( και όσοι Τον προσκυνούν πρέπει να το κάνουν πνευματικά και αληθινά )
20. «Ο Θεός, λέει, είναι πνεύμα, και όσοι τον προσκυνούν πρέπει να το κάνουν πνευματικά και αληθινά»(Ιω. 4, 24). Λέει «όσοι τον προσκυνούν» στον πληθυντικό αριθμό· όχι «όποιος τον προσκυνεί» στον ενικό. Κι αυτό γιατί θέλει όλοι να σωθούν και να γνωρίσουν σε βάθος την αλήθεια(Α΄ Τιμ., 2, 4), Εκείνος που ετοίμασε πολλούς τόπους διαμονής(Ιω. 14, 2) για την αιώνια απόλαυση όσων θα δικαιωθούν, ο αγγελιοφόρος της μεγάλης βουλής του Θεού(Ησ. 9, 6), ο Σωτήρας, που από άμετρη φιλανθρωπία ανοίγει τις αγκάλες Του στους σοφούς, στους άσοφους, στους ισχνόφωνους και σ' εκείνους που έχουν πιο αδύνατη τη διάνοια. Και γενικά σε όλους τους ανθρώπους ένα πράγμα σωτήριο υπέδειξε που γίνεται με πολλούς και διάφορους τρόπους, ανάλογα με την ψυχική κατάσταση και την προαίρεση του καθενός, ανάλογα ακόμη και με τη δύναμη, καθώς και ανάλογα με τη διδασκαλία εκείνου που προσέρχεται στο Θεό και υποσχέθηκε να προσκυνεί το Θεό με τον τρόπο που είπαμε.
Γιατί είναι ενδεχόμενο κάποιος, από έλλειψη διδασκάλου, να είναι καλής φύσεως και όμως να μην επιτύχει στην τελειότητα του θείου σκοπού. Μερικοί πάλι, αν και είχαν διδάσκαλο με πείρα των θείων και πνευματικών, δεν μπόρεσαν να φτάσουν στην τελειότητα λόγω αφυΐας. Παρ' όλα αυτά, και αυτοί και οι άλλοι και γενικά όλοι, αν θέλουν μπορούν να προσκυνούν το Θεό πνευματικά και αληθινά, ο καθένας κατά την τάξη του ή κατά τη δύναμή του ή κατά τη δωρεά που του έδωσε ο Θεός.
Για παράδειγμα, και αμαθής να είναι κανείς, αν ζει σύμφωνα με τις εντολές και την πίστη και ακολουθεί με ταπείνωση άλλους που έχουν ευδοκιμήσει, είναι φανερό ότι και αυτός προσκυνεί το Θεό πνευματικά και αληθινά. Γιατί η πίστη είναι πραγματικά πνεύμα, αφού ομιλεί ολοφάνερα για το Θεό και για θεία και αόρατα πράγματα. «Τα λόγια που σας λέω, είπε ο Κύριος, είναι πνεύμα και είναι ζωή»(Ιω. 6, 63). Τις θαυμαστές και θεοποιητικές εντολές της Αυτοαλήθειας, δε νομίζω ότι είναι κανείς τόσο μικρός στο νου ώστε να τις χωρίζει από την αλήθεια, έστω και ελάχιστα.
Έτσι λοιπόν εκείνος που ακολουθεί την πίστη, όπως είπαμε, αληθινά και πνευματικά, διδάσκοντας τα περί Θεού, ονομάζεται πρακτικός και θεωρητικός. Ομοίως, ολοφάνερα προσκυνεί το Θεό πνευματικά και αληθινά κι εκείνος που είναι αφοσιωμένος στη γνώση των όντων και της αγίας Γραφής, όπως και οι προηγούμενοι, και ακολούθως συγκεντρώνεται στο Θεό, αφήνει το ορατό και αισθητό σαν άλλη σάρκα και ανεβαίνει στο νοητό, δηλαδή στο πνεύμα, και από εκεί κατευθείαν στο υπέρ νουν, κι εννοώ την Αλήθεια που ξεπερνά κάθε αλήθεια, το Θεό.
Κι εκείνοι που ψάλλουν, καθώς κι εκείνοι που προσεύχονται, αν εννοούν την έννοια των λόγων της ψαλμωδίας και της προσευχής και τα συναισθάνονται, όσο είναι δυνατό, και αυτοί προσκυνούν το Θεό εξ ολοκλήρου πνευματικά και αληθινά. Γιατί όπως είναι σε όλους γνωστό, τα ιερά λόγια των ψαλμών και της προσευχής είναι πνεύμα και αλήθεια. Αλλά βέβαια κι εκείνος που με φανερή μετοχή και ώθηση του Πνεύματος φαντάζεται το Θεό «συνεπτυγμένα», δηλαδή με το φως της γνώσεως, ενιαία και χωρίς εικόνες, προσκυνεί επίσης με τρόπο υψηλότερο το Θεό πνευματικά και αληθινά.
Ακόμη, εκτός από αυτά, κι εκείνος που καθρεφτίζει μέσα του το φως της δόξας και της οικονομίας του Χριστού, όσο είναι δυνατό, και ακολούθως την από τον Πατέρα δια μέσου του Χριστού χύση του Αγίου Πνεύματος που ενεργεί στους πιστούς και τους στηρίζει, προσκυνεί πραγματικά το Θεό πνευματικά και αληθινά, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 142-143).
Γιατί είναι ενδεχόμενο κάποιος, από έλλειψη διδασκάλου, να είναι καλής φύσεως και όμως να μην επιτύχει στην τελειότητα του θείου σκοπού. Μερικοί πάλι, αν και είχαν διδάσκαλο με πείρα των θείων και πνευματικών, δεν μπόρεσαν να φτάσουν στην τελειότητα λόγω αφυΐας. Παρ' όλα αυτά, και αυτοί και οι άλλοι και γενικά όλοι, αν θέλουν μπορούν να προσκυνούν το Θεό πνευματικά και αληθινά, ο καθένας κατά την τάξη του ή κατά τη δύναμή του ή κατά τη δωρεά που του έδωσε ο Θεός.
Για παράδειγμα, και αμαθής να είναι κανείς, αν ζει σύμφωνα με τις εντολές και την πίστη και ακολουθεί με ταπείνωση άλλους που έχουν ευδοκιμήσει, είναι φανερό ότι και αυτός προσκυνεί το Θεό πνευματικά και αληθινά. Γιατί η πίστη είναι πραγματικά πνεύμα, αφού ομιλεί ολοφάνερα για το Θεό και για θεία και αόρατα πράγματα. «Τα λόγια που σας λέω, είπε ο Κύριος, είναι πνεύμα και είναι ζωή»(Ιω. 6, 63). Τις θαυμαστές και θεοποιητικές εντολές της Αυτοαλήθειας, δε νομίζω ότι είναι κανείς τόσο μικρός στο νου ώστε να τις χωρίζει από την αλήθεια, έστω και ελάχιστα.
Έτσι λοιπόν εκείνος που ακολουθεί την πίστη, όπως είπαμε, αληθινά και πνευματικά, διδάσκοντας τα περί Θεού, ονομάζεται πρακτικός και θεωρητικός. Ομοίως, ολοφάνερα προσκυνεί το Θεό πνευματικά και αληθινά κι εκείνος που είναι αφοσιωμένος στη γνώση των όντων και της αγίας Γραφής, όπως και οι προηγούμενοι, και ακολούθως συγκεντρώνεται στο Θεό, αφήνει το ορατό και αισθητό σαν άλλη σάρκα και ανεβαίνει στο νοητό, δηλαδή στο πνεύμα, και από εκεί κατευθείαν στο υπέρ νουν, κι εννοώ την Αλήθεια που ξεπερνά κάθε αλήθεια, το Θεό.
Κι εκείνοι που ψάλλουν, καθώς κι εκείνοι που προσεύχονται, αν εννοούν την έννοια των λόγων της ψαλμωδίας και της προσευχής και τα συναισθάνονται, όσο είναι δυνατό, και αυτοί προσκυνούν το Θεό εξ ολοκλήρου πνευματικά και αληθινά. Γιατί όπως είναι σε όλους γνωστό, τα ιερά λόγια των ψαλμών και της προσευχής είναι πνεύμα και αλήθεια. Αλλά βέβαια κι εκείνος που με φανερή μετοχή και ώθηση του Πνεύματος φαντάζεται το Θεό «συνεπτυγμένα», δηλαδή με το φως της γνώσεως, ενιαία και χωρίς εικόνες, προσκυνεί επίσης με τρόπο υψηλότερο το Θεό πνευματικά και αληθινά.
Ακόμη, εκτός από αυτά, κι εκείνος που καθρεφτίζει μέσα του το φως της δόξας και της οικονομίας του Χριστού, όσο είναι δυνατό, και ακολούθως την από τον Πατέρα δια μέσου του Χριστού χύση του Αγίου Πνεύματος που ενεργεί στους πιστούς και τους στηρίζει, προσκυνεί πραγματικά το Θεό πνευματικά και αληθινά, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 142-143).