03. Η επίσκεψις των Μάγων - Point of view

Εν τάχει

03. Η επίσκεψις των Μάγων




Η σημασία των Επιφανείων — Ηρώδης ο Μέγας — Οι «Μάγοι» — Παραδόσεις — Αφορμαί του ταξειδίου των — Γενική προσδοκία του κόσμου — Ο αστήρ εν τη Ανατολή — Αστρονομικαί εικασίαι του Κεπλέρου κλπ. — Δώρα των Μάγων


Η σύντομος αφήγησις της επισκέψεως των Μάγων, η εμπεριεχομένη εις το δεύτερον κεφάλαιον του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, ενέχει μέγα ενδιαφέρον διά την ιστορίαν της Χριστιανοσύνης. Η επίσκεψις αύτη είνε εν πρώτοις τα Θεοφάνεια, ή φανέρωσις του Χριστού εις τους Εθνικούς. Φέρει τα γεγονότα του Ευαγγελίου εις στενήν συνάφειαν με την ιουδαϊκήν πίστιν, με τας αρχαίας προφητείας, με την επ' αιώνων ιστορίαν, με την νεωτέραν επιστήμην. Και παρέχει τοιουτοτρόπως εις ημάς νέα τεκμήρια της βασιμότητας της πίστεώς μας, εξαγόμενα από τας μάλλον αυθεντικάς, αλλά και από τας μάλλον απροσδοκήτους πηγάς.
Ηρώδης ο Μέγας, όστις ύστερον από μίαν ζωήν οργίων και εγκληματικών επιτυχιών, είχε περιπέσει ήδη εις βαθύ γήρας, — γήρας πλήρες ζηλοτυπιών και αγριότητος, — διέμενεν εν τω νέω ανακτόρω του εν Σιώνι. Και όπως ήτο τώρα φρενιασμένος από τα εγκλήματά του τα περασμένα, κατελήφθη από νέους παροξυσμούς τρόμου και αγωνίας εις μίαν επίσκεψιν μερικών Μάγων από την Ανατολήν, οι οποίοι του έφεραν το αλλόκοτον μήνυμα, ότι είχον ίδει εν τη ανατολή τον αστέρα νεογεννήτου τινός βασιλέως των Ιουδαίων και ήλθον να τον προσκυνήσουν. Ο Ηρώδης, ο άρπαξ ο Ιδαμαίος, ο αποστάτης, ο βδελυρός τύραννος αδυνάτου λαού, ο βέβηλος τυμβωρύχος του τάφου του Δαυίδ, ήκουσε την είδησιν με τρόμον και με οργήν την οποίαν δυσκόλως ηδύνατο ν' αποκρύψη. Έβλεπε σαλευόμενον τον θρόνον του, τον θρόνον εκείνον τον ιστορικόν, εις τον οποίον είχεν ανέλθει αναξίως και τον οποίον ώφειλεν εις τας τυχοδιωκτικάς επιτυχίας του. Δόλιος δε όσον και ωμός, και βλέπων, ότι όλη η Ιερουσαλήμ εταράχθη μετ' αυτού, συνήγαγεν εν τω ανακτόρω του πάντας τους Αρχιερείς και τους γραμματείς των Ιουδαίων, — τα λείψανα ίσως του Συνεδρίου εκείνου το οποίον είχεν εκμηδενίσει προ πολλού, — και ηρώτα αυτούς πού ο Μεσσίας γεννάται. Έλαβε δε την πρόθυμον και εμπιστευτικήν απάντησιν, ότι η Βηθλεέμ ήτο η πόλις η υπό της γραφής ενδειχθείσα διά τοιαύτην τιμήν. Και αποκρύπτων τον δόλιον και άσπλαγχνον σκοπόν του, απέστειλε τους Μάγους εις Βηθλεέμ με την διαταγήν να εξετάσουν ακριβώς περί του παιδίου και όταν εύρουν αυτό να τον ειδοποιήσουν, όπως μεταβή και αυτός να το προσκυνήση.
Προτού εξακολουθήσωμεν την αφήγησίν μας, ας σταματήσωμεν επί στιγμήν να εξετάσωμεν τίνες ήσαν οι οδοιπόροι εκείνοι της Ανατολής, και τι δύναται να εξακριβώση η ιστορία σχετικώς προς την μυστηριώδη αποστολήν των.
Η λέξις «Μάγοι», διά της οποίας χαρακτηρίζονται εν τω κατά Ματθαίον Ευαγγελίω, είνε εντελώς αόριστος. Αρχικώς εσήμαινε μίαν τάξιν σοφών της Περσίας και της Μηδίας· κατόπιν εδόθη η ονομασία αύτη εις τους αστρολόγους και τους ψευδοπροφήτας (Πρ. Απ. 13,6). Οι τοιούτοι ήσαν γνωστότατοι εις την αρχαιότητα υπό το όνομα Χαλδαίοι, και αι επισκέψεις των μάλιστα εξετείνοντο και μέχρις αυτών των δυτικών εθνών. Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει έν επεισόδιον εκ του Αριστοτέλους, κατά το οποίον μάγος τις εκ Συρίας επροφήτευσεν εις τον Σωκράτην ότι θα απέθνησκεν εκ βιαίου θανάτου· και ο Σενέκας μας πληροφορεί ότι οι μάγοι «οίτινες παρεγένοντο τυχαίως εν Αθήναις», επεσκέφθησαν τον τάφον του Πλάτωνος και έκαυσαν επ' αυτού θυμίαμα ως προς θείον ον. Όλαι όμως αύται αι πληροφορίαι είνε συγκεχυμέναι και αντιφατικαί παραδόσεις, αίτινες δεν ρίπτουν φως και εις άλλα μάλλον ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως είνε το της κοινωνικής τάξεως των μάγων τούτων, της πατρίδος των, του αριθμού των, των ονομάτων των. Η παράδοσις ήτις μας τους παριστά ως βασιλείς στηρίζεται πιθανώς επί της προφητείας του Ησαΐα, ότι τα έθνη θα προσέλθουν εις το φως του μέλλοντος Χριστού και οι βασιλείς θα τον προσκυνήσουν. Επίσης και η άλλη γνώμη, ότι ήσαν Άραβες, ενδεχόμενον να προέκυψεν από το γεγονός, ότι ο λίβανος και η σμύρνα είνε προϊόντα της Αραβίας, και από χωρίον τι του ογδοηκοστού δευτέρου ψαλμού, κατά το οποίον οι βασιλείς των νήσων και της Αραβίας και του Σαβά θα προσφέρουν δώρα.
Περί του αριθμού των επισκεφθέντων τον Ιησούν Μάγων, ήτο μία διπλή παράδοσις. Ο Αυγουστίνος και ο Χρυσόστομος λέγουν ότι ήσαν δώδεκα, αλλ' η κοινή πεποίθησις, η προκύπτουσα πιθανώς εκ του τριπλού δώρου, είνε ότι ήσαν τρεις μόνον. Ο Βεδ μάλιστα, άγγλος μοναχός και ιστορικός, ακμάσας κατά τον 7ον αιώνα μ. Χ., μας δίδει λεπτομερείας διά τα ονόματά των, την πατρίδα των, το πρόσωπόν των. Ωνομάζοντο Μελχίωρ, Γάσπαρος και Βαλθάσαρ. Ο πρώτος ήτο γέρων, με πάλλευκον κόμην και με μακρόν πώγωνα· ο Γάσπαρος ένας σφριγών και αγένειος νεανίας. Ο Βαλθάσαρ μελαχροινός και εις το άνθος της ηλικίας του. Η παράδοσις ωσαύτως μας πληροφορεί ότι ο Μελχίωρ ήτο απόγονος του Σημ, ο Γάσπαρος του Χαμ, και ο Βαλθάσαρ του Ιάφεθ. Κατέστησαν ούτω αντιπρόσωποι των τριών περιόδων της ζωής και των τριών διαιρέσεων της υδρογείου· όσον δε και αν είνε τα τοιαύτα μυθεύματα εστερημένα πάσης αξίας προκειμένου περί καθαρώς επιστημονικής εργασίας, κατεστάθησαν όμως ενδιαφέροντα διά την μεγάλην επίδρασιν, την οποίαν ήσκησαν επί των ωραιότερων προϊόντων της θρησκευτικής τέχνης, όπως λόγου χάριν επί των ζωγραφικών έργων του Βελλίνι, του Βερονέζ κλπ. Τα κρανία των τριών τούτων βασιλέων, ευρεθέντα, ως λέγεται, υπό του Επισκόπου Ραϊνάλδου κατά την δωδεκάτην εκατονταετηρίδα, φυλάσσονται επιμελώς μεταξύ άλλων αγίων λειψάνων εν τη Μητροπόλει της Κολωνίας, περιβεβλημένα ακόμη τους στεφάνους των τους ολοχρύσους και αδαμαντοκολλήτους.
Δι' ημάς εν τούτοις είνε μάλλον σύμφωνον προς τον σκοπόν του έργου να εξετάσωμεν τας αφορμάς του αξιομνημονεύτου ταξειδίου των εις Βηθλεέμ.
Πληροφορούμεθα από τον Τάκιον, τον Σουετώνιον και τον Ιώσηπον, ότι καθ' όλην την Ανατολήν επεκράτει εις εκείνους τους χρόνους μία ακλόνητος πεποίθησις, εκπηγάσασα εκ τον αρχαίων προφητειών, κατά την οποίαν έμελλεν όσον ούπω ν' αναφανή εν Ιουδαία κραταιός τις μονάρχης και να κυριαρχήση του κόσμου. Υπήρξαν είνε αληθές, και πολλοί εκ των συγχρόνων οίτινες συνεπέραναν, ότι οι ανωτέρω δύο Ρωμαίοι ιστορικοί απηχούσιν απλώς μίαν διάδοσιν, η αυθεντία της οποίας στηρίζεται εις μόνον τον Ιώσηπον. Αλλά και αν παραδεχθώμεν την αβάσιμον ταύτην υπόθεσιν, υπάρχουν όμως τραναί αποδείξεις εις τας Ιουδαϊκάς και τας πανθεϊστικάς συγγραφάς της εποχής εκείνης, ότι ο τότε κόσμος, ο κατηρειπωμένος και ένοχος, ανέμενεν αγωνιωδώς την έλευσιν του Λυτρωτού του. «Η δρόσος της ευλογίας δεν πίπτει εφ' ημάς και οι καρποί ημών είνε άνευ χυμού», εκραύγαζεν ο Ραββάν Συμεών, ο υιός του Γαμαλιήλ· και αι κραυγαί του συνοψίζουν τρόπον τινά ολόκληρον την φιλολογίαν μιας εποχής, ήτις, όπως λέγει και ο Νίεμπουρ, είχε «στειρεύσει από την δίψαν του εγκλήματος».
Ουδέν λοιπόν το έκτακτον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Μάγοι εκείνοι της Ανατολής ώδευσαν προς την Ιερουσαλήμ, και μάλιστα αν εις την ανατολήν υπήρχον αφορμαί να πιστεύεται τότε ότι η προφητεία, η τοσάκις εξαγγελθείσα, προσήγγιζεν ήδη να εκπληρωθή. Αν ήσαν μαθηταί του Ζωροάστρου, θα έβλεπον εις το θείον Βρέφος τον μέλλοντα κατακτητήν του Αριμάνην τον θεόθεν προωρισμένον κυρίαρχον του κόσμου. Η ιστορία του ταξειδίου των εξητάσθη αληθώς με αφελή περιφρόνησιν, ως απλούς μύθος ποιητικός· αλλά μολονότι αι μόναι εγγυήσεις του ιστορικώς πιστευτού του ταξειδίου τούτου είναι η μαρτυρία του ευαγγελιστού Ματθαίου, υπάρχουν πολλά περιστατικά τα οποία μας δικαιολογούν να πιστεύωμεν ότι εις τας γενικάς γραμμάς του δεν παρουσιάζει τίποτε το αδύνατον ή το απίθανον.
Ο Ματθαίος μας πληροφορεί ότι η αφορμή του ταξειδίου των ήτο ν' ανακαλύψουν τον νέον Μεσσίαν, του οποίου είχον ίδει τον αστέρα εις την ανατολήν.
Το να εκληφθή έν ουράνιον φαινόμενον ως σημείον της ελεύσεως νέου Βασιλέως, ήτο συνεπέστατον προς τας πεποιθήσεις της εποχής εκείνης. Μία τοιαύτη έννοια προέκυψε πιθανώς εκ της προφητείας του Βαλαάμ, ήτις, διά την δύναμιν του ρυθμού της και διά το εξόχως ευφάνταστον αυτής, διεδόθη ευρύτατα ανά τας ανατολικάς χώρας. Μετά ένα σχεδόν αιώνα, επί της βασιλείας του Αδριανού, ο ψευδής Μεσσίας επωνομάσθη υπό του πεφημισμένου Ραβδί Ακίβα «Υιός Αστέρος», και ετύπωσε την εικόνα άστρου επί του νομίσματος το οποίον εξέδωκε. Μετά έξ εκατονταετηρίδας, ο Μωάμεθ παρέστησεν ως σύμβολον των αξιώσεών του ένα κομήτην επιφανέντα επί της εποχής του. Και αυτοί μάλιστα οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι εφρόνουν πάντοτε ότι αι γεννήσεις και οι θάνατοι των μεγάλων ανδρών συμβολίζονται διά της εμφανίσεως και εξαφανίσεως ουρανίων σωμάτων, μία δε τοιαύτη παράδοσις διεσώθη και μέχρι νεωτέρων σχετικώς χρόνων. Το εφήμερον άστρον, το οποίον επεφάνη επί της εποχής του Σουηδού αστρονόμου Τύχωνος Βράχε και όπερ ούτος ανεκάλυψεν εις το στερέωμα την 11 Νοεμβρίου του 1752, επιστεύθη από τους τότε ανθρώπους ότι υπεδήλου το βραχύ, αλλ' έκλαμπρον στάδιον πολεμιστού τινος από βορρά προερχομένου, και εθεωρήθη ως προφητικόν της τύχης του Γουσταύου Αδόλφου. Και εις την προκειμένην λοιπόν περίπτωσιν, μολονότι το αληθές έτος της γεννήσεως του Χριστού δεν εξάγεται μετά θετικότητος εκ της μελέτης των Γραφών, εν τούτοις επεφάνη αναμφιβόλως κατά την εποχήν εκείνην εις τους ουρανούς φαινόμενόν τι αστρονομικόν, το οποίον δεν ηδύνατο να διαλάθη την προσοχήν ενός αστρολογούντος λαού.
Την 17 Δεκεμβρίου 1603, έγινε σύνοδος των δύο μεγαλειτέρων πλανητών του Κρόνου και του Διός εν τω Ζωδίω των Ιχθύων εις το υδάτινον τρίγωνον (1). Την ακόλουθον άνοιξιν, οι δύο πλανήται συνηντήθησαν μετά του Άρεως εις το τρίγωνον του πυρός και τον Σεπτέμβριον του 1604 επεφάνη νέον τι άστρον παρά τους πόδας του Οφιούχου και μεταξύ Άρεως και Κρόνου, το οποίον αφού έλαμψεν επί έν ολόκληρον έτος, ήρχισεν από τον Μάρτιον του 1606 να σμικρύνεται βαθμηδόν, έως ου εξηφανίσθη εντελώς. Ο Βρουνόβσκι, ο μαθητής του Κεπρέλου, όστις ανεκάλυψε πρώτος το άστρον εκείνο, λέγει ότι έλαμπεν εναλλάσον χρώματα ως αδάμας, και ότι δεν ήτο καθόλου νεφελώδες και δεν παρουσίαζε καμμίαν ομοιότητα με κομήτην. Τα αξιοσημείωτα ταύτα ουράνια φαινόμενα είλκυσαν την προσοχήν του μεγάλου Κεπλέρου, όστις, γνώστης τέλειος της αστρολογίας, ήξευρε την μεγάλην σημασίαν, την οποίαν μία τοιαύτη σύνοδος θα είχεν εις τους οφθαλμούς των μάγων και προσεπάθησε ν' ανακαλύψη αν εγένετο τοιαύτη τις και κατά τους χρόνους της γεννήσεως του Χριστού.
Του Διός και του Κρόνου γίνεται σύνοδος εν τω αυτώ τριγώνω ανά πάσαν εικοσαετίαν, ενώ κάθε διακόσια έτη οι δύο πλανήται μεταβαίνουν εις άλλο τρίγωνον, και αφού διέλθωσιν ολόκληρον τον ζωδιακόν κύκλον, συνέρχονται εις το αυτό τρίγωνον μετά 794 έτη, τεσσάρας μήνας, και δώδεκα ημέρας. Υπολογίζων αναδρομικώς, ο Κέπλερος ανεκάλυψεν ότι η αυτή συρροή του Διός και του Κρόνου συνέβη ουχί ολιγώτερον από τρεις φοράς κατά το έτος 747 από κτίσεως Ρώμης, και ότι ο πλανήτης Άρης είχε συναντηθή μετ' αυτών κατά την άνοιξιν του 748· το δε γεγονός ότι εγένετο η τοιαύτη συνάντηση κατά την χρονικήν εκείνην περίοδον εξηκριβώθη και υπό πολλών άλλων επιστημόνων και ουδεμίαν επιδέχεται αμφισβήτησιν.
Μία τοιαύτη σύμπτωσις δεν ηδύνατο βεβαίως να εξηγηθή από τους Χαλδαίους αστρολόγους παρά ως σημαίνουσα την προσέγγισιν αξιοσημειώτου τινός γεγονότος. Και αφού εγένετο εις τον αστερισμόν των Ιχθύων, τον οποίον οι αστρολόγοι υπέθετον αμέσως συνδεόμενον προς τας τύχας της Ιουδαίας, αι σκέψεις των φυσικώς τοιαύτην θα ελάμβανον τροπήν. Άλλως τε η εξήγησις της σημασίας του επιφανέντος αστέρος οφείλεται αφ' ενός μεν εις τας αστρολογικάς γνώμας των Ιουδαίων, κατά τας οποίας η εν λόγω σύνοδος θα υπεσήμαινε την έλευσιν του Μεσσία, εξ άλλου δε εις την προσδοκίαν όλου του τότε κόσμου, αναμένοντος αγωνιωδώς τον Λυτρωτήν του.
Η εμφάνισις και εξαφάνισις νέων άστρων δεν είνε τόσον σπάνιον φαινόμενον, ώστε να διεγείρη σπουδαίαν τινά αμφιβολίαν. Το γεγονός ότι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ομιλεί περί τοιούτου άστρου δύο ή τρία έτη ύστερον από την αξιοσημείωτον εκείνην πλανητικήν σύνοδον, και ότι το άστρον τούτο επεφάνη και πάλιν εν τω ουρανώ μετά 1600 έτη, οπότε δηλαδή και νέα σύνοδος εγένετο, δύναται μόνον να θεωρηθή ως περίεργος σύμπτωσις. Και θα είχομεν μίαν ισχυροτάτην και μίαν περίεργον επιβεβαίωσιν του γεγονότος τούτου, όπερ αναφέρει ο Ματθαίος, αν ηδυνάμεθα να έχωμεν εμπιστοσύνην εις τον ισχυρισμόν του Βιεσέλερ, ότι εις τους αστρονομικούς πίνακας των Χαλδαίων διεσώθη μία σημείωσις καθ' ην άστρον τι επεφάνη εις τους ουρανούς κατά την εποχήν εκείνην. Είνε όμως τολμηρόν να βασισθώμεν επί διαβεβαιώσεως, της οποίας είνε τόσον δύσκολος η εξακρίβωσις και ήτις περικαλύπτεται από τόσον σκότος και τόσον μυστήριον.
Και αγόμεθα συνεπώς εις το συμπέρασμα ότι αι αστρονομικαί έρευναι, διά των οποίων απεδείχθη η αλήθεια της αξιοσημειώτου εκείνης πλανητικής συνόδου, έχουν την αξίαν των μόνον εφ' όσον αποδεικνύουν ότι δυνατόν η σύνοδος αυτή να προδιέθεσε τους μάγους να ελπίζουν μέγα τι γεγονός. Και η προσδοκία αυτή τους έκαμε βεβαίως να οδεύσουν προς την Παλαιστίνην, όταν και άλλο παροδικόν άστρον μεταγενέστερον έλαμψεν εις το στερέωμα, ούτινος η εμφάνισις δεν είναι μεν πρωτοφανές γεγονός εν τη αστρονομία, αλλ' εις την προκειμένην περίπτωσιν βασίζεται επί της μαρτυρίας ενός ευαγγελιστού.
Οι Μάγοι ήλθον εις Βηθλεέμ και προσήνεγκον εις το θείον Βρέφος εν τη ταπεινή και πτωχική «οικία του» φόρον λατρείας, με την οποίαν δεν έκρινον καλόν να τιμήσουν τον Ηρώδην εν τω μαρμαίροντι ανακτόρω του, τον Ιδουμαίον άρπαγα. «Και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών, προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν». Η φαντασία των πρώτων Χριστιανών εύρεν εις έκαστον δώρον ιδιαιτέραν σημασίαν· η σμύρνα είναι διά την φύσιν την ανθρωπίνην, ο χρυσός εδόθη προς τον Βασιλέα και ο λίβανος προς την θεότητα· ή και άλλως, ο χρυσός διά την φυλήν του Σημ, η σμύρνα διά την φυλήν του Χαμ, και ο λίβανος διά την του Ιάφεθ, — αθώαι φαντασιοπληξίαι, φωτειναί και θέλγουσαι, άξιαι μνείας μόνον και μόνον διότι απεκρυσταλλώθησαν εις αιωνίας παραδόσεις, από τας οποίας ήντλησαν υπερόχους εμπνεύσεις η ποίησις και η τέχνη η χριστιανική.
via

Pages