Επάνοδος του Ιησού εις Γαλιλαίαν — Το
φρέαρ του Ιακώβ — Η συνδιάλεξις μετά της γυναικός — Ιερουσαλήμ και
Γαριζέν — Αποκάλυψις του Μεσσίου
Ο φιλόνικος Ιουδαίος όστις τόσον βαθέως συνεκίνησε τους μαθητάς του
Ιωάννου δυνατόν να ήτο είς των εξοχόντων Φαρισαίων· και ο Κύριος τάχιστα
εγνώρισεν ότι επετήρουν τας κινήσεις του με εχθρικόν όμμα. Η προς τον
Ιωάννην έχθρα των εγένετο βαθυτέρα έχθρα προς Αυτόν. Ακούσας δε ο
Χριστός ότι ο Ιωάννης συνελήφθη υπό Ηρώδου του Αντίπα και εβλήθη εις την
φυλακήν, απήλθεν εκ της Ιουδαίας και ανεχώρησε πάλιν εις την Γαλιλαίαν.
Εκκινήσας λίαν πρωί, εστάθη μετά πολλάς ώρας εις τα εγγύς της πόλεως
Συχάρ προς αναψυχήν, όπου ήτο το φρέαρ του Ιακώβ. Ήτο μεσημβρία, και ο
Κύριος ημών κεκμηκώς εκάθισε παρά το φρέαρ. Οι μαθηταί Του, ίσως τα δύο
ζεύγη των αδελφών (Πέτρος και Ανδρέας, Ιάκωβος και Ιωάννης), και μετ'
αυτών ο Φίλιππος και Βαρθολομαίος, είχον απέλθη ν' αγοράσωσι τροφάς εις
την πόλιν· και πεινών και διψών, Εκείνος όστις έφερεν όλας τας ασθενείας
μας, εκάθισε κουρασμένος, περιμένων αυτούς. Τότε η μοναξία Του διεκόπη
διά της εμφανίσεως μιας γυναικός. Τον Μάιον κατά την μεσημβρίαν εν
Παλαιστίνη ο καύσων δυνατόν να είνε σφοδρός, αλλά δεν είνε και τόσον
υπερβολικός ώστε να εμποδίζη την έξοδον από της οικίας και την σύντομον
πορείαν· και η γυνή αύτη, ή κατά τύχην, ή διότι δεν ήτο καλής φήμης, και
ήθελε ν' αποφύγη την ώραν καθ' ην αι γυναίκες όλης της πολίχνης θα
συνέρρεον εις το φρέαρ, ήρχετο ν' αντλήση ύδωρ.
Ο Κύριος ήτο διψασμένος και κουρασμένος, κατά το ανθρώπινον, και η
παρουσία της θα τον ηυχαρίστησε, διότι «άντλημα ουκ είχε, και το φρέαρ
ην βαθύ». Η σκηνογραφία της χλοεράς κοιλάδος με τους αστάχυς και τα
μεγάλα δένδρα, αι μεγάλαι αναμνήσεις του Ιακώβ και του Ιωσήφ, του οποίου
ο τάφος ευρίσκετο εκεί πλησίον, του Ιησού του Ναυή και του Γεδεών,
ενέπνεον και παρείχον αφορμήν εις μελέτας. Η γειτνίασις των δύο ορέων,
δεξιόθεν και αριστερόθεν, του Γαριζίν και του Γεβάλ, διηγούντο ολόκληρον
ιστορίαν. Εις το πρώτον των δύο τούτων ορέων προσεκύνουν οι Σαμαρείται,
καθώς οι Ιουδαίοι εις Ιερουσαλήμ, και επί των δύο αι φυλαί του Ισραήλ
ανά έξ, απήγγειλαν το πάλαι τας περιφήμους ευλογίας και τας αράς:
«Ευλογημένος ει εν πόλει, και ευλογημένος ει εν αγρώ», κτλ.
Ο Κύριος είπε προς την γυναίκα: «Δος μοι ύδωρ πιείν».
Πας όστις εταξείδευσεν εις την Ανατολήν γνωρίζει πόσον πρόθυμος και
φιλόφρων είνε η απάντησις. Ο ελεεινός Φελλάχος και ο άξεστος Βεδουίνος
φαίνεται αισθανόμενος μεγάλην ευχαρίστησιν να υπακούση εις την εντολήν
του παρ' αυτώ μεγάλου προφήτου, και να δώση ύδωρ εις τον διψώντα. Και
όμως τόσον θανάσιμος ήτο η έχθρα και αντιζηλία μεταξύ Ιουδαίων και
Σαμαρειτών, ώστε η αίτησις έκαμε την γυναίκα να εκπλαγή μόνον. Η
ενδυμασία του Ιησού, ως και ο τρόπος καθ' ον επρόφερε την φράσιν «Τενί
λιστόθ» (δος μοι να πίω), έδειξαν αυτή ότι Εκείνος ήτο Ιουδαίος,
Ιουδαίοι δε και Σαμαρείται «ου συγχρώνται», τουτέστι δεν συγκοινωνούσι
προς αλλήλους.
Μετά πραότητος είπεν αυτή ο Κύριος, ότι, εάν είξευρε την δωρεάν του
Θεού, και τις ήτον ο λέγων αυτή δ ο ς μ ο ι π ι ε ί ν, αυτή θα του
εζητούσε, κ' εκείνος θα της έδιδεν ύδωρ ζων. Εκείνη εκύτταξε το φρέαρ,
εκατόν πόδας βαθύ, και άντλημα Αυτός δεν είχε. Πόθεν λοιπόν είχε το ύδωρ
το ζων; Μήπως Συ είσαι μεγαλείτερος από τον πατέρα ημών Ιακώβ, όστις
έσκαψε το φρέαρ τούτο και έπιεν εξ αυτού;
Ο πατήρ σας Ιακώβ έπιεν εκ του φρέατος τούτου και απέθανε· το ύδωρ,
το οποίον θα δώσω Εγώ, όστις πίη, δεν θα διψήση εις τον αιώνα. — Κύριε,
δος μοι από το ύδωρ αυτό, διά να μη διψώ, και να μην έρχομαι καθημερινώς
εις το φρέαρ.
Ο Κύριος είπεν αυτή: Ύπαγε, φώνησόν σου τον άνδρα. Αυτή ηναγκάσθη
τότε ν' απαντήση ότι δεν είχεν άνδρα. Και ο Κύριος, επιβεβαιών την
εξομολόγησίν της, έδειξεν ότι γνωρίζει ως καρδιογνώστης το μυστικόν του
εκλελυμένου βίου της: «Αληθώς είπας ότι ουκ έχεις άνδρα· πέντε γαρ
έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ».
Είδε τότε εκείνη ότι Προφήτης ήτο ενώπιόν της, αλλά συγχρόνως έδειξε
την κορυφήν του όρους Γαριζέν, και λέγει προς αυτόν: «Οι πατέρες ημών εν
τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και ημείς λέγετε ότι εν Ιερουσαλήμ εστιν ο
τόπος όπου δει προσκυνεί».
Εν συγκρίσει προς την νόθον λατρείαν των Σαμαρειτών ο Ιουδαϊσμός ήτο
αγνός και αληθής. Αλλ' όμως παρά τούτο εξέφερε προς αυτήν την ισχυράν
και αξιομνημόνευτον πρόρρησιν ότι έρχεται ώρα ότε οι αληθινοί
προσκυνηταί, ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιερουσαλήμ, αλλ' εν παντί
τόπω προσκυνήσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία.
Βαθέως τότε συνεκινήθη εκείνη, και είπεν ότι, όταν έλθη, ο Μεσσίας,
θα διδάξη πάντα ταύτα· και ο Κύριος είπε τότε την απλήν και φοβεράν
αλήθειαν: «Ο λαλών σοι Εγώ ειμι».
Η γέννησίς Του απεκαλύφθη το πρώτον διά νυκτός εις ολίγους ταπεινούς
και αφανείς ποιμένας· η πρώτη πλήρης και σαφής υπ' Αυτού αναγγελία του
αξιώματός Του ως Μεσσίου εγένετο πλησίον ερημικού φρέατος εν μεσημβρία
και προς αφανή εκ Σαμαρείας γυναίκα. Και προς την πτωχήν ταύτην, την
αμαρτωλόν και αμαθή ξένην εξηνέχθησαν λόγοι αθανάτου σημασίας, προς τους
οποίους όλαι αι μέλλουσαι γενεαί έμελλον να τείνωσι τα ώτα με
συνεχομένην πνοήν και γονυκλινείς.
Τις θα επενόει, τις θα εφαντάζετο απλώς πράγματα τόσον ανόμοια με τους λογισμούς των ανθρώπων όπως αυτά;
Κ' εδώ η συνδιάλεξις διεκόπη· διότι οι μαθηταί, και μεταξύ αυτών κ'
εκείνος όστις τα διηγείται, επέστρεψαν προς τον διδάσκαλόν των. Μακρόθεν
είδον και εσκανδαλίσθησαν. Αυτός ο Ιουδαίος, αυτός ο Ρεββί, να ομιλή με
γυναίκα, και μάλιστα Σαμαρείτιδα και αμαρτωλήν! Και όμως δεν ετόλμησαν
τίποτε να είπουν ούτε να Τον ερωτήσουν. Το αίσθημα του μεγαλείου Του, η
αγάπη και η πίστις ην μόνη η παρουσία Του ενέπνευε, επεσκίαζον πάσαν
περιέργειαν.
Εν τω μεταξύ η γυνή έτρεξεν εις την πολίχνην και διηγήθη πάντα όσα
ήκουσε. Δεύτε ίδετε καρδιογνώστην. Μήτοι ούτος εστιν ο Χριστός;
Οι Σαμαρείται έτρεξαν έξω της πόλεως, κ' ενώ ούτοι επλησίαζον, οι
μαθηταί προέτρεπον τον Κύριον να φάγη, διότι παρήλθεν η μεσημβρία, και
είχε κουρασθή πολύ. Αλλ' η πείνα εθεραπεύθη εν τη εξάρσει του κηρύγματός
Του. Έχω βρώμα φαγείν, είπεν, ό υμείς ουκ οίδατε. Τάχα δεν ενόησαν ότι
από παιδός δεν είχε τραφή με άρτον μόνον; Αι Γραφαί των ήσαν πλήρεις
ζωντανών μεταφορών, και όμως δεν ηδύναντο να εξαρθώσιν εις ανωτέραν
έννοιαν, και η μόνη ερμηνεία των ήτο ότι κάποιος Του έδωκε να φάγη.
Πόσον σκληρόν πρέπει να ήτο δι' Αυτόν το να ευρίσκη συνεχώς μεταξύ των
ιδίων εκλεκτών Του τοιαύτην ανικανότητα εις το κατανοείν! Αλλά δεν είχεν
ανυπομονησίαν Αυτός ο πράος και ταπεινός τη καρδία. «Εμόν βρώμα, είπεν,
ίνα ποιώ το θέλημα του Πέμψαντός Με, και τελειώσω Αυτού το έργον».
Η συνομιλία των ελθόντων τότε Σαμαρειτών τους έπεισε πολύ βαθύτερον ή
όσον η διήγησις της γυναικός ότι Αυτός ήτον ο Σωτήρ του Κόσμου. Ευμενώς
δεχθείς την αίτησίν των έμεινε παρ' αυτοίς μετά των μαθητών Του επί δύο
ημέρας. Η δε διδασκαλία των δύο τούτων ημερών μεγάλως συνετέλεσεν εις
την ύστερον επιστροφήν των Σαμαρειτών.