ΚΑΙ ΠΑΝΥ ΧΡΗΣΙΜΩΤΑΤΟΝ ΤΩ ΚΑΘΗΜΕΝΩ ΕΝ ΤΩ ΚΕΛΛΙΩ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΤΩ ΜΟΝΩ ΠΡΟΣΕΧΕΙΝ ΑΙΡΟΥΜΕΝΩ
Τις των αδελφών έγραψε ταύτα και ετίθει αυτά έμπροσθεν αυτού διηνεκώς, ανεμίμνησκε τε εαυτόν τούτων και έλεγεν
Εν αφροσύνη εδαπάνησας την ζωήν σου, ώ κατησχυμένε άνθρωπε και παντός κακού άξιε, αλλά παραφυλάττου καν εν ταυτή τη ημέρα τη καταλειφθείση εκ των ημερών σου των εξεληλυθειών κενώς και απράκτως των αγαθών και πεπλουτηκυιών εν τοις κακοίς. Μη ερωτήσης περί του κόσμου μήτε περί της διαγωγής αυτού μήτε περί των μοναχών ή των πραγμάτων αυτών και όπως εισί, μήτε περί της ποσότητος της εργασίας αυτών, και μη φροντίσης τινός των τοιούτων. Εξήλθες εκ του κόσμου εν μυστηρίω και ελογίσθης ως νεκρός εν Χριστώ μηκέτι ζήσης τω κόσμω μήτε τοις εν τω κόσμω, ίνα σου προλάβη η ανάπαυσις και γένη εν Χριστώ ζών ενού έτοιμος και ηυτρεπισμένος προς πάν όνειδος και πάσαν ύβριν και χλευασμόν και μέμψιν εκ πάντων, και δέξαι ταύτα πάντα μετά χαράς ως άξιος αυτών εν αληθεία και υπόμεινον πάντα πόνον και πάσαν θλίψιν και κίνδυνον τον εκ των δαιμόνων, ων το θέλημα έπραξας μετ' ευχαριστίας, και γενναίως φέρε πάσαν ανάγκην, και τα συμβεβηκότα φυσικώς και τάς πικρότητας, και υπόμεινον εν τη εις Θεόν πεποιθήσει και την στέρησιν των αναγκαίων του σώματος, των μετ' ολίγον εις κόπρον εσομένων.
Και ταύτα πάντα τη εις Θεόν ελπίδι καταδέξασθαι θέλησον, μη αναμένων την αλλαχόθεν λύτρωσιν ή την παρ' άλλου παράκλησιν, αλλ' επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και εν πάσι τοις πειρασμοίς σου σεαυτόν κατάκρινον, ως αίτιον όντα τούτων. Μη σκανδαλισθής εν τινι, μηδέ μέμφου τινά των λυπούντων σε. Διότι έφαγες εκ του ορισθέντος φυτού και εκτήσω διάφορα πάθη. Μετά χαράς δέξαι τάς πικρότητας, ίνα σε τινάξωσι μικρόν και ύστερον γλυκανθής.
Φευ σοι και τη δόξη σου τη δυσώδει διότι εγκατέλιπες την σευατού ψυχήν, ως ακατάκριτον, πεπληρωμένην ούσαν πάσης αμαρτίας, και άλλους κατέκρινας λόγω και διάνοια. Ικανοί γαρ σοι, ικανοί αύτη η χοιρώδης βρώσις, εν η μέχρι της άρτι τυγχάνεις ενδιαιτώμενος. Τι σοι και τοις ανθρώποις, ώ ρυπαρέ; Ουκ αισχύνη συναναστραφήναι αυτοίς, διότι αλόγως επολιτεύσω; Εάν πρόσχης τούτοις και κατάσχης ταύτα πάντα, ίσως τη συνεργία του Θεού σωθήση. Ει δε μη, απελεύση εις την σκοτεινήν χωράν και εις τάς των δαιμόνων κατασκηνώσεις, ων το θέλημα ειργάσω αναιδεί προσώπω. Ιδού διεμαρτυράμην σοι εν πάσι τούτοις. Εάν κινήση κατά σου ο Θεός δικαίως εις το αμείψασθαι σε αντί των ύβρεων και μέμψεων, ων ελογίσω και ελάλησας κατ' αυτού χρόνον ολόκληρον, ο κόσμος όλος έχει ασχοληθήναι εις σε. Λοιπόν παύσαι από του νυν και υπόμεινον τας επερχομένας σοι αμοιβάς.
Εν πάσι τούτοις υπεμίμνησκεν εαυτόν ο αδελφός πάσας τας ημέρας, ίνα πειρασμού επελθόντος αυτώ ή θλίψεως, δυνηθή υπομείναι μετ' ευχαριστίας και ωφεληθήναι.
Γένοιτο δε ημάς μετ' ευχαριστίας υπομείναι τα επερχόμενα και ωφεληθήναι χάριτι του φιλανθρώπου Θεού, ώ η δόξα και το κράτος είς τους αιώνας. Αμήν.
Τις των αδελφών έγραψε ταύτα και ετίθει αυτά έμπροσθεν αυτού διηνεκώς, ανεμίμνησκε τε εαυτόν τούτων και έλεγεν
Εν αφροσύνη εδαπάνησας την ζωήν σου, ώ κατησχυμένε άνθρωπε και παντός κακού άξιε, αλλά παραφυλάττου καν εν ταυτή τη ημέρα τη καταλειφθείση εκ των ημερών σου των εξεληλυθειών κενώς και απράκτως των αγαθών και πεπλουτηκυιών εν τοις κακοίς. Μη ερωτήσης περί του κόσμου μήτε περί της διαγωγής αυτού μήτε περί των μοναχών ή των πραγμάτων αυτών και όπως εισί, μήτε περί της ποσότητος της εργασίας αυτών, και μη φροντίσης τινός των τοιούτων. Εξήλθες εκ του κόσμου εν μυστηρίω και ελογίσθης ως νεκρός εν Χριστώ μηκέτι ζήσης τω κόσμω μήτε τοις εν τω κόσμω, ίνα σου προλάβη η ανάπαυσις και γένη εν Χριστώ ζών ενού έτοιμος και ηυτρεπισμένος προς πάν όνειδος και πάσαν ύβριν και χλευασμόν και μέμψιν εκ πάντων, και δέξαι ταύτα πάντα μετά χαράς ως άξιος αυτών εν αληθεία και υπόμεινον πάντα πόνον και πάσαν θλίψιν και κίνδυνον τον εκ των δαιμόνων, ων το θέλημα έπραξας μετ' ευχαριστίας, και γενναίως φέρε πάσαν ανάγκην, και τα συμβεβηκότα φυσικώς και τάς πικρότητας, και υπόμεινον εν τη εις Θεόν πεποιθήσει και την στέρησιν των αναγκαίων του σώματος, των μετ' ολίγον εις κόπρον εσομένων.
Και ταύτα πάντα τη εις Θεόν ελπίδι καταδέξασθαι θέλησον, μη αναμένων την αλλαχόθεν λύτρωσιν ή την παρ' άλλου παράκλησιν, αλλ' επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και εν πάσι τοις πειρασμοίς σου σεαυτόν κατάκρινον, ως αίτιον όντα τούτων. Μη σκανδαλισθής εν τινι, μηδέ μέμφου τινά των λυπούντων σε. Διότι έφαγες εκ του ορισθέντος φυτού και εκτήσω διάφορα πάθη. Μετά χαράς δέξαι τάς πικρότητας, ίνα σε τινάξωσι μικρόν και ύστερον γλυκανθής.
Φευ σοι και τη δόξη σου τη δυσώδει διότι εγκατέλιπες την σευατού ψυχήν, ως ακατάκριτον, πεπληρωμένην ούσαν πάσης αμαρτίας, και άλλους κατέκρινας λόγω και διάνοια. Ικανοί γαρ σοι, ικανοί αύτη η χοιρώδης βρώσις, εν η μέχρι της άρτι τυγχάνεις ενδιαιτώμενος. Τι σοι και τοις ανθρώποις, ώ ρυπαρέ; Ουκ αισχύνη συναναστραφήναι αυτοίς, διότι αλόγως επολιτεύσω; Εάν πρόσχης τούτοις και κατάσχης ταύτα πάντα, ίσως τη συνεργία του Θεού σωθήση. Ει δε μη, απελεύση εις την σκοτεινήν χωράν και εις τάς των δαιμόνων κατασκηνώσεις, ων το θέλημα ειργάσω αναιδεί προσώπω. Ιδού διεμαρτυράμην σοι εν πάσι τούτοις. Εάν κινήση κατά σου ο Θεός δικαίως εις το αμείψασθαι σε αντί των ύβρεων και μέμψεων, ων ελογίσω και ελάλησας κατ' αυτού χρόνον ολόκληρον, ο κόσμος όλος έχει ασχοληθήναι εις σε. Λοιπόν παύσαι από του νυν και υπόμεινον τας επερχομένας σοι αμοιβάς.
Εν πάσι τούτοις υπεμίμνησκεν εαυτόν ο αδελφός πάσας τας ημέρας, ίνα πειρασμού επελθόντος αυτώ ή θλίψεως, δυνηθή υπομείναι μετ' ευχαριστίας και ωφεληθήναι.
Γένοιτο δε ημάς μετ' ευχαριστίας υπομείναι τα επερχόμενα και ωφεληθήναι χάριτι του φιλανθρώπου Θεού, ώ η δόξα και το κράτος είς τους αιώνας. Αμήν.