Σχέσις Γέροντος και υποτακτικού - Point of view

Εν τάχει

Σχέσις Γέροντος και υποτακτικού



Μοναχισμός νήψις και ησυχία

Η επιβίωσις ενός μοναστηριού στηρίζεται κυρίως στην αληθινή σχέσι υποτακτικού και Γέροντος. Πολλές φορές χαιρόμαστε το οικογενειακό πνεύμα της αδελφότητάς μας, την αγάπη μας, την ελευθερία μας, τον Θεόν μας, την λατρεία μας, αλλά μας διαφεύγουν μερικά απλά στοιχεία της πνευματικής ζωής τα οποία κρύβουν όλο το βάθος.


Το πρώτο που χρειάζεται εν προκειμένω είναι η γνώσις του φρονήματος του Γέροντος, η οποία απαιτεί διεισδυτικότητα εκ μέρους του υποτακτικού και πλήρη εγκατάλειψι του εαυτού του. Δεν είναι δυνατόν να καταλάβη ο υιός τον πατέρα, όταν νομίζη ότι τον γνωρίζει, όταν ο ίδιος είναι ζωντανός, όταν κινήται κατά την νοοτροπία και την ιδεολογία του. Ο υποτα¬κτικός πρέπει να παραλάβη το φρόνημα του Γέροντος και να το κράτηση στην ψυχή του σαν μια παρακαταθήκη· και, αν χρειασθή, να το μεταδώση. Χωρίς αυτό το φρόνημα δεν υπάρχει καμία δύναμις, κανένας σπόρος στην οικογένεια.

Το φρόνημα κάθε Γέροντος είναι διαφορετικό· είναι αφ’ ενός μεν καρπός του αγώνος του, αφ’ ετέρου δε μέρισμα της χάριτος του Θεού, κάτι που το προετοίμασε, το προευτρέπισε και το δώρισε ο ίδιος ο Θεός στην σκέψι, στην καρδιά, στην ύπαρξι του Γέροντος, και επομένως ο υποτακτικός μπορεί να γίνη ό,τι είναι το φρόνημα του Γέροντος. Εάν το φρόνημα του Γέροντος είναι ταπεινό, ο υποτακτικός μπορεί να ανεβή σε υψηλότερο επίπεδο, αλλά αυτό απαιτεί ιδιαίτερη κλήσι του Θεού. Πάντως το έργο του υποτακτικού είναι να παραλάβη το φρόνημα του Γέροντος. Ο μοναχισμός είναι μία παράδοσις και μία παράληψις. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ούτε αφομοίωσις του Θεού, ούτε συνεργασία, ούτε συνοχή στην μοναστική οικογένεια, εάν δεν υπάρχη ένα φρόνημα. Για να μπορέσωμε να ζήσωμε και να επιζήσωμε, πρέπει να πάψωμε ο καθένας να εχωμε τις ιδεολογίες μας.

Ο κάθε άνθρωπος ζη με την ιδεολογία του, με τον εαυτό του, με το περιεχόμενο της ψυχής και του νου του. Σε αυτό αρέσκεται, με αυτό καλοπιάνεται, με αυτό θωπεύει τον εαυτό του, με αυτό προσπαθεί να ανεβή επάνω στον ουρανό. Αλλά η ιδεολογία ενός άνθρωπου είναι ακριβώς το αντίθετο του θελήματος του Θεού· είναι ένα είδωλο που τον απομονώνει και του χαρίζει τελικώς απόλυτη μοναξιά, διότι τον χωρίζει και από τον ίδιον τον Θεόν, όπως τον έχει χωρίσει από τον Γέροντά του και από όλη την αδελφότητα.

Είναι δυνατόν λοιπόν μια αδελφότητα να είναι αγαπημένη, να έχη υπέροχη συνεργασία, εφ’ όσον ζη ο Γέροντας. Φεύγει ο Γέροντας από την ζωή, και η αδελφότητα διαλύεται, διότι δύο από τους τριακόσιους μοναχούς δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε κάτι, επανέρχεται ο καθένας στον δικό του τρόπο σκέψεως. Μέσα μας είναι η πέμπτη φάλαγγα, το εγώ μας, ο ίδιος ο διάβολος, ο οποίος μας εξαπατά όπως εξαπάτησε τους πρωτοπλάστους.

Ο όφις εξαπάτησε την Εύα όχι με το να της πη κάποιο χονδροειδές ψέμα ή να την παρασύρη σε κάποια συγκεκριμένη αμαρτία, αλλά με το να της κάνη ιδεολογία τον λόγο του Θεού. Ο Θεός της είχε πει ότι θα γίνη θεός, καλλιεργώντας τον κήπο, ζώντας μαζί με τον Αδάμ την παραδείσια ζωή, απέχοντας από το δένδρο της γνώσεως. Τότε την πλησίασε ο σατανάς και της είπε: Γιατί χάνεις τον χρόνο σου καλλιεργώντας τον κήπο; Γιατί περιπλανάσαι; Εάν φας τον καρπό του δένδρου της γνώσεως, αμέσως θα γίνης θεός. Η Εύα τον άκουσε και έτσι απομακρύνθηκε από την παράδοσι την οποία ελαβε, εν συνεχεία δε και ο Αδάμ, και τους συνείχε πλέον η σκέψις της θεώσεως. Η σκέψις της θεώσεως τους οδήγησε στην απομάκρυνσι από τον Θεόν, στην απώλεια του Θεού. Ο σατανάς κατάφερε και τους έβαλε μέσα τους μία καταπληκτική, θεία, θα λέγαμε, σκέψι, να γίνουν γρήγορα θεοί. Οι πρωτόπλαστοι αστόχησαν, και χρειάσθηκε να χύση το αίμα του ένας Θεός, για να τους επαναφέρη στο ρυάκι που εκείνος είχε ανοίξει γι’ αυτούς.

Λόγω της πτώσεως λοιπόν του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν στην κοινωνία ενός μοναστηριού να πέσουν οι ιδεολογίες, τουτέστι τα κάστρα που χωρίζουν την ψυχή από τον Θεόν, εάν δεν υπάρχη η γνώσις και η πρόσληψις του φρονήματος του Γέροντος, δηλαδή η τελεία θυσία, εκ μέρους του υποτακτικού, κάθε αγίου και τελείου, κάθε δυνατού και ωραίου, κάθε νοητού και αισθητού, το οποίο έρχεται σε σύγκρουσι με αυτό το φρόνημα. Γι’ αυτό και ο Απόστολος λέγει, και αν ακόμη άγγελος Κυρίου, ο ίδιος ο Κύριος δηλαδή, σας πη κάτι, δεν θα το κάνετε, διότι δεν είναι δυνατόν να μπη διχασμός στην ενότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι σύναξις· και για μας τους μοναχούς ολόκληρη η Εκκλησία των άγιων είναι αυτή η δική μας η σύναξις. Δεν μας λείπει τίποτε, για να έχωμε όλη την Εκκλησία εδώ ανάμεσά μας.

Βεβαίως, η γνώσις του φρονήματος του Γέροντος διακρατείται μέσα στην αδελφότητα, είναι κάτι κοινό. Ο Θεός όμως δεν σώζει πλήθη ή λαούς, κυρίως σώζει ψυχές, πρόσωπα· δεν δημιουργεί χριστιανικές αδελφότητες αλλά προσωπικότητες, οι οποίες ενούμενες μαζί του αποκαλύπτουν το Άγιον Πνεύμα. Διότι το Πνεύμα το Άγιον αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του ανθρώπου, στην ένωσί του με τον άνθρωπο. Όπως ο Χριστός ήταν Θεός και άνθρωπος αλλά η ανθρωπίνη φύσις του δεν είχε πρόσωπο, ήταν η υπόστασις του Υιού, έτσι ακριβώς και το Άγιον Πνεύμα, αποκαλυπτόμενο στην ζωή της Εκκλησίας, αποκαλύπτεται ως πρόσωπο στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου. Ο άγιος Σεραφείμ, του Σάρωφ, λόγου χάριν, είχε Πνεύμα Άγιον. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και όλοι οι άγιοι είχαν Πνεύμα Άγιον ήταν προσωπικαί αποκαλύψεις του Αγίου Πνεύματος. Αυτό δείχνει ότι έχει μεγάλη σημασία η προσωπικότης του ανθρώπου, ο άνθρωπος για τον οποίο σαρκώθηκε ο Χριστός. Ο Χριστός προσέλαβε την ανθρωπίνη φύσι για να θεώση τα πρόσωπα, και να μη μείνη κανένα έξω της θεώσεως. Τόσο πολύ αγαπάει και τον τελευταίο ληστή και την τελευταία αιμορροούσα και οποιονδήποτε άλλον.

Επομένως, η επιβίωσις μιας αδελφότητος είναι υπόθεσις επιβιώσεως των προσώπων αυτά χρειάζεται να αποκτήσουν το Άγιον Πνεύμα. Μπορεί να υπάρχουν πολλοί μοναχοί σε ένα μοναστήρι, αλλά το μοναστήρι να πεθάνη μέσα σε πέντε χρόνια. Ένας όμως ή δύο άγιοι μοναχοί μπορούν να σώσουν το μονα¬στήρι και να ζήση χιλιετία και πλέον. Γι’ αυτό, για την επιβίωσι του φρονήματος του Γέροντος, χρειάζεται να εχωμε αδιάλειπτη πρόσληψι του Αγίου Πνεύματος. Η ζωή μας δηλαδή να είναι τέτοια που να γίνεται χωρητική του Αγίου Πνεύματος. Αν υπάρχη ένας που ζη με αυτή την αληθινή και ταπεινή γνώσι, που έχει απαρνηθή και έχει θάψει τον εαυτό του, μπορεί να δώση και¬νούργια ζωή στην αδελφότητα. Ειδάλλως, ο σπόρος χάνεται και το χωράφι είναι καταδικασμένο να γίνη χέρσο.

Πέραν λοιπόν της γνώσεως του φρονήματος του Γέροντος, απαιτείται και η προσωπική απόκτησις του Αγίου Πνεύματος. Η ψυχή μας είναι ένα στοιχείο δημιουργημένο· οπότε, παρ’ όλη την αιωνιότητά της, δεν παύει να είναι ένας ανθρώπινος παράγων. Δηλαδή, δεν μπορεί να έχη Θεία ζωή, αν δεν είναι ενωμένη με το Πνεύμα το Άγιον. Αυτό τελειοί τον άνθρωπο, απαρτίζει την προσωπικότητά του, τον κάνει θεόν. Η πρόσληψις του φρονήματος του Γέροντος είναι και δημιουργεί το πλαίσιο, την θέσι και τον τρόπο με τον οποίο θα προσπαθήση ο υποτακτικός να απόκτηση το Πνεύμα το Άγιον. Βεβαίως, εφ’ όσον το Πνεύμα το Άγιον «όπου θέλει πνει», είναι δυνατόν να το βρη κανείς παντού. Αλλά δεν το βρίσκει, παρά μόνον με τον τρόπο που έχει προδιαγράψει γι’ αυτόν ο Θεός. Ο Θεός δηλαδή έχει ειδικώς σκύψει επάνω στον κάθε άνθρωπο και έχει προορίσει το πως θα συλλάβη και θα αποκτήση το Άγιον Πνεύμα και πως θα κρατάη ενωμένη την ύπαρξί του με την Αγία Τριάδα.

Η απόκτησις του Αγίου Πνεύματος είναι ενεργητική έκφρασις και διάθεσις, μία αδιάλειπτος πράξις· είναι ένα μεγάλο θέμα, βασικώς δογματικό και εν συνεχεία ηθικό, προπάντων όμως μυστικό, ασκητικό. Πρέπει να είμαστε άδειοι, διαρκώς τροσμένοντες το Πνεύμα το Άγιον. Να είμαστε στο υπερώο, για να το προσλαμβάνωμε ακαταπαύστως. Να ζούμε με νηστεία, με κακουχία, με πόνους, με τον πόθο της εξουθενώσεως, της απομονώσεως, της σιωπής, της γύμνιας· «γυμνητεύσαι και πεινάσαι και διψήσαι έχεις», λέγει η ακολουθία της κουράς. Όλα αυτά να τα ζούμε, διότι έτσι μπορούμε να γίνωμε χωρητικοί του Πνεύματος. Το Πνεύμα συνηθίζει να μπαίνη σε στομάχια νηστικά και σε μάτια ξάγρυπνα. Χωρίς την από¬κτησι του Πνεύματος από τα μέλη της αδελφότητος και από την ίδια την αδελφότητα ως μια οικογένεια, το μοναστήρι δεν απορεί να επιβιώση. Αλλά το Άγιον Πνεύμα λόγω της βουλή¬σεως του και της φύσεως του «όπου θέλει πνει», οπότε τώρα μπορεί να είναι μέσα μου, μετά να βρεθή έξω. Έτσι, είναι δυνατόν εγώ, που τώρα το έχω, αύριο να μην το έχω. Γι’ αυτό χρειάζεται τελεία πνευματικότης και πρόοδος και προσωπική αποκάλυψις του Θεού, για να έχω κάποια βεβαιότητα ότι το Πνεύμα το Άγιον είναι «ενεργούν και λαλούν εν εμοί». Αλλά και σε αυτή την περίπτωσι, εάν επανέλθω στον εαυτό μου και ξαναπέσω στον εγωισμό μου, το χάνω, ακόμη και αν έχω φθά¬σει στις μεγαλύτερες θεοπτίες.

Το Πνεύμα το Άγιον δεν ενεργεί άλλοτε εν πληρότητι, άλλοτε εν ατελεία· ό,τι κάνει είναι τέλειο. Ο άνθρωπος όμως δεν μπορεί να το κρατήση ολόκληρο. Όπως ο οργανισμός αφο¬μοιώνει το φαγητό ή το φάρμακο ανάλογα με την ληπτική δύναμί του, έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος κρατάει από το Άγιον Πνεύμα αυτό που χωράει. Για να μπορή λοιπόν να το προσλαμβάνη, πρέπει να είναι σε αδιάλειπτη εγρήγορσι, ούτως ώστε το Πνεύμα το Άγιον να μην τον εγκαταλείπη. Τότε και το φρόνημα του Γέροντος δεν χάνεται, διότι είναι δυνατόν να κυοφορήση και να φθάση επάνω στον ουρανό.

Επομένως, εφ’ όσον υπάρχουν πρόσωπα, τα οποία διασώ¬ζουν το φρόνημα και εν Πνευματι Αγίω το εκκολάπτουν και το ζωογονούν, η αδελφότης ζη και η σχέσις του υποτακτικού με τον Γέροντα είναι ζωντανή.

Αν υποθέσωμε ότι είμαι Γέροντας μέσα στην έρημο και έχω ένα πνευματικό τέκνο, το τέκνο αυτό, όσο και να με απορροφή¬ση, όσο και να με αγαπά, όσο και καλή σχέσι να έχη μαζί μου, και το κεφάλι του ακόμη να κόψη και να θυσιασθή υπέρ του Χριστού, είναι μία χαμένη ψυχή, εφ’ όσον δεν έχει το Πνεύμα το Άγιον. Πώς είναι δυνατόν να ενωθή με τον Θεόν χωρίς αυτό; Το Πνεύμα το Άγιον είναι παντού, αλλά δεν ενώνει τα πάντα· ενώνει μόνον εκείνους που το καλλιεργούν και το ζωοποιούν μέσα τους με εκουσιότητα γνώμης και βουλήσεως, δηλαδή με έντονη πνευματική δραστηριότητα. Μπορεί κανείς να σβήνη το “Αγιον Πνεΰμα -«μη σβέννυτε το Πνεύμα», λέγει ο Απόστολος-, χωρίς να το καταλαβαίνη, ενώ νομίζει πως το έχει εν πληρότητι. Γι’ αυτό η μοναστική ζωή και η σχέσις πατρός και τέκνου είναι μία σχέσις τρομερή, μία σκόπευσις, η οποία, αν λίγο αστοχήση, δεν ξέρομε τί μπορεί να γίνη.

Αλλά, για να είναι ο Γέροντας ζωντανός για τον υιό, και ο υιός ζωντανός για τον πατέρα, χρειάζεται και κάτι άλλο: ο υιός να συμμορφώνη την ζωή του με την ζωή του Γέροντος. Επειδή οι άνθρωποι είμαστε ποικίλοι, ο καθένας μας έχει τα ενδιαφέροντά του, τις μελέτες του, τις ελλάμψεις του νου του, που μπορεί να είναι και θείες -μία όμως θεία έλλαμψις πιθανόν να μας βλάψη όταν δεν έχωμε ταπείνωσι-, για να είναι ζωντανός ο σύνδεσμός μας με τον Γέροντα, ώστε να υπάρχη η θεία άλλα και η ανθρώπινη σχέσις, χρειαζόμαστε μία σύμμορφο ζωή. Αυτό σημαίνει ότι εγώ δεν θα θέλω να ζω στο μοναστήρι, όπως ζη κάποιος άλλος Γέροντας, αλλά όπως ζη ο Γέροντάς μου και όπως ερμηνεύει την μοναστική ζωή με τον λόγο του.

Το βαθύτερο και ουσιαστικώτερο μέσο, με το οποίο μορφοποιεί τον υποτακτικό ο Γέροντας και τον κάνει σύμμορφο, είναι ο λόγος. Με τον λόγο τον γεννά, τον

καινοποιεί, τον σώζει, του εμφυσά το Άγιον Πνεύμα, του μεταδίδει τον Χριστόν, Είναι το μόνο που του παρέδωσε ο Θεός. Ο Γέροντας μπορεί να έχη μύρια χαρίσματα: το χάρισμα της προφητείας, της θαυματουργίας, της αγάπης, της διακρίσεως των πνευμάτων, της κυβερνήσεως… Όλα αυτά δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, ίσως είναι και επιβλαβή, μπορούν όμως να αποβούν χρήσιμα όταν υπάρχη ο λόγος, ο σπερματικός λόγος, διά του οποίου ο Γέροντας γέννα το τέκνο. Λόγος είναι η μετάδοσις του θείου λόγου διά της διδασκαλίας του, διά της παρατηρήσεώς του, διά της συμβουλής του, διά της επιπλήξεώς του, διά του αστείου του, δι’ οιουδήποτε τρόπου εκείνος εκφράζεται.

Ο κάθε Γέροντας διά του λόγου του μεταδίδει έναν τρόπο ζωής, διότι η πνευματική ζωή δεν είναι τούτη ή εκείνη η ηθική διδασκαλία, αυτό ή εκείνο το σύστημα. Πνευματική ζωή είναι η ζωή του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή ενεργεί το Άγιον Πνεύμα και όχι εμείς. Το Πνεύμα το Άγιον, ζώντας αυτό καθ’ εαυτό και μπαίνοντας μέσα μας, μας μεταδίδει την θεία του ζωή. Επομένως, η πνευματική ζωή δεν είναι η δική μας ζωή, λόγου χάριν η ζωή της νοεράς προσευχής ή της αγάπης ή της ιεραποστολής ή της ησυχίας ή της σιωπής. Αυτά είναι στοιχεία της εν Χριστώ ζωής. Μπορεί να υπάρξη πνευματική ζωή χωρίς νοερά προσευχή ή χωρίς ιεραποστολή, χωρίς κοινωνική αγάπη, όπως την εννοούν οι άνθρωποι σήμερα. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι πνευματική ζωή. Πνευματική ζωή είναι το ίδιο το Πνεύμα το Άγιον. Τα υπόλοιπα είναι εκφάνσεις, ακτίνες, κλειδώσεις της πνευματικής μας ζωής• είναι απαραίτητα συνακόλουθα και απαραίτητες προϋποθέσεις της πνευματικής ζωής.

Για τον λόγο αυτό, η πνευματική ζωή για τον καθένα μας είναι όπως μας την παρουσιάζει ο Γέροντάς μας. Οι Γέροντες δεν είμαστε φερέφωνα, ετερόβουλα όντα, δεν είμαστε παιδιά ενός ανθρωπίνου συστήματος, δεν είμαστε μαγνητόφωνα, για να λέμε τα ίδια πράγματα. Εγώ θα σου πω αυτό, εκείνος θα σου πη κάτι εντελώς διαφορετικό. Τί θα κάνης εσύ; Αυτό που σου λέγει ο δικός σου Γέροντας. Ο Γέροντας, λόγου χάριν, κάνει πολύ χειρωνακτική δουλειά. Αν εσύ αυτό το θεωρής χάσιμο χρόνου, είναι αδύνατον να συνδεθής με αυτόν τον Γέροντα και να απόκτησης Θεόν. Πας σε έναν άγιο Γέροντα, και σου λεγει να μη λείψη το εργόχειρο από το χέρι σου. Δεν είναι δυνατόν εσύ να του φέρης αντίρρησι λέγοντας, οι τάδε άγιοι ζούσαν χωρίς εργόχειρο, οπότε και εγώ μπορώ να προσεύχωμαι χωρίς τον περισπασμό του εργοχείρου. Αν το κάνης αυτό, δεν θα είναι σύμμορφη η ζωή σου με την δική του, και θα διακυβευθή η ειρήνη, θα επέλθη διαταραχή και χωρισμός από τον Γέροντα· δεν θα μπόρεσης να ενωθής οργανικά μαζί του, και έτσι δεν θα έχης την εικόνα και την ομοίωσι του Θεού μέσα σου. Χρειάζεται μία σύμμορφος ζωή, που δεν είναι μία τυπική μίμησις άλλα μία αληθινή συμμόρφωσις με αυτό που εκείνος κάνει, ώστε εσείς οι δύο να γίνετε μία μορφή, ένα πράγμα, μία εικόνα.

Οπωσδήποτε δεν εννοώ η συμμόρφωσις να γίνεται σε εξωτερικά πράγματα, διότι ο Γέροντας έχει την οικονομία, έχει και τήν ακρίβεια· έχει την αγάπη, έχει και την σκληρότητα, την αυστηρότητα· έχει το στοιχείο το προσωρινό, έχει και το αιώνιο· έχει το ανθρώπινο, έχει και το θεϊκό. Έχει ποικίλες εκφάνσεις, και ως εκ τούτου είναι δυνατόν ο καθένας να θέλη να πάρη αυτό που τον εξυπηρετεί. Εάν χαμογελά, λόγου χάριν, ο Γέροντας, δεν σημαίνει ότι θα χαμογελάμε και εμείς. Εάν φωνάζη ο Γέροντας, δεν θα φωνάζωμε και εμείς. Εάν βάζη κατσάδες ο Γέροντας, δεν θα βάζωμε κατσάδες και εμείς. Εμείς θα ακολουθούμε την αγωγή του, τον τρόπο αγρυπνίας, λατρείας, προσευχής, σκέψεως όπως μας τον παραδίδει με τον λόγο του. Επομένως, σημασία έχει η συμμόρφωσίς μας όχι τόσο με αυτό που κάνει, αλλά με αυτό που ζητάει. Διότι αυτό που κάνει δεν το ξέρομε, δεν το καταλαβαίνομε· το ερμηνεύομε όπως θέλομε. Αυτό όμως που λέγει είναι κάτι απλούστερο, φυσικώτερο, που μπορούμε να το σταχυολογήσωμε, να το κρίνωμε και να το ζήσωμε.


Εν συνεχεία, για να είναι αληθινή η σχέσις υποτακτικού και Γέροντος χρειάζονται κοινά παλαίσματα. Δεν μπορούμε να παλαίωμε ξεχωριστά. Θα παλαίωμε μέσα στο ίδιο μοναστήρι ή στην ίδια σπηλιά ή στην ίδια καλύβη, στον ίδιο τόπο. Η Εκκλησία μας γνωρίζει ποικιλία αγωνισμάτων, τα οποία εκπλήσσουν τον άνθρωπο. Κάποιος ανεβαίνει επάνω σε ένα δένδρο, ο άλλος πηγαίνει και κρύβεται, ο τρίτος πηγαίνει στον κόσμο. Εγώ, εφ’ όσον είμαι υιός, δεν μπορώ να διαλέξω το αγώνισμά μου. Πρέπει να κάνω κοινό πάλαισμα με τον Γέροντα, να παλεύω όπως παλεύει εκείνος. Πώς νοιώθει τον πνευματικό αγώνα, την άσκησι, ο Γέροντας; Μας τονίζει, επί παραδείγμα¬τι, την νοερά προσευχή; Την νοερά προσευχή θα ασκήσωμε. Μας τονίζει την αγρυπνία; την αγρυπνία. Μας τονίζει την ιεραποστολή; την ιεραποστολή. Μην πης, μα το μοναστήρι ιεραποστολή είναι; Όχι. Διχάζεσαι έτσι. Ή σήκω να φύγης από την αρχή και μην ακόλουθης τον συγκεκριμένο Γέροντα και μην τον κάνης πατέρα σου ή, αφού είναι πατέρας σου, θα κάνης αυτό που σου λέγει. Διότι, εάν ο καθένας περνά από την δική του κρησάρα ό,τι του λέγει ο Γέροντας, αλλοίμονό μας! θα γίνη κόσκινο με την λογική του· δεν θα μείνη τίποτε επάνω του. Μόνον εάν θα έχω μία εμφανή επίνευσι του Θεού στην ζωή μου και δεν θα υπάρχη πλέον ο Γέροντας, μπορώ να κάνω δικό μου πάλαισμα, που κατά κανόνα είναι εξέλιξις του προηγουμένου.

Εάν λοιπόν ο Γέροντας σκέπτεται έτσι και παλεύη έτσι, και εμείς θα παλέψωμε έτσι. Εάν εμένα μου αρέσει ο τρόπος της αγρυπνίας του άλφα Γέροντος, της λατρείας του βήτα, της πρακτικής ζωής του γάμμα, δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Θα διασπασθούμε και θα γίνωμε θηριάλωτοι. Πρέπει λοιπόν να εχωμε κοινά παλαίσματα, κοινή άσκησι, κοινή αγωνιστικότητα, κοινό μόχθο, να χύνωμε κοινό ιδρώτα, κοινό αίμα, κοινό δάκρυ, όπως μας τα λέγει, μας τα ερμηνεύει, μας τα μαθαίνει ο Γέροντας, για να μπορούμε να ζήσωμε και να έχωμε τον Γέροντα μέσα μας και γύρω μας.

Τέλος, χρειάζονται κοινά δωρήματα, να θέλωμε να προσλαμβάνωμε τα ίδια χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, αυτά που μας χρειάζονται κάθε φορά για την δική μας ζωή. Διότι το Άγιον Πνεύμα χαρίζει στο κάθε μοναστήρι ό,τι του χρειάζεται. Εμείς έχομε ζέστη, μας χαρίζει την δυνατότητα να άντέχωμε στην ζέστη. Θλιβόμαστε από αρρώστιες, μας χαρίζει υπομονή. Άλλοι έχουν ποικίλες δυσκολίες, τους δίδει υγεία. Δίνει στον καθένα δωρήματα «κατά το μέτρον της ηλικίας του», σύμφωνα με την πνευματική του κατάστασι και την διάθεσί του. Βεβαίως, ο καθένας μας θα είναι ελεύθερη προσωπικότητα, θα έχη την προσωπική του ζωή, το προσωπικό του κριτήριο, την γνώσι, την αγνωσία, την μόρφωσι, την αμορφωσιά, ο καθένας θα είναι εντελώς διαφορετικός, αλλά ως προς τα δωρήματα, ως προς την τελική μας παράστασι ενώπιον του Χριστού να είμαστε όλοι περίπου όμοιοι.

Τα κοινά δωρήματα της αδελφότητος τα παίρνει ο Γέροντας από τον Θεόν και είναι πνευματικά ως επί το πλείστον για να μπόρεση δε ο υποτακτικός να τα αντίληφθή, πρέπει να έχη διεισδυτικότητα και λεπτότητα φύσεως και πίστεως. Δεν είναι κοινά δωρήματα τα εξωτερικά χαρίσματα ή ιδιώματα του Γέροντος, αλλά εκείνα τα οποία είναι αληθινά και αποτελούν το είναι του ανθρώπου, το είναι του Γέροντος.

Επομένως, ζητώντας κοινά δωρήματα, έχομε κοινό στόχο και δεν διασπώμεθα με το να έχωμε ο καθένας την δική του σκέψι. Αν εγώ σκέπτωμαι να βγω στην έρημο, εσύ να αγρυ¬πνής όλη την νύχτα, ο τρίτος ότι θα ήταν προτιμότερο να είχε το χάρισμα της προφητείας, δεν μπορεί να υπάρξη καμία κοινότης, καμία ένότης. Κοινά δωρήματα σημαίνει ότι αφήνομαι στον Θεόν και δεν ζητώ να είμαι «μείζων του διδασκάλου», ακόμη και αν ο Γέροντας είναι πολύ αμαρτωλός, ένας εγκληματίας, ή κρύβεται και παρουσιάζεται ως άγιος. Βεβαίως, στον κάθε άνθρωπο ο Θεός έχει δώσει τα δωρήματά του. Υπάρχουν άνθρωποι της αμαρτίας που διά της μετανοίας έχουν λάβει καταπληκτικά χαρίσματα, διότι ο Θεός ουδένα αδικεί. Ακόμη και «επί αδίκους και επί αμαρτωλούς βρέχει» τα χαρίσματά του. Άρα, πόσο μάλλον σε εκείνον που τον κατέστησε ποιμένα του δικού του ποιμνίου.

Πρέπει λοιπόν όλοι να εχωμε κοινή ενατένισι· όχι κοινό ιδανικό αλλά κοινό δώρημα. Έτσι, με το ένα Άγιον Πνεύμα που προσλαμβάναμε αδιαλείπτως, με την ιδία μορφή ζωής, με τα κοινά παλαίσματα και δωρήματα, που δίνομε και παίρνομε από τον Θεόν, συναπτόμεθα σε μία αρραγή ενότητα και μπορούμε να παρασταθούμε ενώπιον του Θεού και να του ζητήσωμε ό,τι θέλομε.

Μία αδελφότητα είναι μία οικογένεια. Μία αδελφότητα σημαίνει ότι ζη από κοινού και αναπνέει το ίδιο φρόνημα. Όπως δεν μπορεί η γυναίκα να έχη άλλη ζωή και ο άνδρας άλλη και τα παιδιά άλλη, διότι σε αυτή. την περίπτωσι η οικογένεια «εμερίσθη» και εσκυλεύθη από τον πονηρό όπως λέγει η Αγία Γραφή, το ίδιο συμβαίνει και με μία αδελφότητα. Με τα κοινά όμως παλαίσματα και δωρήματα αποκτούμε βαθειές ρίζες και έχομε ένα αιώνιο μέλλον. Το μέλλον μιας μονής οπωσδήποτε εξαρτάται από την παρουσία αγίων προσώπων -και αυτό παίζει μεγάλο ρόλο-, παράλληλα όμως εξαρτάται από την παρουσία ανθρώπων, έστω και λίγων, οι οποίοι διακρατούν το φρόνημα της αδελφότητος.

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 433-445)
via

Pages