Χαρακτήρ του Νικοδήμου — Οι μαθηταί του Ιησού βαπτίζουσι — Τα παράπονα των μαθητών του Ιωάννου — Γενναία και θλιβερά απάντησις
Πάσα αίρεσις ή σύστημα ανθρώπων δυνατόν να συνίσταται κατά το
πλείστον από αλαζόνας φανατικούς και ισχυρογνώμονας ψευδευλαβείς, αλλά
θα είνε παράδοξον αν δεν ευρίσκωνται μεταξύ αυτών και εξαιρέσεις·
παράδοξον αν δεν υπάρχουσι και ευαίσθητοι ή ειλικρινείς άνθρωποι μεταξύ
αυτών. Και μεταξύ των αρχόντων, των γραμματέων, Φαρισαίων, και των
πλουσίων μελών του Συνεδρίου, ο Χριστός εύρε τους πιστεύοντας και τους
ακολουθούντας. Ο πρωιμώτατος και επισημότατος τούτων ήτο ο Νικόδημος,
πλούσιος άρχων, Φαρισαίος, και μέλος του Συνεδρίου.
Εντοσούτω φυσική τις δειλία φαίνεται εις παν ό,τι τα Ευαγγέλια
λέγουσι περί του Νικοδήμου· δειλία ήτις δεν δύναται να κατανικηθή εξ
ολοκλήρου ούτε υπό της ειλικρινούς επιθυμίας να γνωρίση και να φιλιωθή
μ' Εκείνον τον οποίον εγνώριζεν ως προφήτην, καί τοι δεν τον ανεγνώρισε
παρευθύς ως τον επηγγελμένον Μεσσίαν. Ούτω αι ολίγαι λέξεις τας οποίας
παρενέβαλε διά να περιστείλη την άδικον μανίαν των συναδέλφων του
ερείδονται προφυλακτικώς επί γενικής αρχής, και δεν ελέγχουσιν ένδειξιν
της ιδίας πίστεώς του εις τον Γαλιλαίον, τον οποίον η αίρεσίς του μισεί
και καταδιώκει. Και όταν ακόμη η δύναμις της αγάπης του Χριστού, η
φανερωθείσα επί του Σταυρού, κατέστησε τολμηρούς τους δειλοτάτους των
μαθητών, ο Νικόδημος δεν προέρχεται εις το μέσον με τα λαμπρά δώρα της
ιδίας στοργής Του εωσότου το παράδειγμα εδόθη υπό άλλου εφαμίλλου του
κατά την κοινωνικήν τάξιν και τον πλούτον.
Ο Νικόδημος ήλθε διά νυκτός προς τον Ιησούν. Επεθύμει να γνωρίση
καλλίτερον τον νεαρόν Γαλιλαίον προφήτην ον ανεγνώριζεν ως διδάσκαλον
θεόπεμπτον· αλλά δεν ήθελε να εκθέση την ιδίαν αξιοπρέπειάν του
επισκεπτόμενος αυτόν δημοσία. Ο δε τρόπος των ερωτήσεών του ήτο μάλλον
πλάγιος, και ωμίλει δι' εισηγήσεων και υποδηλώσεων προς τον Ιησούν.
Ο κύριος είδε βαθέως εις την καρδίαν αυτού, και αποφεύγων πάσαν
διατύπωσιν και παν προοίμιον, τον εξέπληξε διά της απαντήσεως: «Εάν μη
τις αναγεννηθή, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού». Ο μαθητής μου
οφείλει να είναι ιδικός μου ψυχή και καρδία, άλλως δεν είναι μαθητής μου
παντάπασιν.
Ο Κύριος δεν ωμίλει περί σαρκικής γεννήσεως, αλλά περί της
πνευματικής εκείνης αναγεννήσεως, ήτις οφείλει να είναι γέννησις δι'
ύδατος και πνεύματος, τουτέστι κάθαρσις άμα και ανακαίνισις, εξωτερικόν
σύμβολον και εσωτερική χάρις, θάνατος τη αμαρτία και νέα γέννησις εις
δικαιοσύνην.
Ο Νικόδημος ηδύνατο μόνον ν' απαντήση δι' εκφράσεως δυσπίστου
εκπλήξεως. Εθνικός δυνατόν να είχεν ανάγκην νέας γεννήσεως διά να γείνη
δεκτός εις την Ιουδαϊκήν κοινωνίαν· αλλ' αυτός, τέκνον του Αβραάμ,
Ραββίς και ζηλωτής φύλαξ του νόμου, ηδύνατό ποτε να έχη τοιαύτην
ανάγκην; Πώς γίνεται;
Συ είσαι ο διδάσκαλος του Ισραήλ ηρώτησεν ο Κύριος, και δεν γνωρίζεις ταύτα; Συ είσαι το τρίτον μέλος του Συνεδρίου, οσακάμ,
ήτοι ο σοφός, και όμως δεν γνωρίζεις το πρώτον και απλούστερον μάθημα
της μυήσεως εις την βασιλείαν των ουρανών; Εάν η γνώσις σου είναι τόσον
σαρκική, τόσον περιορισμένη, εάν ούτω προσκόπτεις επί του ουδού, πώς
δύνασαι να εννοήσης τας βαθυτέρας εκείνας αληθείας, τας οποίας Εκείνος
μόνον όστις κατήλθεν εξ ουρανού ήλθε να αποκαλύψη;
Ο Σωτήρ εξηκολούθει ν' αποκαλύπτη εις τον διδάσκαλον τούτον του
Ισραήλ πράγματα μεγαλείτερα και υψηλοτέρα ακόμη. Και το «υψωθήναι δει
τον Υιόν του Ανθρώπου» είναι άμα και κυριολεκτικόν (= σταυρωθήναι) και
μεταφορικόν, ήτοι δοξασθήναι. Και πώς ο Θεός εξεδήλωσε την αγάπην Αυτού
πέμψας τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή, ουχί ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ' ίνα
σώση τον κόσμον· και την απολύτρωσιν πάντων διά της πίστεως της εις
Αυτόν· και την καταδίκην την μέλλουσαν να πέση επί εκείνους οίτινες
οικειοθελώς απορρίπτουσι τας αληθείας τας οποίας ήλθε να διδάξη.
Ταύτα ήσαν τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, και ταύτα πρέπει να
εισήλθον βαθέως εις την ψυχήν του προληπτικού Φαρισαίου. Μετά πραότητος
δε ήλεγξεν ο Χριστός και τον φόβον όστις έκαμε τον επίσημον τούτον
ραββίνον να ζητή την σκέπην της νυκτός προκειμένου περί πραγμάτων τα
οποία έπρεπεν εις το φως της ημέρας και δημοσία και αφόβως να κηρυχθώσι.
Ποια άλλα διδάγματα εκηρύχθησαν και πόσα εγένοντο σημεία κατά το
πρώτον τούτο Πάσχα, δεν λέγουν οι Ευαγγελισταί. Ευρών πείσμονα και
τυφλήν αντίστασιν, ο Κύριος απήλθε μετά των μαθητών Του εις την
Ιουδαίαν, ως φαίνεται, παρά τας όχθας του Ιορδάνου, διότι εκεί ο Ιωάννης
ο Ευαγγελιστής μας λέγει, ότι οι μαθηταί Του ήρχησαν να βαπτίζωσι. Οι
θεολόγοι συνεζήτησαν μετά λεπτολογίας οποίον ήτο το πρώτον τούτο
βάπτισμα, το οποίον φαίνεται να υπήρξε προεικόνισμα του μέλλοντος
Μυστηρίου, επιτραπέν, όχι διαταχθέν υπό του Χριστού.
Ιωάννης ο Βαπτιστής εξηκολούθει ακόμη το βάπτισμα της μετανοίας. Μεθ'
όσα και αν ελογομάχησαν οι θεολογούντες, το βάπτισμα του Ιωάννου, όπως
και το των μαθητών του Χριστού, πρέπει να θεωρήται ως σύμβολον μετανοίας
και καθαρότητος. Όστις δε φρονεί ότι η μετάνοια είνε «η νεωτέρα αδελφή
της αθωότητος», και ότι δι' όλους τους αμαρτήσαντας είνε αύτη ο σκοπός
και το έργον της ζωής, δεν θα εκπλαγή ότι το πρώτον κήρυγμα του Ιησού,
ως του Ιωάννου, υπήρξε. «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών».
Ο αστήρ του Ιωάννου, όστις έλαμψεν εις το λυκαυγές της Ευαγγελικής
αναγεννήσεως, ήρχισε ν' αμαυρούται ήδη. Το πνεύμα του, εν άκρα
ταπεινώσει και πραότητι, υπετάγη εις το θέλημα του Θεού. Είχε μεταβή εις
Αινών, εγγύς της Σαλήμ, περί της θέσεως της οποίας οι γεωγράφοι δεν
συμφωνούσιν. Ολίγοι ακόμη ήρχοντο εις το βάπτισμά του, πολύ δε
περισσότεροι συνέρρεον εις το βάπτισμα των μαθητών Χριστού. Η αγεννής
ζηλοτυπία, ήτις δεν ηδύνατο να επισκοτίση την φωτισμένην ψυχήν του
Βαπτιστού, εύρεν έτοιμον χώρον εις τας καρδίας των οπαδών του. Κάποιος
Ιουδαίος φιλόνικος τους είχεν ενοχλήσει δι' έριδος περί καθαρισμού,
εκείνοι δε είπον προς τον διδάσκαλόν των:
— «Ραββί, ιδού ος ην μετά σου πέραν του Ιορδάνου, περί ου και εμαρτύρησας, βαπτίζει, και πάντες προς αυτόν, έρχονται».
Η παράλειψις του ονόματος, ο τόνος οργής, όλα εμφαίνουσι την
αντιζηλίαν εις την παρατήρησιν ταύτην. Η απάντησις του Ιωάννου υπήρξε
γενναία και αξία αυτού. «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι». Δεν
ήτον αυτός ο Νυμφίος, αλλ' ο φίλος του Νυμφίου. Δεν ήτον το φως, αλλ' ο
λύχνος. Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, ο Υιός του Θεού, είχεν ανατείλη ήδη,
και μόνον όστις πιστεύση εις Αυτόν θα έχη ζωήν αιώνιον.