Κατανόησε καλά εκείνη τη φράση "στον καθένα", επειδή η φύση είναι μία· για να μη νομίσεις ότι μίλησε για τους υποδεέστερους και πολύ μικρούς και ότι οι τέλειοι είναι απαλλαγμένοι από αλλοιώσεις και στέκονται ακλόνητοι χωρίς εμπαθείς λογισμούς, όπως λένε οι αιρετικοί Ευχίτες, γι' αυτό πρόσθεσε "στον καθένα". Και πώς γίνεται αυτό, Μακάριε; "Όπως —μας λέει— κάνει κρύο, και σε λίγο ζέστη και ύστερα ρίχνει χαλάζι και σε λίγο είναι καλός καιρός, έτσι γίνεται και στην άσκησή μας. Πόλεμος και έπειτα βοήθεια της χάρης.
Και κάποτε η ψυχή βρίσκεται σε τρικυμία και σηκώνονται εναντίον της απειλητικά κύματα, και πάλι γίνεται αλλοίωση και η χάρη επισκέπτεται την καρδιά του και τη γεμίζει χαρά και ειρήνη από το Θεό και λογισμούς σώφρονες και ειρηνικούς". Αυτούς τους λογισμούς της σωφροσύνης τους επισημαίνει εδώ υπονοώντας ότι οι προηγούμενοι ήταν κτηνώδεις και ακάθαρτοι.
Και συμβουλεύει λέγοντας· " Αν ύστερα από αυτούς τους σώφρονες και αγαθούς λογισμούς ακολουθήσει επίθεση, να μη λυπηθούμε ούτε να απελπιστούμε. Και στην ώρα της αναπαύσεως που δίνει η χάρη να μην καυχηθούμε, αλλά στον καιρό της χαράς να περιμένομε τη θλίψη". Και προχωρώντας λέει· "Να γνωρίζεις ότι όλοι οι Άγιοι καταγίνονταν με αυτό το έργο. Όσο είμαστε σ' αυτό τον κόσμο δεν παύει αυτά να τα ακολουθεί κρυφά και μεγάλη παρηγοριά για μας".
Γιατί κάθε μέρα και κάθε ώρα ζητείται από μας η δοκιμή της αγάπης μας προς το Θεό με την πάλη και τον αγώνα κατά των πειρασμών. Και λέγοντας πιο πριν (ο άγιος Μακάριος) "να μη λυπηθούμε", εννοεί να μην κυριευθούμε από ακηδία στον αγώνα. και συνεχίζει· "Έτσι γίνεται ευθύς ο δρόμος μας. Κι όποιος θέλει να τα αποφύγει αυτά και να λοξοδρομήσει, θα γίνει μερίδιο των λύκων." Πόσο αξιοθαύμαστος είναι αυτός ο Άγιος! Πώς με λίγα λόγια επικύρωσε την αλήθεια αυτή και την απέδειξε πως είναι γεμάτη σύνεση, διώχνοντας τελείως το δισταγμό από το λογισμό του αναγνώστη!
Εκείνος, λέει, που αποφεύγει αυτά και γίνεται μερίδιο των λύκων, θέλει να βαδίζει έξω από το δρόμο. Έβαλε τούτο στο νου του και θέλει να περπατά σε δικό του μονοπάτι, όχι πατημένο από τους Πατέρες». Και ο άγιος Ισαάκ λέει πιό κάτω: «Η ταπείνωση και χωρίς έργα συγχωρεί πολλά αμαρτήματα. Αντίθετα, τα έργα χωρίς ταπείνωση είναι ανώφελα». Και παρακάτω: «Όπως είναι το αλάτι στην τροφή, έτσι είναι η ταπείνωση σε κάθε αρετή.
Αυτή μπορεί να συντρίψει τη δύναμη πολλών αμαρτημάτων. Είναι λοιπόν ανάγκη για χάρη της να λυπούμαστε ακατάπαυστα στο νου μας με ταπείνωση και με τη λύπη που δίνει η διάκριση. Και αν την αποκτήσομε, μας κάνει υιούς του Θεού και χωρίς έργα αγαθά μας παρουσιάζει στο Θεό. Γιατί χωρίς την ταπείνωση είναι μάταια όλα μας τα έργα και όλες οι αρετές και όλες οι πνευματικές εργασίες. Την αλλοίωση λοιπόν της διάνοιας θέλει ο Θεός· γιατί στη διάνοια βελτιωνόμαστε. Αυτή είναι μόνη της αρκετή να σταθεί χωρίς άλλη βοήθεια ενώπιον του Θεού και να παρακαλεί για χάρη μας».
Ακόμη λέει: «Είπε κάποιος Άγιος· όταν σού έρθει ο λογισμός της υπερηφάνειας και λέει να θυμηθείς τις αρετές σου, πες: "Γέρο, βλέπε την πορνεία σου"».
Και η ησυχία νεκρώνει τις έξω αισθήσεις και διεγείρει τις εσωτερικές κινήσεις, ενώ η αναστροφή έξω από το κελί κάνει τα αντίθετα· διεγείρει δηλαδή τις έξω αισθήσεις και νεκρώνει τις εσωτερικές κινήσεις.
Με αυτά ο άγιος Ισαάκ υποδηλώνει την πράξη και την καλή οδό της ησυχίας. Ο δε Ιωάννης της Κλίμακος χαρακτηρίζει ως εξής εκείνον που βαδίζει και πράττει καλά στο δρόμο της ησυχίας: «Ησυχαστής είναι εκείνος που αγωνίζεται να περιορίζει το ασώματο (το νου) μέσα στο σωματικό οίκο —πράγμα παραδοξότατο.
Ησυχαστής είναι εκείνος που είπε· "Εγώ κοιμάμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά"(Άσμα 5, 2). Να κλείνεις τη θύρα του κελιού σου στο σώμα σου, τη θύρα της γλώσσας στο λόγο σου και την εσωτερική πύλη στα πονηρά πνεύματα».
48. Στην προσευχή, που γίνεται, όπως είπαμε, με προσοχή και νήψη μέσα στην καρδιά χωρίς οποιαδήποτε άλλη σκέψη και φαντασία, ο νους με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού» ανυψώνεται τελείως άυλα και αλάλητα προς τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, ενώ με το «ελέησόν με» ξαναγυρίζει και κινείται προς τον εαυτό του, γιατί δεν ανέχεται να μην προσεύχεται για τον εαυτό του. Όταν όμως προκόψει στην αγάπη με την πείρα, με το ένα αποκλειστικά ανυψώνεται προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, αφού έλαβε βέβαιη πληροφορία για το δεύτερο.
49. Οι θείοι Πατέρες δεν παρέδωσαν όλοι πάντοτε ολόκληρη την προσευχή, αλλά άλλος ολόκληρη, άλλος τη μισή, άλλος ένα μερος και άλλος διαφορετικά, ανάλογα ίσως με τη δύναμη και την κατάσταση του προσευχομένου.
Ο θείος Χρυσόστομος την παραδίδει ολόκληρη λέγοντας: «Σάς παρακαλώ, αδελφοί, ποτέ να μην καταπατήσετε ή να καταφρονήσετε τον κανόνα της προσευχής· γιατί άκουσα κάποιους πατέρες να λένε κάποτε: "Ποιος είναι ο μοναχός, αν καταπατήσει ή καταφρονήσει τον κανόνα του;". Μάλλον οφείλει, είτε τρώει είτε πίνει είτε κάθεται είτε εκτελεί διακόνημα είτε περπατά είτε κάτι άλλο κάνει, να κράζει αδιάλειπτα το "Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με", ώστε η μνήμη αυτή του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να ερεθίσει σε πόλεμο τον εχθρό.
Γιατί η ψυχή που βιάζει τον εαυτό της θα τα βρει όλα, είτε πονηρά είτε αγαθά, με τη μνήμη. Πρώτα θα δει μέσα στην καρδιά του το κακό, και τότε θα βρει τα αγαθά. Γιατί η μνήμη είναι που θα ξεσηκώσει τον δράκοντα και η μνήμη θα τον ταπεινώσει· η μνήμη θα ελέγξει την αμαρτία που κατοικεί μέσα μας(Ρωμ. 7, 17) και η μνήμη θα τον αφανίσει και θα κινήσει όλη τη δύναμη του εχθρού μέσα στην καρδιά· και η μνήμη θα τη νικήσει και θα την ξεριζώσει σιγά-σιγά.
Έτσι το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού κατεβαίνοντας στο βάθος της καρδιάς, θα ταπεινώσει τον δράκοντα που εξουσιάζει τα μέρη της καρδιάς και θα σώσει και θα ζωοποιήσει την ψυχή. Κράτησε λοιπόν αδιάλειπτα το όνομα του Κυρίου Ιησού, για να καταπιεί η καρδιά τον Κύριο και ο Κύριος την καρδιά και να γίνουν τα δύο ένα. Το έργο όμως αυτό δεν είναι ζήτημα μιας ημέρας ή δύο, αλλά πολλού χρόνου και καιρού.
Γιατί χρειάζεται πολύς αγώνας και χρόνος για να εξοριστεί ο εχθρός και να κατοικήσει μέσα ο Χριστός». Και πάλι λέει: «Πρέπει να ασφαλίζομε και να ηνιοχούμε και να χαλιναγωγούμε το νου και να αναχαιτίζομε κάθε λογισμό και κάθε ενέργεια του πονηρού με την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και όπου στέκεται το σώμα, εκεί να είναι και ο νους, για να μη βρίσκεται τίποτε μεταξύ του Θεού και της καρδιάς σαν μεσότοιχος ή φραγμός που να σκοτίζει την καρδιά και να χωρίζει το νου από το Θεό.
Κι αν καμιά φορά αρπάξει κάτι το νου, δεν πρέπει αυτός να χρονοτριβεί στους λογισμούς, για να μη του καταλογιστεί η συγκατάθεση στους λογισμούς σαν πράξη την ημέρα της κρίσεως ενώπιον του Κυρίου όταν θα κρίνει ο Θεός τα μυστικά των ανθρώπων(Ρωμ. 2, 16). Απαλλαγείτε λοιπόν για πάντα από τους περισπασμούς και μείνετε κοντά στον Κύριο το Θεό μας μεχρις ότου μας σπλαχνιστεί(Ψαλμ. 122, 2)· και μη ζητάτε τίποτε άλλο παρά μόνο το έλεος από τον ένδοξο Κύριο.
Ζητώντας όμως το έλεος, να το ζητάτε με ταπεινή και αξιολύπητη καρδιά· και φωνάζετε από το πρωί μέχρι το βράδυ, κι αν είναι δυνατό και όλη τη νύχτα, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Και βιάσετε το νου σας σ' αυτό το έργο μεχρι θανάτου. Γιατί αυτό το έργο χρειάζεται μεγάλη βία, επειδή είναι στενή η πύλη και όλο δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή(Ματθ. 7, 14) και μπαίνουν σ' αυτή όσοι βιάζουν τον εαυτό τους, αφού "η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται απ΄ όσους βιάζουν τον εαυτό τους"(Ματθ. 11, 12).
Σας παρακαλώ, λοιπόν, μη χωρίζετε τις καρδιές σας από το Θεό, αλλά να μένετε κοντά Του και να τις φυλάγετε μαζί με τη μνήμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού πάντοτε, έως ότου φυτευτεί το όνομα του Κυρίου μέσα στην καρδιά σας κι αυτή πιά να μη σκέφτεται τίποτε άλλο, για να δοξαστεί ο Χριστός μέσα σας».
Πριν από το Χρυσόστομο βέβαια, ο μέγας Παύλος αναφέρει το τμήμα «Κύριε Ιησού», γράφοντας: «Αν ομολογήσεις με το στόμα σου Κύριο τον Ιησού και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθείς. Γιατί όποιος πιστεύει με την καρδιά του οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα του οδηγείται στη σωτηρία»(Ρωμ. 10, 9-10). Και πάλι: «Κανείς δεν μπορεί να πει "Κύριε Ιησού" παρά μόνο με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 3).
Προσθέτει το "με Άγιο Πνεύμα" εννοώντας "όταν η καρδιά δεχτεί την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος" με την οποία και προσεύχεται. Τούτο είναι γνώρισμα εκείνων που πρόκοψαν και αξιώθηκαν να δεχτούν με αίσθηση το Χριστό να κατοικεί μέσα τους. Σύμφωνα με αυτά λέει και ο άγιος Διάδοχος: «Απαιτεί οπωσδήποτε από εμάς ο νους, όταν του φράξομε με τη μνήμη του Θεού όλες τις διεξόδους, να του αναθέσομε κάποιο έργο που να ικανοποιεί την ενεργητικότητά του. Πρέπει λοιπόν να του δίνομε για πλήρη εργασία το "Κύριε Ιησού". Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει "Κύριε Ιησού" παρά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Πρέπει όμως ο νους να μελετά αδιάκοπα τα λόγια αυτά μέσα στα βάθη του, για να μην ξεφεύγει σε διάφορες φαντασίες. Όσοι μελετούν ακατάπαυστα αυτό το ένδοξο και πολυπόθητο όνομα στο βάθος της καρδιάς τους, αυτοί μπορούν να βλέπουν κάποτε και το φως του νου τους. Και τούτο επειδή, όταν το όνομα αυτό κρατείται από τη διάνοια με πολλή φροντίδα, κατακαίει όλη την ακαθαρσία που σκεπάζει την ψυχή· κι αυτό η ψυχή το αισθάνεται έντονα, γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει(Εβρ. 12, 29).
Και με αυτό ο Κύριος προσκαλεί την ψυχή σε μεγάλη αγάπη της δόξας Του. Γιατί όταν πολυκαιρίζει μέσα μας το ένδοξο και πολυπόθητο αυτό όνομα με τη μνήμη του νου, μας φέρνει τη συνήθεια με τη θέρμη της καρδιάς να αγαπούμε την αγαθότητά Του, αφού δεν υπάρχει πλέον κανένα εμπόδιο. Αυτό είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46), το οποίο μπορεί ν' αποκτήσει κανείς αφού πουλήσει όλη την περιουσία του, και να έχει ανέκφραστη χαρά που το βρήκε».
Ο άγιος Ησύχιος πάλι, συνιστώντας το "Χριστέ Ιησού", γράφει: «Η ψυχή που θα πετάξει ψηλά στον αέρα διά του θανάτου, στις πύλες του ουρανού, έχοντας μαζί της ως υπερασπιστή τον Ιησού, ούτε εκεί θα ντραπεί τους εχθρούς της, αλλά με παρρησία, όπως τώρα, θα μιλήσει μπροστά στις ουράνιες πύλες προς αυτούς· μόνο να μην αποκάμει μέχρι την ώρα του θανάτου να φωνάζει προς τον Χριστόν Ιησού μέρα και νύχτα.
Και Αυτός θα της αποδώσει γρήγορα το δίκαιό της, σύμφωνα με την αληθινή και θεία υπόσχεση που έδωσε μιλώντας για τον άδικο δικαστη(Λουκ. 18, 1-8). Σας βεβαιώνω, θα της αποδώσει το δίκαιό της και στην παρούσα ζωή και μετά την έξοδό της από το σώμα». Ο Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει μόνο το "Ιησού", λέγοντας: «Με το όνομα του Ιησού μαστίγωνε τους εχθρούς· γιατί δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο στον ουρανό και στη γη» —και δεν προσθέτει καμιά άλλη λέξη. Και πάλι λέει: «Ας προσκολληθεί η αναπνοή σου στη μνήμη του Ιησού και τότε θα αντιληφθείς την ωφέλεια της ησυχίας».
50. Τα λόγια αυτά της ιερής προσευχής θα τα βρει κανείς μυσταγωγημένα όχι μόνο από τους θεοφόρους Πατέρες που αναφέραμε και τους ομοίους τους, αλλά πρίν από αυτούς, και από τους ίδιους τους πρώτους και κορυφαίους Αποστόλους Πέτρο, Παύλο και Ιωάννη.
Ο πρώτος, όπως προείπαμε, λέει: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού παρά μόνο με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 30. Ο δεύτερος: «Η χάρη και η αλήθεια ήρθε μέσω του Ιησού Χριστού»(Ιω. 1, 17) και: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί πως ο Ιησούς Χριστός ήρθε με ανθρώπινη σάρκα, προέρχεται από το Θεό»(Α΄ Ιω. 4, 2). Ο τρίτος, ο πρόκριτος των μαθητών του Χριστού, στην ερώτηση του Σωτήρα και Διδασκάλου προς τους Αποστόλους· "ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι", έκανε τη μακαριότατη ομολογία: «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος»(Ματθ. 16, 16).
Γι' αυτό οι μετά τους Αποστόλους ένδοξοι παιδαγωγοί μας, και περισσότερο εκείνοι που έζησαν τον άγαμο και ερημικό και ήσυχο βίο, τις φράσεις αυτές που προαναγγέλθηκαν σποραδικά και τμηματικά από τους τρεις αυτούς μεγάλους στύλους της αγίας Εκκλησίας, τις πήραν ως θεϊκά λόγια, θεσπισμένα με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος και μαρτυρημένα από τρεις πολύ αξιόπιστους μάρτυρες· και ξέρομε ότι με την κατάθεση τριών μαρτύρων βεβαιώνεται κάθε λόγος(Δευτ. 19, 15· Β΄ Κορ. 13, 1).
Πήραν λοιπόν τα λόγια αυτά οι ουρανόφρονες Πατέρες, κι αφού τα ένωσαν άριστα και τα συνάρμοσαν σε ένα με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος που κατοικούσε μέσα τους, τα ονόμασαν μνημείο προσευχής και τα παρέδωσαν στους μεταγενέστερους, για να την κρατούν και να την τηρούν με όμοιο τρόπο. Πρόσεξε τώρα και τη σειρά και τη διάταξη των λέξεων, πόσο εξαίσια είναι και πόση ουράνια σοφία περιέχει.
Ο Παύλος δηλαδή, όπως προαναφέραμε, λέει «Κύριον Ιησού», ο Ιωάννης «Ιησού Χριστό», ο Πέτρος «Χριστό, Υιό του Θεού»· σαν να ακολουθούν ο ένας τον άλλο από κοντά με τη συμφωνία και το σύνδεσμο των θεουργικών αυτών λέξεων. Γιατί θα διαπιστώσεις ότι ο καθένας από τους τρεις αυτούς, το τέλος του προηγουμένου το παίρνει ως αρχή και έτσι συνεχίζει. Το ίδιο θα παρατηρήσεις και με την προσθήκη της λέξεως "Πνεύμα". Αφού δηλαδή ο μακάριος Παύλος είπε: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού παρά με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 3), τη λέξη που έχει στο τέλος, δηλαδή "Πνεύμα", την κάνει αρχή του ο βροντόφωνος Ιωάννης, λέγοντας: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε με σάρκα, προέρχεται από το Θεό»(Α΄ Ιω. 4, 2).
Και αυτά μας τα έγραψαν όχι μόνοι τους και από τον εαυτό τους, αλλά κινούμενοι από το χέρι του Παναγίου Πνεύματος. Γιατί και η μέσω αποκαλύψεως ομολογία του θείου Πέτρου έγινε με ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, αφού η Γραφή λέει: «Όλα τα ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα, που μοιράζει τα χαρίσματα στον καθένα όπως θέλει»(Α΄ Κορ. 12, 11).
Κι έτσι λοιπόν το τρίπλοκο και άρρηκτο σχοινί της θεοποιού αυτής προσευχής, το πολύ σοφά κι επιστημονικά πλεγμένο και συρραμένο και συναρμολογημένο, φτάνει μέχρι σ' εμάς και τηρείται με τον ίδιο τρόπο.
Την προσθήκη όμως της λέξεως «ελέησόν με» την έκαναν και την καθόρισαν οι μετέπειτα θείοι Πατέρες στα σωτήρια αυτά λόγια της προσευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», και περισσότερο για κείνους που είναι πιο νηπιώδεις στην αρετή, δηλαδή για τους αρχάριους και ατελείς. Γιατί εκείνοι που έχουν προχωρήσει κι έγιναν τέλειοι κατά Χριστόν, αρκούνται και σε μία μόνο από τις ιερές αυτές λέξεις «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», αλλά κάποτε και μόνο στην ονομασία «Ιησού», και την ενστερνίζονται και την αποδέχονται ως ολοκληρωμένη εργασία προσευχής, επειδή με αυτό γεμίζουν από ανέκφραστη ηδονή και γλυκύτητα που ξεπερνά κάθε νου και κάθε όραση και ακοή.
Κι έτσι λοιπόν οι τρισμακάριοι, βγαίνουν έξω από τη σάρκα και τον κόσμο, κρατούν κλειστές τις αισθήσεις και, κατακυριευμένοι από θείο έρωτα σε μία μακάρια βακχική μέθη από τη θεία δωρεά και χάρη που κατοικεί μέσα τους, καθαίρονται και φωτίζονται και φτάνουν στην τελειότητα, επειδή από τώρα βλέπουν αμυδρά, όπως μέσα σε καθρέφτη, σαν πρόγευση, την υπερφυσική και άναρχη και άκτιστη χάρη της υπερουσίου Θεότητας.
Αρκούνται στη μνήμη και τη μελέτη, όπως είπαμε, μίας από τις παραπάνω ονομασίες του Θεανθρώπου Λόγου, και με αυτήν αξιώνονται από το Πνεύμα και υψώνονται σε αλάλητες αρπαγές και γνώσεις και αποκαλύψεις.
Για να πληροφορηθούμε με ενάργεια και να βεβαιωθούμε με κάθε σαφήνεια γι' αυτά, ο γλυκύτατος Κύριός μας Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού, του οποίου οι λόγοι, όπως είπε, είναι πνεύμα και είναι ζωή(Ιω. 6, 63), κήρυξε μεγαλόφωνα ότι «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15, 5), και: «Αν ζητήσετε κάτι στο όνομά μου, εγώ θα το κάνω»(Ιω. 14, 14), και πάλι: «Ό,τι ζητήσετε στο όνομά μου, εγώ θα το κάνω»(Ιω. 14, 13) και τα λοιπά, σύμφωνα με όσα μας έχουν παραδοθεί.