από το ρήμα μεθοδεύω, που σημαίνει οδεύω μετά από κάποιον, παίρνω κάποιον κατά πόδας – εν προκειμένω τον ίδιο τον Θεό- τον ακολουθώ, τον παρακολουθώ. Άρα, η λέξις μέθοδος δεν έχει τυχαίως τοποθετηθεί εδώ. Αποδίδει την ακριβή έννοια του ουσιαστικού νήψις, ότι δηλαδή είναι η πράξις που δεν την κάνω μόνος μου, αλλά παρακολουθώντας κάποιον άλλον. Ο άνθρωπος επομένως που δεν μπορεί να αισθάνεται τον συνάνθρωπό του, να τον χαίρεται, να τον ακολουθεί, να συμπορεύεται μαζί του, ο ακοινώνητος, ο κοινωνικώς ανυπόστατος, ο μονωτικός – όχι ο άνθρωπος της πνευματικής αλλά της ψυχικής μονώσεως – είναι ανίκανος να κάνει νήψη. Για τον λόγο αυτό η Εκκλησία μας κατέστησε τον μοναχισμό κοινωνία, της οποίας υπέρτατη μορφή είναι η κατά μόνας μετά του Κυρίου ερημιτική ζωή, με τον οποίο συνυπάρχει όλη η Εκκλησία.
Οι κοσμικοί άνθρωποι αποτελούν κοινωνία, αλλά έχουν το τρεχαλητό και την μέριμνα του κόσμου. Κυνηγούν τα φθαρτά, τα μάταια, την καθημερινότητα, η οποία χάνεται μόλις περάσει το σήμερα, που είναι ένα τώρα. Το δέ τώρα, πριν προφέρεις το τελευταίο του γράμμα, ήδη έχει παρέλθει. Ο κόσμος, «το σχήμα του κόσμου», κατά κάποιον τρόπο προπορεύεται εκείνου το οποίο νοεί ο άνθρωπος, και επομένως η πορεία του είναι φευγαλέα.
Η λέξη νήψις παράγεται από το ρήμα νήφω, που σημαίνει παρατηρώ προσεκτικά, αγρυπνώ.
Η ψυχή μου δεν κοιμάται, αλλά ζωηρώς παρακολουθεί. Η αρχική όμως έννοια του ρήματος είναι δεν πίνω οίνο. Όχι μόνον δεν πίνω, αλλά η εγκράτειά μου και η εγκαρτέρησις μου φθάνουν μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε να μην δέχομαι τίποτε στον οργανισμό μου. νηστεύω διαρκώς για έναν και μοναδικό λόγο, για την παρακολούθηση κάποιου. Επομένως, αγρυπνητικώς παρατηρώ κάποιον και συμμετέχω στις κινήσεις του, για να είμαι ενήμερος ανά πάσα στιγμή των ενεργειών του. Η λέξη νήψις λοιπόν έχει την έννοια της αδιαλείπτου αγρυπνίας, που είναι καθαρή ενέργεια του νου.
Μέθοδος πνευματική.
Στην καθημερινή μας ζωή, μέθοδος είναι ο τρόπος, η οδός, το σύστημα που ακολουθούμε, για να πετύχουμε κάτι. παράγεται δε από το ρήμα μεθοδεύω, που σημαίνει οδεύω μετά από κάποιον, παίρνω κάποιον κατά πόδας – εν προκειμένω τον ίδιο τον Θεό- τον ακολουθώ, τον παρακολουθώ. Άρα, η λέξις μέθοδος δεν έχει τυχαίως τοποθετηθεί εδώ. Αποδίδει την ακριβή έννοια του ουσιαστικού νήψις, ότι δηλαδή είναι η πράξις που δεν την κάνω μόνος μου, αλλά παρακολουθώντας κάποιον άλλον. Ο άνθρωπος επομένως που δεν μπορεί να αισθάνεται τον συνάνθρωπό του, να τον χαίρεται, να τον ακολουθεί, να συμπορεύεται μαζί του, ο ακοινώνητος, ο κοινωνικώς ανυπόστατος, ο μονωτικός – όχι ο άνθρωπος της πνευματικής αλλά της ψυχικής μονώσεως – είναι ανίκανος να κάνει νήψη. Για τον λόγο αυτό η Εκκλησία μας κατέστησε τον μοναχισμό κοινωνία, της οποίας υπέρτατη μορφή είναι η κατά μόνας μετά του Κυρίου ερημιτική ζωή, με τον οποίο συνυπάρχει όλη η Εκκλησία.
Οι κοσμικοί άνθρωποι αποτελούν κοινωνία, αλλά έχουν το τρεχαλητό και την μέριμνα του κόσμου. Κυνηγούν τα φθαρτά, τα μάταια, την καθημερινότητα, η οποία χάνεται μόλις περάσει το σήμερα, που είναι ένα τώρα. Το δέ τώρα, πριν προφέρεις το τελευταίο του γράμμα, ήδη έχει παρέλθει. Ο κόσμος, «το σχήμα του κόσμου», κατά κάποιον τρόπο προπορεύεται εκείνου το οποίο νοεί ο άνθρωπος, και επομένως η πορεία του είναι φευγαλέα.
Αντίθετα η νήψις, η εγρήγορση του νοός, είναι η κατ’ εξοχήν λειτουργία του πνεύματός μας, το κυνηγητό και η παρακολούθηση του Αγίου Πνεύματος, ό,τι ανώτερο έχει χαρίσει στην ανθρώπινη ύπαρξη ο Θεός. Ο νους μας, το πνεύμα μας, το νοερό συστατικό μας εγγίζει προς τον Θεό και μας ενώνει μαζί Του.
Άρα μέθοδος πνευματική σημαίνει συνεργασία του πνεύματός μου με το Άγιο Πνεύμα, οπότε το πνεύμα μου, το βαθύτερο είναι της υπάρξεώς μου δεν είναι δυνατόν να μετέχει άλλων ενεργειών.
Η νήψις λοιπόν μας τοποθετεί ενώπιον της ζωής του Θεού, μας κάνει μετόχους του Αγίου Πνεύματος, του γενεσιουργού της υπάρξεώς μας, διότι η ζωή άρχισε από τότε που θέλησε το Πνεύμα το Άγιον.
Πως άρχισε;
Σε κάποια έκτακτη και μοναδική στιγμή της ιστορίας, ο ουράνιος Πατήρ θέλησε και δημιούργησε τον υλικό κόσμο. Προϋπάρχοντος του υλικού αυτού κόσμου, κατασκευάζει εν συνεχεία το ανθρώπινο σώμα εν συνεργασία με τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, και εμφυσά σε αυτό «πνοήν ζωής». Έτσι το δημιούργημα του Θεού καθίσταται «εις ψυχήν ζώσαν». Τότε ο Θεός έπαυσε πλέον να πνέει μόνον επάνω από αβύσσους και να περνά μέσα από κτιστά και υλικά στοιχεία και ζώα. εσκήνωσε σε ένα μοναδικό και ύψιστο ον, το οποίο έγινε ο βασιλιάς και ο λόγος της κτίσεως. λόγος δε της κτίσεώς του, της δημιουργίας του, είναι ο ίδιος ο Θεός. Από την ώρα αυτή γίνεται πια αναπόφευκτη η συγκυρία, η συμπόρευσις, η ένωσις του ανθρώπου μετά του Θεού, και δεν είναι δυνατόν να νοηθεί ο άνθρωπος, η εικών του αόρατου Θεού, χωρίς το Άγιο Πνεύμα.
Επομένως το Άγιο Πνεύμα, ως ένα εκ των προσώπων της Αγίας Τριάδας, συνεργεί στην γέννηση του κάθε ανθρώπου. Μαζί με τον Πατέρα και τον Υιόν δίδει στην μητρική γαστέρα το υλικό που προσλαμβάνει από τον πατέρα και την μητέρα, και το συλληφθέν έμβρυο είναι σαρξ, χους. Χουν γεννάει ο άνθρωπος. Σε αυτόν τον χουν οι γονείς δίνουν όλα τα ιδιώματα και χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους, δίνουν τον εαυτό τους, την εικόνα της σαρκός τους.
Ό,τι λοιπόν έκανε ο ουράνιος Πατήρ στον πρώτο άνθρωπο, το ίδιο κάνει και κατά τη γέννηση του κάθε ανθρώπου, με την διαφορά ότι τότε δημιούργησε πρώτα τον χουν και κατόπιν του ενεφύσησε το Πνεύμα το Άγιον, ενώ τώρα το Άγιο Πνεύμα εισέρχεται στον άνθρωπο άμα τη συλλήψει. Από την πρώτη δηλαδή στιγμή το έμβρυο έχει ζωή και είναι άνθρωπος, διότι λαμβάνει το εμφύσημα του Αγίου Πνεύματος. έχει το ηγεμονικό, αποτελεί πλήρη εικόνα της θεότητος και μέχρι την τελευταία του στιγμή φέρει αδιαλείπτως και αδιαπτώτως τα στοιχεία της θείας και ανθρωπίνης φύσεως. Υπάρχει δε εσωτερική κοινωνία της ανθρωπίνης και της θείας φύσεως εν τω ανθρώπω, όπως και εν τω Χριστώ.
Συνεπώς κατά τη γέννησή του καθενός μας υφίστανται ταυτόχρονα αφ’ ενός μεν οι θεϊκές ενέργειες, αφ’ ετέρου δε η σύμπραξη του ανθρώπου σύμφωνα με το πρωταρχικό ρήμα και βούλημα της θεότητος «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε». Ο άνδρας και η γυναίκα, ο ένας άνθρωπος, η μία σάρκα -«έσονται εις σάρκαν μίαν»-κοινωνούν με το Άγιο Πνεύμα, και ο παντουργικός Λόγος τα συμ-φέρει όλα μαζί, τα συνεισβάλλει όλα στα σπλάχνα της γυναικός, και έτσι έχουμε ολόκληρον τον άνθρωπο, Θεόν και άνθρωπο. Ο νέος δε υπό Θεού πλασθείς και για τον Θεό πεπλασμένος άνθρωπος ενδύεται με την βάπτισή του την θεότητα, την χαρισματική ζωή, οπότε το Άγιο Πνεύμα γίνεται ο κλήρος της υπάρξεώς του. Έκτοτε βάλλεται αδιαλείπτως έσωθεν από το Πνεύμα το Άγιον και εκβάλλει αφ’ εαυτού του τους σπινθήρες, το φως της θεότητος. Έτσι ο χους της γης γίνεται με την νήψι σπινθηροβόλος ζωή.
Νήψις επομένως είναι η μέθεξις του Αγίου Πνεύματος, το κατ’ εξοχήν έργο και κατόρθωμα ημών των μοναχών ως Αποστόλων. Διότι ποιος είναι απόστολος και ποιο το έργο του; Απόστολος είναι αυτός που είδε και εκλήθη από τον Θεόν, που ενεργείται από τον Θεό και με αυτή την θεοφορία του μεταδίδει τον Θεό στους άλλους. Αυτό ακριβώς είναι και το έργο της μοναχικής πολιτείας.
Άρα, η νήψις είναι μια εσωτερική κοινωνία, ένας εσωτερικός οργασμός με τον Θεό, που μπορεί να επιτελείται καθημερινώς μέσα μας, όταν εμείς δεν είμαστε απασχολημένοι με την ματαιότητα ή την συμβατικότητά μας, με το ψέμα της ζωής. Η νήψις ως μέθοδος πνευματική, είναι το μυστήριο με το οποίο προχωράει μέσα μου ο Θεός, προχωρώ κι εγώ μέσα στον Θεό. Τότε το Πνεύμα το Άγιο, ως ζωοποιό σπέρμα, εισέρχεται με αδιαλείπτους κινήσεις μέσα στην μήτρα της καρδιάς μου, και εκεί γεννιέται το «πνεύμα σωτηρίας», όπως λέγει ο Προφήτης.
Επίσης, η φράσις μέθοδος πνευματική μας υπενθυμίζει την ύπαρξη του πονηρού πνεύματος, το οποίο πέθανε άπαξ δια παντός την στιγμή που απομακρύνθηκε από τον Θεόν, γι’ αυτό γεννά και προσφέρει τις ψυχές μας στον θάνατο. Το πονηρό πνεύμα δεν έχει βέβαια δικαιώματα στα πλάσματα του Θεού, αλλά ενεδρεύει, καραδοκεί, ώστε, μόλις του επιτρέψει ο Θεός, να επιτεθεί.
Εν τούτοις, δεν δίνει μόνο ο Θεός άδεια στο πονηρό πνεύμα, όπως έκανε στην περίπτωση του Ιώβ. το προσκαλεί και το δικό μας πνεύμα. Η ζωή της αδιαφορίας, του «δε βαριέσαι», το κατρακύλισμα στην καθημερινότητα, προ πάντων όμως η ζωή της αμαρτίας και της ανομίας, είναι μία πρόσκλησις του πονηρού πνεύματος. Γι’ αυτό στην άσκηση της νήψεως υπάρχει κατ’ εξοχήν η ενέργεια του ενεδρεύοντος πονηρού πνεύματος. Επειδή όμως το πονηρό πνεύμα δεν είναι εγκάθεδρο στον άνθρωπο, είναι δυνατόν να αποδιωχθεί από εκείνον που λειτουργεί πνευματικά στο θυσιαστήριο της καρδιάς του. Παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να πέφτει ακάθεκτα επάνω του. Γι’ αυτό η μέθοδος αυτή είναι ένας πνευματικός πόλεμος. Τότε εμείς, ιστάμενοι μεταξύ διαφόρων πνευμάτων, οφείλουμε να διαλέγουμε πάντα μονόπλευρα την στροφή μας προς το Άγιο Πνεύμα, εάν βέβαια θέλουμε να είμαστε νικητές, διότι, όσο λεπτή είναι η μέθοδος της νήψεως, τόσο είναι και επικίνδυνη.
Ασφαλώς το πονηρό πνεύμα δεν μπορεί να μπαινοβγαίνει στο βάθος του πνεύματός μας, αλλά, όταν το πνεύμα μας είναι απασχολημένο με κάτι άλλο, το Άγιο Πνεύμα παραμένει ανενέργητο. Συμβαίνει δηλαδή εδώ ό,τι και στις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν κάποιος με παρατηρεί με πολλή αγάπη αλλά εγώ κοιτάζω αλλού και δεν έχω καμία κοινωνία μαζί του, αυτός δεν μπορεί να με κάνει μέτοχο της αγάπης του. Μπορεί μόνο να περιμένει με το χέρι υψωμένο, ώστε μόλις του ρίξω το βλέμμα μου, αμέσως εκείνο να με προσκαλέσει και να έχω κοινωνία μαζί του. Αλλά πόσες φορές μπορούμε εμείς οι άνθρωποι να το κάνουμε αυτό; Το Πνεύμα το Άγιο όμως το κάνει. παραμένει σε αυτή την θέση ίσως και σε όλη μας τη ζωή, περιμένοντας κάποτε να ελκύσει τα όμματα της καρδίας μας.
**** **** **** ****
Αφού μας είπε ο άγιος ότι η νήψις είναι μία μέθοδος πνευματική, τώρα μας παρουσιάζει τι επιτυγχάνει η μέθοδος αυτή.
Εμπαθών νοημάτων και λόγων και πονηρών έργων, πάμπαν τον άνθρωπον, συν Θεώ, απαλλάττουσα.
Απαλλάσσει, με την βοήθεια του Θεού, ολόκληρο τον άνθρωπο, ολόκληρη την ύπαρξή του, από τα εμπαθή νοήματα και λόγια και πονηρά έργα. Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Μου ζητάει κάποιος βοήθεια. Εγώ την ώρα εκείνη είμαι κουρασμένος και του αγριομιλάω. Η στάσις μου αυτή είναι ένα πονηρό έργο και φανερώνει ότι μέχρι σήμερα δεν έχω χρησιμοποιήσει την πνευματική μέθοδο της νήψεως, την οδό που οδηγεί στην απάθεια.
Σε μια άλλη περίπτωση, ίσως να μην προχωρήσω σε έργο, αλλά βλέποντας κάποιον μπορεί να μπει μέσα μου ένα εμπαθές νόημα, δηλαδή να πω: να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου, ή καλά του έκανα. Νόημα, λογισμός μόνον μου πέρασε, δεν έκανα ούτε εξέφρασα τίποτε. Και τότε δικαιολογούμαι: λογισμός μου μπήκε, ο πονηρός μου τον έβαλε. Και μόνον όμως που ο πονηρός μπορεί τόσο εύκολα να μας βάζει εμπαθή νοήματα, αποδεικνύει ότι δεν έχουμε χρησιμοποιήσει την μέθοδο αυτή, με την οποία διώχνονται τα πονηρά δαιμόνια, και ότι δεν είμαστε πνευματικοί άνθρωποι.
Όταν χρονίσει το νόημα στον άνθρωπο, ή όταν χρονίως επανέρχονται ποικίλα εμπαθή νοήματα, τότε, όπως παχαίνει η σάρκα του ανθρώπου, έτσι παχαίνουν και τα νοήματα και γίνονται λόγοι.
Τα εμπαθή νοήματα λοιπόν έχουν μια εξέλιξη. Όταν εμείς τα ανεχώμεθα, μας κατακτούν και γίνονται λόγοι. στην αρχή εσωτερικοί, αλλά από την πολλή μας αδυναμία και εξωτερικοί, μπορεί δηλαδή να τους εκφράσουμε και να γίνουν έργα. Γι’ αυτό λέγει το κείμενο του αγίου Ησυχίου ότι μόνον η νήψις μας απαλλάσσει εξ εμπαθών νοημάτων και λόγων και πονηρών έργων. Εδω το επίθετο εμπαθών προσδιορίζει μεν τα ουσιαστικά νοημάτων και λόγων, όμως ισχύει και για τα έργα.
Όταν ο άγιος χρησιμοποιεί την φράση εμπαθών νοημάτων και λόγων και πονηρών έργων, δεν εννοεί ότι η νήψις μας απαλλάσσει από τις αμαρτίες, διότι δεν απαλλασσόμαστε έτσι από αυτές. Χρειάζεται βαθιά δουλειά στην ψυχή μας, για να απαλλαγούμε απ’ όλα και να γίνει η κάθαρσις της ανομίας και της αμαρτίας μας.
Ποια είναι τότε η έννοια του επιθέτου εμπαθών; Η λέξις εμπάθεια δείχνει ότι υπάρχει πάθος μέσα μου. Προφανώς, η πρόθεση «εν» αποκαλύπτει ότι η καρδιά μου δεν είναι απλώς επιφάνεια αλλά κοιλότητα, ένα κατοικητήριο, ένα άδυτο, κάτι χωρητικό. Δεν μπορώ επομένως να είμαι αχώρητος, να μην έχω τίποτε μέσα μου. έχω. Τι έχω; ή όσα αναφέραμε ή τον Θεόν. Δεν χωρούν τα πάντα στην ανθρώπινη καρδιά. Το επίθετο εμπαθών λοιπόν φανερώνει την ύπαρξη εσωτέρας ενέργειας, κινήσεως, ροπής και ζωής. Παραδείγματος χάριν, φυσάει ξαφνικά δυνατός αέρας, και στρέφω το βλέμμα μου να δω τι συμβαίνει. Η κίνησις αυτή ξεκινάει βασικά από μέσα μου, είναι μία παρόρμησις.
Άρα ο άγιος Ησύχιος σκοπεύει να παρουσιάσει τα εσωτερικά παρορμητικά στοιχεία που οδηγούν τον άνθρωπο σε ποικίλη εξωτερική δραστηριότητα και όχι στην θεότητα.
Έχοντας δηλαδή εμπαθή νοήματα, εγώ άγομαι κατά κάποιο τρόπο από μια άλλη δύναμη ή ενέργεια, κάνω κάτι χωρίς να το θέλω, ετεροκρατούμαι, δεν άγω, δεν οδηγώ τον εαυτό μου. Ενώ ο Θεός με έκανε βασιλιά της κτίσεως και της ζωής, εγώ γίνομαι σκλάβος. Επομένως η φράσις «εμπαθών νοημάτων» εκφράζει την εξαχρείωση της εικόνος του Θεού, εξαιτίας της παρορμητικότητος και της ακουσιότητος του ανθρώπου, ο οποίος εξέπεσε στον παράδεισο και εκπίπτει κάθε μέρα στην προσωπική του ζωή.
Αλλά την ακουσιότητα αυτή, για να είναι αληθινή, πέρα από τη βούλησή μου, πρέπει να μην την δέχομαι, να μην την θέλω, να μην την προκαλώ, να μην έχω καμιά συμμετοχή σε αυτήν, να μην την ακολουθώ. Κατά κανόνα όμως αποδεικνύεται το αντίθετο. Πίνω λόγου χάριν και μετά φονεύω. Δεν ήθελα να φονεύσω, αλλά αφού πίνω, είναι φυσικό να φονεύσω ή να βρίσω ή να ξεχάσω. Αλλά και γενικότερα πίνω σημαίνει ότι καταργώ την νηστεία, την όραση και παρακολούθηση του Θεού, αφού νηστεία σημαίνει εγρήγορσις, αναζήτησις και παρακολούθηση του Θεού.
Η ροπή μας λοιπόν είναι ενδεικτικό στοιχείο της ενοχής μας. Γι’ αυτό η λέξη εμπαθών δεν έχει την έννοια των κακών και πονηρών αλλά αποκαλύπτει την υπαιτιότητά μας, την ενοχή μας, ακόμη κι όταν εμείς νιώθουμε ότι δεν είμαστε ένοχοι. Τότε γινόμαστε πονηρά κατοικητήρια χωρίς να το αισθανόμαστε αλλά οφείλουμε να το ξέρουμε.
Όταν μέσα μου κινείται νόημα που δεν το ελέγχω. σημαίνει ότι η καρδιά μου έχει ξεφύγει από τα χέρια μου. Κι όταν κάτι μου ξεφεύγει, λόγου χάριν μια πέτρα, δεν ξέρω ποιο κεφάλι θα σπάσει ή τι κακό μπορεί να προκαλέσει. Η αμαρτία ετελέσθη, βεβαίως άπαξ στον παράδεισο, αλλά τελείται τώρα και στη δική μου ζωή. Με την νήψι μπορώ όμως να ελευθερωθώ από την σκλαβιά αυτή, διότι είναι η οδός προς την απάθεια, προς την οποία δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
«Εμπαθών νοημάτων». Τι σημαίνει νόημα; Η κατάληξις -μα δείχνει το αποτέλεσμα. Άρα νόημα είναι το αποτέλεσμα μιας κινήσεως. Εγώ νοώ και το αποτέλεσμα της λειτουργίας που τελείται και οράται μέσα μου, η παράστασις της κινήσεώς μου είναι το νόημα. Παρακολουθώ λόγου χάριν κάποιον πως κινείται, πως χαμογελάει, τι κάνει, και έχω μπροστά μου την δική του εικόνα αντί του Θεού. Το νόημα λοιπόν είναι ένα αποτέλεσμα, ένα δικό μου ενέργημα ή μία βολή την οποία υφίσταμαι, όταν αυτό δεν βγαίνει από μένα.
Το νόημα που μπαίνει μέσα μου προέρχεται από ένα, τρόπο τινά πνευματικό συστατικό, από κάποιο πνεύμα. Εάν ήταν του Αγίου Πνεύματος, δεν θα έλεγε ο άγιος Ησύχιος ότι μας απαλλάσσει η νήψις από αυτό. Προφανώς θέλει να μας δείξει ότι προέρχεται από το πονηρό πνεύμα. Επομένως, με τη λέξη νόημα εννοεί ο άγιος αυτό που λέμε εμείς, μου μπήκε ένας λογισμός. Σωστά το λέμε έτσι, διότι έξωθεν του πνεύματός μου μου βάζει ο πονηρός το νόημα. Γι’ αυτό, το νόημα καθ’ εαυτό δεν είμαι αμαρτία αλλά εισβολή, προσβολή. Φύσηξε αέρας, άνοιξαν τα παράθυρα, έσπασαν τα τζάμια, όλα έγινα θρύψαλα. Το φύσημα αυτό του αγέρα, που δεν μπορούσα να το προλάβω εγώ, αν και είχα λάβει όλα τα μέτρα, δεν είναι κάτι για το οποίο ευθύνομαι.
Οι Πατέρες από την έναρξη της αμαρτίας μέχρι την ολοκλήρωσή της, βλέπουν πάντοτε τον πονηρό δαίμονα. Δεν υπάρχει, λέγουν, κίνησις που να μην πιστοποιεί ότι ώδε κείται ο πονηρός. Γι’ αυτό όταν γνωρίζουμε την προσωπικότήτά του, ποιος ήταν και πως έγινε, μόλις μας μπει ένας λογισμός, αμέσως καταλαβαίνουμε ότι «όφις κέκρυπται υπό τον χόρτον». Δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε με τον αέρα, αλλά με αυτόν που μας τον έφερε, με τον ίδιο τον διάβολο.
Καταλαβαίνουμε δε ότι, αν αρχίσουμε να ασχολούμεθα με το νόημα, με την προσβολή, δεν ασχολούμεθα πλέον με τον εαυτό μας αλλά με τον διάβολο. Είναι σαφής η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας στο σημείο αυτό, και οφείλουμε να την γνωρίζουμε.
Εμπαθών λόγων. Τι είναι ο λόγος; Το σάρκωμα του νοήματος, της νοεράς λειτουργίας που τελέσθηκε μέσα μου, ο λογισμός που κάνουμε εμείς. Μου μπήκε επί παραδείγματι ο λογισμός ότι δεν με αγαπάει ο Γέροντας. Ο λογισμός αυτός με αγγίζει, κουβεντιάζω μαζί του, και στην πραγματικότητα κουβεντιάζω με τον πονηρό. Άφησα δηλαδή την νήψι, παρακολούθησα όλη την πορεία της γενέσεως της προσβολής, το νόημα προχώρησε και έγινε λόγος, και νήφω πλέον εν τω πονηρώ πνεύματι.
Εδώ ισχύει και για μας εκείνο που είπε ο Μωυσής για τον λαό Ισραήλ: Έφαγε , ήπιε, χόρτασε, πάχυνε και απελάκτισε τον Θεό που τον γέννησε και τον έθρεψε. Οι λογισμοί μας είναι η απολάκτισις του Θεού, είναι το σάρκωμα, η αύξησις του εμβρύου του οποίου τον σπόρο έριξε μέσα μας ο πονηρός δαίμων. Το νόημα τώρα περιβάλλεται με σάρκα, η οποία όσο εγώ ασχολούμαι μαζί του, τόσο αυτή τρέφεται. Διότι, όσο πιο ευαίσθητο είναι ένα αντικείμενο, τόσο και η σάρκα του, το περίβλημά του είναι πιο σκληρό για να το προφυλάσσει. Γι’ αυτό κι ο δαίμων προσπαθεί να κάνει όσο πιο χονδρή μπορεί τη σάρκα, πιο δυνατούς τους λογισμούς μας, ώστε να κρυφθεί ο δικός του σπόρος που υπάρχει μέσα, για να μην το δούμε και τον απομακρύνουμε.
Στην εξέλιξη των νοημάτων σε λόγους, συναντούμε και την φαντασία, η οποία έρχεται συνεργός στην αμαρτία. Η φαντασία είναι το λίπασμα που τρέφει τον λογισμό μαςκαι τον καθιστά πολύ ζωηρό και εκφραστικό, μία πλήρη ζωγραφιά, την οποία βλέπω και απολαμβάνω.
Η φαντασία είναι ένα φρικτό πράγμα, μία ένοχη κατάσταση, διότι δεν είναι όρασις Θεού, αλλά αδολέσχησις, απόλαυσις μιας άλλης εικόνας μέσα στην ψυχή μου.
Όταν με προσβάλλει η φαντασία, είμαι ήδη κατακτημένος, δεν μπορώ πλέον να παλέψω. είμαι δεμένος χειροπόδαρα και χρειάζομαι πολύ δυνατές κινήσεις για να την αποτινάξω. Επίσης η φαντασία έχει και δύναμη επανελεύσεως. ξαναγυρίζει πολύ εύκολα όσο και να την διώχνω. Είναι σαν ωραιότατη, ολόγυμνη γυναίκα, που την θυμάμαι και με προσβάλλει. Γι’ αυτό ακόμη κι ο πλέον πνευματικός άνθρωπος ασκεί την νοερά προσευχή, αποφεύγοντας κάθε νόημα που θέλει να ενωθεί με το νου του, πολλώ μάλλον αποφεύγοντας την φαντασία, η οποία τον απομακρύνει από κάθε νοερά πνευματική εργασία.
Αλλά ας επανέλθωμε στο προηγούμενο παράδειγμα, για να καταλάβουμε καλύτερα την εξέλιξη του λογισμού σε λόγο. Ο λογισμός ήταν ότι δεν με αγαπά ο Γέροντας. Εν συνεχεία, αρχίζω να συμβιβάζομαι με τον λογισμό αυτό, λέγοντας μέσα μου: Βέβαια. δεν θυμάσαι τι σου είχε πει τότε; Άρα πράγματι δεν σε αγαπάει. Τι να κάνω όμως; Υπακοή θα κάνω. εις την υπακοήν ετάχθην και θα παλέψω μέχρι θανάτου. Τώρα ο λογισμός έγινε λόγος.
Όλα όσα απάντησα στον λογισμό που μου μπήκε, είναι λόγια σαπρά, που αποκαλύπτουν ότι ηττήθηκα, ότι έπεσα όπως ο πονηρός, αλλά καλύπτω την ήττα μου – γιατί στο βάθος την θέλω – με δυναμικά τέτοια λόγια, που στην πραγματικότητα είναι ύπουλα, είναι φενάκη, είναι πλεκτάνη. Διότι κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι όταν είναι κατακτημένος, όταν δεν βοά η ύπαρξίς του και δεν νοιώθει την ανάγκη της ελευθερίας. Γι’ αυτό, όταν λέγω, έδωσα όρκο και πρέπει να κάνω υπακοή μέχρι θανάτου, ψέματα λέγω. Απλούστατα παριστάνω τον εαυτό μου ως μάρτυρα ενώπιον του Θεού, για να κρύψω την ενέργεια που τελεσιουργείται και που φέρεται εις τέλος μέσα μου, την οποία ενεργώ πλέον εγώ τώρα και δεν την πάσχω.
Και πονηρών έργων. Στην τρίτη φάση το νόημα γίνεται έργο, κάτι το απηρτισμένο, το οποίο κατ’ αρχάς τελείται μέσα μου. Πόσα δεν φτιάχνομε μέσα στο νου μας! Και ως επί το πλείστον, όταν πάμε στην εξομολόγηση, μόνον αυτά δεν αποκαλύπτουμε, λέμε μόνον μερικά σπαράγματα. Αρπάζομε δηλαδή μερικά από τη βίβλο της καρδιάς μας και τα μεταβιβάζομε στον Γέροντα, άλλα που δείχνουν την καλή μας διάθεση ή κάποια προσπάθειά μας, και άλλα που δείχνουν λίγο πύον που φωλιάζει μέσα στην ψυχή μας. Δεν του αποκαλύπτουμε όμως την πορεία αυτή. Ο Γέροντας βεβαίως τα καταλαβαίνει όλα, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία για μας, διότι μένουν κάτω από το φρικτό κλοιό που δημιουργούμε εμείς τώρα και όχι ο σατανάς.
Γι’ αυτό η φράσις «πονηρών έργων» δηλώνει την προσωπική ενέργεια. Ο σατανάς δεν χρειάζεται πλέον. Όπως λέγει η παραβολή, πονηρός άνθρωπος έρριξε την νύκτα τον σπόρο, έσπειρε τα ζιζάνια και κοιμάται τώρα ήσυχος ή ταξιδεύει, διότι ξέρει ότι το χώμα σκέπασε τον σπόρο και κάποτε τα ζιζάνια θα φυτρώσουν. Όταν συμβεί αυτό, αναρωτιέται με αγωνία ο γεωργός: Τι να κάνω; να τα κόψω; να τα κάψω; Θα κάψω μαζί και το σιτάρι. Να τα αφήσω; Φοβάμαι μήπως μου το πνίξουν. Μέσα στην αμφιβολία του το σκέπτεται, το ξανασκέπτεται, περνάει ο καιρός, μεγαλώνουν όλα μαζί, και στο τέλος ό,τι βγει. Κάτι παρόμοιο παθαίνουμε και εμείς. παρουσιαζόμεθα ενώπιον του Θεού όπως το χωράφι με τα ζιζάνια ενώπιον του γεωργού.
Η φράσις «πονηρών έργων» εκφράζει το πλήρες αποτέλεσμα, όχι απλώς της δικής μας συνθηκολογήσεως, αλλά της δικής μας συνεργασίας και συμμετοχής. Το έργο, το οποίο έγινε μέσα μας και μπορεί να επιτελείται και με τη σάρκα μας και στο κελλί μας και οπουδήποτε, είναι δικό μας. Κάθε ενέργεια στο σώμα μας, στην ψυχή μας στο πνεύμα μας, προς τρίτα πρόσωπα, προς το περιβάλλον μας, προς τον Θεόν, προς τους αγγέλους, προς τους αγίους, ξεκινάει από μέσα μας και εν συνεχεία εκδηλώνεται και εξωτερικώς και έχει αντίκτυπο σε όλη την κτίση.
«Απαλλάττουσα πάμπαν τον άνθρωπον, συν Θεώ». Από όλα αυτά απαλλάσσει ολόκληρο τον άνθρωπο η νήψις. Δηλαδή η κάθαρσις, που οδηγεί στην απάθεια και εξασφαλίζει την απάθεια, γίνεται δια της νήψεως. Άρα, ας μην πιστεύουμε ότι είμαστε καθαροί, και ας μην λέμε ότι θέλουμε να καθαρισθούμε, χωρίς νήψι, εγρήγορση και παραμονή του νου στο όραμα του Κυρίου ημέρα και νύκτα. Δεν μπορούμε όμως να απαλλαγούμε μόνοι, μόνο ο Θεός μπορεί να μας απαλλάξει.
Ο πρώτος λοιπόν καρπός της νήψεως είναι η κάθαρσις. Δεν έχομε πλέον ούτε νοήματα ούτε λογισμούς ούτε λόγους ούτε φαντασίες ούτε πονηρά έργα. Τι μεγαλείο, να ξέρεις ότι είσαι άτρωτος στην ζωή. Ποιος, όταν το ξέρει αυτό, δεν θα πει, και την ζωή μου να δώσω και τα σπλάγχνα μου, να καταβάλλω και οποιοδήποτε νόμισμα, αρκεί να αποκτήσω την απάθεια;
Αφού είδαμε τον πρώτο καρπό της νήψεως, μπορούμε τώρα να καταλάβωμε ο καθένας μας εάν στον πρώτο, δεύτερο, δέκατο χρόνο της μοναχικής του πολιτείας, ή στον εικοστό και τεσσαρακοστό χρόνο της χριστιανικής ζωής του έχει εξασκήσει την πρωταρχική αυτή λειτουργία. Και εάν μεν ανακαλύψουμε ότι δεν την εξασκήσαμε, έχομε μπροστά μας το υπόλοιπο της επιγείου ζωής μας, για να μην φθάσουμε στο τέλος της χωρίς να έχουμε γίνει κατακτητές αυτού του έργου. Εάν πάλι δούμε ότι είμαστε καθαροί, «δώμεν δόξαν τω Κυρίω», που μας αξίωσε να γίνουμε απαθείς.
Πως όμως μας απαλλάσσει η νήψις από τους τρεις φοβερούς αυτούς εχθρούς μας; Δηλαδή τα εμπαθή νοήματα, τους εμπαθείς λόγους, και τα πονηρά έργα;
Χρονίζουσα και προθύμως οδευομένη.
Χρονίζουσα σημαίνει ότι δεν μπορούμε στο άψε σβήσε, επειδή τώρα θα εφαρμόσουμε την νήψι, να τα κερδίσουμε όλα αυτά. Πρέπει να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος επί πολύ καιρό, και πολλάκις επί χρόνια. Δεν είναι δουλειά μόνο του τώρα η νήψις, αλλά η παντοτινή δουλειά μας. Η πορεία της νήψεως – στην πραγματικότητα η πορεία του Θεού μέσα μας, η παρακολούθησίς του – είναι διαρκής. Το φύραμά μας χρειάζεται χρόνια να δουλευθεί από την ζύμη του Χριστού.
Εμείς όμως τι κάνουμε; Μόλις παλέψουμε ένα, δύο, πέντε, δέκα χρόνια, αγανακτούμε μετά και λέμε: Α! στην ευχή! Που είναι οι καρποί που υπόσχεται ο Θεός; Άλλα λέει και άλλα κάνει. Με ξέχασε, δεν με υπολογίζει. Αυτή η στάσις μας είναι η πονηρή πορεία, το νόημα που έγινε λόγος και εν συνεχεία έργο. Να ένα πονηρό έργο που καλλιεργείται μέσα μας. Γι’ αυτό λέγει ο άγιος ότι η νήψις προχωρεί χρονίζουσα και προθύμως οδευομένη. η πορεία μου οφείλει να είναι ένα κυνηγητό, αλλά μέσα σε ήρεμη ατμόσφαιρα που δεν προσδοκώ, παρά μόνον παρακολουθώ, ενώ εμείς συνήθως προσδοκάμε.
Αληθής προσδοκία του Αγίου Πνεύματος είναι η ενασχόλησίς μας μαζί του και όχι η άμεση εκπλήρωσις των αιτημάτων μας από τον Θεό.
Αυτό δεν είναι φιλοθεΐα, είναι φιληδονία. Ο Θεός είναι φιλάνθρωπος, αλλά εγώ δεν είμαι φιλόθεος. είμαι «φιλάνθρωπος», αγαπώ την ανθρωπιά μου, τον εαυτό μου. Γι’ αυτό, ουδέποτε ο Θεός χαριτώνει άνθρωπο που βιάζεται και λέει, κουράσθηκα, δεν μπορώ να ζητάω πλέον από τον Θεό. Θαυμάζουμε εδώ την σοφία του Θεού, διότι, αν δώσει χαρίσματα, θα χρησιμοποιήσει τις θείες δωρεές για τον εαυτό του και τα «έσχατα έσονται χείρονα των πρώτων». Προσδοκώ λοιπόν Πνεύμα Άγιον σημαίνει, ασχολούμαι με τον Πνεύμα το Άγιον. Αυτό είναι η δική μου ασχολία, και μάλιστα χρονίζουσα, χωρίς διακοπές.
Προσεύχομαι λόγου χάριν, για ένα μακρύ διάστημα και μετά λέγω: Ας επισκεφθώ τώρα και τα γνωστά μου μοναστήρια, να δω τι κάνουν. Αλλά οι διακοπές μου κόβουν τον χρόνο. είναι περιέργεια, ασχολούμαι περί το έργο μου και όχι με το έργο μου, που είναι το Άγιον Πνεύμα. Οι διακοπές είναι σταμάτημα του προχωρήματος της νήψεως.
Άλλο παράδειγμα: Κάποιοι έχουν ως διακόνημα στο μοναστήρι να ζυμώνουν ψωμί. Αρχίζουν το πρωί το ζύμωμα, γίνεται σε λίγο ένας μικρός σεισμός, φοβούνται, τρέχουν, βγαίνουν έξω, καθυστερούν, γίνεται φασαρία, άλλοι λένε να συνεχίσουμε την δουλειά μας, άλλοι να κάνουμε αγιασμό, άλλοι να κάνουμε παράκληση. Περνούν έτσι μια, δυο, τρεις ώρες, επιστρέφουν μετά για να συνεχίσουν το ζύμωμα, είναι πλέον αργά. Τώρα χρειάζεται να ζυμώσουν από την αρχή.
Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε προχωρώντας και διασκεδάζοντας, διακόπτοντας δηλαδή την ζωή μας, να κάνουμε δουλειά. Εάν εγώ ασκώ τώρα την νήψι αλλά μετά θυμώνω, παρεξηγούμαι από κάτι, πάω μέχρι το σπίτι μου και γυρίζω μετά από τρεις μέρες – τρεις μέρες στο σπίτι ισοδυναμούν με τρεις τουλάχιστον μήνες διακοπή της μοναχικής μου πορείας – , όλα αυτά σημαίνουν σταμάτημα της νήψεως. ότι έκτισα, το γκρέμισα και πρέπει πάλι από την αρχή να αρχίσω. Η νήψις οφείλει να χρονίσει χωρίς διακοπή.
Επίσης, είναι ανάγκη να την επιτελούμε προθύμως. όλος μας ο θυμός, όλο το θυμικό μας, όλα τα έγκατά μας να είναι απασχολημένα με τον Θεόν. Όπως το αλέτρι σχίζει βαθιά την σάρκα της γης και ανοίγει το αυλάκι ρίχνοντας δεξιά και αριστερά το αφράτο χώμα για να πέσει ο σπόρος, να θαφθεί και να φυτρώσει, έτσι πρέπει να σκάβει και η νήψις μέσα στην ύπαρξή μας και να ανοίγει δρόμο, για να οδεύσει ο ίδιος ο Θεός, ο μόνος που μπορεί να τακτοποιεί τα θέματά μας και να ανοίγει την καρδιά μας. Ο χρονισμός είναι το αλέτρι, που μας χαρίζει την δυνατότητα να κρύψουμε μέσα στην κοιλία της δικής μας γης το Πνεύμα, για να το έχουμε και να μπορούμε να προχωράμε. Όπως μεγαλώνει το έμβρυο μέσα στην μητρική κοιλιά, έτσι προχωρεί και η λειτουργία της γεννήσεως του πνευματικού ανθρώπου. Προθύμως οδευομένη. Χρησιμοποιεί ο άγιος το ρήμα οδεύω, για να το συσχετίσει με τη λέξη μέθοδος. Όταν βαδίζουμε για να φθάσουμε κάπου, μόλις συναντάμε ένα ποταμάκι, τι κάνουμε; Βάζουμε μέσα πέτρες και πατάμε πάνω σε αυτές, ή φτιάχνουμε μια γέφυρα, εάν στο σημείο αυτό το ποτάμι είναι βαθύ. Κατασευάζουμε δηλαδή προθύμως κάτι, για να περάσουμε. Η φράσις λοιπόν προθύμως οδευομένη, φανερώνει πως μεθοδεύουμε τα πράγματα, ώστε τελικώς να ασχολούμεθα με την νήψι.
Αλλά τι σημαίνει η μετοχή οδευομένη; Σημαίνει ότι προχωράει μέσα μας η γνώσις του Θεού. Είναι πράγματι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ο Θεός περιμένει με τον σπόρο στο χέρι, ώστε μόλις ανοίξει λιγάκι η καρδιά μας, να τον ρίξει αμέσως.
Αν εμείς το καταλάβουμε αυτό, θα νοιώσουμε πόσο αξίζει, σαν τους μάρτυρες, να χύσουμε και το αίμα μας και τα σπλάχνα μας, για να μπορέσουμε να κάνουμε αυτή την εργασία. Να ένα αναίμακτο μαρτύριο, που όμως εκλαμβάνεται ως αιματηρό από τον Θεόν. Ας το επιδιώξουμε πρόθυμα.
Θα άξιζε ασφαλώς να το είχαμε αρχίσει από τότε που νοιώσαμε τον Χριστό στην ζωή μας, ή έστω από τότε που γίναμε μοναχοί, ή έστω από χθες. Εάν όμως ακόμη δεν το έχουμε κάνει, ας το αρχίσουμε σήμερα. Όλα τα ανωτέρω θα εκπληρωθούν. Εάν χάνουμε τον καιρό μας με άλλες ασχολίες, σημαίνει ότι χάνουμε τον Χριστό, χάνουμε το σπέρμα το άγιον.
******************* *******************
Γνώσίν τε ασφαλή Θεού του ακαταλήπτου οδευομένη χαρίζεται, καθ’ όσον εφικτόν, και μυστηρίων θείων και αποκρύφων λύσιν.
Πόση παρηγοριά, πόση χαρά, τι μεγαλείο κρύβει αυτή η πρότασις! Άραγε, τι πιο λαχταριστό θα μπορούσαμε να επιθυμήσουμε; Τι καλύτερο θα μπορούσαμε να ζητήσουμε; Γιατί γεννηθήκαμε; Γιατί ζούμε; Τι σημαίνει ότι ο Θεός μας έπλασε από αγάπη; Μήπως μας έφερε σε αυτή τη ζωή για να είμεθα τάλανες; Για να βασανιζόμαστε; Για να παλεύουμε και ν’ αγκομαχούμε; Αυτή είναι η αγάπη του Θεού; Αν μας συγκινούσε λίγο η νήψις , θα ψηλαφούσαμε τον Θεόν, θα τον αισθανόμασταν, θα κοινωνούσαμε μαζί του, θα τον γνωρίζαμε.
Το ελκυστικό, το υπέροχο, το μοναδικό της φράσεως, «γνώσίν τε ασφαλή Θεού του ακαταλήπτου οδευομένη χαρίζεται, έγκειται στο ρήμα “χαρίζεται”, για να σου πει: Μη σε νοιάζει εσένα, μόνο ακολούθησε το δρόμο της νήψεως και αυτός θα σε βγάλει στην γνώση του Θεού. Μην αγωνιάς, διότι δεν θα κουρασθείς εσύ, δεν θα κτίσεις εσύ, ούτε με την δική σου νόηση θα φθάσεις εκεί. Δεν είναι ενέργεια του νου σου η γνώση του Θεού αλλά άρπαγμα του νου, είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος, όπως έλεγε κι ο Απ. Παύλος. Ηρπάγη ο απόστολος, του βούτηξε το νου ο Θεός. Αυτή δε η γνώσις, λέγει ο άγιος, δεν χαρίζεται στους τελείους, αλλά σε αυτόν που κάνει την νήψι.
Πως;
«Καθ’ όσον εφικτόν«. Δεν έχουμε όλοι μας την ίδια χωρητικότητα. Άλλο να είμαι 15 ετών έφηβος και να αρχίζω την λειτουργία αυτή, και διαφορετικό να είμαι 40. Δεν είναι το ίδιο όταν με αγνή και νεανική καρδιά πάω στο μοναστήρι και αρχίσω την νήψι, ή όταν πάω μετά από είκοσι χρόνια και πω, πέρασαν τώρα τα χρόνια μου, ας αρχίσω κι εγώ επιτέλους την νήψι. Έχω κουρασθεί από τη ζωή, έχω αποκτήσει άλλα βιώματα, έχασα τον καιρό. και όταν χάνουμε τον καιρό χάνουμε και τους καρπούς. Δεν είναι μικρή υπόθεσις αυτό. Επίσης παίζει ρόλο το πως ζήσαμε, το πως σκεφτόμαστε, το τι νοιώθουμε για τη ζωή, για το Θεό, για τον εαυτόν μας, πόση ταπείνωση έχουμε. Όλα αυτά δημιουργούν την δική μας δυνατότητα, την δική μας χωρητικότητα.
Γι’ αυτό δεν δίνει σε όλους ο Θεός την αυτή ποσότητα, ούτε την αυτή ποιότητα δωρεών. Το Πνεύμα το Άγιον κινείται με φιλανθρωπία προς τον άνθρωπο και αποβλέπει σε μένα, στο τι μπορώ εγώ να δουλέψω μέσα μου. Όπως ένας Γέροντας εκφράζει την υπέρτατη αγάπη του, όταν προσπαθεί να βρει ποιο διακόνημα κάνει πιο εύκολη την ζωή των υποτακτικών του, ποιο τους βοηθάει να μην έχουν λογισμούς, πειρασμούς, περισπασμούς, για να μπορούν να ασχολούνται με τον Χριστόν, το ίδιο κάνει και το Άγιο Πνεύμα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν. Διότι η προσευχή εξαρτάται από μένα, και βρύει μετά τα ιάματα ο Θεός. Η αγρυπνία τελείται από την Εκκλησία και εξαρτάται από την δική μου προσοχή. Ό,τι εξαρτάται από τον Γέροντα, είναι το διακόνημα που θα μου δώσει. γι’ αυτό μπορεί να δώσει απολογία στον Θεό. Αναπαύει εμένα πρακτική, κοινωνική ή απομονωτική εργασία; Θα μου δώσει αυτή που είναι το συμφέρον της ψυχής μου.
Έτσι κάνει και ο Θεός. Χαρίζεται καθ’ όσον εφικτόν, καθ’ όσον μπορούμε, καθ’ όσον χωρούμε, στην ουσία καθ’ όσον του ανοίγουμε εμείς χώρο, και καθ’ όσον ο ίδιος γνωρίζει και καταλαβαίνει. Δηλαδή, χαρίζεται ανάλογα με το δικό μας συμφέρον, διότι κατά κανόνα ισχύει το ότι δεν γνωρίζουμε τι ζητάμε από τον Θεό, γι’ αυτό και δεν λαμβάνουμε. Αν ζητούσαμε τα εφικτά, αυτά που μπορούμε να φθάσουμε εμείς, τότε ο Θεός θα μας τα έδινε αμέσως ή αργότερα.
Σε αυτό δεν μας εμποδίζει καθόλου ο χαρακτήρας μας, διότι δεν τον πλάσαμε εμείς. Εμείς ίσως να δουλέψαμε πάνω του και να τον αλλοιώσαμε, να τον αχρειώσαμε, ή πιθανόν να τον ενισχύσαμε. Η λέξις χαρακτήρας σημαίνει σφραγίδα, χάραγμα από το ρήμα χαράσσω. Ο χαρακτήρας μας είναι ένα σφράγισμα, ένα δούλεμα, ένα κατασκεύασμα του Θεού. Με τον χαρακτήρα που έχει ο καθένας μας, μπορεί να φθάσει στον ουρανό.
Εμείς όμως προβάλλουμε ως δικαιολογία τον χαρακτήρα μας για να διαβάλλουμε τον Θεόν, την Εκκλησία, το Σχήμα που φοράμε, για να καταργούμε την δόξα του Χριστού και να δίνουμε την χειρίστη εικόνα στους άλλους. Συχνά λέμε: Ο χαρακτήρας μου αυτός είναι, δεν με διευκολύνει, ούτε μπορώ να τον αλλάξω. Τι να κάνω; Έτσι όμως ενοχοποιούμε τον Θεό. μπορεί μάλιστα να φθάσουμε και στο σημείο να πούμε ότι δεν υπάρχει Θεός για μένα. Αλλά στην πραγματικότητα ο Θεός μου έδωσε το μόνο σφράγισμα που είναι για μένα ό,τι ακριβώς χρειάζεται η ψυχή μου για να φθάσει στα ουράνια μυστήρια, για τα οποία με έχει καλέσει.
«Καθ’ όσον εφικτόν«. Σημασία για την χώρηση της γνώσεως του Θεού έχουν ακόμη κι οι περιστάσεις: το διακόνημα, ο τόπος, το πως προσεύχομαι. Αλλοιώς μου καθίσταται εφικτός ο Θεός όταν λέγω την ευχή καθιστός σε σκαμνάκι, αλλοιώς όρθιος, αλλοιώς όταν βγω στην φύση και πω ρομαντικώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν». Η φράσις λοιπόν “καθ’ όσον εφικτόν”, σημαίνει το πως δουλεύουμε εμείς, τι δίνουμε εμείς στον Θεόν, πως στεκόμαστε εμείς ενώπιόν Του. Βεβαίως πολλές από τις περιστάσεις είναι αντικειμενικές, χωρίς να μπορούμε εμείς να τις μεταβάλλουμε. Εν πολλοίς όμως μπορούν να ορίζονται και από εμάς, διότι εμείς δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για τις συνθήκες της ζωής μας.
Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα εκ της θέσεως του Γέροντος για να καταλάβουμε την συμπεριφορά του Θεού. Σου αναθέτω κάποιο διακόνημα, και συ έχεις διαρκώς παράπονα εναντίον του Επιτρόπου. Του χρόνου επιβάλλεται να σε βγάλω από αυτό το διακόνημα, διότι διακονώ, σημαίνει υπηρετώ τον Θεόν. Επειδή δε ο Θεός είναι αόρατος, υπηρετώ τον ορατό άνθρωπο, την εικόνα του Θεού. Αλλά τις εικόνες και τα άγια λείψανα τα προσκυνάμε. Ο Γέροντας, ο Επίτροπος, ο Προϊστάμενος είναι εικόνες Θεού. Εάν εγώ φιλονικώ με τον Επίτροπο, είναι σαν να φιλονικώ με τον Θεό, διότι ο αόρατος Θεός εμψυχώνει το παν. Ο Γέροντας ή ο Επίτροπος είναι απλώς η ορωμένη σάρκα. Όπως καίγονται οι εικόνες, έτσι μπορεί και ο Γέροντας ή ο Επίτροπος να καεί, ο Θεός όμως δεν χάνεται. η δε τέφρα της εικόνος ή των τιμίων λειψάνων είναι αγιασμένη. Το ίδιο και ο πεπτωκώς Γέροντας ή ο πεπτωκώς Επίτροπος, ο άχρηστος, ο βλαξ, ο ηλίθιος, ο πεισματάρης, ο κακός, ο διεστραμμένος, είναι τέφρα που την αγίασε ο Θεός.
Τον επόμενο χρόνο σε βάζω σ’ ένα άλλο διακόνημα. Μου λες τότε εσύ, αυτό είναι δύσκολο, δεν μπορώ και κάνεις φασαρία. Γιατί ενεργείς έτσι; Αφού εσύ όδευσες προς το δεύτερο διακόνημα, μη ενεργώντας τα θεία. Εγώ σου το άλλαξα, για να δω μήπως το νέο σε αναπαύσει. Έτσι κάνει και ο Θεός. Δοκιμάζει τι να μας δώσει, πως να μας μιλήσει, από που να μας πιάσει, για να μας αναπαύσει. Να ξέραμε τι αγώνα κάνει ο Θεός για χάρη μας! Ανά πάσα στιγμή προσπαθεί να βρει το καλύτερο, που θα μπορεί να μας αναπαύσει.
Τις συνθήκες λοιπόν και τις περιστάσεις της ζωής μας τις καθορίζουμε εμείς, τις αντιμετωπίζουμε όμως σαν να μην προέρχονται από εμάς. Την ησυχία μας, την γαλήνη μας, την χαρά μας, την στενοχώρια μας, την άνεσή μας, την θλίψη μας, τα πάντα εμείς τα δημιουργούμε εντός μας, ανάλογα με τον τρόπο που φερόμεθα προς τον Θεόν.
“Γνώσιν τε ασφαλή Θεού του ακαταλήπτου χαρίζεται”. Ο Θεός είναι ακατάληπτος. Ποιος μπορεί να τον καταλάβει; Το μόνο που καταλαβαίνουμε, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, είναι η ακαταληψία του Θεού. Γίνεται όμως καταληπτός, χαρίζεται. εκεί που κάθεσαι, ξαφνικά τον βρίσκεις. Ανοίγει αστραπιαία ο νους σου – το πνεύμα, όχι το μυαλό -, και νοιώθεις ότι κατέκτησες την γνώση του Θεού, την οποία δίνει το Άγιο Πνεύμα σε εκείνον που είναι τριανταοκτώ χρόνια παράλυτος και θέλει να περπατήσει. Του λύνει τότε όλες τις αγκυλώσεις του σώματος και της ψυχής, του συγχωρεί τις αμαρτίες και του λέγει: Πάρε το κρεβάτι σου και περιπάτει.
Αλλά στον φυσιολογικό άνθρωπο δεν μπορεί να το κάνει αυτό ο Θεός, διότι πρέπει να το θελήσει ο ίδιος. Πως; Με το να εξασκήσει την νήψι, την πνευματική αυτή λειτουργία, η οποία είναι παρακολούθησις και όρασις του Αγίου Πνεύματος, και που τελικώς μου την χαρίζει ο Θεός, όπως μου χαρίζει και το φως του και μπορώ να τον βλέπω μυστικώς. Η νήψις γίνεται τότε για μένα ένα αισθητήριο όργανο, μία αίσθησις, κι εγώ μία παναίσθησις. Πιάνω πλέον όλον τον Θεόν και γίνομαι ένα νήπιο, ένα άκακο αρνίο, ενώ μέχρι χθες μπορεί να ήμουν ένας ακόλαστος. Γίνομαι παναίσθησις γιατί κατέχω όλον τον Θεόν.
Στην όραση και στην γνώση του Θεού συμμετέχει ακόμη και η σάρκα, η οποία αγάλλεται. Αγάλλεται η γλώσσα, σκιρτά η σάρκα όπως τα ζαρκάδια, συμμετέχει όλος ο άνθρωπος σε αυτή την κοινωνία της Θεότητος. «Ακατάληπτον εστί τι τελούμενον εν σοι», λέγει ο μελωδός και ποιητής των μεγαλυναρίων της Υπαπαντής. «Το τελούμενον», που είναι η κοινωνία, η συνάφεια της Παναγίας, τουτέστι του ανθρώπου με τον Θεόν, είναι ακατάληπτο για μας, τελείται όμως μέσα μας. Αυτό το ακατάληπτο γίνεται καταληπτό δια της κοινωνίας μας με τον Θεόν. Και τι ενώνει τα χέρια μας, τις δύο φύσεις; Η νήψις. Ώστε εμείς είναι ανάγκη να ανοίξουμε κάποιον δρόμο, να χρησιμοποιήσουμε κάποια μέθοδο, και τότε ο Θεός ρίχνει τον σπόρο.
“Χαρίζεται γνώσίν τε ασφαλή Θεού”. Δεν εννοεί βεβαίως την φυσική γνώση. Όλοι έχουμε μία γνώση εκ φύσεως, την οποία αποκτούμε από την σύλληψη και κυοφορία μας. Μέσα στην κοιλία της μητέρας το έμβρυο έχει γνώση των απορρήτων του Θεού, η οποία εν συνεχεία καλλιεργείται. Έχοντας δε γνώση του Θεού, έχει και αίσθηση και κοινωνία και μετάληψη του Θεού, ακόμη και συμμετοχή σε όσα συμβαίνουν στην μητέρα. Ωχριά η μητέρα; Ωχριά μέσα στην κοιλία και το έμβρυο. Συγκρούεται η μητέρα με τον άνδρα της; Το καταλαβαίνει και το έμβρυο και φοβάται. και όταν γεννηθεί μια μέρα, θα γεννηθεί με τρόμο. θα συμβαίνει κάτι και θα τρομάζει. Χαίρεται η μητέρα; Αγαλλιά και ανασαίνει το έμβρυο. Η επιστήμη σήμερα με τα όργανά της μπορεί επακριβώς να παρακολουθήσει την πλήρη κοινωνία των βιωμάτων, ενεργημάτων και αισθημάτων μητρός και κυοφορουμένου.
Το έμβρυο έχει λοιπόν την εμπειρία όλων των παθών της ανθρωπίνης ζωής, παράλληλα όμως και την εμπειρία του Θεού, γιατί φέρει το θείο εμφύσημα. Και εάν εμείς σπέρνουμε τον γήινο σπόρο και τον παρακολουθούμε όταν φυτρώσει, τον σκαλίζουμε, τον ποτίζουμε, δεν θα έχει ο Θεός κοινωνία με το σπλάγχνο το οποίο γέννησε μέσα μας; Αδύνατον!
Γι’ αυτό και τα νεκρά έμβρυα, που εξέρχονται της κοιλίας χωρίς να δουν αυτήν την ζωή, γνωρίζουν τον Θεόν. Επομένως , έχουν την δυνατότητα να πάρουν μία θέση απέναντί Του, παρ’ ότι δεν περνούν από την γέφυρα αυτής της ψευτοζωής και του ψευτοθανάτου. Η ζωή μας είναι ψευτοζωή γιατί είναι θάνατος. Ο θάνατος όμως είναι πραγματική ζωή, το προχώρημα στη ζωή. Το νήπιο περνάει απ’ ευθείας στην αληθινή ζωή, στον ουρανό.
Άρα όλοι από τη σύλληψή μας φέρομε μέσα μας κάποια γνώση του Θεού. Εν συνεχεία, προσκτώμεθα γνώση από την καθημερινή ζωή, από την διαπαιδαγώγηση των γονέων μας, από το ευρύτερο περιβάλλον μας, από την αγωγή στο σχολείο μας, στο μοναστήρι μας, απ’ οτιδήποτε. Όλα αυτά είναι διδασκαλία πνευματική, γνώσις κοινωνική και μεθεκτική, που προστίθεται στη φυσική γνώση.
Ο άγιος όμως δεν αναφέρεται σε αυτή τη γνώση, αλλά στην ασφαλή, στην αληθή και βεβαία, σε αυτή που δεν αίρεται αλλά είναι εξασφαλισμένη, οριστική, πιστοποιημένη, γιατί την πιστοποιεί ο ίδιος ο Θεός. Είναι η γνώσις που προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα, την οποία δεν αποκτάς με το να διαβάσεις εγχειρίδια δογματικής ή συμβολικής ή βιβλία Πατέρων. Ό,τι κι αν διαβάσεις, ό,τι και αν κάνεις, δεν μπορείς να αποκτήσεις ούτε ελάχιστη αληθή γνώση Θεού. Άρα, η μελέτη μας, οι έρευνές μας, οι συζητήσεις μας, η αγωγή μας δεν μπορούν να μας δώσουν την αληθή γνώση. όλα αυτά είναι απλώς μέθοδοι, γέφυρες. Μόνον ο ίδιος ο Θεός μπορεί να μας την ψιθυρίσει μέσα μας δια της νήψεως. Στην ουσία αυτή η γνώσις είναι μία αποκάλυψις, γι’ αυτό είναι ασφαλής και βεβαία.
Τι σημαίνει αποκάλυψις; Προσέξτε την ερμηνεία του αγίου.
Γνώσίν τε ασφαλή Θεού του ακαταλήπτου οδευομένη χαρίζεται καθ’ όσον εφικτόν, και μυστηρίων θείων και αποκρύφων λύσιν.
Η φράσις καθ’ όσον εφικτόν, έχει δύο σκέλη: εγώ και ο Θεός. ποιος είμαι εγώ και τι μπορώ να χωρέσω, και ποιος είναι ο Θεός και τι κάνει. Τα μυστήρια του Θεού είναι οι οδοί του, που (σελ.27) υπάρχουν επάνω στην θαλάσσα, επάνω στη στεριά, επάνω στους δρόμους του ουρανού, τους οποίους διασχίζει ταχέως το άρμα του Θεού, υπάρχουν μέσα στη φύση του Θεού, στις ενέργειές του, στις υποστάσεις των τριών Προσώπων. Τα μυστήρια είναι τα βιώματα του Θεού, οι ιδιότητές του, οι λειτουργίες του, οι πορείες του, η φυσική ζωή του, ιδιαίτερα δε εκείνα τα οποία εκφράζουν την έγερση του Θεού από τον θρόνο του και το σκύψιμό του επάνω στον άνθρωπο.
Όλα αυτά λέγονται μυστήρια, διότι είναι ανάγκη άλλος να μας τα αποκαλύψει και να μας μυήσει. Ο μυσταγωγός εδώ είναι ο ίδιος ο Θεός. αυτός μας αποκαλύπτει τον εαυτό του. Όπως ο Υιός του Θεού μας απεκάλυψε εν τη σαρκί του την θεότητά του, έτσι και τώρα γίνεται μια μυστηριακή, τρόπον τινά, σάρκωσις στο πνεύμα του ανθρώπου, όπου αποκαλύπτεται ο Θεός.
Η αναφής παρουσία του Θεού επί του θρόνου, εν σχέσει προς την απολυτότητά Του, είναι σκιωδώς μεν ορατή από τους αγγέλους και τους αγίους, αόρατος δε από εμάς. Η ενέργεια όμως του Θεού και εν συνεχεία το σκύψιμό του επάνω μας, το προσωπικό του έγγισμα, είναι οι οδοί του Θεού, που μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει μετά βεβαιότητος. γι’ αυτό λέγει ασφαλήν γνώσιν. Αυτή η γνώσις είναι οντολογική. Έχομε λοιπόν την φυσική, την επίκτητη και την οντολογική γνώση του Θεού. Το Ον αποκαλύπτεται όντως στην δική μας προσωπικότητα, στην δική μας οντότητα.
Επομένως όταν λέγει ο άγιος μυστηρίων θείων, εννοεί το πως κινείται ο Θεός, πως ενεργεί. ότι σηκώνεται από τον θρόνο του, πέφτει επάνω μας και μας μιλάει. Αυτά είναι τα ιδιώματα του Θεού, που γίνονται βιώματα δικά μας, όταν εμείς καθιστούμε τους εαυτούς μας εφικτούς όσο μπορούμε.
Η Παλαιά Διαθήκη λέει ότι δεν μπορούμε να δούμε και να πιάσουμε τα αποτυπώματα του καραβιού στη θάλασσα. Αν και είναι ορατό, κτιστό, ένα μεγαθήριο μπροστά μας το καράβι, το ίχνος του χάνεται. Αλλά και των πτηνών τα ίχνη, όπως και τα βάθη του βασιλέως και τα βάθη της καρδιάς μας είναι ανεξερεύνητα. δεν μπορούμε να τα παρακολουθήσουμε ούτε να τα εξιχνιάσουμε. Εν τούτοις, βιούμε τα ίχνη του Θεού και στην θάλασσα και στον ουρανό και στην καρδιά μας. είναι τα θεία βιώματα, είναι τα περπατήματα του Θεού μέσα μας. Η ζωή του Θεού είναι μια λειτουργία, είναι μια έξοδος του Θεού προς εμένα, και το μυστήριο αυτό γίνεται τώρα δικό μου βίωμα, δική μου ζωή.
“Και μυστηρίων θείων λύσιν”. Η λέξις μυστήριο έχει την έννοια του κεκρυμμένου, του ειδικού, του προσωπικού, αλλά και του δυαδικού. Δηλαδή είμαι εγώ, ο μυούμενος, είναι και ο μυών, ο διδάσκαλός μου, ο ίδιος ο Θεός, που μου αποκαλύπτει, με διδάσκει. Ο άγιος αναφέρεται συνεχώς σε αυτή την δυάδα: εγώ και ο Θεός. Κατά κανόνα όμως, εγώ δεν είμαι μόνος μου αλλά μαζί με πολλά ή με πολλούς, ενώ ο άγιος μας θέλεις μόνους με τον Θεόν.
Βλέπετε τι χάρισμα του Θεού είναι η νήψις, η μόνη κίνησίς μας προς τον Θεόν, η λειτουργία η δική μας, και πού μας ανεβάζει ο Θεός; Βλέπετε τι πραγματική ευεργεσία είναι; Τι πλούτο έχουμε στο χέρι μας και τι επιτυγχάνουμε μέσα μας; Όπως ο Θεός σαρκώθηκε στην κοιλία της Θεοτόκου, έτσι σαρκώνεται και μέσα μας και κατοικεί στο πνεύμα μας.
“Και αποκρύφων λύσιν”. Τα από τους αιώνος αποκεκρυμμένα μυστήρια τα απεκάλυψε ο Θεός εν τω πληρώματι της Θεανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, εν τω προσώπω του Χριστού, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου. Αυτή είναι η γνωσιολογική αποκάλυψις. Όμως, αν και αποκαλύφθηκαν τα αποκεκρυμμένα μυστήρια, για να τα βιώσει κανείς, απαιτείται λόγω του βάθους των κάποια προσπάθεια. Η οντολογική δηλαδή αποκάλυψις της θεότητος γίνεται δια του ιδίου του Θεού μέσα στην ύπαρξή μας, ανάλογα με το πόσο και εμείς θεούμεθα.
Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Έρχεσαι να μου μιλήσεις εσύ πνιγμένος στα προβλήματά σου. Είσαι άρρωστος, αμάρτησες, εξώκειλες, σε έδιωξαν από το μοναστήρι, σου είπαν ότι έχεις καρκίνο και θα πεθάνεις. Σου μιλάω εγώ, με ακούς και μετά από λίγο μου λες με δάκρυα: Γέροντα λύθηκε το πρόβλημά μου. Λύθηκε; Πως; Ο καρκίνος δεν θεραπεύθηκε, η εγχείρησις θα γίνει, τελικώς θα πεθάνεις. Από το μοναστήρι σε έδιωξαν. Πώς λύθηκε το πρόβλήμά σου; Και όμως εσύ λες ότι λύθηκε. Πράγματι λύθηκε διότι άλλαξε η εσωτερική κατάστασίς σου, άλλαξε το βίωμά σου. Θεία ενέργεια φώτισε τα έγκατά σου, και ένοιωσες ότι λύθηκε το πρόβλημά σου. Δεν λύνονται τα προβλήματά μας, διότι προκαλούνται από τους άλλους και τις καταστάσεις. Εν τούτοις, το πρόβλημα δεν είναι οι άλλοι αλλά η σχέσις μου με τον Θεόν, εγώ και ο Θεός. Όταν αυτήν την τακτοποιούμε, δεν υπάρχει πλέον πρόβλημα.
“Αποκρύφων λύσιν”. Όπως όταν είναι σκοτάδι, σκοντάφτω πάνω στα καθίσματα και πέφτω επάνω σας επειδή δεν βλέπω τίποτε, μόλις όμως μπει φως, προχωράω άνετα χωρίς να σκοντάφτω, έτσι γίνεται και η λύσις των αποκρύφων του Θεού. Η ανθρωπίνη κατάστασίς μας, παραμένει η ίδια, εγώ είμαι αυτός που ήμουν, αλλά η λύσις επήλθε. Τα απόρρητα του Θεού μου έγιναν γνωστά, και η αλλοίωσίς μου είναι αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου, το φως που ρίχνει μέσα μου ο Θεός. Τώρα βλέπω διαφορετικά τα πράγματα. Βλέπω μεν εσάς, αλλά νοώ τον Θεόν. Καταλαβαίνω λόγου χάριν, ότι δεν με αγαπάς, αλλά δεν με νοιάζει. αντίθετα το χαίρομαι, το πανηγυρίζω τώρα.
Ο Θεός παραμένει αόρατος, αναφής αμέθεκτος, είναι όμως ο γνωστός μου Θεός, διότι δεν έχω πλέον προβλήματα ως προς την γνώσιν του, αφού ο ίδιος μπαίνει μέσα μου και τα θεία γίνονται δικό μου περιεχόμενο. Η πραγματικότης αυτής της αποκαλύψεως είναι η θεοφορία μου, την οποία βιώ και αντιλαμβάνομαι. είναι η εσωτερική λύσις, το άνοιγμα των οφθαλμών μου.
Η καινούρια αυτή όρασις, εκτός από τα μυστήρια του Θεού, μου αποκαλύπτει επίσης το νόημα των όντων, των αγγέλων, των δογμάτων, αλλά και το νόημα των εν εμοί τελουμένων, το νόημα της ασθένειάς μου, τα πάντα. Πόσα δεν μου αποκαλύπτει ο Θεός! Αποκτώ βαθιά γνώση, εισχωρώ εις τον εν εμοί Θεόν, δεν κοιτάζω πλέον εκ του μακρόθεν. Όπως όταν μου πονέσει η καρδιά ή μου παρουσιασθεί ξαφνικά ένα πρήξιμο στο σώμα μου το καταλαβαίνω, έτσι ακριβώς καταλαβαίνω και τον Θεόν στην κοινωνία μου μαζί του. Αυτή δε η κοινωνία μας είναι ο μυστικός γάμος μας, διότι γάμος σημαίνει κοινωνία. Αυτό είναι και η νήψις: κοινωνία με το παρακολουθούμενον Άγιον Πνεύμα. Όταν είμαι σε αυτή την κατάσταση αντί να προβληματίζομαι, αντί να κουράζομαι, αντί να αγωνιώ για το μέλλον μου, κάνω κάτι άλλο: ψάλλω το γαμήλιο αλληλούια της αποκαλύψεως του Θεού στην ζωή μου.
Επομένως, ό,τι ζητάμε από τον Θεόν και είναι για μας συμφέρον, το παίρνουμε. Όμως, καθίσαμε ποτέ ενώπιόν του με την ειλικρινή διάθεση να δούμε ποιο είναι το συμφέρον μας και αυτό να ζητήσουμε; Πολά ζητάμε, αλλά το συμφέρον μας είναι ο Θεός. Τουτέστι συμφερόμεθα, συζούμε με τον Θεό. Πόσο παιδαριώδης γίνεται η καθημερινή ζωή μας κι οι προσευχές μας, όταν ζητάμε εκείνα που δεν χρειαζόμαστε, και που ευτυχώς ο Θεός δεν μας τα δίνει. Παίζουμε σαν παιδάκια, που πότε κλαίνε και πότε γελούν, αλλά ούτε το κλάμα τους ούτε το γέλιο τους είναι αληθινό.
Όταν στην καθημερινή μας ζωή λειτουργούμε χωρίς να παίρνουμε όσα ζητάμε, αυτό οφείλεται στο ότι λειτουργούμε χωρίς άρτο και οίνο. Τότε, αντί «όσων αιτούμεθα και ου λαμβάνομεν», έχουμε την αίσθηση του εαυτού μας, της ημετέρας μεγαλειότητος, της ημετέρας δηλαδή ουδενίας (του δικού μας τίποτα). Αλλά το συμφέρον μας είναι άλλο: είναι η νήψις, η λειτουργία που μας παρέχει την βρώση και την πόση του Θεού. Ας ζητάμε λοιπόν την πραγματική βρώση και πόση της υπάρξεώς μας και την αγαλλιάση της καρδιάς μας, την νήψη. Ας επιτελούμε την μυσταγωγία της νήψης, για να μας λυθούν τα μυστήρια, για να γίνουμε κάτοχοι και μέτοχοι της θεότητος, για να γίνουμε ένα με την θεότητα.
Θαυμαστά όντως και εναποτεθειμένα σχεδόν μέσα στα χέρια μας, όπως λέγει ο άγιος Ησύχιος, είναι τα δώρα της νήψεως. Μόνο που, για να γίνουν κτήμα μας, είναι ανάγκη να κλείσουμε την χούφτα μας, ώστε να μην τα χάσουμε.
Υπάρχει τε (η νήψις) πάσης εντολής Θεού Παλαιάς τε και Νέας Διαθήκης ποιητική και παντός αγαθού του μέλλοντος αιώνος παρεκτική.
Η νήψις είναι επίσης το μέσο με το οποίο μπορεί κανείς να εφαρμόσει όλη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, ολόκληρο το θέλημα του Θεού, μας παρέχει δε επί πλέον κάθε αγαθό του μέλλοντος αιώνος. Η νήψις επομένως δεν είναι μόνον κάθαρσις, γνώσις και αποκάλυψις, αλλά είναι και εκπλήρωσις του θείου θελήματος και προαπόκτησις, θα λέγαμε, προβίωσις όσων αναφέρονται στο μέλλον. Συγκλείει τα πάντα μέσα της.
Από την αρχή μέχρι τώρα, το πρώτο κεφάλαιο δεν έχει καμία τελεία. Όλες οι προτάσεις συνδέονται με ένα και ή τε, που δείχνει ότι το νόημα συνεχίζεται και δε μπορούμε να το διακόψουμε, διότι όλα αυτά τα βιώματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Όπως, όταν κάποιος διηγείται, δεν τον διακόπτεις, για να μην χάσεις την συνέχεια του λόγου, έτσι και ο άγιος Ησύχιος είναι σαν να σου λέγει: Περίμενε να σου αποκαλύψω τα πρώτα δωρήματα που θα σου χαρίσει ο Θεός, και μετά θα προχωρήσουμε και στα επόμενα.
“Πάσης εντολής Θεού Παλαιάς τε και Νέας Διαθήκης ποιητική”. Συνήθως, εμείς κάθε φορά αναρωτιόμαστε ποιο είναι το θέλημα του Θεού, ή λέμε, αν θέλει ο Θεός. Ο Θεός όμως δεν είναι γρίφος, δεν είναι αίνιγμα. είναι σταράτα πράγματα, κουκιά μετρημένα. Όποιος επομένως δεν γνωρίζει το θέλημα του Θεού αποκαλύπτει πως ουδέποτε αγάπησε τον Θεόν, ουδέποτε έσκυψε επάνω στο στήθος του Χριστού. Γνωρίζουμε λοιπόν με την νήψη το θέλημα του Θεού και παράλληλα μπορούμε να το εφαρμόζουμε.
Παράξενο όμως. Δεν λέγει ο άγιος ότι ο άνθρωπος είναι ο ποιών το θέλημα του Θεού, αλλά ότι η νήψις είναι ποιητική. Γιατί; Διότι, για να κάνεις το θέλημα του Θεού, είναι ανάγκη να το θέλεις. Εάν θέλεις, θα το εξασκήσεις με την λειτουργία της νήψεως, και τότε το θέλημα του Θεού θα εφαρμοσθεί στη ζωή σου και δεν θα αναλογίζεσαι: Τι λέγει ο Χριστός; Λέγει να σηκώνω στον σταυρό μου. ωχ! Πως να τον σηκώσω; Αν θα κάνεις έτσι, μετά δεν θα μπορείς να συνεχίσεις, διότι ο Θεός έχει πολλά θελήματα. Πως να τα μετρήσεις όλα και πως να αρχίσεις ένα ένα να τα εφαρμόζεις; Γι’ αυτό ακολούθησε την νήψη, που είναι μια αδραξιά. απλώνεις το χέρι σου και πιάνεις αμέσως όλες τις εντολές που έδωσε ο Θεός στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη.
Το θέλημα λοιπόν του Θεού δεν είναι κάτι μπροστα στο οποίο σκοντάφτει ο άνθρωπος. Καταργήθηκε η δύναμις και το σώμα, θα λέγαμε, του νόμου, που οδηγούσε στην αμαρτία. ηλθε η χάρις και με έναν απλούστατο τρόπο έκανε ληπτικά και κατορθωτά τα εντάλματά της. Το θέλημα του Θεού είναι απλό, ελαφρό, χρηστό, φτιαγμένο στα δικά μας μέτρα και στις δικές μας δυνατότητες. Δεν είναι δήμιος ούτε σκληρός ο Θεός ώστε να κάνει τη ζωή μας μαύρη, άγρια και δύσκολη. Ο Θεός είναι πολυεύσπλαγχνος, παντελεήμων, φιλάνθρωπος, ένας καλός Σαμαρείτης, ο οποίος έδωσε και το αίμα του για μας. Δεν είναι δυνατόν να εννοήσουμε ότι μας ζητάει κάτι που δύσκολα το πετυχαίνουμε στη ζωή μας. Αντίθετα, επειδή γνώρισε προσωπικά την αδυναμία του ανθρώπου, μας τα χαρίζει όλα ο ίδιος.
Αυτά οφείλουμε να τα νοιώσουμε. Διότι, εάν φανταζώμεθα δύσκολο ή άγνωστο το θέλημα του Θεού, ή εάν χρειάζεται να προσέχουμε κάθε φορά ώστε να μην κάνουμε λάθος στο ποιο είναι το θέλημα του Θεού, τότε δεν μπορούμε να ζήσουμε. η ζωή μας στενεύει, η καρδιά μας πληγώνεται, το μυαλό μας κουράζεται, η ύπαρξίς μας μαραζώνει. Ο Θεός μας άνοιξε τον δρόμο για τον ουρανό, έσπασε κάθε φράγμα που υψωνόταν μπροστά μας. Δεν είμαστε πλέον στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης με τις προτυπώσεις. Τώρα έρρευσε το αίμα του Χριστού και όλα έχουν ξεδιαλύνει ενώπιόν μας. Γι’ αυτό λέμε ότι είναι εύκολη η χριστιανική ζωή.
Άρα η νήψις είναι η χούφτα που αρπάζει και βάζει μέσα σου το απόρρητο αυτό μυστήριο, την ποίηση όλων των εντολών. Μη διαμαρτύρεσαι επομένως λέγοντας, άνθρωπος είμαι, πως μπορώ να τα κάνω όλα. Μόνον άνοιξε το χέρι σου για να τα πάρεις όλα, γνωρίζοντας πως, εάν δεν τα κάνεις όλα, δεν κάνεις ούτε ένα.
“Και παντός αγαθού του μέλλοντος αιώνος παρεκτική”. Εδώ ολοκληρώνεται το νόημα της πρώτης περιόδου και βάζει ο άγιος τελεία. Αφού μας είπε ότι η νήψις μας χαρίζει την κάθαρση, την θεία γνώση και την αποκάλυψη των μυστηρίων, και μας κάνει εφαρμοστές του νόμου και του θελήματος του Θεού, τώρα προσθέτει ότι τώρα μας κάνει κατόχους των αγαθών της βασιλείας των ουρανών. Όλα όσα απολαμβάνουν στον ουρανό τη στιγμή αυτή η Παναγία, οι άγγελοι, οι αρχάγγελοι, οι άγιοι, τα απολαμβάνουμε κι εμείς μέσα στην καρδιά μας, στο μυστικό αυτό κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος. Όπως μέσα στα σπήλαια οι όσιοι έβλεπαν τα μακράν και τα εγγύς, ο νους τους διώδευε στα ουράνια και κατώπτευε τα πάντα, έτσι και μέσα στο σπήλαιο της δικής μας καρδιάς, του δικού μας νου, του δικού μας πνεύματος, στο μυστικό σπήλαιο της Αγίας Τριάδος, επιτυγχάνονται όλα όσα αναφέραμε.
Η νήψις είναι παρεκτική παντός αγαθού. περιέχει εν εαυτή τα αγαθά του μέλλοντος αιώνος και μας τα παρέχει όχι στην μέλλουσα αλλά σε αυτήν την ζωή. Όπως μπαίνονταςσε μια αποθήκη βρίσκεις τα πάντα, αρκεί να θελήσεις να μπεις, έτσι ακριβώς, αρκεί να ακολουθήσεις την οδό της νήψεως, και βρίσκεις ακόμη και τα αιώνια αγαθά. Ας την ακολουθήσουμε, εφ’ όσον εν τω άμα μας δίνει τα πάντα. Τόσες μεθόδους εφαρμόζουμε στην ζωή μας. γιατί να μην εφαρμόσουμε και την μέθοδο της νήψεως;
*********************************************
Αύτη δέ κυρίως εστίν η της καρδίας καθαρότης.
Ο πρώτος καρπός της νήψεως, που είναι η κάθαρσις, δουλεύει μέσα μας, περνάει μέσα από την γνώση, από την αποκάλυψη, από την εκπλήρωση των εντολών, από την κατάκτηση των ουρανών, και με όλο αυτό το υλικό επιτυγχάνομε την καθαρότητα της καρδίας. Άλλο όμως η κάθαρσις, άλλο η καθαρότης. Η κάθαρσις είναι μία ενέργεια, την οποία μας δίνει μεν η χάρις του Θεού δια της νήψεως, αλλά εξαρτάται από εμάς. Αν εμείς δεν στραφούμε προς τον αγώνα της καθάρσεως με μία σαφέστατη αντιμετώπιση της ζωής, δεν υπάρχει αποτέλεσμα.
Καθαρότης, με την πνευματική έννοια, είναι η τακτοποίησις κάποιου χώρου, η ετοιμασία δηλαδή του πνεύματός μας. Εμείς παρέχομε τον χώρο του πνεύματός μας τακτοποιημένον ως προς τα δικά μας πράγματα, εν σχέσει προς ό,τι αφορά εμάς, και τα υπόλοιπα είναι του Θεού.
Αλλά ποια είναι η αρχική έννοια της καθαρότητος; Το ουσιαστικό καθαρότης παράγεται από το ρήμα καθαρεύω, από το οποίο παράγεται και το ρήμα καθαρίζω, που σημαίνει σκουπίζω, ελευθερώνω τον καλλυμένο με διάφορα αντικείμενα χώρο. Τον απαλλάσσω από εμπόδια, από οποιοδήποτε περιεχόμενο, για να χωρέσει κάτι άλλο, ή κάποιο πρόσωπο που περιμένω. Καθαρότης είναι η απόρριψις παντός περιττού πράγματος, η ευτρεπιστική και προετοιμαστική ενέργεια του χώρου, για να χωρέσει εκεί ο επισκέπτης που περιμένω, ο βασιλιάς, ο Δεσπότης, ο Ιησούς Χριστός. Άρα, καθαρότης της καρδίας δεν είναι μόνον η κάθαρσις από των εμπαθών νοημάτων και λόγων και πονηρών έργων, αλλά είναι και όλη η διενέργεια που κάνει το Άγιο Πνεύμα. είναι ο τόπος στον οποίο χαίρεται να θρονιάζεται ο βασιλιάς Χριστός, κάτι το πολύ σπουδαίο και άμεσο, όχι όμως δύσκολο, διότι δημιουργείται από το Πνεύμα και όχι από εμας.
Λέγοντας λοιπόν ο άγιος, αύτη εστίν η της καρδίας καθαρότης, εννοεί την ετοιμασία, το άδειασμα της ψυχής, που επαναπαύει τον Θεόν, και το οποίο επιτυγχάνεται με την αφαίρεση των δικών μας στοιχείων και με την πρόσθεση των στοιχείων του Αγίου Πνεύματος, και ειδικότερα με την προσευχή. Αν το όνομα του Ιησου γεμίζει την καρδιά μας, η καρδιά γίνεται θρόνος, όπου μπορεί να καθίσει ο Θεός.
Τα δε στοιχεία που αφαιρεί η καθαρότης – η συνήθης αυτή έννοια, αλλά τόσο σημαντική για τον πνευματικό άνθρωπο – είναι, πρώτον, τα περιττά και, δεύτερον, αυτά που στενεύουν την καρδιά, τον ορίζοντα, το πνευματικο βλέμμα, όσα με απασχολούν, με στενοχωρούν, με κλείνουν στον εαυτό μου, όσα σκοτεινιάζουν την ψυχή μου και δεν με αφήνουν να ανασάνω. Αυτά εκβάλλουν τον Θεό και δεν με αφήνουν να είμαι ανοικτός ενώπιόν του. Τέτοια στοιχεία επίσης είναι όσα δεν είναι αναγκαία και μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτά. Αν μπορώ λόγου χάριν να ζήσω με τρία βιβλία τα επτά με εμποδίζουν. Μην αμφιβάλλετε. Γιατί οι Πατέρες ήταν αυστηροί στο θέμα αυτό; Επίσης, εάν μου αρκούν δυο ρούχα αλλά εγώ θέλω τέσσερα, τα επί πλέον εμποδίζουν την παρουσία του Θεού. Γιατί λέγει ο Χριστός, αν έχεις δύο ενδύματα, να δώσεις το ένα; Για να μείνει χώρος κενός μέσα στην καρδιά μας, ώστε να μπορεί να μπει Εκείνος. Γι’ αυτό, είναι απαραίτητο να αφαιρέσομε κάθε τι, εάν θέλουμε να μας γεμίσει ο Θεός.
Και επειδή στο σημείο αυτό ο άγιος έφθασε στο κέντρο του θέματός του, στην καθαρότητα της καρδίας, προχωρεί τώρα με μία νέα πρόταση, που θα έλεγε κανείς ότι συνθλίβει την καρδιά μας, στην πραγματικότητα όμως αποκαλύπτει τον πόνο του αγίου.
Ήτις δια το μέγεθος και την καλλονήν αυτής, ή κυριότερον ειπείν, δια την αμέλειαν ημών, σπανίζει σήμερον πάνυ εν Μοναχοίς.
Δυστυχώς, λέγει, η καθαρότης αυτή σπανίζει στην εποχή μας. Το πάνυ εν μοναχοίς μας θυμίζει τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος και πολλούς άλλους αγίους, που παραπονιούνται για παρόμοιες καταστάσεις. Είναι, φαίνεται η εποχή που έλεγαν ότι ο μοναχισμός δεν είναι ίδιος με εκείνον των πρώτων αιώνων. Το κείμενό μας επομένως δεν μπορεί να είναι του 4ου αιώνος. Πρέπει να έχει γραφεί τουλάχιστον τον 7ο αιώνα. Αν όμως σπάνιζε τότε η καθαρότης, τι να πούμε εμείς σήμερα; Τουλάχιστον τότε ήταν χιλιάδες και μυριάδες οι μοναχοί, και οι σπάνιοι θα ήταν πολλοί.Τώρα που οι μοναχοί είναι λίγοι, θα υπάρχει άραγε κανείς με καθαρότητα καρδιάς; Ούτε του Διογένη το φαναράκι αν πάρουμε δεν θα μπορέσουμε να βρούμε κάποιον. Και εάν ανάμεσά μας δεν τον βρούμε, που να ψάξουμε; Αλλά και τι μας ωφελεί να ψάξουμε; Εμείς πρέπει να αποκτήσουμε την καθαρότητα. Αυτό εννοεί εδώ ο άγιος. Εάν εμείς δεν γίνουμε καθαροί, τι όφελος θα έχουμε, αν άλλοι δοξάσουν τον βασιλιά; Εν τω σώματι και τω πνεύματι ημών πρέπει να δοξασθεί ο Θεός. Μέσα στους σπάνιους οφείλουμε να είμαστε κι εμείς.
Γιατί όμως να σπανίζει η καθαρότης;
Πρώτον, δια το μέγεθος και την καλλονήν αυτής. Όσο πιο πολύτιμο είναι ένα αντικείμενο, τόσο πιο δύσκολα το αποκτά κανείς. Το μέγεθος είναι η μεγαλειότης της καθαρότητος, διότι καθαρότης είναι η επικαθημένη στην ψυχή δόξα του Θεού. Όταν μια ψυχή καθαρισθεί από τα πάθη και εν συνεχεία αποκτήσει την ασφαλή γνώση του Θεού και γίνει δοχείο των θείων και αποκρύφων μυστηρίων, τότε βλέπει τον Θεόν να περιπατεί μέσα της, καταλαβαίνει τι σκέπτεται ο Θεός, τι είναι ο Πατήρ, τι είναι ο Υιός, τι είναι το Άγιον Πνεύμα, τι είναι η Αγία Τριάς, οι άγγελοι. ζει μια μεγαλειότητα. Μεγαλειότητες δε, ονομάζονται οι άγγελοι, και κατ’ εξοχήν οι αρχάγγελοι και τα χερουβείμ.
Επειδή λοιπόν είναι τόσο το μεγαλείο της καθαρότητος, ο άνθρωπος δεν τολμάει να το αγγίξει. το θεωρεί ακατόρθωτο. Αυτό όμως είναι μια διαστροφή που κάνει ο διάβολος στο λογικό μας. Αντί να πούμε, αυτό μου χρειάζεται και γι’ αυτό θα δουλέψω, εμείς το αποφεύγουμε.
Με την καθαρότητα φθάνουμε στην πλήρη εφαρμογή του θελήματος του Θεού, στην ενσάρκωση του ιδίου του Θεού μέσα μας, στην απόκτηση όλων των αγαθών της βασιλείας των ουρανών. Όλα όσα χωράει η παμμεγέθης βασιλεία των ουρανών, χωρούν και μέσα στη δική μας καρδιά. Βλέπετε την μεγαλειότητα της καθαρότητος; Η καθαρότης είναι το ακριβό μυστικό μας, το όραμα, η θαλπωρή, η ανάπαυσίς μας, ο ίδιος ο Θεός. Γι’ αυτό λεγει ο άγιος, δια το μέγεθος αυτής. Και συνεχίζει:
Και την καλλονή αυτής. Ποια είναι η καλλονή, η ωραιότης της καθαρότητος; Η καλλονή είναι πάλι ο ίδιος ο Θεός, όσα αναφέραμε μέχρι στιγμής. Άρα η καθαρότης της καρδίας είναι ο τόπος όπου θριαμβεύει ο Θεός. Υπάρχει άραγε μεγαλοπρεπέστερο όραμα από αυτό;
Δεύτερον, η καθαρότης σπανίζει λόγω της αμέλειάς μας, ή κυριότερον ειπείν, δια την αμέλειαν ημών. Δεν χρησιμοποιεί ο άγιος εδώ το επίρρημα κυριότερον με την σημερινή έννοια, αλλά με την εξής: Να σας πω την αλήθεια; Να σας πω την κυριωνυμία του πράγματος, αυτό που χρειάζεται να μάθετε; Η σπανιότης της καθαρότητος οφείλεται στην αμέλειά μας, στο ότι δεν αποφασίζουμε να κάνουμε την νήψη. Δεν αποκτάμε την καθαρότητα, όχι γιατί εμείς δεν μπορούμε να γίνουμε μεγαλειώδεις και καλλοναί του Πνεύματος αλλά γιατί είμαστε αμελείς και δεν παίρνουμε την απόφαση να αποκτήσουμε την καθαρότητα, την βασιλική αυτή παστάδα μέσα στην καρδιά μας.
Αλλά, εάν σπανίζει στους μοναχούς, τότε τι γίνεται στον κόσμο; Είναι ανύπαρκτη. διότι ο κόσμος είναι περιπεπλεγμένος με όλα εκείνα που εμποδίζουν την έλευση του Χριστού, και ζει μόνον με την ελπίδα των μυστηρίων του μέλλοντος αιώνος, ότι δηλαδή κάποτε θα τα επιτύχει. Στους κοσμικούς είναι η ελπίδα, σε μας (τους μοναχούς) η βίωσις, η απόλαυσις, η κατοχή, η καθαρότης, εν τέλει η παρουσία του Θεού.
Όταν διαβάζω στα ασκητικά μας βιβλία φράσεις παρόμοιες με την «ή κυριότερον ειπείν δια την αμέλειαν ημών», μου θυμίζουν το κλάμα της Άγαρ και του γυιου της Ισμαήλ στην έρημο. Αλλά εμείς δεν είμαστε παιδιά της Άγαρ, είμαστε παιδιά του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, της Εκκλησίας. Γυναίκα μας δεν είναι η Άγαρ(η οποία αποτελεί σύμβολο του “κόσμου”), αλλά η Σάρρα (η οποία αποτελεί σύμβολο της Εκκλησίας). Επομένως, δεν δικαιολογείται εμείς να κλαίμε γοερώς και να παραπονούμεθα ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μπορούν να χωρούν και να κατέχουν τον Θεόν.
Επίσης, ψαλμικά χωρία όπως το «πορευόμενοι επορεύοντο και έκλαιον βάλλοντες τα σπέρματα αυτών» καθώς και άλλα μου θυμίζουν τον σημερινό άνθρωπο που ζει με την στέρηση του Θεού. Όλοι πηγαινοερχόμαστε κλαίγοντας, γιατί σπέρνομε «επί γης αλλοτρίας». Όπως έσπερναν οι Ιουδαίοι στην Βαβυλώνα, και ήταν φυσικό, ως αιχμάλωτοι, να μη θερίσουν τίποτε για τον εαυτό τους, αφού τα έπαιρναν όλα οι Βαβυλώνιοι, έτσι κι εμείς ζούμε σαν να μην πρόκειται να θερίσουμε τίποτε.
Αλλά μη φοβάσθε. Για μας είναι ο Θεός, αρκεί να αναγνωρίσουμε αυτή μας την φτώχεια και να προσπέσουμε και να κλαύσομε κατενώπιον του Θεού, του πλάσαντος ημών. Αφού είναι ο πλάστης μας, σημαίνει ότι μπορεί να ζει μαζί μας. Γιατί λοιπόν να μην έχουμε τον οργασμό αυτού του πνευματικού βιώματος και γιατί να λέμε ότι σπανίζει σήμερον η καθαρότης της καρδίας; Ας είμαστε εμείς οι πρώτοι που θα πούμε: είναι αδύνατον να συνεχίζεται κάτι τέτοιο.
Ην ο Χριστός μακαρίζει λέγων. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται.
Το ότι σπανίζει η καθαρότης, την οποία μακάρισε ειδικώς ο Χριστός, δείχνει ότι τελικώς δεν κυβερνάει ο Θεός την ζωή μας, ότι εμείς δεν σκεπτόμεθα να έχομε τον Θεόν και να τον δοξάζομε, αλλά χανόμαστε σε συζητήσεις γύρω από την λατρεία, την προσευχή, την αγάπη. Έτσι συνηθίζουμε να ζούμε χωρίς τον Θεόν. Γι’ αυτό ο άγιος τονίζει ότι μας λείπει η καθαρά καρδία που μακαρίζει ο Χριστός.
Το ευαγγελικό χωρίο, μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται, δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε κάνει φόνους, εγκλήματα, πορνείες, αλλά ότι έχουμε αποκτήσει όντως την καθαρότητα της καρδίας. Η ερμηνεία η οποία μας παρέχεται εδώ έχει ένα μυστικό νόημα. Ο Χριστός απηύθυνε τον ανωτέρω μακαρισμό στους Ιουδαίους της Συναγωγής, για τους οποίους ακόμη δεν είχε χυθεί το αίμα Του, ακόμη δεν είχαν ανοιχθεί οι ουρανοί, ακόμη δεν είχε σκυλευθεί ο άδης, ακόμη δεν είχε εισέλθει κανείς στον παράδεισο. Και όμως, τους έλεγε, μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται, που σήμαινε, όπως θα λέγαμε εμείς, ότι όταν θα πάνε στον ουρανό, τότε θα δουν τον Θεόν.
Αλλά δεν ήταν δυνατόν να έλεγε κάτι τέτοιο ο Χριστός σε ανθρώπους οι οποίοι τον κοιτούσαν στα μάτια περιμένοντας τι θα τους δώσει. Ο μακαρισμός δεν ελέχθη για την αιωνιότητα. Ο άνθρωπος ζει στο παρόν. σήμερα πονάει, σήμερα ζητεί την αλήθεια. Λέγοντάς τους λοιπόν μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται, ήταν σαν να τους έλεγε: Μέσα στην σκοτεινιά σας, καταλάβετέ το: όταν η καρδιά σας θα είναι καθαρή, θα με βρείτε, θα με νοιώσετε, θα με ζήσετε. Εγώ βέβαια, που σας μιλάω είμαι διδάσκαλος. Εάν όμως η καρδιά σας καθαρθεί, θα ανακαλύψετε στο πρόσωπό μου τον Θεόν. Εγώ είμαι ο Θεός. Δεν με έχετε ακόμη, δεν με νοιώθετε, διότι δεν είναι καθαρή η καρδιά σας. Θέλει με απόλυτη βεβαιότητα να τους φανερώσει ο Χριστός ότι ο Θεός οπτάνεται (βλέπεται) από την ζωή αυτή, αλλά εν τη καθαρότητι. Ο μέλλων χρόνος, όψονται, εδώ δεν είναι εσχατολογικός αλλά βιωματικός. Με αυτήν την έννοια είναι διάχυτος στην Αγία Γραφή και δείχνει την βεβαία πραγματικότητα εν τω παρόντι.
Αλλά πως μπορώ να δω τον Θεόν; Όπως ξυπνώντας ο Αδάμ, είδε ενώπιόν του τον πλάστη του, έτσι κι εγώ σε μια στιγμή, όταν το βλέμμα θα βγαίνει από καθαρό εσωτερικό περιεχόμενο, αμέσως θα αντιληφθώ τον Θεόν και μέσα μου και έξω. Και όπως ο Αδάμ, κάποια άλλη στιγμή, ξύπνησε και είδε την Εύα και είπε, «τούτο εστί σαρξ εκ της σαρκός μου», έτσι κι εγώ κάποια στιγμή όταν ξυπνήσω και δω με το φως της καθαρότητος, θα ανακαλύψω την σάρκα εκ της σαρκός μου, την Εκκλησία μου, τον Χριστόν μου, ο οποίος ως άνθρωπος είναι και πνεύμα εκ του πνεύματός μου, και είμαι ως πλάσμα πνεύμα εκ του πνεύματός του και σαρξ εκ της σαρκός του, δηλαδή τρέφομαι από την σάρκα του. Δεν είναι αυτά εσχατολογικά μυστήρια αλλά σημερινά, αρκεί να ξυπνήσω με την βοήθεια της νήψης, να είμαι ο «εν πάσι» νήφων, όπως λέγει και ο απόστολος Παύλος (Β΄ Τιμ. 4,5).
Τοιαύτη ουν ούσα, πολλού αγοράζεται.
Πρόσεξε όμως κάτι λέγει ο άγιος Ησύχιος. Τέτοια που είναι η νήψις, χρειάζεται να πληρώσεις πολλά, για να την αγοράσεις. πρέπει ουσιαστικά να πουληθείς. Ή, δηλαδή, πουλιέσαι και αγοράζεις τον Θεόν ή, όσο ανήκεις στον εαυτό σου, δεν μπορείς να τον έχεις.
Πολλού αγοράζεται, σημαίνει: «πάντα όγκον αποθέμενοι» (Εβρ. 12,1), αφήστε το κάθε τι που δεν σας δίνει τον Θεόν. αφήστε κάθε βάρος, όλα τα σκύβαλα και τα περιττά της ζωής σας και κάθε αμαρτία, διότι ο Θεός έκανε τα πάντα για εμάς και μας τα βάζει στο χέρι μας, χωρίς καν να μας κουράσει. Ποιον κούρασε ποτέ ο Θεός; Γι’ αυτό ας αρχίσουμε αυτόν τον αγώνα της νήψεως, η οποία είναι τόσο ελκυστική και τόσων χαρίτων, τόσου μεγαλείου, τόσων ωραιοτήτων, της ίδιας της θεότητος παρεκτική.
Ο άγιος απευθύνει κατ’ αρχάς τον λόγο του στον Θεόδουλο, παράλληλα όμως και σε πολύ απλούς και αμαθείς μοναχούς. Διότι τον 4ο με 7ο αιώνα πολλοί από όσους ασπάζονταν την μοναχική ζωή προέρχονταν από την ειδωλολατρία όπως ο Μέγας Παχώμιος, ή είχαν διαπράξει μεγάλα εγκλήματα όπως ο Μωυσής ο Αιθίοψ, ή ήταν γυναίκες πόρνες. Πλήθος επίσης εγγάμων ανθρώπων εγκατέλειπαν τον κόσμο, ακόμη και αγροίκοι γεωργοί και ναύτες.
Σε αυτούς τους απλούς και αμαθείς μοναχούς, που πήγαιναν κατά χιλιάδες στις ερήμους και δεν ήξεραν ούτε την αλφάβητο – έμπαιναν στα μοναστήρια και εκεί τους την μάθαιναν, για να μπορούν να διαβάζουν το Ψαλτήρι και την Καινή Διαθήκη-, απευθύνει τον λόγο του ο άγιος Ησύχιος. Αν όμως απευθυνόταν σε αυτούς και πετύχαιναν, τι να πούμε εμείς, που και γράμματα μάθαμε και από παιδιάκια λάβαμε τις πληροφορίες του Αγίου Πνεύματος και γνωρίσαμε τον Χριστόν, και τα παιδικά μας όνειρα και εντρυφήματα ήταν οι μυστικές διδασκαλίες. πόσο μπορούμε να προχωρήσουμε εμείς. Για μας είναι πολύ εύκολο, να αποκτήσουμε την καθαρότητα. Εν τούτοις, εμείς αποτυγχάνομε περισσότερο από τους παλιούς.
Αλλά κάποιος, ιδιαίτερα ένας που ζει στον κόσμο, μπορεί να αντιλέξει ότι δεν μας βοηθούν οι συνθήκες. Αυτό δεν είναι αληθινό, διότι και στην κόλαση να είμαστε, και με λιοντάρια να είμαστε, κι εκεί μπορούμε να κάνουμε την νήψη, διότι είναι πίστις της Εκκλησίας, η οποία επιβεβαιώνεται απ’ όλα τα γεγονότα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Εάν διαβάσουμε το κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής του αποστόλου Παύλου που αναφέρεται στα κατορθώματα της πίστεως, θα δούμε σε τι δυσμενέστατες συνθήκες έζησαν αυτοί οι άνθρωποι (Εβρ. κεφ.11). Συνθήκες φοβερές! Παρ’ όλα αυτά, δεν εμποδίσθηκαν να αποθέσουν «πάντα όγκον και την ευπερίστατον αμαρτίαν» (Εβρ. 12,1), και να γίνουν άγιοι. Είναι ψέμα να πιστεύουμε ότι μας παρακωλύουν οι συνθήκες.
Μία διαφορά μόνον υπάρχει μεταξύ του κοσμικού και του μοναχού. Όποιος είναι στον κόσμο, έχει μειωμένες ανέσεις, έχει καταδικάσει τον εαυτό του να έχει λίγα εφόδια στη ζωή του. Γι’ αυτό, χρειάζεται να παλέψει πολύ περισσότερο από τον μοναχό, χρειάζεται να χρησιμοποιήσει όλες του τις δυνάμεις για να μπορεί να συγκεντρώνει το νου του, ενώ στον μοναχισμό είναι όλα πιο εύκολα.
Αλλά, όπως καμιά φορά μπορεί κανείς να ναυαγήσει στο λιμάνι, το ίδιο είναι δυνατό να συμβεί και σε μας που είμαστε στο μοναστήρι, όταν δεν προσέχουμε. Πάμε στο μοναστήρι, διότι εκεί υπάρχει ησυχία, ενώ στον κόσμο υπάρχει θόρυβος, περισπασμός, μέριμνες. Άρα, εάν ζητούμε από τον Θεόν την δικαιοσύνη του και προσπαθούμε να την πάρουμε –να είμαστε δηλαδή ενώπιόν Του όπως μας θέλει, να νήφωμε-, τότε «ταύτα πάντα προστεθήσεται» (Ματθ. 6,33), τα υπόλοιπα θα μας τα δώσει ο ίδιος. Θα μας δίνει τάχιστα τα χαρίσματά Του, εάν εμείς έχουμε πάντοτε την ετοιμότητα και την προσοχή, εάν μεριμνούμε για την νήψη, εφ’ όσον «ενός εστί χρεία» (Λουκ.10,42).
Τα βιώματα της νήψεως τα αποκτούν ακόμη και τα παιδάκια, διότι είναι βιώματα του Αγίου Πνεύματος, το οποίο δεν κάνει διακρίσεις. Όποιου βρει λιγάκι την καρδιά ανοικτή, καθαρή από λογισμούς, θελήματα και επιθυμίες, αμέσως μπαίνει μέσα. Όπως μπήκε στο Υπερώο, όπου ήσαν οι μαθητές, και ξαφνικά τα πάντα άλλαξαν (Πραξ. 2,1 κ.ε.), έτσι μπαίνει και στην καρδιά του ανθρώπου και την πλημμυρίζει, αρκεί να μην βρει άλλη επιθυμία.
Μα, κάθε επιθυμία μας είναι κακή; Ή είναι όντως κακή, ή και οι φαινόμενες αγαθές επιθυμίες είναι ματαιότης; Γι΄ αυτό λέγει: «Επιθυμείτε και ουκ έχετε» (Ιακ. 4,2). Μία μόνο επιθυμία έχει θέση μέσα μας, η επιθυμία του Αγίου Πνεύματος. Ας γίνουμε λοιπόν επιθυμητές των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Και αυτό επιτυγχάνεται πολύ εύκολα με την νήψη, που είναι οδός συντομώτατη, ένα μεταφορικό μέσο που αμέσως σε εισάγει στην ουράνια ζωή, διότι φέρνει πολύ γρήγορα αποτελέσματα, το ένα επάνω στο άλλο. Όπως, όταν τρέφεσαι καλά, το πρόσωπό σου κοκκινίζει, τα μάτια σου γίνονται πιο ζωηρά, τα χέρια σου ευκίνητα, η καρδιά σου κινείται φυσιολογικά, το μυαλό σου ισχυροποιείται, η δύναμίς σου αυξάνει, έτσι και η νήψις σου προσφέρει όλα τα αγαθά της πνευματικής ζωής. Χωρίς να κουράζεσαι, χωρίς να σημειώνεις, χωρίς να γράφεις, χωρίς να φωνάζεις, χωρίς να σκέπτεσαι πως θα κάνω αυτό ή εκείνο, ξαφνικά έρχεται μια στιγμή που όλα τακτοποιούνται.
Θυμάμαι κάποιον, που από μικρό παιδάκι τον συμβούλευαν πως να ζει, για να γίνει τέλειος χριστιανός. Του απαριθμούσαν όσα όφειλε να αποφεύγει, και τα τεκμηρίωναν με παραδείγματα από την ιστορία και από τους αγίους, για να τα εφαρμόσει. Εκείνος ο καημένος στενοχωριόταν, διότι όλα αυτά ήταν πολλά και δεν μπορούσε να τα θυμηθεί. Του είπαν τότε ότι θα του κάνουν ένα περιληπτικό σχέδιο, και συμφώνησε με χαρά. Το έμαθε γρήγορα κατακόρυφα, το συνδύασε μετά και οριζόντια, το έλεγε απ’ έξω. Προσπαθούσε να το εφαρμόσει. Περνούσαν όμως τα χρόνια κι έβλεπε ότι τίποτε δεν πετύχαινε. Πήγε τότε στον Πνευματικό του και του λέγει: Πάτερ μου εγώ δεν μπορώ να τα εφαρμόσω αυτά, έχω πλέον κουρασθεί. πες μου κάτι πιο εύκολο. Και εκείνος του απαντά: Να σιωπάς. να σιωπά η γλώσσα και το μυαλό σου, και να μην αφήνεις το νου σου να πάει αλλού παρά μόνο στον Χριστόν. Και αν μόνος του ο νους σου πάει κάπου αλλού, εσύ μόλις τον καταλαβαίνεις, να τον επιστρέφεις πάλι στον Χριστό. Πονάς; Μην πεις πονώ, διότι θα φεύγει ο νους σου από τον Χριστόν. Το στόμα και το μυαλό σου θα μιλούν μόνο για τον Χριστόν.
Στην αρχή απόρησε εκείνος: Μα, πως είναι δυνατόν να γίνει αυτό; Αλλά προσπαθούσε όσο μπορούσε να το εφαρμόσει. Πέρασαν δυο χρόνια, και τότε θυμήθηκε την αγωνία που είχε για να εφαρμόσει το σχέδιο που του έλεγαν. Τι παράξενο όμως! Διαπίστωσε ότι όσα δεν μπορούσε να κάνει τότε, είχαν γίνει τώρα από μόνα τους. Πως; Από το Άγιον Πνεύμα. Τον επισκέφθηκε το Άγιον Πνεύμα, του λάλησε στην καρδιά, του φώτισε την ύπαρξη, και η κατάστασίς του αλλοιώθηκε από μόνη της. Όπως, όταν μπαίνει σε αυτόν τον χώρο το φως, φεύγει το σκοτάδι, και τότε βλέπω το χαμόγελό σας, τα καθάρια μάτια σας και διορώ τις αγνές και καθαρές καρδιές σας, έτσι ακριβώς και τα πάντα μέσα μας φωτίζονται και παίρνουν θέση ενώπιον του Θεού. Να τα αποτελέσματα της νήψεως. Έρχεται το Άγιον Πνεύμα και ανακαλύπτεις ότι κατέχεις τα πάντα.
********************************************
Νήψις εν ανθρώπω χρονίζουσα, ορθού και θεαρέστου βίου οδηγός γίνεται. τούτο και επίβασις θεωρίας, και το τριμερές της ψυχής δικαίως κινείν ημάς εκδιδάσκει, τας αισθήσεις τε ασφαλώς τηρείν.
Με την καινούρια αυτή πρόταση ο άγιος επανέρχεται στην κλίμακα των δωρεών της νήψεως. Επειδή η νήψις είναι μέθοδος και οδός, χρειάζεσαι οδηγό για να την ασκήσεις. Το θαυμαστό εδώ είναι ότι η ίδια γίνεται οδηγός και ταυτόχρονα ο τόπος όπου οδηγείσαι, με την έννοια ότι υπάρχει πλήρης ασφάλεια σε αυτόν τον δρόμο. Γίνεται, τρόπον τινά, η νήψις, το πρόσωπο που σου ομιλεί και σου εξηγεί, και έχεις κοινωνία μαζί του. Γι’ αυτό η θεότης – πολύ σπουδαίο αυτό – δεν είναι κάτι το αόριστο, δεν είναι κάποια πηγή ή αρχή, κάποια νεφελώδης ουσία, αλλά τρισυπόστατη ουσία, τρία Πρόσωπα που σε αγαπούν. είναι ο κτίστης σου, ο πλαστουργός σου, που έλαβε χουν και σου έφτιαξε τους αρμούς, τις φλέβες, τα νεύρα, τις σάρκες, τα οστά, που γνωρίζει ό,τι πνευματικό και υλικό υπάρχει μέσα σου, που σε σκέπτεται, σε βλέπει, σε καταλαβαίνει. Η νήψις είναι μεν ενέργεια που (σ.48) εκπηγάζει από την δική σου προσωπικότητα, από την δική σου καρδιά, την προσλαμβάνει όμως ο Θεός και γίνεται οδηγός σου.
Ορθού και θεαρέστου βίου οδηγός γίνεται. Πόσα χρόνια ταλαιπωρούμεθα για να ζήσουμε τον ορθό βίο της πίστεως! Ένας μάρτυς όμως, μέσα σε δυο λεπτά που θα τον βασανίσουν, γίνεται αμέσως ποιητής του Νόμου. Όποιος επίσης βαπτίζεται, όσο αμαρτωλός κι αν είναι, όποια ηλικία κι αν έχει, μέσα σε μια στιγμή γίνεται άγιος, αγιώτερος όλων μας. Έτσι γίνεται και με την νήψη, που μας οδηγεί στον ορθό και θεάρεστο βίο, τον οποίο ανακαλύπτουμε στη ζωή μας.
Τούτο και επίβασις θεωρίας. Η νήψις δεν γίνεται μόνον οδηγός θεαρέστου βίου αλλά και αιτία, ώστε ο θεάρεστος βίος να γίνει επίβασις θεωρίας. Για την απόκτηση της κοσμικής γνώσεως, παλαιότερα διδασκόμεθα πρώτα την θεωρία και μετά την πράξη. πρώτα μαθαίναμε τους κανόνες της γραμματικής και κατόπιν τους χρησιμοποιούσαμε. Στον πνευματικό βίο όμως η πράξις μας οδηγεί στην γνώση των πραγμάτων και με αυτήν οδηγούμεθα στην θεωρία. Εν προκειμένω, η πράξις που εντυπώνεται και πραγματοποιείται δια της νήψεως στην ζωή μας, αυτή μας αποκαλύπτει όλη την γνώση, όλη την πνευματική φιλοσοφία, η οποία μας οδηγεί στην θεωρία, και έτσι γίνεται η πράξις επίβασις θεωρίας. Εγώ λοιπόν κάνω την νήψη, και η ζωή μου κτίζεται. και καθώς κτίζεται, υψώνεται. Η καθημερινή μου δηλαδή εμπειρία γίνεται ένας αναβατήρας, μία επίβασις και ανάβασις προς την θεωρία.
Επομένως η αφετηρία, το θεμέλιο, ή η πέτρα που ανεβαίνει κανείς για να αγναντέψει μακριά και να δει αν υπάρχουν εχθροί ή τι υπάρχει στον ουρανό – πως είναι η θεότητα, πως είναι οι άγγελοι-, να απολαύσει όλη αυτή την θεωρία, είναι η νήψις. Τούτο, όλη αυτή διενέργεια της νήψεως, γίνεται και επίβασις θεωρίας.
Αν χρειάζεται να ανεβείς σε μια κορυφή για να δεις τον Θεόν, εγώ, λέγει η νήψις, θα σε οδηγήσω, εγώ θα γίνω και η κορυφή, από την οποία θα δεις, θα θαυμάσεις και θα απολαύσεις τον Θεόν. Τουτέστιν, εγώ τα κάνω όλα: εγώ σε ανεβάζω, εγώ είμαι και ο υψηλός τόπος, το Θαβώρ από όπου μπορείς να δεις. εγώ είμαι που σου δίνω την δύναμη, εγώ είμαι και η αιτία και το αποτέλεσμα. Τούτο και επίβασις θεωρίας. Ενώ δηλαδή σε ανεβάζω, ταυτόχρονα γίνομαι και η σκάλα με την οποία ανεβαίνεις.
Και το τριμερές της ψυχής δικαίως κινείν ημάς εκδιδάσκει. Πως μπορούμε να κινούμε δικαίως το τριμερές της ψυχής μας; Πως μπορούμε να πηδαλιουχούμε έτσι την ζωή μας, ώστε ορθώς και θεαρέστως να βαδίζουμε; Και ποιο είναι το τριμερές της ψυχής;
Το τριμερές το εξετάζουμε από μια θεωρητική πλευρά, από την στροφή μας προς τον Θεόν, κι από μια πρακτική, από την ροπή μας προς τα πάθη, που ή τα κληρονομήσαμε ή τα καλλιεργήσαμε και είναι τα δικά μας κατορθώματα. Προκειμένου δε να κόψουμε τα πάθη, τα αντιμετωπίζουμε από τις τρεις πλευρές του ψυχικού κόσμου. Επειδή εδώ ο άγιος δεν αναφέρεται στην εσωτερική θεωρητική ζωή μας αλλά στην πορεία της νήψεως που συνιστά την πράξη, προφανώς εννοεί την τριμερή διαίρεση της ψυχής που αφορά τον αγώνα κατά των παθών, και είναι το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Ας τα δούμε.
Το λογιστικό περιλαμβάνει το νόημα και τον λόγο, την λειτουργία του νου και της διανοίας – ας θυμηθούμε το εμπαθών νοημάτων και λόγων – και επιδρά αμεσώτατα σε όλη την ύπαρξή μας, δημιουργώντας έναν πόδα, μία εκβολή, το θυμικό. Αυτό αποτελεί το υπόστρωμα του ανθρώπου, το πως νοιώθω εγώ κάποιον ή κάτι, το τι πιστεύω, είναι δε γενικώς το περιεχόμενο της κρίσεώς μου, η ιδεολογία μου, η αίσθησις και η καρδιά μου. Το θυμκό γεννά εν συνεχεία το επιθυμητικό, τις επιθυμίες. Με το λογιστικό ελέγχουμε και καλλιεργούμε το θυμικό, τα ενδότερα της ψυχής μας, ό,τι έχουμε μέσα μας, και με το επιθυμητικό εκφράζουμε τα αποτελέσματα της εσωτερικής αυτής καλλιεργείας.
Πως όμως οφείλουμε να παλεύουμε, ώστε να κινούμε ορθά το τριμερές της ψυχής; Χρειάζεται να παίρνουμε αποφάσεις; Να αλλάζουμε τις ιδέες μας ή τις επιθυμίες μας; Αν ναι, ολόκληρη η ζωή μας δεν θα μας φθάσει, οπότε μετά θάνατον θα κάνουμε τον αγώνα και θα είναι πλέον αργά. Κάνουμε λοιπόν κάτι αποτελεσματικότερο: Ακολουθούμε την νήψη, η οποία στρέφει τις τρεις ψυχικές δυνάμεις μας ενοποιημένες προς τον Κύριον. Αλλά αυτό που κατ’ εξοχήν μένει σαν μια ακτίνα, σαν ένα φως, σαν μία κάτοψις του παντός, είναι ο νους, το ηγεμονικό του ανθρώπου, το οποίο εποπτεύει τα άρρητα του Θεού. Άρα, η ίδια η νήψις μας υποδεικνύει πως να κινούμε φυσιολογικά, δηλαδή πνευματικά, τα τρία μέρη της ψυχής μας, και αναμοχλεύει ότι υπάρχει μέσα μας.
Τας αισθήσεις τε ασφαλώς τηρείν. Εκτός από το τριμερές της ψυχής έχουμε και τις εξωτερικές αισθήσεις. εκείνο δουλεύει εσωτερικά, ενώ αυτές παίρνουν υλικό από έξω. Η νήψις μας διδάσκει και πάλι να προσέχουμε τα αισθητήριά μας, εάν θέλουμε να δουλεύουν αυτά για τον Χριστόν, για την σωτηρία μας, για την πνευματικότητά μας.
Και τας γενικάς τέσσαρας αρετάς εν τω μετόχω αυτής καθ’ ημέραν αυξάνει.
Τώρα προχωρεί ο άγιος στην καρποφορία της καθημερινής μας ζωής, στις τέσσερις γενικές αρετές. Το τέσσερα έχει ως τετράγωνο την έννοια της πληρότητας, της ολοκληρίας, ενώ ο κύκλος έχει την έννοια της καθολικότητας. Στα πρόσφορα έχουμε το τετράγωνο μέσα σε έναν κύκλο, για να δηλοποιούμε και τις δύο έννοιες.
Οι τέσσερις αρετές είναι διαίρεσις της προ Χριστού ελληνικής φιλοσοφίας, την οποία παρέλαβαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Τις ονομάζει εδώ γεννικάς τέσσαρας αρετάς, ενώ οι αρετές είναι πάμπολλες. Οι Πατέρες άλλοτε μιλούν για την μητέρα των αρετών, την προσευχή που είναι το κέντρο, η δύναμις, ο μοχλός της νήψεως, το περιεχόμενο της καθαράς καρδίας, το δικό μας έργο, και άλλοτε, κατ’ επίδρασιν των αρχαίων, αναφέρονται στην πρακτική, την καθημερινή ζωή, και ομιλούν για τις τέσσερις γενικές αρετές. Για μας όμως η αρετή είναι μία, η νήψις, διότι τις περιέχει όλες.
Τέτοιες τετράδες υπάρχουν αρκετές, αλλά επικρατέστερη είναι αυτή που περιλαμβάνει τις εξής αρετές: την φρόνηση, την ανδρεία, την σωφροσύνη και την δικαιοσύνη. Πρώτον, η φρόνησις είναι η αντίστοιχη αρετή του θυμικού, το πιστεύω του ανθρώπου, αν δηλαδή φρονώ ορθώς περί του Θεού, περί του εαυτού μου και του κόσμου. Εν συνεχεία ακολουθεί η ανδρεία, που έχει σχέση με το θυμικό αλλά και με την βούληση του ανθρώπου. Η ανδρεία είναι αυτό που λέμε, ή το αποφασίζεις ή δεν το αποφασίζεις, ή πεθαίνεις ή δεν πεθαίνεις. Αυτή η ανδρεία μας λείπει, γι’ αυτό πάμε και ερχόμαστε, προχωρούμε και υποχωρούμε και δεν βγάζουμε τίποτε.
Η τρίτη αρετή, που συνήθως τονίζεται και από τους αρχαίους και από την Εκκλησία, είναι η σωφροσύνη, η περιεκτική της καθαρότητος των εξωτερικών βασικών ενεργειών του ανθρώπου, εφ’ όσον αναφερόμεθα και στην προ Χριστού εποχή, οπωσδήποτε όμως και της εσωτερικής καθαρότητος. Σωφροσύνη σημαίνει, καθαρότης ζωής σύμφωνα με την ορθή φρόνηση, τον ορθό λόγο και τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Έχει δηλαδή σχέση με τον εαυτό μας και με την κοινωνία, ορίζει την θέση μας έναντι της κοινωνίας. Και η τέταρτη αρετή, η δικαιοσύνη, έχει βέβαια αναφορά και στη σχέση μας με τον Θεόν, αλλά αναφέρεται κυρίως στην σχέση μας με τον κόσμο, με τους ανθρώπους.
Στην καθημερινή όμως πνευματική αίσθηση, η φρόνησις ενοποιεί τον άνθρωπο και τον ενώνει με τον Θεόν, εκφράζεται δε με την ευσέβεια. Η δικαιοσύνη, εν συνεχεία, αποτελεί στην πραγματικότητα μία εσωτερική ισορροπία. Είναι η ευαγγελική αγάπη η οποία εξέρχεται και προς τους άλλους και μας ενώνει μαζί τους, η δε σωφροσύνη είναι η ισορροπία του νοός, της καρδίας, της ψυχής και του σώματος. Η δύναμις τώρα που τα κατορθώνει όλα αυτά είναι η ανδρεία, η δύναμις της βουλήσεως. Στην πραγματικότητα είναι οι ίδιες αρετές που αναφέραμε προηγουμένως.
Τα γενικάς αρετάς εν τω μετόχω αυτής καθ’ ημέραν αύξει. Αυτό σημαίνει ότι εσύ απλώς ασκείς την νήψη, και οι αρετές αυξάνονται από μόνες τους. Η καθαρότης, οι θείες αποκαλύψεις, η λύσις των αποκρύφων μυστηρίων, η εφαρμογή του θελήματος του Θεού, όλα αυτά επιτελούνται μέσα σου μόνα τους. Έτσι, επιτυγχάνεις, ή μάλλον βρίσκεις, όλο το πλήρωμα της τελειότητος όσον αφορά τον εαυτό σου, τον Θεό και την σχέση σου με τους ανθρώπους.
Για να ασκήσω όμως σωστά τη νήψη, χρειάζεται εγώ να αδειάσω, να πετάξω από την ζωή μου τα περισπαστικά της νήψεως, τουτέστον όσα την αναιρούν και την καταργούν, και τα υπόλοιπα είναι του Θεού. Εγώ προσφέρω απλώς καθαρό τον τόπο, κάνοντας την νήψη. Διότι σε όποιον έχει την μέριμνα της νήψεως θα δοθούν και άλλα, ενώ από αυτόν που δεν την έχει και ο,τιδήποτε έχει θα του αφαιρεθεί.
Τα λέγει τόσο ωραία και απλά ο άγιος. Γιατί; Διότι είναι εμπειρία και του ιδίου και της Εκκλησίας. Η ίδια διδασκαλία υπάρχει σε όλους τους Πατέρες. Διότι, εφ’ όσον υπάρχει ο ζων Θεός, σημαίνει ότι κινείται, ότι πάει και έρχεται. Και αφού έρχεται, δεν μπορεί να μην γίνεται γνωστή η παρουσία του. Τόσο μάλιστα απορροφιέται από εμάς ο Θεός, ώστε εγώ γίνομαι Εκείνος. Η δε έλευσις του Θεού είναι, όπως παρουσιάζεται και στην Παλαιά Διαθήκη, κάτι το φοβερό. Ο Ψαλμωδός λέγει ότι, όταν ο Θεός καθίσταται «εμφανής», τότε η γη τρέμει και οι ουρανοί σταλάζουν μάννα, βροχή και αστραπές, για να δείξει ότι είναι αδύνατον να παραμείνει αφανής η παρουσία του Θεού. Η έλευσις του Θεού δεν είναι κάτι που κοιμάσαι και δεν το παίρνεις είδηση. Μια σκια, μια πεταλούδα μπαίνει στο σπίτι, και το καταλαβαίνουμε αμέσως. Θα μπει ολόκληρος Θεός, και δεν θα το αντιληφθούμε;
Όταν επισκεφθεί και εσάς ο Θεός, θα το καταλάβετε. Θα αλλάξει αμέσως η ζωή σας. Θα γεμίσετε. Θα σας κυριεύσει στην αρχή ένας τρόμος, μία έκστασις. Δεν θα ξέρετε τι σας συμβαίνει την ώρα εκείνη και θα αναρωτιπέστε: Τρελλάθηκα; Όταν σιγά σιγά συνέλθετε, δεν θα μπορείτε να μιλήσετε. Μόνο θα τρέχουν τα μάτια σας δάκρυα, και θα είναι ελάχιστες μόνον σταγόνες μπροστά στον κρουνό της χάριτος που θα σας έχει ανοίξει την στιγμή εκείνη, εν αγίω Πνεύματι, ο Θεός.
Δεν είναι παραμύθια αυτά, δεν είναι ηθικολογίες. Είναι εμπειρίες, που σημαίνει ότι ο καθένας μας μπορεί να τις ζητήσει από τον Κύριον, διότι ο ίδιος λέγει: «Ο αν αιτήσητε εν τω ονόματί μου, τούτο δώσω υμίν» (Ιω. 15,16. 16,23). Στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη πολλές φορές συναντούμε τις φράσεις: Αιτείτε. Ο ζητών ευρίσκει. Ο αιτών λαμβάνει. Ας απαιτήσουμε λοιπόν κι εμείς μια φορά, και ας σταθούμε ενώπιον του Θεού όπως αρμόζει, για να πάρουμε. Διότι συνήθως πως στεκόμαστε; Με σάρκινες και κλειστές καρδιές, ασχολούμενοι με τα πάθη μας, που εξυπηρετούν το γήινο συμφέρον, το νόημα της στιγμής, την συνέχεια της ζωής μας, την διάσωση της παλαιάς ταυτότητάς μας. Ό,τι είχα στην παιδική μου ηλικία, ό,τι πίστευα, δεν θέλω κανείς να μου το αλλάξει. Θέλω να περισώσω το εγώ μου. Αλλά δεν μπορεί να συνυπάρχει το εγώ με τα θεία βιώματα. Πρέπει να απολεσθεί αυτό για να μπει ο Θεός. Τα πάθη, η απόρροια του νοήματος και του λογισμού , είναι οι ορατοί οδοί μας. Ή βλέπουμε επομένως τα πάθη μας, τις δικές μας πορείες ή βλέπουμε τις πορείες του Θεού. Δεν μπορούν να συνυπάρχουν και τα δύο. Όταν οι πορείες μας γίνουν πορείες του Θεού, τότε δεν θα υπάρχουν πλέον πάθη μέσα στην καρδιά μας.
Πολύ όμορφα λέγει ο Ψαλμωδός στον εξηκοστό έβδομο ψαλμό, «αναστήτω ο Θεός και διασκορπηθήτωσαν οι εχθροί αυτού», και προχωρεί αναφωνώντας, «ο Θεός κατοικίζει μονοτρόπους εν οίκω» και «ο Θεός εν τω εκπορεύεσθαί σε εν μέσω του λαού σου». Παρουσιάζει δηλαδή τον Θεό να ανίσταται διασκορπίζοντας τους εχθρούς μας, και να μας ετοιμάζει οικίαν. Παράλληλα να ευτρεπίζει πολύ χαριτωμένα τον Ισραήλ, να ρυθμίζει τα πάντα και να εξέρχεται της Αιγύπτου προπορευόμενος του λαού του όπως ο ποιμήν του ποιμνίου του.
Μπορούμε όσα γράφει το Ψαλτήρι να τα δεχθούμε μόνον ως ιστορικά γεγονότα; Αλλά και αν ακόμη είναι έτσι, δεν μπορούν να είναι συγχρόνως και η ιστορία του καθενός μας, της καρδιάς μας και της Εκκλησίας μας;
Και συνεχίζει ο Ψαλμωδός ότι ο ίδιος ο Θεός «εκούσιον βροχήν αφοριοί» ειδικώς για τον λαό του. Πόσο στοργικά ποτίζει τον λαό του ο Θεός! Και πιο κάτω: «εθεωρήθησαν οι πορείαι σου, ο Θεός, αι πορείαι του Θεού μου του βασιλέως του εν τω αγίω».
Ας αφήσουμε τον άγιο Ησύχιο να γεμίσει την καρδιά μας. Ας του παραχωρήσουμε αυτόν τον τόπο και τότε θα θεωρήσουμε και εμείς τις πορείες του Θεού, του βασιλέως ημών.