Απ. ιστ' 1-21
Οι εφτά φιάλες του θυμού του Θεού | |
1 Καὶ ἤκουσα μεγάλης φωνῆς ἐκ τοῦ ναοῦ λεγούσης τοῖς ἑπτὰ ἀγγέλοις· ὑπάγετε καὶ ἐκχέατε τὰς ἑπτὰ φιάλας τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν γῆν. 2 Καὶ ἀπῆλθεν ὁ πρῶτος καὶ ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν· καὶ ἐγένετο ἕλκος κακὸν καὶ πονηρὸν ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔχοντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ. 3 Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· καὶ ἐγένετο αἷμα ὡς νεκροῦ, καὶ πᾶσα ψυχὴ ζῶσα ἀπέθανεν ἐν τῇ θαλάσσῃ. 4 Καὶ ὁ τρίτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τοὺς ποταμοὺς καὶ εἰς τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων· καὶ ἐγένετο αἷμα. 5 Καὶ ἤκουσα τοῦ ἀγγέλου τῶν ὑδάτων λέγοντος· δίκαιος εἶ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν, ὁ ὅσιος, ὅτι ταῦτα ἔκρινας· 6 ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν, καὶ αἷμα αὐτοῖς ἔδωκας πιεῖν· ἄξιοί εἰσι. 7 Καὶ ἤκουσα τοῦ θυσιαστηρίου λέγοντος· ναί, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ κρίσεις σου. 8 Καὶ ὁ τέταρτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἥλιον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ καυματίσαι ἐν πυρὶ τοὺς ἀνθρώπους, 9 καὶ ἐκαυματίσθησαν οἱ ἄνθρωποι καῦμα μέγα, καὶ ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔχοντος ἐξουσίαν ἐπὶ τὰς πληγὰς ταύτας, καὶ οὐ μετενόησαν δοῦναι αὐτῷ δόξαν. 10 Καὶ ὁ πέμπτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον τοῦ θηρίου· καὶ ἐγένετο ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἐσκοτωμένη, καὶ ἐμασῶντο τὰς γλώσσας αὐτῶν ἐκ τοῦ πόνου, 11 καὶ ἐβλασφήμησαν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἐκ τῶν πόνων αὐτῶν καὶ ἐκ τῶν ἑλκῶν αὐτῶν, καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν. 12 Καὶ ὁ ἕκτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν μέγαν τὸν Εὐφράτην· καὶ ἐξηράνθη τὸ ὕδωρ αὐτοῦ, ἵνα ἑτοιμασθῇ ἡ ὁδὸς τῶν βασιλέων τῶν ἀπὸ ἀνατολῆς ἡλίου. 13 Καὶ εἶδον ἐκ τοῦ στόματος τοῦ δράκοντος καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ θηρίου καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ἀκάθαρτα, ὡς βάτραχοι· 14 εἰσὶ γὰρ πνεύματα δαιμονίων ποιοῦντα σημεῖα, ἃ ἐκπορεύεται ἐπὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς οἰκουμένης ὅλης, συναγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὸν πόλεμον τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοκράτορος. 15 ᾿Ιδοὺ ἔρχομαι ὡς κλέπτης· μακάριος ὁ γρηγορῶν καὶ τηρῶν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἵνα μὴ γυμνὸς περιπατῇ καὶ βλέπωσι τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ. 16 καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον ῾Εβραϊστὶ ῾Αρμαγεδών. 17 Καὶ ὁ ἕβδομος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἀέρα· καὶ ἐξῆλθε φωνὴ μεγάλη ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ θρόνου λέγουσα· γέγονε. 18 καὶ ἐγένοντο ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταί, καὶ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, οἷος οὐκ ἐγένετο ἀφ᾿ οὗ οἱ ἄνθρωποι ἐγένοντο ἐπὶ τῆς γῆς, τηλικοῦτος σεισμὸς οὕτω μέγας. 19 καὶ ἐγένετο ἡ πόλις ἡ μεγάλη εἰς τρία μέρη, καὶ αἱ πόλεις τῶν ἐθνῶν ἔπεσαν. καὶ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη ἐμνήσθη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δοῦναι αὐτῇ τὸ ποτήριον τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ. 20 καὶ πᾶσα νῆσος ἔφυγε, καὶ ὄρη οὐχ εὑρέθησαν. 21 καὶ χάλαζα μεγάλη ὡς ταλαντιαία καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεὸν ἐκ τῆς πληγῆς τῆς χαλάζης, ὅτι μεγάλη ἐστὶν ἡ πληγὴ αὕτη σφόδρα. | 1 Και άκουσα μεγάλη φωνή από το ναό να λέει στους εφτά αγγέλους: «Πηγαίνετε και ξεχύνετε τις εφτά φιάλες, του θυμού του Θεού στη γη». 2 Και έφυγε ο πρώτος και έχυσε τη φιάλη του στη γη: και έγινε έλκος κακό και οδυνηρό επάνω στους ανθρώπους που έχουν το χάραγμα του θηρίου και που προσκυνούν την εικόνα του. 3 Και ο δεύτερος έχυσε τη φιάλη του στη θάλασσα: και έγινε αίμα σαν νεκρού, και κάθε ζωντανή ψυχή πέθανε, όσα είναι μέσα στη θάλασσα. 4 Και ο τρίτος έχυσε τη φιάλη του στους ποταμούς και στις πηγές των νερών: και έγινε αίμα. 5 Και άκουσα τον άγγελο των νερών να λέει: «Δίκαιος είσαι, ο Είναι και ο Ήταν, ο όσιος, γιατί έκρινες αυτά, 6 γιατί αίμα αγίων και προφητών έχυσαν, και αίμα τους έδωσες να πιουν. είναι άξιοι». 7 Και άκουσα το θυσιαστήριο να λέει: «Ναι, Κύριε Θεέ Παντοκράτορα. αληθινές και δίκαιες οι κρίσεις σου». 8 Και ο τέταρτος έχυσε τη φιάλη του πάνω στον ήλιο και του δόθηκε να κάψει τους ανθρώπους με φωτιά: 9 και κάηκαν οι άνθρωποι με μεγάλο καύμα και βλαστήμησαν το όνομα του Θεού που έχει την εξουσία πάνω στις πληγές αυτές και δε μετανόησαν, για να του δώσουν δόξα. 10 Και ο πέμπτος έχυσε τη φιάλη του πάνω στο θρόνο του θηρίου: και έγινε η βασιλεία του σκοτεινή, και μασούσαν τις γλώσσες τους από τον πόνο. 11 Και βλαστήμησαν το Θεό του ουρανού από τους πόνους τους και από τα έλκη τους, και δε μετανόησαν από τα έργα τους. 12 Και ο έκτος έχυσε τη φιάλη του πάνω στον ποταμό το μεγάλο, τον Ευφράτη: και ξεράθηκε το νερό του, για να ετοιμαστεί η οδός των βασιλιάδων που είναι από την ανατολή του ήλιου. 13 Και είδα να βγαίνουν από το στόμα του δράκου και από το στόμα του θηρίου και από το στόμα του ψευδοπροφήτη τρία πνεύματα ακάθαρτα σαν βάτραχοι. 14 Είναι δηλαδή πνεύματα δαιμονίων που κάνουν θαυματουργικά σημεία, τα οποία εκπορεύονται πάνω στους βασιλιάδες της οικουμένης όλης, για να τους συνάξουν στον πόλεμο της ημέρας της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορα. 15 – «Ιδού, έρχομαι σαν κλέφτης. Μακάριος αυτός που αγρυπνεί και διατηρεί τα ρούχα του, για να μην περπατά γυμνός και βλέπουν την ασχήμια του». – 16 Και τους σύναξε στον τόπο που καλείται εβραϊκά Αρμαγεδών. 17 Και ο έβδομος έχυσε τη φιάλη του στον αέρα: και εξήλθε φωνή μεγάλη από το ναό, από το θρόνο, που λέει: «Έχει γίνει». 18 Και τότε έγιναν αστραπές και φωνές και βροντές, και σεισμός έγινε μεγάλος, τέτοιος που δεν έγινε αφότου άνθρωπος δημιουργήθηκε πάνω στη γη, σεισμός έτσι, τόσο πολύ μεγάλος. 19 Και η πόλη η μεγάλη έγινε τρία μέρη και οι πόλεις των εθνών έπεσαν. Και η Βαβυλώνα η μεγάλη μνημονεύτηκε μπροστά στο Θεό, για να της δώσει το ποτήρι το κρασί του θυμού της οργής του. 20 Και κάθε νήσος έφυγε και όρη δε βρέθηκαν. 21 Και χαλάζι μεγάλο βάρους περίπου ενός ταλάντου κατεβαίνει από τον ουρανό πάνω στους ανθρώπους. Και βλαστήμησαν οι άνθρωποι το Θεό εξαιτίας της πληγής του χαλαζιού, γιατί πάρα πολύ μεγάλη είναι η πληγή του. |