«Οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» — Μία
ιουδαϊκή Συναγωγή — Ο λόγος του Ιησού — Η μανία των Ναζαρηνών — Διαφυγή
του Ιησού και αναχώρησις από την Ναζαρέτ
Μέχρι τούδε ηκολουθήσαμεν την χρονολογικήν οδηγίαν του κατά Ιωάννην
Ευαγγελίου, εδώ δε διά πρώτην φοράν συναντώμεν το δύσκολον ζήτημα περί
της ορθής χρονολογικής τάξεως τον συμβεβηκότων εν τω κηρύγματι του
Κυρίου.
Πληθύς συγγραφέων εις όλα τα χριστιανικά έθνη αφιέρωσαν έτη, τινές εξ
αυτών όλην την ζωήν των, εις την λύσιν του ζητήματος τούτου, και ακόμη
το ζήτημα μένει άλυτον. Το επ' εμοί, θα προσπαθήσω να διηγηθώ τα
γεγονότα κατά την τάξιν εκείνην ήτις φαίνεται η πιθανωτέρα.
Η θεία έμπνευσις ήτις ωδήγει τους Ευαγγελιστάς εις την διήγησιν του
βίου του Χριστού ήτο οποία ήρχει διά να τους καταστήση ικανούς να είπωσι
παν ό,τι αναγκαίον διά την ειρήνην και την ευεξίαν των ψυχών μας, αλλά
πόρρω απέχουσα του να ευχαριστήση την περιέργειάν μας ή και το ιστορικόν
ενδιαφέρον μας. Ενταύθα δε υπάρχει και άλλη ένδειξις ότι οι λογισμοί
μας πρέπει να προσκολλώνται εις το πνευματικόν μάλλον ή το υλικόν· εις
τον Χριστόν όστις ζη εις τους αιώνας και είναι μαζύ μας πάντοτε πολλώ
μάλλον παρά εις τα εξωτερικά συμβάντα της ανθρωπίνης εκείνης ζωής ήτις,
κατά την θείαν βουλήν, υπήρξε το όργανον της απολυτρώσεως του ανθρώπου.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέγει ότι, μετά διήμερον διατριβήν
αναμέσων των ανοικτοκάρδων Σαμαρειτών της Συχάρ, ο Ιησούς απήλθεν εις
την Γαλιλαίαν, διότι Αυτός εμαρτύρησεν ότι προφήτης ου τετίμηται εν τη
πατρίδι αυτού. Προσθέτει δε ότι, ότε ήλθεν εις την Γαλιλαίαν, οι
Γαλιλαίοι Τον εδέχθησαν, καθό ιδόντες όλα όσα έπραξεν εν Ιερουσαλήμ κατά
την εορτήν. Και λέγει, ευθύς ύστερον, ότι ο Ιησούς ήλθε πάλιν εις Κανά
της Γαλιλαίας όπου εθεράπευσε τον υιόν του άρχοντος.
Ο σκοπός του Ιωάννου δεν ήτο να ενδιατρίψη επί της διδασκαλίας της εν
Γαλιλαία, ήτις ιστορήθη ήδη υπό τον συνοπτικόν, τουτέστι τον τριών
άλλων Ευαγγελιστών. Από το Ευαγγέλιον του Λουκά λαμβάνομεν την
πληρεστέραν γνώσιν περί της περί πρώτης δημοσίας πράξεως του Κυρίου ημών
εις την ιδίαν πατρίδα του.
Φαίνεται ότι ο Ιησούς δεν διηυθύνθη από Συχάρ εις Ναζαρέτ. Καθ' οδόν
εδίδασκεν συνεχώς, εν μέσω του γενικού θαυμασμού και της αποδοχής, εις
τας Συναγωγάς της Γαλιλαίας. Ούτω έφθασεν εις Ναζαρέτ, και κατά το
σύνηθες αυτώ από της παιδικής ηλικίας, εισήλθεν εις την Συναγωγήν εν
Σαββάτω.
Υπήρχε μόνον μία Συναγωγή εις την πολίχνην, και πιθανώς ωμοίαζε καθ'
όλα, εκτός κατά το πενιχρόν της προσόψεως και της κατασκευής, προς τας
Συναγωγάς των οποίων βλέπομεν τα ερείπια εις Τελ Χουμ και Ιρβίδ. Ήτο
απλώς ορθογώνιος στοά μετά τινος εκ στύλων προπυλαίου, με το αγιαστήριον
βλέπον προς τα Ιεροσόλυμα. Εδώλια υπήρχον από την μίαν πλευράν διά τους
άνδρας, από την άλλην, όπισθεν δρυφάκτου, διά τας γυναίκας, αίτινες
εκάθηντο εκεί βαθύπεπλοι. Εις έν άκρον υπήρχε το ομοίωμα της κιβωτού, το
οποίον περιέκλειε τας Ιεράς Γραφάς· και εις το πλάγιον υπήρχε το
αναλόγιον διά τον αναγνώστην ή κήρυκα. Εις τας πρώτας έδρας εκάθηντο οι
πρεσβύτεροι, προεξήρχε δε αυτών ο αρχισυνάγωγος, και κατώτεροι τον
βαθμόν υπήρχον ο βιβλιοφύλαξ, ο ιεροφύλαξ και οι διάκονοι της Συναγωγής.
Η ακολουθία και η προσευχή η εν τη Συναγωγή ωμοίαζε με την των
προτισταντικών εκκλησιών των ημερών μας. Μετά τας προσευχάς, δύο
περικοπαί ανεγινώσκοντο πάντοτε, μία από την Πεντάτευχον και μία από
τους Προφήτας. Επειδή δε δεν υπήρχον χειροτονημένοι λειτουργοί όπως
διεξάγωσι τας ακολουθίας, διότι το αξίωμα των ιερέων και των Λευιτών ήτο
όλως διάφορον εν Ιερουσαλήμ, τα αναγνώσματα ταύτα ηδύναντο όχι μόνον να
γείνωσιν από πάντα αρμόδιον όστις θα εζήτει άδειαν από τον
αρχισυνάγωγον, αλλ' ο αναγινώσκων ηδύνατο και να προσθέση το σχόλιόν
του.
Η ανάγνωσις της περικοπής της εκ των βιβλίων του Μωυσέως φαίνεται να
είχε τελειώσει όταν ο Ιησούς ανέβη τας βαθμίδας του αναλογίου. Ο
βιβλιοφύλαξ τότε ενεχείρησεν Αυτώ τον τόμον ή κύλινδρον, εφ' ου ήτο
γεγραμμένη η προφητεία του Ησαΐου, και ο Κύριος ήρχισε ν' αναγινώσκη το
γνωστόν κεφάλαιον.
«Πνεύμα Κυρίου επ' εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς
απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους τη καρδία, κηρύξαι
αιχμάλωτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν...»
Όλη η Συναγωγή ητένιζεν εις Αυτόν. Ο Χριστός εν πνεύματι τρυφερότητος
εσταμάτησε προ της εκφράσεως, «ημέραν ανταποδόσεως του Θεού ημών», και
τελευταίας απήγγειλε τας λέξεις, «κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Είτα
ετύλιξε πάλιν τον κύλινδρον και τον απέδωκεν εις τον βιβλιοφύλακα, και,
ως έθιστο μεταξύ των Ιουδαίων, εκάθισε να εκφωνήση την διδαχήν Του.
Η λαμπροτάτη εκείνη περικοπή οπόσον να προσέλαβε μεγαλείον
απαγγελομένη εκ στόματος εκείνου δι' ον εγράφη και εν ώ επληρώθη!
«Πάντες ήσαν ατενίζοντες Αυτώ», λέγει ο ιερός Λουκάς, και δυνάμεθα να
φαντασθώμεν το ρίγος της φοβεράς προσδοκίας και την έξαψιν ήτις διήλθε
τας καρδίας των ακροατών, καθώς Εκείνος ανέπτυσσε το θέμα ότι Αυτός ήτον
ο Μεσσίας, περί ου ο μέγας προφήτης είχε ψάλη προ 700 ετών. Οι λόγοι
Του ήσαν πλήρης χάριτος, εξουσίας, δυνάμεως, ήτις ήτο το πρώτον
ακαταμάχητος, και κατέπληττε τους πάντας. Αλλά καθώς επροχώρει, ενόησε
την επελθούσαν μεταβολήν. Η γοητεία της σοφίας και της γλυκύτητός Του
ερράγη εις τας σκληράς καρδίας των αξέστων και βιαίων Ναζαρηνών, όταν
ήρχισαν να εννοούν τας θείας αξιώσεις Του. Ήτο σύνηθες παρ' Ιουδαίοις,
προσευχόμενοι εν τη Συναγωγή, να δίδωσι πλήρη διέξοδον εις τα αισθήματά
των, και τότε ψιθυρισμοί μίσους και βλέμματα ζηλοτυπίας ήρχισαν να
ρίπτωνται απειλητικώς προς τον Ιησούν.
«Δεν είνε αυτός ο τέκτων; Δεν είνε ο αδελφός του Ιακώβου και του Ιωσή
και του Σίμωνος και του Ιούδα; Δεν είνε αι αδελφαί του μεταξύ μας; Και
αυτοί οι ίδιοι δεν τον πιστεύουν!»
Αυτός δεν ήτο κανείς νεαρός και ευπαίδευτος ραββίνος από τας σχολάς
του Γαμαλιήλ και του Σαμαΐ, και όμως ωμίλει μετά κύρους και εξουσίας την
οποίαν δεν ελάμβαναν οι μεγαλείτεροι γραμματείς! Ο Ιλλήλ ο ίδιος, όταν η
διδασκαλία του δεν έπειθε, επεκαλείτο το αρχαιότερον κύρος του Σεμαΐα
και του Αβδαλιών. Αλλ' αυτός ο διδάσκαλος δεν επεκαλείτο κανένα· αυτός
όστις υπήρξε τέκτων εις το χωρίον των! Τι έργον είχε να διδάσκη; Πώς
ημπορούσε να ειξεύρη γράμματα ενώ δεν έμαθεν;
Ο Ιησούς εγνώρισε και άλλο αίσθημα ακόμη εις την καρδίαν των· μίαν
ζηλοτυπίαν, διατί να κάμη θαύμα εις Κανά, και θαύματα εις Καπερναούμ,
και εις αυτούς, τους συμπολίτας του, τίποτε. Είξευρεν ότι η παροιμία,
«Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν», ήτον εις τας καρδίας των, αν όχι εις τα
χείλη των. Αλλά διά να τους δείξη ότι δεν ήτο απλώς Ναζαρηνός, αλλ'
ανήκεν εις όλον τον κόσμον, τους υπέμνησεν ότι ο Ηλίας είχε βοηθήσει
μόνον την χήραν την εις Σάρεφθα της Σιδωνέας, και ο Ελισαίος εθεράπευσε
μόνον τον λεπρόν τον Σύρον.
Τι λοιπόν; Κατά την εκτίμησίν Του δεν ήσαν καλλίτεροι από τους
εθνικούς και τους λεπρούς; Τούτο ήτο το μη περαιτέρω, το οποίον δεν
ημπορούσαν να υποφέρουν εκ μέρους ενός συμπολίτου των, τον οποίον ήθελον
να βάλουν εις την ιδίαν τάξιν με τον εαυτόν τους· και εις τας λέξεις
ταύτας η συνεχομένη μανία των εξερράγη. Ο αγορητής δεν διεκόπτετο πλέον
διά ψιθυρισμών αποδοκιμασίας, αλλά διά θορύβου και βοής. Με μίαν των
εκρήξεων εκείνων της αιματηράς εξάψεως, αίτινες εχαρακτήριζον τον
αλλοκότως βίαιον εκείνον και εμπαθή λαόν· λαόν του οποίου τα πνεύματα
ελαύνονται υπό τρικυμιών τόσον αιφνιδίων όσον εκείναι αίτινες εν μια
στιγμή εξεγείρουσι μετά μανίας την ως κάτοπρον επιφάνειαν της λίμνης
των· ηγέρθησαν πάντες εν σώματι, εξέβαλον Αυτόν της πόλεως, και τον
είλκυσαν προς την εφρύν του όρους υπεράνω. Κατά την μεσημβρινήν υπώρειαν
του όρους κείται τούτου η πολίχνη Ναζαρέτ. Πολλοί όγκοι βράχων και
κρημνών υψούνται επί των κλιτύων του, και ίσως η κατωφέρεια να ήτο πλέον
κρημνώδης προ δεκαεννέα αιώνων. Εις ένα των βραχωδών τούτων κρημνών Τον
είλκυσαν διά να τον ρίψουν κατά κεφαλής κάτω. &Εις τα ίδια ήλθε,
και οι ίδιοι Αυτόν ου παρέλαβον&.
Αλλ' η ώρα Του δεν είχεν έλθη ακόμη, κ' εκείνοι εσώθησαν από έν
έγκλημα το οποίον θα τους εκάλυπτε με αιωνίαν ατιμίαν. «Διήλθε διά μέσου
αυτών και απήλθε». Δεν είναι ανάγκη να υποθέσωμεν ότι έγεινε
πραγματικόν θαύμα, ακόμη ολιγώτερον να φαντασθώμεν κρυφίαν και αιφνιδίαν
εκφυγήν ανά τους στενούς και ελικοειδείς δρομίσκους της πολίχνης. Ίσως η
σιωπή Του, ίσως η ατάραχος ευγένεια του ήθους Του, ίσως το έκλαμπρον
και διαυγές του βλέμματός Του, τους ετρόμαξαν. Χωριστά από παν το
υπερηφυές, φαίνεται ότι υπήρχεν εν τη παρουσία του Ιησού μυστηριώδης τις
γοητεία και μεγαλείον, το οποίον οι σκληρώτεροι και απηνέστεροι εχθροί
Του ανεγνώριζον, και ενώπιον του οποίου έκλινον.
Εις τούτο ώφειλε την εκφυγήν του όταν οι εμμανείς Ιουδαίοι εν τω Ναώ
έλαβον λίθους ίνα λιθοβολήσωσιν Αυτόν· τούτο έκαμε τους θρασείς και
φανατικούς αξιωματικούς του Συνεδρίου ανικάνους να Τον συλλάβωσιν ότε
εδίδασκε δημοσία κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας εν Ιερουσαλήμ· τούτο
έκαμε την ένοπλον σπείραν των εχθρών Του, εις το βλέμμα Του μόνον, να
πέσωσι προ Αυτού μέχρι εδάφους εις τον κήπον του Γεθσημανή. Αιφνιδίως
και ησύχως κατετρόμαξε τους διώκτας με το βλέμμα του και απήλθεν
αβλαβής. Υπάρχουσι παραδείγματα τοιαύτα εν τη ιστορία.
Και ούτω τους άφησε διά να μην επανέλθη, ως φαίνεται, ποτέ. Άρά γε
αίσθημά τι απλώς ανθρωπίνης λύπης να έθλιψε την ψυχήν του ενώ, κατήρχετο
την κατωφέρειαν πορευόμενος εις Κανά; Δάκρυ τι ύγρανε τα βλέφαρά Του,
καθώς ίστατο, ίσως διά τελευταίαν φοράν, να προσβλέψη εντεύθεν την
πλουσίαν πεδιάδα του Εσδραελών, και εις τα πορφυρίζοντα ύψη του
Καρμήλου, και εις τας λευκάς άμμους τας πλαισιούσας τα κυανά της
Μεσογείου ύδατα; Υπήρχέ τις από τον οποίον ελυπείτο να χωρισθή, εις την
πρασίνην κλειστήν κοιλάδα όπου είχε ζήσει και είχεν ανατραφή; Έρριψεν
άρα μακρόν τακερόν βλέμμα εις την ταπεινήν οικίαν όπου επί τόσα έτη ως
τέκτων ειργάζετο; Ούτε σύντροφος της αθώας παιδικής ηλικίας Του, ούτε
φίλος της αναμαρτήτου νεότητός Του, δεν τον συνόδευε με σέβας, με έλεος
και με λύπην; Τοιαύται ερωτήσεις είναι βεβαίως φυσικαί, και ανευλαβείς·
αλλά μένουν άνευ απαντήσεως. Όσον αφορά τας ανθρωπίνους απλώς
συγκινήσεις της καρδίας Του, εκτός εφ' όσον αύται συνδέονται με την
αποστολήν Του επί της γης, τα Ευαγγέλια σιωπώσι. Γνωρίζομεν μόνον ότι
από τούδε ότι άλλοι φίλοι τον εδεξιούντο έξω της πόλεως των αξέστων
Ναζαρηνών, μεταξύ των προσηνών και ευγενών την καρδίαν αλιέων της
Βιθσαϊδά· και ότι, από τούδε η οικία Του, εάν είχε πού την κεφαλήν να
κλίνη, ήτο εις την μικράν πόλιν Καπερναούμ, πέραν των ηλιοφεγγών υδάτων
της λίμνης της Γαλιλαίας.