( Ποιος είναι αυτός που ζει παρά φύση και σαρκικά, ποιος ο κατά φύση και ψυχικά, και ποιος είναι που ζει υπέρ φύση και πνευματικά. )
41. Εκείνος που ζει και ενεργεί σαρκικά και παρά φύση, έχασε εντελώς την ικανότητα της διακρίσεως. Εκείνος που έκανε αποχή από τα κακά και έβαλε αρχή να πράττει το αγαθό, κατά το ρητό: «Απομακρύνσου από το κακό και πράξε το αγαθό»(Ψαλμ. 33, 15), αυτός, ως αρχάριος και πρόθυμος ν' ακούσει διδασκαλία, αγγίζει λίγο κάποια αίσθηση διακρίσεως που αρμόζει σε αρχάριο.
Εκείνος που ζει κατά φύση και ψυχικά επειδή ενεργεί με τη σκέψη και ζει λογικά, ο οποίος και ονομάζεται μέσος, αυτός βλέπει και διακρίνει σύμφωνα με το δικό του μέτρο και εκείνα που αφορούν σ' αυτόν και εκείνα που αφορούν στους ομοίους του.
Εκείνος που ζει υπέρ φύση και πνευματικά, αυτός, επειδή ξεπέρασε τα όρια του εμπαθούς και του αρχαρίου και του μέσου και πρόκοψε με τη χάρη του Χριστού στην τελειότητα, δηλαδή στον ενυπόστατο φωτισμό και την τελειότατη διάκριση, βλέπει και διακρίνει τον εαυτό του καθαρότατα, αλλά και όλους τους βλέπει και τους διακρίνει καθαρά, ενώ ο ίδιος, αν και είναι ορατός, δε βλέπεται από κανένα, ούτε διακρίνεται, ούτε βέβαια εξετάζεται, καθώς αληθινά είναι και λέγεται πνευματικός, όχι με χαρτί και μελάνι, αλλά με πράξη και θεία χάρη, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Ο πνευματικός όλους τους εξετάζει, ο ίδιος όμως δεν εξετάζεται από κανένα»(Α΄ Κορ. 2, 15).
Κεφάλαιο 42 - Συνέχεια για τη διάκριση με παράδειγμα.
42. Από τους παραπάνω ο πρώτος —ο σαρκικός— μοιάζει μ' εκείνον που βαδίζει σε βαθιά και άγρια νύχτα. Γι' αυτό και επειδή περιπλανιέται σε βαθύ σκοτάδι, όχι μόνο τον εαυτό του δε βλέπει και δε διακρίνει, αλλά ούτε και πού περπατά και πού πηγαίνει, όπως λέει ο Σωτήρας: «Όποιος περπατεί στο σκοτάδι, δεν ξέρει που πηγαίνει»(Ιω. 12, 35).
Ο δεύτερος —ο αρχάριος—, σαν να βαδίζει σε νύχτα με καθαρό ουρανό που φωτίζεται από τα άστρα. Γι' αυτό και φωτιζόμενος κάπως από τη λάμψη των αστεριών, βαδίζει σιγά - σιγά και σκοντάφτει σε πέτρες της αδιακρισίας και πέφτει. Αυτός λοιπόν βλέπει λίγο και τον εαυτό του και τον διακρίνει σαν μέσα στη σκιά, όπως λέει η Γραφή: «Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι και αναστήσου από τους νεκρούς και θα σε φωτίσει ο Χριστός»(Εφ. 5, 14).
Ο τρίτος —ο μέσος—, σαν να βαδίζει σε γαλήνια νύχτα με πανσέληνο· καθώς λοιπόν τον φωτίζει η λάμψη της σελήνης, βαδίζει κάπως πιό σταθερά και πηγαίνει μπροστά. Βλέπει επίσης τον εαυτό του σαν σε καθρέφτη και διακρίνει εκείνους που βαδίζουν μαζί του, όπως έχει λεχθεί: «Καλά κάνετε και προσέχετε στο νόμο όπως σε λυχνάρι που φέγγει σε σκοτεινό τόπο, μέχρις ότου φωτίσει η μέρα και ανατείλει στις καρδιές σας ο αυγερινός»(Β΄ Πέτρ. 1, 19).
Ο τελευταίος —ο τέλειος και πνευματικός— είναι σαν να περπατά στο καθαρότατο καταμεσήμερο που καταφωτίζεται από τις δυνατές ηλιακές ακτίνες. Αυτός και τον εαυτό του βλέπει καθαρά με το ηλιακό φως και τον διακρίνει, και καταλαβαίνει τους περισσότερους, ή μάλλον όλους, κατά τον θείο Απόστολο(Α΄ Κορ. 2, 15).
Ακόμη βέβαια και όλα οσαδήποτε συναντά με οποιοδήποτε τρόπο· και ο ίδιος βαδίζει χωρίς να λαθεύει, κι εκείνους που τον ακολουθούν τους οδηγεί απρόσκοπτα προς το αληθινό φως και τη ζωή και την αλήθεια. Γι' αυτούς έχει γραφεί: «Εσείς είστε το φως του κόσμου»(Ματθ. 5, 14).
Λέει και ο θείος Παύλος ότι «ο Θεός που είπε να λάμψει φως από το σκοτάδι, Αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας και μας φώτισε να γνωρίσομε τη δόξα του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού»(Β΄ Κορ. 4, 6).
Και ο μακάριος Δαβίδ λέει: «Έλαμψε πάνω μας το φως του προσώπου Σου, Κύριε»(Ψαλμ. 4, 7), και: «Με το δικό Σου φως θα δούμε φως»(Ψαλμ. 35, 10). Και ο Κύριος: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου· εκείνος που με ακολουθεί, δε θα περπατά μέσα στο σκοτάδι αλλά θα έχει το φως της ζωής»(Ιω. 8, 12).
Κεφάλαιο 43- Η μεταβολή και αλλοίωση του καθενός και η υπερβολική δόξα της ταπεινώσεως.
43. Θέλομε να γνωρίζεις και τούτο, ότι κι εκείνοι που έφτασαν στην τελειότητα με την κάθαρση και το φωτισμό όσο μπόρεσαν (γιατί δεν υπάρχει τέλεια τελειότητα σ' αυτόν τον ατελή αίώνα αλλά μάλλον "άτέλεστη τελειότητα"), να ξέρεις λοιπόν ότι και αυτοί δεν είναι πάντοτε αναλλοίωτοι, λόγω της φυσικής αδυναμίας και της οιήσεως που κάποτε εισχωρεί κρυφά.
Παθαίνουν δηλαδή και αλλοιώσεις και απάτες για δοκιμασία τους. Και τότε όμως δέχονται μεγαλύτερη βοήθεια από το Θεό. Ό,τι γίνεται αντίθετα μ' αυτά, οι Πατέρες το ονομάζουν μερίδιο των λύκων. Γιατί το αμετάβλητο και το αναλλοίωτο είναι φυλαγμένα για τον μέλλοντα αιώνα. Στον παρόντα όμως αιώνα, άλλοτε είναι καιρός καθαρότητας, ειρήνης και θείας παρηγοριάς, κι άλλοτε συγχύσεως και ζάλης και σκυθρωπότητας.
Και αυτό πάλι ανάλογα με το μέτρο της πολιτείας και της προκοπής του καθενός και για λόγους που γνωρίζει μόνον ο Κύριος, αλλά βέβαια και για να έχομε από αυτό τεκμήριο για την αδυναμία μας. Γιατί λέει: «Μακάριος ο άνθρωπος που γνωρίζει την αδυναμία του»(Ιώβ 37, 7), και ο Παύλος: «Να μην έχομε πεποίθηση στον εαυτό μας, αλλά στο Θεό που ανασταίνει τους νεκρούς»(Β΄ Κορ. 1, 9). Κι έτσι πάντοτε να καταφεύγομε στο Θεό με ταπείνωση και μετάνοια και εξομολόγηση. Ο άγιος Ισαάκ λέει: «Πόσες φορές μερικοί δεν παραβαίνουν τις εντολές του Θεού και θεραπεύουν τις ψυχές τους με τη μετάνοια και η χάρη τους δέχεται! Γιατί σε όλη τη λογική φύση χωρίς εξαίρεση υπάρχει μεταβολή, όπως και κάθε άνθρωπος περνά διάφορες αλλοιώσεις κάθε ώρα, και από πολλά μπορεί να το αντιληφθεί αυτό ο διακριτικός. Αλλά περισσότερο θα του το διδάξουν αυτό οι δικές του καθημερινές δοκιμασίες, αν έχει νήψη.
Αν παρατηρήσει δηλαδή τον εαυτό του νοερά, θα μάθει πόση αλλοίωση στην πραότητα και την καλωσύνη δέχεται η διάνοιά του κάθε μέρα και πώς η ειρήνη της αυτή ξαφνικά μετατρέπεται σε θόλωση χωρίς να υπάρχει φανερή αιτία και πώς περιέρχεται σε μεγάλο και ανείπωτο κίνδυνο. Είναι αυτό, για το οποίο έγραψε με σαφήνεια και μεγάλη πρόνοια και επιμέλεια ο μακαριστός Μακάριος, για να θυμούνται και να διδάσκονται οι αδελφοί, ώστε να μην παρασυρθούν σε απόγνωση στον καιρό της αλλοιώσεως που προξενούν οι αντιξοότητες.
Κατανόησε καλά εκείνη τη φράση "στον καθένα", επειδή η φύση είναι μία· για να μη νομίσεις ότι μίλησε για τους υποδεέστερους και πολύ μικρούς και ότι οι τέλειοι είναι απαλλαγμένοι από αλλοιώσεις και στέκονται ακλόνητοι χωρίς εμπαθείς λογισμούς, όπως λένε οι αιρετικοί Ευχίτες, γι' αυτό πρόσθεσε "στον καθένα". Και πώς γίνεται αυτό, Μακάριε; "Όπως —μας λέει— κάνει κρύο, και σε λίγο ζέστη και ύστερα ρίχνει χαλάζι και σε λίγο είναι καλός καιρός, έτσι γίνεται και στην άσκησή μας. Πόλεμος και έπειτα βοήθεια της χάρης.
Και κάποτε η ψυχή βρίσκεται σε τρικυμία και σηκώνονται εναντίον της απειλητικά κύματα, και πάλι γίνεται αλλοίωση και η χάρη επισκέπτεται την καρδιά του και τη γεμίζει χαρά και ειρήνη από το Θεό και λογισμούς σώφρονες και ειρηνικούς". Αυτούς τους λογισμούς της σωφροσύνης τους επισημαίνει εδώ υπονοώντας ότι οι προηγούμενοι ήταν κτηνώδεις και ακάθαρτοι.
Και συμβουλεύει λέγοντας· " Αν ύστερα από αυτούς τους σώφρονες και αγαθούς λογισμούς ακολουθήσει επίθεση, να μη λυπηθούμε ούτε να απελπιστούμε. Και στην ώρα της αναπαύσεως που δίνει η χάρη να μην καυχηθούμε, αλλά στον καιρό της χαράς να περιμένομε τη θλίψη". Και προχωρώντας λέει· "Να γνωρίζεις ότι όλοι οι Άγιοι καταγίνονταν με αυτό το έργο. Όσο είμαστε σ' αυτό τον κόσμο δεν παύει αυτά να τα ακολουθεί κρυφά και μεγάλη παρηγοριά για μας".
Γιατί κάθε μέρα και κάθε ώρα ζητείται από μας η δοκιμή της αγάπης μας προς το Θεό με την πάλη και τον αγώνα κατά των πειρασμών. Και λέγοντας πιο πριν (ο άγιος Μακάριος) "να μη λυπηθούμε", εννοεί να μην κυριευθούμε από ακηδία στον αγώνα. και συνεχίζει· "Έτσι γίνεται ευθύς ο δρόμος μας. Κι όποιος θέλει να τα αποφύγει αυτά και να λοξοδρομήσει, θα γίνει μερίδιο των λύκων." Πόσο αξιοθαύμαστος είναι αυτός ο Άγιος! Πώς με λίγα λόγια επικύρωσε την αλήθεια αυτή και την απέδειξε πως είναι γεμάτη σύνεση, διώχνοντας τελείως το δισταγμό από το λογισμό του αναγνώστη!
Εκείνος, λέει, που αποφεύγει αυτά και γίνεται μερίδιο των λύκων, θέλει να βαδίζει έξω από το δρόμο. Έβαλε τούτο στο νου του και θέλει να περπατά σε δικό του μονοπάτι, όχι πατημένο από τους Πατέρες». Και ο άγιος Ισαάκ λέει πιό κάτω: «Η ταπείνωση και χωρίς έργα συγχωρεί πολλά αμαρτήματα. Αντίθετα, τα έργα χωρίς ταπείνωση είναι ανώφελα». Και παρακάτω: «Όπως είναι το αλάτι στην τροφή, έτσι είναι η ταπείνωση σε κάθε αρετή.
Αυτή μπορεί να συντρίψει τη δύναμη πολλών αμαρτημάτων. Είναι λοιπόν ανάγκη για χάρη της να λυπούμαστε ακατάπαυστα στο νου μας με ταπείνωση και με τη λύπη που δίνει η διάκριση. Και αν την αποκτήσομε, μας κάνει υιούς του Θεού και χωρίς έργα αγαθά μας παρουσιάζει στο Θεό. Γιατί χωρίς την ταπείνωση είναι μάταια όλα μας τα έργα και όλες οι αρετές και όλες οι πνευματικές εργασίες. Την αλλοίωση λοιπόν της διάνοιας θέλει ο Θεός· γιατί στη διάνοια βελτιωνόμαστε. Αυτή είναι μόνη της αρκετή να σταθεί χωρίς άλλη βοήθεια ενώπιον του Θεού και να παρακαλεί για χάρη μας».
Ακόμη λέει: «Είπε κάποιος Άγιος· όταν σού έρθει ο λογισμός της υπερηφάνειας και λέει να θυμηθείς τις αρετές σου, πες: "Γέρο, βλέπε την πορνεία σου"».
44. «Η τελειότητα κάθε δρόμου, κάθε αρετής, λέει ο άγιος Ισαάκ, αποτελείται από τα εξής τρία: από τη μετάνοια, την καθαρότητα και την τελειότητα. Τι είναι η μετάνοια; Είναι να αφήσει κανείς τα προηγούμενα αμαρτήματά του και να λυπάται γι' αυτά. Και τι είναι η καθαρότητα με λίγα λόγια; Είναι καρδιά σπλαχνική για όλη τη δημιουργία. Και τι είναι η τελειότητα; Είναι το βάθος της ταπεινώσεως, που σημαίνει να εγκαταλείψει κανείς όλα τα ορατά, δηλαδή τα αισθητά, και όλα τα αόρατα, δηλαδή τα νοητά, και να μη φροντίζει διόλου γι' αυτά.
Επίσης, μετάνοια είναι η εκούσια διπλή νέκρωση απ' όλα. Και "καρδιά σπλαχνική" σημαίνει να καίγεται η καρδιά από αγάπη για όλη την κτίση, δηλαδή για τους ανθρώπους και τα όρνεα και τα ζώα και τους δαίμονες και κάθε δημιούργημα».
Και ο άγιος Μάξιμος λέει: «Ο βίος της αρετής προκαλεί απάθεια της προαιρέσεως, όχι όμως και της φύσεως. Με την απάθεια της προαιρέσεως έρχεται στο νου η χάρη της θείας ηδονής».
Και πάλι: «Εκείνος που έλαβε πείρα της λύπης και της ηδονής του σώματος μπορεί να ονομαστεί δοκιμασμένος, επειδή έλαβε πείρα των ευχάριστων και δυσάρεστων καταστάσεων που αναφέρονται στη σάρκα. Τέλειος είναι εκείνος που κατανίκησε την ηδονή και την οδύνη της σάρκας με τη δύναμη του λογικού. Και ολοκληρωμένος, εκείνος που διατήρησε αμετάβλητες με τη σφοδρότητα του θείου πόθου τις έξεις της πράξεως και της θεωρίας».
Γι' αυτό και μεγαλύτερη απ' όλες τις αρετές έχει οριστεί ότι είναι η διάκριση, επειδή, εκείνοι που θα την αποκτήσουν από ευμένεια του Θεού, μπορούν με το φωτισμό του θείου φωτός να διακρίνουν με ακρίβεια τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα και τα μυστικά και απόκρυφα θεάματα. Ας είναι. Τώρα έφτασε η ώρα ώστε σύντομα και όσο μπορούμε, να διαπραγματευθούμε, όπως υποσχεθήκαμε, και την αρχή της ιερής και θεοποιού ησυχίας, πιό φανερά κατά κάποιο τρόπο. Ο Θεός ας προπορευθεί και σ' αυτά που θα πούμε τώρα.
Κεφάλαιο 45 - Οι πέντε εργασίες της πρώτης και κατά κάποιο τρόπο προκαταρκτικής ησυχίας των αρχαρίων, δηλαδή η προσευχή, η ψαλμωδία, η ανάγνωση, η μελέτη και το εργόχειρο.
45. Ο αρχάριος ησυχαστής οφείλει να περνά το εικοσιτετράωρο με πέντε εργασίες, με τις οποίες λατρεύεται ο Θεός. Με προσευχή, δηλαδή με τη μνήμη του Κυρίου Ιησού Χριστού που εισάγεται συνεχώς, όπως είπαμε, με την αναπνοή ήρεμα μέσα στην καρδιά και βγαίνει πάλι με τον ίδιο τρόπο, με κλειστά τα χείλη, χωρίς καμία άλλη οποιαδήποτε σκέψη ή φαντασία, πράγμα που κατορθώνεται με περιεκτική εγκράτεια φαγητού και ύπνου και των άλλων αισθήσεων μέσα στο κελί με ειλικρινή ταπείνωση· με ψαλμωδία· με ανάγνωση από το ιερό Ψαλτήρι, τον Απόστολο και τα άγια Ευαγγέλια, καθώς και τα συγγράμματα των θεοφόρων και αγίων Πατέρων, και μάλιστα τα κεφάλαια περί προσευχής και νήψεως, όπως και τα λοιπά ένθεα λόγια του Πνεύματος· με μνήμη των αμαρτημάτων που φέρνει πόνο στην καρδιά και με μελέτη της κρίσεως του Θεού ή του θανάτου ή της κολάσεως ή της απολαύσεως και των παρομοίων και με λίγο εργόχειρο για φίμωτρο της ακηδίας.
Και να ξαναγυρίζει πάλι στην προσευχή, όσο κι αν αυτό απαιτεί προσπάθεια, μέχρις ότου συνηθίσει ο νους ν' αποθέτει εύκολα τον ρεμβασμό του με την αποκλειστική μελέτη του Κυρίου Ιησού Χριστού και την αδιάκοπη μνήμη Του και τη συνεχή στροφή και σταθερή ρίζωση στον εσωτερικό θάλαμο(Ματθ. 6, 6), δηλαδή τον κρυφό χώρο της καρδιάς. Και όπως γράφει ο άγιος Ισαάκ: «Αγωνίσου να εισέλθεις στο θάλαμο που βρίσκεται μέσα σου, και θα δεις τον ουράνιο θάλαμο. Γιατί και αυτός και εκείνος είναι ένας, και από μιά είσοδο βλέπεις και τους δύο».
Και ο άγιος Μακάριος: «Η καρδιά είναι ο ηγεμόνας όλης της υπάρξεως. Και όταν κυριαρχήσει η χάρη στα μέρη της καρδιάς, τότε βασιλεύει πάνω σε όλους τους λογισμούς και σε όλα τα μέλη. Γιατί εκεί είναι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής. Εκεί λοιπόν πρέπει να προσέχομε αν έγραψε η χάρη τους νόμους του Παναγίου Πνεύματος. Που εκεί; Στο ηγεμονικό όργανο, στο θρόνο της χάρης, όπου είναι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής, δηλαδή στην καρδιά».
Κεφάλαιο 46 - Από πού πρέπει να κάνουν αρχή εκείνοι που θέλουν να ησυχάσουν ορθά, και ποιά είναι η αρχή και η αύξηση και η προκοπή και η τελείωση.
46. Η πρώτη και κατά κάποιο τρόπο προκαταρκτική εργασία των αρχαρίων μοναχών που επιθυμούν να ησυχάσουν ορθά, είναι η εξής. Αρχίζουν από το φόβο του Θεού, την κατά δύναμη εκπλήρωση όλων των θεοποιών εντολών, την αμεριμνία για εύλογα ή για παράλογα πράγματα, και προπάντων την πίστη, την πλήρη αποφυγή των αμαρτιών και τη γνήσια κλίση προς το Θεό, όπως είπαμε.
Και αυξάνουν με ακαταίσχυντη ελπίδα, προχωρώντας στην πλήρη ωριμότητα που μέτρο της είναι ο Χριστος(Εφ. 4, 13), με τον ολικό και εξαίρετο θείο έρωτα, ο οποίος προέρχεται από την καθαρή και αρρέμβαστη καρδιακή προσευχή και τελειοποιείται με την ακίνητη και ατάραχη πνευματική προσευχή και με μόνη την άμεση έκσταση και αρπαγή προς μόνο το Θεό και την ένωση με Αυτόν, τον Άκρο Επιθυμητό, η οποία πηγάζει από την τέλεια αγάπη.
Αυτό είναι η χωρίς πλάνη προκοπή και ανύψωση προς τη θεωρία μέσω της πράξεως, την οποία έπαθε ο θεοπάτωρ Δαβίδ και αλλοιωμένος με τη μακάρια εκείνη αλλοίωση αναφώνησε: «Εγώ είπα κατά την έκστασή μου· κάθε άνθρωπος είναι ύπαρξη ψεύτικη»(Ψαλμ. 115, 2). και κάποιος από τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης λέει*: «Μάτι δεν τα είδε και αυτί δεν τα άκουσε και άνθρωπος δεν τα διανοήθηκε αυτά που ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούν».
Και συμπληρώνοντάς το ο μέγας Παύλος, καταλήγει λέγοντας: «Σ' εμάς όμως τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα Του· γιατί το Πνεύμα ερευνά τα πάντα, ακόμη και τα βάθη του Θεού»(Α΄ Κορ. 2, 9-10).
*Το χωρίο αυτό δεν υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη, παρ' όλο που και ο Απόστολος Παύλος (Α' Κορ. 2, 9) το παραθέτει ως αγιογραφικό. Ο ιερός Χρυσόστομος δίνει δυο πιθανές εξηγήσεις (βλ. Ζ' ομιλία εις την Α' προς Κορινθίους, 3).
Κεφάλαιο 47 - Η τάξη της ησυχίας των αρχαρίων.
47. Ο αρχάριος λοιπόν, όπως προείπαμε, πρέπει να μη βγαίνει συχνά από το κελί του και να απέχει από τη συναναστροφή και τη θεωρία όλων, εκτός όταν είναι μεγάλη ανάγκη, και τότε με προσοχή και προφύλαξη και σπανίως, όπως λέει ο θείος Ισαάκ: «Για κάθε πράγμα να κρατήσεις στο νου σου ότι η βοήθεια που έχεις από την προφύλαξη είναι καλύτερη από την βοήθεια των έργων». Γιατί όχι μόνο στους αρχαρίους, αλλά και σ' εκείνους που ήδη προοδεύουν, αυτά προξενούν διασκορπισμό και στροφή προς τα έξω, όπως λέει πάλι ο άγιος Ισαάκ ότι η ανάπαυση βλάπτει μόνο τους νέους, ενώ η χαλάρωση και τους νέους και τους γέροντες.
Και η ησυχία νεκρώνει τις έξω αισθήσεις και διεγείρει τις εσωτερικές κινήσεις, ενώ η αναστροφή έξω από το κελί κάνει τα αντίθετα· διεγείρει δηλαδή τις έξω αισθήσεις και νεκρώνει τις εσωτερικές κινήσεις.
Με αυτά ο άγιος Ισαάκ υποδηλώνει την πράξη και την καλή οδό της ησυχίας. Ο δε Ιωάννης της Κλίμακος χαρακτηρίζει ως εξής εκείνον που βαδίζει και πράττει καλά στο δρόμο της ησυχίας: «Ησυχαστής είναι εκείνος που αγωνίζεται να περιορίζει το ασώματο (το νου) μέσα στο σωματικό οίκο —πράγμα παραδοξότατο.
Ησυχαστής είναι εκείνος που είπε· "Εγώ κοιμάμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά"(Άσμα 5, 2). Να κλείνεις τη θύρα του κελιού σου στο σώμα σου, τη θύρα της γλώσσας στο λόγο σου και την εσωτερική πύλη στα πονηρά πνεύματα».
Και η ησυχία νεκρώνει τις έξω αισθήσεις και διεγείρει τις εσωτερικές κινήσεις, ενώ η αναστροφή έξω από το κελί κάνει τα αντίθετα· διεγείρει δηλαδή τις έξω αισθήσεις και νεκρώνει τις εσωτερικές κινήσεις.
Με αυτά ο άγιος Ισαάκ υποδηλώνει την πράξη και την καλή οδό της ησυχίας. Ο δε Ιωάννης της Κλίμακος χαρακτηρίζει ως εξής εκείνον που βαδίζει και πράττει καλά στο δρόμο της ησυχίας: «Ησυχαστής είναι εκείνος που αγωνίζεται να περιορίζει το ασώματο (το νου) μέσα στο σωματικό οίκο —πράγμα παραδοξότατο.
Ησυχαστής είναι εκείνος που είπε· "Εγώ κοιμάμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά"(Άσμα 5, 2). Να κλείνεις τη θύρα του κελιού σου στο σώμα σου, τη θύρα της γλώσσας στο λόγο σου και την εσωτερική πύλη στα πονηρά πνεύματα».
Κεφάλαιο 48 - Η καρδιακή προσευχή που γίνεται με προσοχή και νήψη, και πώς ενεργείται.
48. Στην προσευχή, που γίνεται, όπως είπαμε, με προσοχή και νήψη μέσα στην καρδιά χωρίς οποιαδήποτε άλλη σκέψη και φαντασία, ο νους με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού» ανυψώνεται τελείως άυλα και αλάλητα προς τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, ενώ με το «ελέησόν με» ξαναγυρίζει και κινείται προς τον εαυτό του, γιατί δεν ανέχεται να μην προσεύχεται για τον εαυτό του. Όταν όμως προκόψει στην αγάπη με την πείρα, με το ένα αποκλειστικά ανυψώνεται προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, αφού έλαβε βέβαιη πληροφορία για το δεύτερο.
Κεφάλαιο 49 - Πώς παρέδωσαν οι θείοι Πατέρες να λέμε την προσευχή με διάφορους τρόπους, και ποιά είναι η προσευχή.
49. Οι θείοι Πατέρες δεν παρέδωσαν όλοι πάντοτε ολόκληρη την προσευχή, αλλά άλλος ολόκληρη, άλλος τη μισή, άλλος ένα μερος και άλλος διαφορετικά, ανάλογα ίσως με τη δύναμη και την κατάσταση του προσευχομένου.
Ο θείος Χρυσόστομος την παραδίδει ολόκληρη λέγοντας: «Σάς παρακαλώ, αδελφοί, ποτέ να μην καταπατήσετε ή να καταφρονήσετε τον κανόνα της προσευχής· γιατί άκουσα κάποιους πατέρες να λένε κάποτε: "Ποιος είναι ο μοναχός, αν καταπατήσει ή καταφρονήσει τον κανόνα του;". Μάλλον οφείλει, είτε τρώει είτε πίνει είτε κάθεται είτε εκτελεί διακόνημα είτε περπατά είτε κάτι άλλο κάνει, να κράζει αδιάλειπτα το "Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με", ώστε η μνήμη αυτή του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να ερεθίσει σε πόλεμο τον εχθρό.
Γιατί η ψυχή που βιάζει τον εαυτό της θα τα βρει όλα, είτε πονηρά είτε αγαθά, με τη μνήμη. Πρώτα θα δει μέσα στην καρδιά του το κακό, και τότε θα βρει τα αγαθά. Γιατί η μνήμη είναι που θα ξεσηκώσει τον δράκοντα και η μνήμη θα τον ταπεινώσει· η μνήμη θα ελέγξει την αμαρτία που κατοικεί μέσα μας(Ρωμ. 7, 17) και η μνήμη θα τον αφανίσει και θα κινήσει όλη τη δύναμη του εχθρού μέσα στην καρδιά· και η μνήμη θα τη νικήσει και θα την ξεριζώσει σιγά-σιγά.
Έτσι το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού κατεβαίνοντας στο βάθος της καρδιάς, θα ταπεινώσει τον δράκοντα που εξουσιάζει τα μέρη της καρδιάς και θα σώσει και θα ζωοποιήσει την ψυχή. Κράτησε λοιπόν αδιάλειπτα το όνομα του Κυρίου Ιησού, για να καταπιεί η καρδιά τον Κύριο και ο Κύριος την καρδιά και να γίνουν τα δύο ένα. Το έργο όμως αυτό δεν είναι ζήτημα μιας ημέρας ή δύο, αλλά πολλού χρόνου και καιρού.
Γιατί χρειάζεται πολύς αγώνας και χρόνος για να εξοριστεί ο εχθρός και να κατοικήσει μέσα ο Χριστός». Και πάλι λέει: «Πρέπει να ασφαλίζομε και να ηνιοχούμε και να χαλιναγωγούμε το νου και να αναχαιτίζομε κάθε λογισμό και κάθε ενέργεια του πονηρού με την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και όπου στέκεται το σώμα, εκεί να είναι και ο νους, για να μη βρίσκεται τίποτε μεταξύ του Θεού και της καρδιάς σαν μεσότοιχος ή φραγμός που να σκοτίζει την καρδιά και να χωρίζει το νου από το Θεό.
Κι αν καμιά φορά αρπάξει κάτι το νου, δεν πρέπει αυτός να χρονοτριβεί στους λογισμούς, για να μη του καταλογιστεί η συγκατάθεση στους λογισμούς σαν πράξη την ημέρα της κρίσεως ενώπιον του Κυρίου όταν θα κρίνει ο Θεός τα μυστικά των ανθρώπων(Ρωμ. 2, 16). Απαλλαγείτε λοιπόν για πάντα από τους περισπασμούς και μείνετε κοντά στον Κύριο το Θεό μας μεχρις ότου μας σπλαχνιστεί(Ψαλμ. 122, 2)· και μη ζητάτε τίποτε άλλο παρά μόνο το έλεος από τον ένδοξο Κύριο.
Ζητώντας όμως το έλεος, να το ζητάτε με ταπεινή και αξιολύπητη καρδιά· και φωνάζετε από το πρωί μέχρι το βράδυ, κι αν είναι δυνατό και όλη τη νύχτα, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Και βιάσετε το νου σας σ' αυτό το έργο μεχρι θανάτου. Γιατί αυτό το έργο χρειάζεται μεγάλη βία, επειδή είναι στενή η πύλη και όλο δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή(Ματθ. 7, 14) και μπαίνουν σ' αυτή όσοι βιάζουν τον εαυτό τους, αφού "η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται απ΄ όσους βιάζουν τον εαυτό τους"(Ματθ. 11, 12).
Σας παρακαλώ, λοιπόν, μη χωρίζετε τις καρδιές σας από το Θεό, αλλά να μένετε κοντά Του και να τις φυλάγετε μαζί με τη μνήμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού πάντοτε, έως ότου φυτευτεί το όνομα του Κυρίου μέσα στην καρδιά σας κι αυτή πιά να μη σκέφτεται τίποτε άλλο, για να δοξαστεί ο Χριστός μέσα σας».
Πριν από το Χρυσόστομο βέβαια, ο μέγας Παύλος αναφέρει το τμήμα «Κύριε Ιησού», γράφοντας: «Αν ομολογήσεις με το στόμα σου Κύριο τον Ιησού και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθείς. Γιατί όποιος πιστεύει με την καρδιά του οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα του οδηγείται στη σωτηρία»(Ρωμ. 10, 9-10). Και πάλι: «Κανείς δεν μπορεί να πει "Κύριε Ιησού" παρά μόνο με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 3).
Προσθέτει το "με Άγιο Πνεύμα" εννοώντας "όταν η καρδιά δεχτεί την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος" με την οποία και προσεύχεται. Τούτο είναι γνώρισμα εκείνων που πρόκοψαν και αξιώθηκαν να δεχτούν με αίσθηση το Χριστό να κατοικεί μέσα τους. Σύμφωνα με αυτά λέει και ο άγιος Διάδοχος: «Απαιτεί οπωσδήποτε από εμάς ο νους, όταν του φράξομε με τη μνήμη του Θεού όλες τις διεξόδους, να του αναθέσομε κάποιο έργο που να ικανοποιεί την ενεργητικότητά του. Πρέπει λοιπόν να του δίνομε για πλήρη εργασία το "Κύριε Ιησού". Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει "Κύριε Ιησού" παρά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Πρέπει όμως ο νους να μελετά αδιάκοπα τα λόγια αυτά μέσα στα βάθη του, για να μην ξεφεύγει σε διάφορες φαντασίες. Όσοι μελετούν ακατάπαυστα αυτό το ένδοξο και πολυπόθητο όνομα στο βάθος της καρδιάς τους, αυτοί μπορούν να βλέπουν κάποτε και το φως του νου τους. Και τούτο επειδή, όταν το όνομα αυτό κρατείται από τη διάνοια με πολλή φροντίδα, κατακαίει όλη την ακαθαρσία που σκεπάζει την ψυχή· κι αυτό η ψυχή το αισθάνεται έντονα, γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει(Εβρ. 12, 29).
Και με αυτό ο Κύριος προσκαλεί την ψυχή σε μεγάλη αγάπη της δόξας Του. Γιατί όταν πολυκαιρίζει μέσα μας το ένδοξο και πολυπόθητο αυτό όνομα με τη μνήμη του νου, μας φέρνει τη συνήθεια με τη θέρμη της καρδιάς να αγαπούμε την αγαθότητά Του, αφού δεν υπάρχει πλέον κανένα εμπόδιο. Αυτό είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46), το οποίο μπορεί ν' αποκτήσει κανείς αφού πουλήσει όλη την περιουσία του, και να έχει ανέκφραστη χαρά που το βρήκε».
Ο άγιος Ησύχιος πάλι, συνιστώντας το "Χριστέ Ιησού", γράφει: «Η ψυχή που θα πετάξει ψηλά στον αέρα διά του θανάτου, στις πύλες του ουρανού, έχοντας μαζί της ως υπερασπιστή τον Ιησού, ούτε εκεί θα ντραπεί τους εχθρούς της, αλλά με παρρησία, όπως τώρα, θα μιλήσει μπροστά στις ουράνιες πύλες προς αυτούς· μόνο να μην αποκάμει μέχρι την ώρα του θανάτου να φωνάζει προς τον Χριστόν Ιησού μέρα και νύχτα.
Και Αυτός θα της αποδώσει γρήγορα το δίκαιό της, σύμφωνα με την αληθινή και θεία υπόσχεση που έδωσε μιλώντας για τον άδικο δικαστη(Λουκ. 18, 1-8). Σας βεβαιώνω, θα της αποδώσει το δίκαιό της και στην παρούσα ζωή και μετά την έξοδό της από το σώμα». Ο Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει μόνο το "Ιησού", λέγοντας: «Με το όνομα του Ιησού μαστίγωνε τους εχθρούς· γιατί δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο στον ουρανό και στη γη» —και δεν προσθέτει καμιά άλλη λέξη. Και πάλι λέει: «Ας προσκολληθεί η αναπνοή σου στη μνήμη του Ιησού και τότε θα αντιληφθείς την ωφέλεια της ησυχίας».
Κεφάλαιο 50 - Τα λόγια της ιερής και θεοποιού προσευχής έχουν μυσταγωγηθεί πνευματικά όχι μόνο από τους αγίους Πατέρες που αναφέραμε, αλλά και από αυτούς τους κορυφαίους Αποστόλους Πέτρο, Παύλο και Ιωάννη.
50. Τα λόγια αυτά της ιερής προσευχής θα τα βρει κανείς μυσταγωγημένα όχι μόνο από τους θεοφόρους Πατέρες που αναφέραμε και τους ομοίους τους, αλλά πρίν από αυτούς, και από τους ίδιους τους πρώτους και κορυφαίους Αποστόλους Πέτρο, Παύλο και Ιωάννη.
Ο πρώτος, όπως προείπαμε, λέει: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού παρά μόνο με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 30. Ο δεύτερος: «Η χάρη και η αλήθεια ήρθε μέσω του Ιησού Χριστού»(Ιω. 1, 17) και: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί πως ο Ιησούς Χριστός ήρθε με ανθρώπινη σάρκα, προέρχεται από το Θεό»(Α΄ Ιω. 4, 2). Ο τρίτος, ο πρόκριτος των μαθητών του Χριστού, στην ερώτηση του Σωτήρα και Διδασκάλου προς τους Αποστόλους· "ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι", έκανε τη μακαριότατη ομολογία: «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος»(Ματθ. 16, 16).
Γι' αυτό οι μετά τους Αποστόλους ένδοξοι παιδαγωγοί μας, και περισσότερο εκείνοι που έζησαν τον άγαμο και ερημικό και ήσυχο βίο, τις φράσεις αυτές που προαναγγέλθηκαν σποραδικά και τμηματικά από τους τρεις αυτούς μεγάλους στύλους της αγίας Εκκλησίας, τις πήραν ως θεϊκά λόγια, θεσπισμένα με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος και μαρτυρημένα από τρεις πολύ αξιόπιστους μάρτυρες· και ξέρομε ότι με την κατάθεση τριών μαρτύρων βεβαιώνεται κάθε λόγος(Δευτ. 19, 15· Β΄ Κορ. 13, 1).
Πήραν λοιπόν τα λόγια αυτά οι ουρανόφρονες Πατέρες, κι αφού τα ένωσαν άριστα και τα συνάρμοσαν σε ένα με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος που κατοικούσε μέσα τους, τα ονόμασαν μνημείο προσευχής και τα παρέδωσαν στους μεταγενέστερους, για να την κρατούν και να την τηρούν με όμοιο τρόπο. Πρόσεξε τώρα και τη σειρά και τη διάταξη των λέξεων, πόσο εξαίσια είναι και πόση ουράνια σοφία περιέχει.
Ο Παύλος δηλαδή, όπως προαναφέραμε, λέει «Κύριον Ιησού», ο Ιωάννης «Ιησού Χριστό», ο Πέτρος «Χριστό, Υιό του Θεού»· σαν να ακολουθούν ο ένας τον άλλο από κοντά με τη συμφωνία και το σύνδεσμο των θεουργικών αυτών λέξεων. Γιατί θα διαπιστώσεις ότι ο καθένας από τους τρεις αυτούς, το τέλος του προηγουμένου το παίρνει ως αρχή και έτσι συνεχίζει. Το ίδιο θα παρατηρήσεις και με την προσθήκη της λέξεως "Πνεύμα". Αφού δηλαδή ο μακάριος Παύλος είπε: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού παρά με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 3), τη λέξη που έχει στο τέλος, δηλαδή "Πνεύμα", την κάνει αρχή του ο βροντόφωνος Ιωάννης, λέγοντας: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε με σάρκα, προέρχεται από το Θεό»(Α΄ Ιω. 4, 2).
Και αυτά μας τα έγραψαν όχι μόνοι τους και από τον εαυτό τους, αλλά κινούμενοι από το χέρι του Παναγίου Πνεύματος. Γιατί και η μέσω αποκαλύψεως ομολογία του θείου Πέτρου έγινε με ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, αφού η Γραφή λέει: «Όλα τα ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα, που μοιράζει τα χαρίσματα στον καθένα όπως θέλει»(Α΄ Κορ. 12, 11).
Κι έτσι λοιπόν το τρίπλοκο και άρρηκτο σχοινί της θεοποιού αυτής προσευχής, το πολύ σοφά κι επιστημονικά πλεγμένο και συρραμένο και συναρμολογημένο, φτάνει μέχρι σ' εμάς και τηρείται με τον ίδιο τρόπο.
Την προσθήκη όμως της λέξεως «ελέησόν με» την έκαναν και την καθόρισαν οι μετέπειτα θείοι Πατέρες στα σωτήρια αυτά λόγια της προσευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», και περισσότερο για κείνους που είναι πιο νηπιώδεις στην αρετή, δηλαδή για τους αρχάριους και ατελείς. Γιατί εκείνοι που έχουν προχωρήσει κι έγιναν τέλειοι κατά Χριστόν, αρκούνται και σε μία μόνο από τις ιερές αυτές λέξεις «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», αλλά κάποτε και μόνο στην ονομασία «Ιησού», και την ενστερνίζονται και την αποδέχονται ως ολοκληρωμένη εργασία προσευχής, επειδή με αυτό γεμίζουν από ανέκφραστη ηδονή και γλυκύτητα που ξεπερνά κάθε νου και κάθε όραση και ακοή.
Κι έτσι λοιπόν οι τρισμακάριοι, βγαίνουν έξω από τη σάρκα και τον κόσμο, κρατούν κλειστές τις αισθήσεις και, κατακυριευμένοι από θείο έρωτα σε μία μακάρια βακχική μέθη από τη θεία δωρεά και χάρη που κατοικεί μέσα τους, καθαίρονται και φωτίζονται και φτάνουν στην τελειότητα, επειδή από τώρα βλέπουν αμυδρά, όπως μέσα σε καθρέφτη, σαν πρόγευση, την υπερφυσική και άναρχη και άκτιστη χάρη της υπερουσίου Θεότητας.
Αρκούνται στη μνήμη και τη μελέτη, όπως είπαμε, μίας από τις παραπάνω ονομασίες του Θεανθρώπου Λόγου, και με αυτήν αξιώνονται από το Πνεύμα και υψώνονται σε αλάλητες αρπαγές και γνώσεις και αποκαλύψεις.
Για να πληροφορηθούμε με ενάργεια και να βεβαιωθούμε με κάθε σαφήνεια γι' αυτά, ο γλυκύτατος Κύριός μας Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού, του οποίου οι λόγοι, όπως είπε, είναι πνεύμα και είναι ζωή(Ιω. 6, 63), κήρυξε μεγαλόφωνα ότι «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15, 5), και: «Αν ζητήσετε κάτι στο όνομά μου, εγώ θα το κάνω»(Ιω. 14, 14), και πάλι: «Ό,τι ζητήσετε στο όνομά μου, εγώ θα το κάνω»(Ιω. 14, 13) και τα λοιπά, σύμφωνα με όσα μας έχουν παραδοθεί.
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 66-77).