Απ. ιη' 1-24
Η πτώση της Βαβυλώνας | |
1 Μετὰ ταῦτα εἶδον ἄλλον ἄγγελον καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἔχοντα ἐξουσίαν μεγάλην, καὶ ἡ γῆ ἐφωτίσθη ἐκ τῆς δόξης αὐτοῦ, 2 καὶ ἔκραξεν ἐν ἰσχυρᾷ φωνῇ λέγων· ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, καὶ ἐγένετο κατοικητήριον δαιμονίων καὶ φυλακὴ παντὸς πνεύματος ἀκαθάρτου καὶ φυλακὴ παντὸς ὀρνέου ἀκαθάρτου καὶ μεμισημένου· 3 ὅτι ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πέπωκαν πάντα τὰ ἔθνη, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς μετ᾿ αὐτῆς ἐπόρνευσαν, καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς ἐκ τῆς δυνάμεως τοῦ στρήνους αὐτῆς ἐπλούτησαν. 4 Καὶ ἤκουσα ἄλλην φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν· ἔξελθε ἐξ αὐτῆς ὁ λαός μου, ἵνα μὴ συγκοινωνήσητε ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῆς, καὶ ἵνα ἐκ τῶν πληγῶν αὐτῆς μὴ λάβητε· 5 ὅτι ἐκολλήθησαν αὐτῆς αἱ ἁμαρτίαι ἄχρι τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐμνημόνευσεν ὁ Θεὸς τὰ ἀδικήματα αὐτῆς. 6 ἀπόδοτε αὐτῇ ὡς καὶ αὐτὴ ἀπέδωκε, καὶ διπλώσατε αὐτῇ διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα αὐτῆς· ἐν τῷ ποτηρίῳ ᾧ ἐκέρασε, κεράσατε αὐτῇ διπλοῦν. 7 ὅσα ἐδόξασεν ἑαυτὴν καὶ ἐστρηνίασε, τοσοῦτον δότε αὐτῇ βασανισμὸν καὶ πένθος. ὅτι ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς λέγει, ὅτι κάθημαι καθὼς βασίλισσα καὶ χήρα οὐκ εἰμὶ καὶ πένθος οὐ μὴ ἴδω, 8 διὰ τοῦτο ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἥξουσιν αἱ πληγαὶ αὐτῆς, θάνατος καὶ πένθος καὶ λιμός, καὶ ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται· ὅτι ἰσχυρὸς Κύριος Θεὸς ὁ κρίνας αὐτήν. 9 καὶ κλαύσουσιν αὐτὴν καὶ κόψονται ἐπ᾿ αὐτῇ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς οἱ μετ᾿ αὐτῆς πορνεύσαντες καὶ στρηνιάσαντες, ὅταν βλέπωσι τὸν καπνὸν τῆς πυρώσεως αὐτῆς, 10 ἀπὸ μακρόθεν ἑστηκότες διὰ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ αὐτῆς, λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη Βαβυλών, ἡ πόλις ἡ ἰσχυρά, ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἦλθεν ἡ κρίσις σου. 11 καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς κλαύσουσι καὶ πενθήσουσιν ἐπ᾿ αὐτῇ, ὅτι τὸν γόμον αὐτῶν οὐδεὶς ἀγοράζει οὐκέτι, 12 γόμον χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθου τιμίου καὶ μαργαρίτου, καὶ βυσσίνου καὶ πορφύρας καὶ σηρικοῦ καὶ κοκκίνου, καὶ πᾶν ξύλον θύϊνον καὶ πᾶν σκεῦος ἐλεφάντινον καὶ πᾶν σκεῦος ἐκ ξύλου τιμιωτάτου καὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου καὶ μαρμάρου, 13 καὶ κινάμωμον καὶ ἄμωμον καὶ θυμιάματα, καὶ μύρον καὶ λίβανον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον καὶ σεμίδαλιν καὶ σῖτον καὶ κτήνη καὶ πρόβατα, καὶ ἵππων καὶ ρεδῶν καὶ σωμάτων, καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων. 14 καὶ ἡ ὀπώρα τῆς ἐπιθυμίας τῆς ψυχῆς σου ἀπώλετο ἀπὸ σοῦ, καὶ πάντα τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ λαμπρὰ ἀπῆλθεν ἀπὸ σοῦ, καὶ οὐκέτι οὐ μὴ αὐτὰ εὑρήσεις. 15 οἱ ἔμποροι τούτων, οἱ πλουτήσαντες ἀπ᾿ αὐτῆς, ἀπὸ μακρόθεν στήσονται διὰ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ αὐτῆς κλαίοντες καὶ πενθοῦντες, 16 λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, ἡ περιβεβλημένη βύσσινον καὶ πορφυροῦν καὶ κόκκινον καὶ κεχρυσωμένη ἐν χρυσίῳ καὶ λίθῳ τιμίῳ καὶ μαργαρίταις, ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἠρημώθη ὁ τοσοῦτος πλοῦτος. 17 καὶ πᾶς κυβερνήτης καὶ πᾶς ὁ ἐπὶ τόπον πλέων, καὶ ναῦται καὶ ὅσοι τὴν θάλασσαν ἐργάζονται, ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν, 18 καὶ ἔκραζον βλέποντες τὸν καπνὸν τῆς πυρώσεως αὐτῆς, λέγοντες· τίς ὁμοία τῇ πόλει τῇ μεγάλῃ; 19 καὶ ἔβαλον χοῦν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ ἔκραζον κλαίοντες καὶ πενθοῦντες, λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, ἐν ᾗ ἐπλούτησαν πάντες οἱ ἔχοντες τὰ πλοῖα ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐκ τῆς τιμιότητος αὐτῆς· ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἠρημώθη. 20 Εὐφραίνου ἐπ᾿ αὐτῇ, οὐρανέ, καὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆται, ὅτι ἔκρινεν ὁ Θεὸς τὸ κρῖμα ὑμῶν ἐξ αὐτῆς. 21 Καὶ ἦρεν εἷς ἄγγελος ἰσχυρὸς λίθον ὡς μύλον μέγαν καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν λέγων· οὕτως ὁρμήματι βληθήσεται Βαβυλὼν ἡ μεγάλη πόλις, καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ ἔτι. 22 καὶ φωνὴ κιθαρῳδῶν καὶ μουσικῶν καὶ αὐλητῶν καὶ σαλπιστῶν οὐ μὴ ἀκουσθῇ ἐν σοὶ ἔτι, καὶ πᾶς τεχνίτης πάσης τέχνης οὐ μὴ εὑρεθῇ ἐν σοὶ ἔτι, καὶ φωνὴ μύλου οὐ μὴ ἀκουσθῇ ἐν σοὶ ἔτι, 23 καὶ φῶς λύχνου οὐ μὴ φανῇ ἐν σοὶ ἔτι, καὶ φωνὴ νυμφίου καὶ νύμφης οὐ μὴ ἀκουσθῇ ἐν σοὶ ἔτι· ὅτι οἱ ἔμποροί σου ἦσαν οἱ μεγιστᾶνες τῆς γῆς, ὅτι ἐν τῇ φαρμακείᾳ σου ἐπλανήθησαν πάντα τὰ ἔθνη, 24 καὶ ἐν αὐτῇ αἵματα προφητῶν καὶ ἁγίων εὑρέθη καὶ πάντων τῶν ἐσφαγμένων ἐπὶ τῆς γῆς. | 1 Μετά από αυτά είδα άλλο άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό, έχοντας εξουσία μεγάλη, και η γη φωτίστηκε από τη δόξα του. 2 Και έκραξε με ισχυρή φωνή, λέγοντας: «Έπεσε, έπεσε η Βαβυλώνα η μεγάλη, και έγινε κατοικητήριο δαιμονίων και φυλακή για κάθε πνεύμα ακάθαρτο και φυλακή για κάθε όρνιο ακάθαρτο και φυλακή για κάθε θηρίο ακάθαρτο και μισημένο. 3 Γιατί από το κρασί του θυμού της πορνείας της έχουν πιει όλα τα έθνη, και οι βασιλιάδες της γης μαζί της πόρνευσαν, και οι έμποροι της γης από τη δύναμη της ακολασίας της πλούτισαν». 4 Και άκουσα άλλη φωνή από τον ουρανό να λέει: «Εξέλθετε λαέ μου από αυτή, για να μη συμμεριστείτε τις αμαρτίες της και από τις πληγές της να μη λάβετε. 5 γιατί έφτασαν οι αμαρτίες της και κόλλησαν μέχρι τον ουρανό, και θυμήθηκε ο Θεός τα αδικήματά της. 6 Αποδώστε σ’ αυτήν όπως κι αυτή απόδωσε, και ανταποδώστε τά διπλά σύμφωνα με τα έργα της. στο ποτήρι που κέρασε κεράστε τη διπλάσια. 7 Όσο δόξασε τον εαυτό της και έζησε ακόλαστα, τόσο πολύ δώστε της βασανισμό και πένθος. Γιατί μες στην καρδιά της λέει: “Κάθομαι ως βασίλισσα, και χήρα δεν είμαι, καί πένθος δε θα δω”. 8 Γι’ αυτό σε μια ημέρα θα έρθουν οι πληγές της, θάνατος και πένθος και λιμός και με φωτιά θα κατακαεί. γιατί είναι ισχυρός ο Κύριος ο Θεός που την έκρινε». 9 Και θα κλάψουν και θα θρηνήσουν γι’ αυτήν οι βασιλιάδες της γης, που πόρνευσαν μαζί της και έζησαν ακόλαστα, όταν θα βλέπουν τον καπνό της πυρκαγιάς της, 10 έχοντας σταθεί από μακριά εξαιτίας του φόβου του βασανισμού της, λέγοντας: «Αλίμονο, αλίμονο στην πόλη τη μεγάλη, τη Βαβυλώνα την πόλη την ισχυρή, γιατί σε μια ώρα ήρθε η κρίση σου». 11 Και οι έμποροι της γης κλαίνε και πενθούν γι’ αυτή, γιατί το φορτίο τους κανείς δεν αγοράζει πια, 12 φορτίο χρυσού και αργύρου και πολύτιμων λίθων και μαργαριταριών και ακριβού λινού και πορφύρας και μεταξιού και κόκκινου υφάσματος, και κάθε ξύλο αρωματικό και κάθε σκεύος από ελεφαντόδοντο και κάθε σκεύος από ξύλο πολυτιμότατο, και από χαλκό και από σίδηρο και από μάρμαρο, 13 και κανέλα και αρωματικές αλοιφές και θυμιάματα και μύρο και λιβάνι και κρασί και λάδι και σιμιγδάλι και σιτάρι και κτήνη και πρόβατα, και ίππους και αμάξια με τέσσερις ρόδες, και σώματα δούλων και ψυχές ανθρώπων. 14 Και τα οπωρικά που πεθυμούσε η ψυχή σου έφυγαν από σένα, και όλες οι νοστιμιές και η λαμπρότητα χάθηκαν από σένα, και ποτέ δε θα τα βρούνε πια. 15 Οι έμποροι τούτων που πλούτισαν από αυτήν, από μακριά θα σταθούν εξαιτίας του φόβου του βασανισμού της, κλαίγοντας και πενθώντας. 16 λέγοντας: «Αλίμονο, αλίμονο στην πόλη τη μεγάλη, τη ντυμένη με ακριβό λινό και πορφυρό και κόκκινο, και επικαλυμμένη με χρυσάφι και πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια, 17 γιατί σε μια ώρα ερημώθηκε αυτός ο τόσο πολύς πλούτος». Και κάθε κυβερνήτης και καθένας που πλέει για οποιονδήποτε τόπο και ναύτες και όσοι εργάζονται στη θάλασσα, από μακριά στάθηκαν 18 και έκραζαν, βλέποντας τον καπνό της πυρκαγιάς της, λέγοντας: «Ποια ήταν όμοια με την πόλη τη μεγάλη;» 19 Και έριξαν χώμα πάνω στα κεφάλια τους και έκραζαν, κλαίγοντας και πενθώντας, λέγοντας: «Αλίμονο, αλίμονο στην πόλη τη μεγάλη, με την οποία πλούτισαν όλοι όσοι έχουν τα πλοία στη θάλασσα από τα πολύτιμα πράγματά της, γιατί σε μια ώρα ερημώθηκε». 20 Ευφραίνου γι’ αυτήν, ουρανέ και οι άγιοι και οι απόστολοι και οι προφήτες, γιατί έκρινε ο Θεός την κατηγορία σας που προήλθε εξαιτίας της. 21 Και ένας άγγελος ισχυρός σήκωσε λίθο σαν μυλόπετρα μεγάλη και τον έριξε στη θάλασσα, λέγοντας: «Έτσι με ορμή θα ριχτεί η Βαβυλώνα η μεγάλη πόλη και δε θα βρεθεί πια. 22 Και φωνή κιθαριστών και μουσικών, και αυλητών και σαλπιγκτών δε θ’ ακουστεί μέσα σ’ εσένα πια, και κανένας τεχνίτης καμιάς τέχνης δε θα βρεθεί μέσα σ’ εσένα πια, και ήχος μύλου δε θα ακουστεί μέσα σ’ εσένα πια, 23 και φως λύχνου δε θα φέξει μέσα σ’ εσένα πια, και φωνή γαμπρού και νύφης δε θα ακουστεί μέσα σ’ εσένα πια. Γιατί οι έμποροί σου ήταν οι μεγιστάνες της γης, γιατί με τη μαγεία σου πλανήθηκαν όλα τα έθνη, 24 και μέσα σ’ αυτήν βρέθηκε αίμα προφητών και αγίων και όλων των σφαγμένων επάνω στη γη». |