Γ'.
Ό,τι είδον ήτο τρομερόν.
Οι πόδες μου, βεβαρυμέναι από τον κάματον, μού σημειώνουν: οπίσω.
Αλλ' η ψυχή μου, βεβαρυμένη και εκείνη, μού σημειώνει: εμπρός.
Λέγει το Φάσμα.
— Τίποτε δεν είδες ακόμη και εκουράσθης, ανόητον πλάσμα. Ο κόσμος
δεν έγινε διά σε· αλλ' εκείνοι, διά τους οποίους δεν έγινε, είνε οι
ευτυχέστεροι.
Και προσθέτει μειδιών:
— Εις τον κήπον τώρα, εις τον κήπον!
Περίβολος μέγας εξετάθη ενώπιόν μου, με αναπεπταμένην την πύλην του.
Παράδοξος πύλη!
Οι εισερχόμενοι έκυπτον και περίφοβοι εισήρχοντο.
Οι εξερχόμενοι είχον το σώμα όρθιον και το μέτωπον υψηλά.
Ερωτώ:
— Πρέπει να κύψω και εγώ διά να εισέλθω;
— Όχι· συ δεν θα φυτεύσης τίποτε εις τον κήπον. Προφύλαξε μόνον τους
πόδας σου.
— Πώς; μήπως εδώ κατοικούυ οι άγριοι, οι οποίοι θα μου φάγουν τους
πόδας;
— Μη φοβείσαι από τους αγρίους· δεν θα σου αφήσουν πόδας οι ήμεροι,
διά να φθάσης μέχρις αυτών και μη φοβηθής τον μορφασμόν του διαβόλου,
διότι δεν θα τον ίδης ποτέ· θα σε καταφάγη διά του μειδιάματος
ασφαλέστερον. Αλλ' ελθέ υπό την σκιάν μου και τίποτε δεν θα πάθης.
Και όντως επλησίασα προς το Φάσμα, και με την σκιάν του περιεβλήθην.
Και ησθάνθην σιδηράς τας κνήμας μου, και την ψυχήν μου χαλυβδίνην.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Άνθρωποι εκράτουν εις τας χείρας των κλάδον δένδρου αγνώστου, ο είς
δε έλεγεν εις τον άλλον:
— Φύτευσε συ.
— Όχι συ φύτευσε.
Και ουδείς ετόλμα να φυτεύση.
Λέγουν τότε όλοι προς εμέ, προσφέροντες έκαστος τον κλάδον του.
— Καλώς ώρισες, ξένε. Ιδού κλάδος, φύτευσε συ.
Ερωτώ το Φάσμα:
— Τι σημαίνει η προσφορά των; Να φυτεύσω λοιπόν;
Μου απαντά:
— Φύτευσε· δεν σημαίνει· εγώ σε βοηθώ.
Τότε έλαβον ένα κλάδον και τον εφύτευσα· έβαλε δε ρίζας ακαριαίως και
εις δένδρον γιγάντιον ανεπτύχθη, με γλυκυτάτους καρπούς.
Κραυγή χαράς διεύφυγεν από όλα τα στήθη, πάντες δε έλαβον ράβδους,
και ραβδίσαντες τους κλάδους του δένδρου, εγεύθησαν τους καρπούς του
απλήστως.
Ερωτώ:
— Τι δένδρον είνε τούτο, το οποίον καρποφορεί μετά τοσαύτης
ταχύτητος;
Και το Φάσμα απαντά:
— Το ιδικόν μου είνε· το δένδρον του Κακού.
Παράδοξου δένδρον, ω Διδάσκαλε!
Ουδείς τολμά να το φυτεύση, και όμως πάντες ευαρέστως τους καρπούς
του δρέπουσιν, όταν άπαξ φυτευθή.
Και το Δαιμόνιου προσθέτει ακόμη:
— Είδες τους καρπούς, αλλά δεν είδες τας ρίζας του δένδρου, πόσον
παραδόξως λιπαίνουσι το έδαφος.
Και έδειξε προς εμέ Γεωργόν, όστις έσπειρε με την μίαν χείρα, και με
τας δύο ταυτοχρόνως εθέριζε.
— Ναι, λέγω· γόνιμον το έδαφος πρέπει να καθιστά αυτό το δένδρον.
Και λέγω προς τον Γεωργόν:
— Άνθρωπε, τυχηρέ και ευτυχή· σπείρεις βλέπω ολίγα, αλλά θερίζεις
πολλά.
Ο Γεωργός εκράτησε το δρέπανον και το άροτρόν του, και απήντησε.
— Ιδού δέκα κόκκοι εκ της σποράς μου· σπείρε και συ.
Και έλαβον τους δέκα κόκκους, και τους έσπειρα, αμέσως δε εφύτρωσαν
ένδεκα φυτά, των οποίων αι κορυφαί εστράφησαν κατ' εμού, ως μαστίγια,
και ανηλεώς μου κατερράβδισαν τα νώτα.
Τότε ο Γεωργός απομακρύνθη κλαίων, το δε Φάσμα λέγει προς εμέ:
— Ανόητε! δεν ηννόησες τι έσπειρες; έσπειρες δέκα ευεργεσίας και
εφύτρωσαν ένδεκα αχαριστίαι· η δε ενδεκάτη ήτον εκείνη, ήτις και σε
ερράβδισεν ισχυρότερον!
β'.
Λέγω τότε και εγώ:
— Είδον του δένδρου τους καρπούς, ησθάνθην και τας ρίζας αυτού και
ηννόησα. Αλλά ποία είνε τα άνθη εκείνα, τα οποία αποπνέουν τόσον
γλυκείαν και μεθυστικήν ευωδίαν, βαλσαμώνουσαν τον αέρα του κήπου;
— Πλησίασε και θα εννοήσης.
Επλησίασα έν άνθος, και όμως δεν ηννόησα.
Λέγει το Φάσμα:
— Λάβε όρασιν οξείαν, ως του αετού, και ιδέ διά μέσου των πετάλων.
Και ενεφανίσθη τότε ενώπιόν μου πρόσωπον γνωστόν, το οποίον μου
επροξένησε ρίγος.
Ήτον η Γυνή, ήτις είχε μαδήση τα πτερά μου!
Ηθέλησα να φύγω έντρομος, αλλά το Φάσμα με συνεκράτησε και είπε:
— Δεν είνε εκείνη, την οποίαν νομίζεις· αλλά δεν σημαίνει· και αυτή
το ίδιον είνε. Η γυνή είνε παντού γυνή· πολλάκις μάλιστα και κάτι
πλέον· ολιγώτερον όμως ουδέποτε. Περιβάλλω την ψυχήν σου διά σιδήρου,
ώστε να δυνηθής να πλησιάσης, και το πνεύμα σου διά πανουργίας, ώστε
να δυνηθής ν' απομακρυνθής.
Ιδού εγώ, Διδάσκαλε, ερωτών τότε:
— Ω άνθος θαυμάσιον! ειπέ μου· βλέπεις τον ουρανόν και τον ήλιον και
τα άστρα;
Και το άνθος απεκρίθη αφελώς:
— Δεν τα βλέπω.
Λέγει τότε το Φάσμα:
— Ήκουσες; και αυτά ακόμη τα ηρνήθη· εν τούτοις με αυτά προσποιείται
ότι ζη.
Τότε είδον στρατιάν ερώτων, διευθυνομένην προς του άνθους τα πέταλα.
Επλησίασεν ο πρώτος και το άνθος ηρυθρίασε, είδον δε διά των πετάλων
αυτού να ρεύση θαλερόν δάκρυ.
Και είδον να παρέρχεται ο πρώτος και να διέρχεται ο δεύτερος.
Και ο τρίτος κατόπιν, και ολόκληρος η στρατιά.
Αλλά δεν είδον πλέον ούτε ερύθυμα, ούτε δάκρυ.
Προσήγγισε και ο τελευταίος.
Το άνθος ηρυθρίασεν εκ νέου και προσεπάθει να συγκρατήση αυτόν.
Και έρως να συγκρατηθή προσεπάθει.
Αλλ' απεσπάσθη και έφυγε, αφήσας μόνον έν δάκρυ επί των ερυθρών του
άνθους πετάλων, το οποίον παρέσυρε το ερύθημα και εκυλίσθη μετ' αυτού
εις την γην.
Πλησιάζω και λαμβάνω το πρώτον δάκρυ, και λαμβάνω και το έσχατον.
Με το πρώτον δάκρυ είχε κλαύση η γυνή τον έρωτα, και με το έσχατον
έκλαυσεν ο έρως την γυναίκα!
Ουδεμία διαφορά, ειμή μόνον εις το χρώμα!
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Ιδού τότε πλησίον μου ανήρ, φαινόμενος δυστυχής.
Λέγω προς αυτόν.
— Πλησίον τοιούτου ανθώνος ευρίσκεσαι, ω Άνθρωπε, και δυστυχής
είσαι; Δεν εκλέγεις έν άνθος εξ αυτών, διά να σε μεθύσκη το μύρον του
και το χρώμα του να σε τέρπη;
— Αυτό έπραξα και την έπαθα, και το άνθος μου απήλθεν. Εννοείς; την
γυναικά μου έχασα, ω Διαβάτα.
Και ο δυστυχής εκόπτετο και ωδύρετο.
— Πώς; λέγω. Δεν εμνηστεύθης πριν νυμφευθής, και δεν διέγνωσες τι
άνθος εξέλεγες;
Ερρίφθη επί λίθου, και απήντησε μειδιών πικρώς:
— Ω, ήτο πλάσμα θαυμάσιον τότε· ρόδα είχε εις την κεφαλήν και ρόδα
εις το πρόσωπον· τόξα ήσαν αι οφρείς, και τα βλέμματα βέλη.
— Και μετά τον γάμον;
— Αλλοίμον! το ανθοκομείον εχρεωκόπησε και διελύθη· το δε
οπλοστάσιον ήλλαξε θέσιν· τα τόξα εις την γλώσσαν ετοποθετήθησαν, τα
δε βέλη εις τους όνυχας!
Και έκλαιε, και έκλαιε.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Ανοίγω την Διαθήκην την Χρυσήν και λέγω προς τον δυστυχή:
— Το βιβλίον τούτο θα σε εφρούρει από την συμφοράν. Ο Διδάσκαλος θα
σε εδίδασκε ν' αφαιρέσης και ολίγα πτερά από το καπελλίνον της
συζύγου σου και εις την ψυχήν της να τα προσθέσης. Έπραξες τούτο;
— Έπραξα και τούτου κάτι πλέον· αφήρεσα όλα του καπελλίνου τα πτερά,
κατέστρεψα δε μάλιστα και το καπελλίνον· αφού δε μετέβαλον την ψυχήν
της εις έν θαυμάσιον πτηνόν, έπεσα και εκοιμήθην ήσυχος.
Και ο άνθρωπος προσέθηκε κλαίων:
— Οίμοι! την πρωίαν όμως, ότε αφυπνίσθην, εις μάτην το πτηνόν μου
ανεζήτησα· τα πτερά το είχον βοηθήση εις το να πετάξη ταχύτερον, —
και επέταξε μάλιστα και άνευ καπελλίνου!. . .
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Λέγω τότε προς το Φάσμα:
— Λοιπόν, δείξε μου γυναίκα σοφήν, και άνδρα μωρόν.
Κινεί και πάλιν την ατμώδη του χείρα, και ιδού ανήρ ηλίθιος, εγγύς
γυναικός σοφωτάτης
Λέγει δε προς εμέ:
— Ιδού τα δύο άκρα συναντημένα· η γυνή θαυμάζεται παρά πάντων, ο δε
ανήρ περιφρονείται· εις την λαλιάν ταύτης αποκαλύπτονται, και εις την
λαλιάν εκείνου γελούν. Η γραφή αυτής εκτελεί το γύρον του κόσμου· και
η γραφή τούτου εξευτελίζει τον χάρτην. Αλλά τώρα θα ίδης.
Και βλέπω αίφνης τον άνδρα και την γυναίκα να πίπτουν κάτω, ως
νεκροί, το δε Φάσμα ν' ανοίγη τα κρανία αμφοτέρων, και ν' ανταλλάσση
τους εγκεφάλους.
Και εις της γυναικός το κρανίον, θέτει τον εγκέφαλον του ανδρός· εις
δε το κρανίον του ανδρός, της γυναικός τον εγκέφαλον.
Τα πάντα ετελείωσαν, και οι δύο αναίσθητοι ηγέρθησαν και εξεκίνησαν.
Και τότε βλέπω τον άνδρα να παρατηρή τους διαβάτας διά βλέματος
παραδόξου· ευρίσκει έν άπνουν πτηνόν, διέπει άνθη του αγρού, και
τοποθετεί αυτά εις τον πίλον του τον ανδρικόν.
Τον βλέπω ακόμη ν' ανασύρη την περισκελίδα του, διαβαίνων ενώπιόν
μου, και να επιδεικνύη την κνήμην του την αηδή, την οποίαν εθεώρει ως
ωραίαν, και αξίαν ίνα επιδειχθή.
Βλέπω δε την γυναίκα, αφαιρούσαν τα άνθη του καπελλίνου,
απορρίπτουσαν τα κοσμήματα εις την οδόν, και καταβιβάζουσαν το φόρεμα
μέχρι του άκρου των ποδών της.
Και βλέπω τους χλευάζοντας τέως τον άνδρα, προς το φρενοκομείου να το
σύρουν τώρα.
Βλέπω δε ακόμη τους θαυμάζοντας την γυναίκα, να την θαυμάζουυ
πλειότερον.
Και όμως εκείνος είχεν ήδη πνεύμα σοφόν, εκείνη δε είχε πνεύμα μωρόν.
Λέγει τότε το δαιμόνιον Φάσμα:
— Ακολούθει τούτους μετ' εμού.
Και ακολουθούμεν τον άνδρα, προς το Φρενοκομείον συρόμενον, την δε
γυναίκα ελευθέραν, αλλ' ηλιθίως προς τα εκεί φερομένην·
Και ανοίγεται τότε του Φρενοκομείου η πύλη, λέγει δε ο θυρωρός προς
τον άνδρα:
— Είσελθε.
Ωθώ και εγώ προς αυτόν την ηλιθίαν γυναίκα και λέγω:
— Κράτησε και αυτήν έχει βεβλαμμένον τον νουν· δεν το βλέπεις;
Λέγει τότε ο θυρωρός προς εμέ:
— Αι γυναίκες εδώ αναλογούσι προς τους άνδρας είκοσιν επί εκατόν·
Ηξεύρεις διατί παρατηρείται η δυσαναλογία αυτή;
— Όχι· περίεργος είμαι να το μάθω.
— Διότι δεν υπάρχει χώρος, διά να κλεισθούν όλαι.
Και έκλεισεν ο θυρωρός την θύραν κατά προσώπου της γυναικός της
τρελλής.
γ'.
Ερωτώ τον εαυτόν μου:
— Αλλά λοιπόν τι είναι τρέλλα;
Απαντά η Σκιά:
— Δεν είνε νόσος του περιεχομένου της κεφαλής, αλλά του περιέχοντος
αυτήν. Άφρονες κεφαλαί, περιβεβλημένοι διά στέμματος, εθεωρήθησαν
σοφαί· κεφαλαί σοφαί, κεκαλυμμέναι διά καλύμματος ευτελούς,
εθεωρήθησαν άφρονες. Εις το φρενοκομείον τούτο θα εύρης και
παραφροσύνην χλευαζομένην, η οποία εν τούτοις είνε είδος λογικής·
αλλ' εις το φρενοκομείον εκείνο, — τον Κόσμον — θα εύρης και λογικήν
θριαμβεύουσαν, προ της οποίας και αυτή η παραφροσύνη θα ιλιγγία. Ιδέ
τους παρερχομένους ανθρώπους.
Και βλέπω ενώπιόν μου ανθρώπους, διερχομένους πλησίον αλλήλων,
οίτινες αντήλλασσον χαιρετισμούς, εξάγοντες δήθεν τα καπέλλα, οι μεν
προς τους δε.
Κατά γενικήν δε συνθήκην, το παλαιότερον καπέλλον εκινείτο πρώτον και
εχαιρέτα το καινουργέστερον.
Αδιάφορον αν οι φέροντες ταύτα είχον αντίθετον των καπέλλων ηλικίαν.
Εσκέφθην:
— Περίεργον! εδώ ευρίσκω καπέλλων κοινωνίαν, και ουχί ανθρώπων. Αλλά
φαίνεται, ότι μεταξύ του γένους των καπέλλων είνε πολύ περιφρονημένον
το γήρας!
Αίφνης αισθάνομαι τιναγμόν και ρίπτομαι εντός περιφραγμένου
οικοπέδου, ένθα βλέπω ενώπιόν μου Καπέλλον, στενάζον υπό την βροχήν
και τον ήλιον.
Το ερωτώ:
— Πώς ευρέθης συ εδώ, καπέλλον χωρίς κεφάλι;
— Δικαίως ερωτάς, ω Διαβάτα· είσαι το πρώτον ον, εις το οποίον
εκμυστηρεύομαι τον πόνον μου. Υπήρξα και εγώ νέον, ο δε άνθρωπός μου
είχε στηρίξει επί εμέ ολόκληρον την αξίαν του· τούτο όμως δεν το
ηννόουν εγώ, διότι ενύκτωνε και εξημέρωνε, αυτός δε ήτο πάντοτε ο
ίδιος· δεν έβλεπον να προστίθεται τίποτε επί πλέον εις το κεφάλι του,
το οποίον εκάλυπτον μετά τοσαύτης προσοχής. Φαίνεται όμως, ότι ο
άνθρωπός μου είχε δίκαιον διότι όσον ο χρόνος παρήρχετο και έχανον το
χρώμα μου, παρετήρουν ότι τα άλλα καπέλλα, τα οποία μ' εχαιρέτων καθ'
οδόν, ήρχιζαν να ελαττώνουν του σεβασμού των τας ενδείξεις· μίαν
ημέραν δε ο κύριος μου έχασε την υπομονήν, και είπε προς εμέ με
θυμόν: — Πήγαινε να χαθής πλέον! δεν σε χαιρετά τώρα κανείς και δεν
μου χρειάζεσαι.
Μετ' ολίγην ώραν ευρέθην εδώ.
Και το καπέλλον εξηκολούθησεν:
— Ιδού, ω Διαβάτα, η μαύρη ιστορία μου, — ή μάλλον η ξεθωριασμένη
ιστορία μου, διότι η ιστορία των καπέλλων είνε εντελώς αντίθετος από
την ιστορίαν των ανθρώπων· όσω πλειότερον μαύρη είνε, τόσω και
ευτυχεστέρα.
Και το δυστυχές Καπέλλον συνεπλήρωσε την λευκήν ιστορίαν του δι' ενός
στεναγμού.
Έφυγα και εγώ, Διδάσκαλε, περίλυπος εκ της διηγήσεως εκείνης, και
λέγων προς το Φάσμα:
— Ηννόησα καλώς τώρα· ένα καπέλλον χωρίς κεφάλι είνε αληθώς άχρηστον
πράγμα· φαίνεται όμως, ότι είνε αχρηστότερον πράγμα διά τους
ανθρώπους, ένα κεφάλι χωρίς καπέλλον!
Ιδού διατί, συναντώνται μεν οι άνθρωποι, αλλά χαιρετώνται πρώτα τα
καπέλλα.
Λέγει το Φάσμα:
— Μη εκπλήττεσαι· διότι ολίγα έως τώρα είδες, αλλ' εκ των ολίγων
τούτων θα κρίνης πολλά, εάν έχης νουν εις την κεφαλήν του. Και το
όλον είνε μηδέν, όταν δεν βλέπης αυτό· και το μέρος είνε πολύ, όταν
γνωρίζης πώς να το ίδης.
Και προσθέτει, μεταφέρον με αλλαχού:
— Θα βλέπης όλα τα προβλήματα λυόμενα προ των οφθαλμών σου, μέχρις
ότου και οι οφθαλμοί σου τυφλωθούν από της αποκαλύψεώς των το φως.
Αλλά το πρόβλημα τούτο, ουδ' εγώ ηδυνήθην να λύσω.
Και εκτείναν τον δάχτυλον, έδειξε προς εμέ το Φάσμα παράδοξον εικόνα.
Γυνή θαυμαστή, του κάλλους της οποίας η ανταύγεια αμιλλάται προς τας
ακτίνας πολυτίμων λίθων και χρυσού, κατέρχεται ταχέως οπισθίαν
κλίμακα μεγάρου πολυτελούς.
Παρατηρεί δεξιά και αριστερά, — με τον ένα οφθαλμού προδίδοντα φόβον,
και με τον άλλον προδίδοντα θράσος — και προχωρούσα εισέρχεται εις
στρατώνα, ένθα προ στιγμής στρατιώται αποδειπνήσαντες, αφήκαν του
φαγητού των τα αγγεία επί ακαθάρτου τραπέζης.
— Ιδέ τι κάμνει εκεί, λέγει το Φάσμα.
Ω! ό,τι είδον, Διδάσκαλε, ήτο τρομερόν και άμα αηδές, και υπεχώρησα
φρίττων.
— Αυτή η γυνή, λέγω, βουλιμιά· πρέπει να ήνε νηστική προ καιρού.
Απαντά το Φάσμα γελών:
— Όχι· προ μιας μόλις στιγμής περιεφρόνησε πλήρες πινάκιον βασιλικής
τραπέζης, διά να γλύψη με όρεξιν την καραβάναν του τελευταίου
φρουρού!
Λέγω τότε:
— Ιδού γυνή εγκληματούσα· αλλά τούτο δεν είνε κανών· βλέπω πολλάς
καραβάνας επί της τραπέζης, αλλ' η γλύφουσα αυτάς είνε μία.
Δείξε μου και γυναίκα μετανοούσαν.
Με περιβάλλει το Φάσμα διά της σκιάς του, και ιδού κελλίον σκοτεινόν
και στενόν· εις γωνίαν αυτού γυνή λυσίκομος προσεύχεται, τύπτουσα το
στήθος, και προφέρουσα μετά συντριβής εις εκάστην της προσευχής της
στροφήν, φράσιν εις λυγμούς πνιγομένην:
— Κύριε! ελέησόν με την αμαρτωλήν!. . Υπήρξα εις τον πατέρα μου
άπιστος, χάριν του συζύγου μου· και εις τον σύζυγόν μου υπήρξα
άπιστος, χάριν του πρώτου εραστού μου· και εις τον πρώτον εραστήν μου
υπήρξα άπιστος χάριν του δευτέρου· και εις τους δέκα εραστάς, χάριν
των άλλων δέκα· και εις τον ίδιον εαυτόν μου τέλος υπήρξα άπιστος,
χάριν του όλου αριθμού των εραστών μου. Κύριε! ελέησόν με την
αμαρτωλήν!. . .
Λέγει το Φάσμα:
— Ακούεις; μετανοεί και προσεύχεται.
Έκπληκτος ερωτώ:
— Εις πόσους θεούς προσεύχεται;
— Εις ένα.
— Και θα εξαρκέση άρά γε η αιωνιότης ολόκληρος ενός Θεού, διά να
συγχωρήση τοσαύτας απιστίας; Ενόμιζον ότι επεκαλείτε χιλίους θεούς με
ισαρίθμους αιωνιότητας.
Απαντά το Φάσμα:
— Και πάλιν δεν θα ήρκουν· ευτυχώς δι' αυτήν, ότι και ο είς θεός
έχει την αυτήν οξύτητα ακοής και οράσεως με τους χιλίους. Πλησίασε
τώρα και παρετήρησε εις τα βάθη των οφθαλμών της.
Πλησιάζω αόρατος, και παρατηρώ διά μέσου των δακρύων.
Και βλέπω έν μέρος ουρανού, και έν μέρος νέφους, και έν μέρος
κεραυνού, και έν μέρος όρους· εκ του ουρανού είς θεός κεραυνοβολεί,
και εκ του όρους είς γιγάντιος άνθρωπος, προτείνει δόρυ αντάρτου.
Και λέγω υποχωρών μετά τρόμου:
— Τρομερά μάχη συγκροτείται εδώ μεταξύ ανθρώπου και Θεού.
— Ναι· τρομερά μάχη, διά της οποίας δεν χάνεται αίμα, αλλά χάνεται
ψυχή. Έτυχέ ποτε ν' ακούσης περί Γιγαντομαχείας;
— Όχι.
— Αυτή είνε!
Σκέπτομαι τότε περίλυπος:
— Ψυχή πάσχει, η φύσις πταίει.
Απαντά το Φάσμα:
— Ουτοπίας σκέπτεσαι· η φύσις είνε σοφή και εις ουδέν πταίει. Αλλ'
οφείλω να προσθέσω και τούτο:
Ο εγκέφαλος της γυναικός δεν είνε πάντοτε τέλμα· πάντοτε όμως είνε
ευαίσθητος αγωγός αναθυμιάσεως· τέλμα δε είνε ο εγκέφαλος του ανδρός,
— είτε συζύγου, είτε εραστού, είτε πατρός.
Από κακήν στέγην δεν εκρημνίσθη οίκος· από κακόν θεμέλιον εκρημνίσθη.
Είσελθε εις το μέγαρον τούτο και άκουσε.
Και εισέρχομαι εις πλούσιον οίκον. Ο πατήρ εκάθητο προ του γραφείου
του, έναντι δε αυτού ίστατο κόρη αβρά με οφθαλμούς δακρυβρέκτους.
Και έλεγεν εν οργή ο πατήρ προς την κόρην:
— Για να σου ειπώ, κυρά εσύ! Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου
διαλέξης όποιον θέλεις· θα πάρης εκείνον, που σου ευρήκα εγώ. Εγώ,
δεν έκαμα τους παράδες διά να μου τους φάγη ο καλαμαράς, που
εδιάλεξες, γράφοντας και τυπώνοντας φυλλάδες, που της διαβάζουν
ωρισμένοι άνθρωποι· γιατί, αν εδιάβαζε της ψωροφυλλάδαις τους όλος ο
κόσμος, δεν θα είχεν ανάγκην ο εκλεκτός σου από της δικαίς μου της
πεντάραις. Αν θέλη να πουλήση λουκάνικα, μάλιστα· με την ευχή μου·
λουκάνικα, κορίτσι μου, τρώγει ο κόσμος σήμερα, δεν τρώγει χαρτιά· αν
έτρωγε χαρτιά, θα ετύλιγε τα βιβλία με τα λουκάνικα. Δυστυχώς,
βλέπεις, συμβαίνει το εναντίον. Λοιπόν ετελείωσε· θα πάρης εκείνον,
που βγάζει πράγμα, που τυλίγεται, και όχι εκείνον, που βγάζει πράγμα,
που τυλίγει!. . .
Και ο μπαμπάς, αφού υπελόγισε με το κονδύλι το εισόδημα το ιδικόν του
και το εισόδημα του γείτονος του μπακάλη, τον ειδοποίησεν αμέσως, ότι
είνε έτοιμος να του ανοίξη την αγκάλην του και να τον κάμη γαμβρόν
του· — περί της αγκάλης της θυγατρός του δεν έκαμε κανένα λόγον!
Επειδή δε η κόρη ήρχισε να κλαίη, έρριψε το κονδύλιον μετ' οργής ο
πατήρ και εξήλθε.
Τότε και εγώ, ευρών ευκαιρίαν, ήρπασα το κονδύλιον εις το ράμφος μου
και έφυγα, λαλών κατ' εμαυτόν:
— Πατρικό κονδύλι, διαβόλου κέρατο· ας το φυλάξω!. . . . . .
δ'.
Λέγει το Φάσμα:
— Ιδού λοιπόν ο πρόλογος του πατρός· θα ίδης τώρα και της θυγατρός
τον επίλογον· είδες το τέλμα, θα ίδης και της αναθυμιάσεως τον
αγωγόν.
Και δεικνύει εις δένδρον υψηλόν Αηδόνα, ψάλλουσαν γλυκύτατον άσμα, το
οποίον περισυλλέγει η ηχώ μετά στοργής, και κατακηλοί την ακοήν του
διαβάτου.
— Ακούεις την αηδόνα ταύτην, πόσον ωραία ψάλλει; Διάκοψε το άσμα
της, και ηρώτησε διατί ψάλλει τοιουτοτρόπως.
Έρχομαι κάτωθεν του δένδρου του ερημικού, και ερωτώ την Αηδόνα:
— Με συγχωρείς, ω αδελφή, εάν διακόπτω την διασκέδασίν σου. Αλλά
διατί συ λαλείς τόσον γλυκά; πτηνόν είμαι και εγώ, ουδέποτε όμως
ελάλησα ούτω. Φαίνεται ότι συ είσαι πολύ ευτυχής.
Διακόπτει το άσμα η Αηδών, και απαντά με φωνήν, από παράπονον
γεμάτην:
— Όχι, αδελφέ! πολύ δυστυχής είμαι, διά τούτο και ο άνθρωπος
ευρίσκει ηδονήν και τέρψιν εις την φωνήν μου.
— Αλλά διατί είσαι δυστυχής; τι σου λείπει; σε πρώτην χαιρετά η ηώς,
και της πρωινής αύρας την πνοήν συ πρώτη ηδονικώς αναπνέεις.
Ανεξάρτητος είσαι προσέτι, και όπου θέλεις πετάς.
Στενάζει η Αηδών και απαντά:
— Αλλοίμονον! ανεξαρτησία είνε της ψυχής, και ουχί του σώματος αι
πτέρυγες. Άκουσε λοιπόν οδυνηράν ιστορίαν, και θα εννοήσης ότι το
θαυμασιώτερον άσμα, είνε αλληλουχία των περισσοτέρων στεναγμών. . .
Έν άνθος ηγάπησα, άνθος θαυμάσιον, από το χρώμα του οποίου εδανείζετο
ολόκληρος η φύσις, του οποίου το άρωμα παραμένει εις την ψυχήν μου
ακόμη και την μεθύσκει. Αλλά το άνθος εκείνο, αναίσθητου εις το
αίσθημά μου, και εις το άσμα μου αναίσθητον, το οποίον απέστελλον από
τόσον υψηλά, είχε πολύ προς τα κάτω στραφή και ηγάπησε πομπώδη και
επιδεικτικόν Διαβάτην, όστις διήρχετο πλησίον του, συρόμενος επί της
γης. . .
Τετέλεσται! Ο Διαβάτης κατέκτησε το άνθος μου, και εγώ απέμεινα με το
μέλι εις τον λάρυγγα και με το δηλητήριον εις την καρδίαν.
Ερωτώ έκπληκτος:
— Και ποίος ήτον ο Διαβάτης εκείνος, ο τόσον λαμπρός, όστις
υπερέβαλε σε, τον βασιλέα του άσματος και της χαράς;
Στροφή άσματος αλγεινή την ερώτησίν μου ηκολούθησε, και το πτηνόν
απήντησε με τονισμόν υψίστου πόνου:
— Ήτον ένας Σ ά λ ι α γ κ α ς, όστις υπερίσχυσεν εμού· εγώ, πτωχός
ψάλτης, έφερον επί της ράχεώς μου ελαφράς μόνον πτέρυγας· εκείνος,
έρπων Διαβάτης, έσυρεν επί της ράχεώς του ολόκληρον σπίτι! Και τον
επροτίμησε το άνθος μου!. . Έφυγα, ω αδελφέ, κατησχημένος ότι
ενικήθην. Περιεπλανήθην πανταχού διά να λησμονήσω· αδύνατον· μετά
χρόνον δε μακρόν, ως οι αιώνες, επανήλθον και πάλιν εις το παλαιόν
μέρος: Ουδεμία μεταβολή· τα πάντα ήσαν εις την θέσιν των, — και το
άνθος μου και ο εκλεκτός του ακόμη. . Εδώ είνε η θέσις και ιδού η
εικών.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Περίεργος εστράφην, ω Διδάσκαλε και ανεζήτησα την παράδοξον εικόνα.
Θεέ μου! διά την εικόνα εκείνην, το τρομερόν είχε δώσει βοήθειαν εις
το γελοίον.
Άνθος θαυμάσιον έθαλλε, το δε μύρον του εβαλσάμωνε τον αέρα· αλλ' επί
των πετάλων αυτού αντανεκλάτο ο ήλιος εις αηδές περιδέραιον εκ
σιέλων.
Κάτωθεν, επί του χώματος, εξηπλούτο μακαρίως είς Σ ά λ α γ κ α ς,
φέρων μεν πάντοτε το αναπόσπαστον σπίτι επί της ράχεως, αλλά και επί
της κεφαλής δύο κέρατα μακρά, τα οποία υπερηφάνως επεδείκνυε προς τον
ανεξίκακον ήλιον.
Εικών παράδοξος!
Και εζήτησα να πλησιάσω ακόμη, διά να θαυμάσω το ζεύγος εκείνο, αλλ'
ο Σ ά λ ι α γ κ α ς, ακούσας τον θρουν των πέριξ φυλλωμάτων, έλαβεν
ως πρώτην φροντίδα να προφυλάξη τα κέρατά του. Και είδον να κρύπτη
αυτά ταχέως — miserable visu! — εντός της ιδίας κεφαλής του!
Λέγει τότε το Φάσμα:
— Είδες τι έκρυψε;
— Ναι, είδα· έκρυψε, νομίζω, τα κέρατά του.
— Τω όντι. Τα έχει, και δεν τον μέλλει· η μόνη φροντίς του είνε, να
μη τα ίδουν οι άλλοι. Ε λοιπόν, εκεί έχει συγκεντρωθή η ευαισθησία
του ολόκληρος!. . .