Ό Ιησούς εις ηλικίαν δώδεκα ετών —
Ταξείδιον από Ναζαρέτ εις Ιερουσαλήμ — Σκηναί καθ' οδόν — Ο Ιησούς χάνει
την συνοδείαν — Η αναζήτησις — Ο Ραββί εν τω Ναώ — «Ακούοντα αυτών και
επερωτώντα αυτούς» — «Τι ότι εζητείτε με;» — Υποταγή
Όπως υπάρχει έν ημισφαίριον της σελήνης, το οποίον εν τη ολότητι
αυτού ουδέποτε είδεν ο οφθαλμός του ανθρώπου, ενώ ταυτοχρόνως αι
κινήσεις του ουρανίου τούτου σώματος μας βοηθούν εις το να μαντεύσωμεν
και να καθορίζωμεν ασφαλώς τον γενικόν χαρακτήρα του και την αληθή όψιν
του, ούτω και εις τον βίον του Χριστού υπάρχει έν μέγα μέρος περί του
οποίου ουδεμία παρέχεται εις ημάς λεπτομέρεια· εν τούτοις, εκ των όσων
ήδη γνωρίζομεν χύνεται φως τόσον ζωηράς εντάσεως, ώστε είμεθα εις θέσιν
να μαντεύωμεν ότι ηγνοούμεν και να συμπληρώμεν ασφαλώς παν ό,τι είνε
κενόν και χασματώδες.
Και πάλιν, όταν η σελήνη είνε εις το πρώτον τέταρτον, ολίγα φωτεινά
σημεία είνε ορατά διά του τηλεσκοπίου επί του μέρους της του αφωτίστου·
τα φωτεινά ταύτα σημεία είνε κορυφαί ορέων, τόσον υψηλαί ώστε
προσπίπτουν επ' αυτών αι ηλιακαί ακτίνες. Έν τοιούτον σημείον λαμπηδόνος
και μεγαλείου αποκαλύπτεται εις ημάς εν τη άλλως ανεξερευνήτω χώρα της
νεότητος του Χριστού, και τόσον φως προχέει και είνε τόση η δύναμίς του η
αποκαλυπτική, ώστε δυνάμεθα να ρίψωμεν ασφαλές βλέμμα εις ολόκληρον το
μέρος τούτο της ζωής του. Και διά να είμεθα πλέον καταληπτοί, το
φωτεινόν τούτο σημείον είνε έν ανέκδοτον της παιδικής ηλικίας του
Σωτήρος. Και είνε το ανέκδοτον τούτο η μόνη φωτεινή πληροφορία, ήτις
χορηγείται εις ημάς περί του Χριστού ως παιδίου μετά την άφιξίν του εις
Ναζαρέτ.
Οι Ιουδαίοι διήρουν την παιδικήν ηλικίαν και την νεανικήν ηλικίαν εις
οκτώ στάδια: του νηπίου (γιελέδ)· του θηλάζοντος (γιονέκ)· του
θηλάζοντος μεν ακόμη, αλλά μεγαλειτέρου την ηλικίαν (ολέλ)· του
απογαλακτισμένου παιδίου. (γκαμούλ)· του παιδίου, όπερ δεν αποχωρίζεται
ακόμη της μητρός του (ταφ)· του παιδίου του μάλλον ανεπτυγμένου (ουλέμ)·
του αυξάνοντος (ναάρ)· του ωρίμου (βραχούρ). Τα Ευαγγέλια μας χορηγούν
πληροφορίας διά τον Ιησούν όταν ήτο νήπιον, όταν απεγαλακτίσθη και όταν
ήτο παιδίον.
Το δωδέκατον έτος της ηλικίας ήτο κρίσιμον διά τα παιδία των Εβραίων.
Ήτο η ηλικία καθ' ην, συμφώνως προς τας Εβραϊκάς παραδόσεις, ο Μωυσής
είχε καταλίπει τον οίκον της θυγατρός του Φαραώ· και ο Σαμουήλ είχεν
ακούσει την φωνήν ήτις εκάλεσεν αυτόν εις το προφητικόν έργον· και ο
Σολομών εξήνεγκε την κρίσιν, διά της οποίας απεκαλύφθη το πρώτον η σοφία
του· και ο Ιωσίας ωνειρεύθη την μεγάλην αναμόρφωσίν του. Εις την
ηλικίαν αυτήν, έν παιδίον οιασδήποτε κοινωνικής τάξεως ηναγκάζετο τη
διαταγή των Ραββί και συμφώνως προς τα έθιμα της χώρας να εκμάθη έν
επάγγελμα προς πορισμόν του ιδίου άρτου. Και μάλιστα τόσον πολύ
εχειραφετείτο από την πατρικήν εξουσίαν, ώστε οι γονείς του δεν ηδύναντο
πλέον να το πωλήσουν ως δούλον. Μετά έν έτος καθίστατο
«μπεν-χατ-τοράχ», ή «Υιός του Νόμου». Μέχρι συμπληρώσεως του δεκάτου
τρίτου έτους εκαλείτο «κατόν», ή «μικρός». Ύστερον εγίνετο «γκατόλ» ή
«ανεπτυγμένος» και εθεωρείτο μάλλον ανήρ· μετά το στάδιον τούτο ήρχιζε
να φέρη «τεφιλλίν» ή «φυλακτήρια» και παρουσιάζετο μίαν ημέραν του
Σαββάτου υπό του πατρός του εις την Συναγωγήν, ήτις ωνομάζετο διά τούτο
«σαββάθ τεφιλλίν». Περιπλέον, κατά τινα ραββανικήν πραγματείαν, το
«Σεφέρ Γιλγουλίμ», το μέχρι της ηλικίας ταύτης παιδίον κατείχε μόνον το
«νεφέχ», τουτέστι την ζωήν του ζώου· αλλ' από τούδε και εις το εξής
ήρχιζε ν' αποκτά το «ρουάχ», ήτοι το πνεύμα, όπερ, αν ήτο ενάρετος ο
βίος του, ανεπτύσσετο κατά το εικοστόν έτος της ηλικίας εις «νισάμα»,
ήτοι ψυχήν ορθοφρονούσαν.
Η περίοδος αύτη επίσης, — η συμπλήρωσις του δωδεκάτου έτους, —
εσημείονε μιαν οριστικήν εποχήν εις την ανατροφήν ενός εβραιόπαιδος.
Κατά τον Ιούδαν Βεν Τέμαν, εις ηλικίαν πέντε ετών ώφειλε να μελετήση τας
Γραφάς, εις ηλικίαν δέκα το «Μισνά», ήτοι την συλλογήν των Ιουδαϊκών
νόμων και των αποφάσεων των ραββίνων, και εις ηλικίαν δεκατριών ετών το
Ταλμούδ· κατά το δέκατον όγδοον έτος ώφειλε να νυμφευθή, κατά το
εικοστόν ν' αποκτήση πλούτη, το τριακοστόν δύναμιν και ρώμην, το
τεσσαρακοστόν φρόνησιν και ούτω καθεξής μέχρι θανάτου. Δεν πρέπει δε να
λησμονώμεν σχετικώς προς ταύτα, ότι η εβραϊκή φυλή, και μάλιστα γενικώς
όλοι οι Ανατολίται αναπτύσσονται πρωιμώτερον ημών και ότι παιδία
δωδεκαετή (όπως μας πληροφορεί ο Ιώσηπος) ηδύναντο να μάχωνται εις τον
πόλεμον και εμάχοντο, ότι δε προς μεγάλην βλάβην της φυλής, η
συμπλήρωσις του δωδεκάτου έτους θεωρείται ως ηλικία γάμου μεταξύ των
Εβραίων της Παλαιστίνης και της Μικράς Ασίας.
Οι γονείς του Κυρίου ημών συνείθιζον κατ' έτος να επισκέπτωνται την
Ιερουσαλήμ κατά την εορτήν του Πάσχα. Αι γυναίκες, είνε αληθές, δεν
εμνημονεύοντο εν τω νόμω, όστις απήτει την εν τω ναώ παρουσίαν όλων των
αρρένων κατά τας τρείς μεγάλας ενιαυσίους εορτάς του Πάσχα, της
Πεντηκοστής και της Σκηνοπηγίας· αλλ' η Μαρία, ευλαβώς τηρούσα τον
κανόνα του Χιλλήλ συνώδευε κατ' έτος τον μνήστορά της, και εις την
περίστασιν ταύτην παρελάμβανον μεθ' εαυτών και το παιδίον Ιησούν, όπερ
ήρχιζε τώρα να διατρέχη μίαν ηλικίαν συνεπαγομένην την ευθύνην του
νόμου. Και δυνάμεθα ευκόλως να φαντασθώμεν πόσον ισχυρά ήτο εις την
ανάπτυξίν του την ανθρωπίνην η επίδρασις της παραβάσεως εκείνης των
κανόνων του μοναχικού και καθιστικού βίου· της εισόδου εκείνης εις τον
μέγαν εξωτερικόν κόσμον· εκείνης της οδοιπορίας διά μέσου μιας χώρας,
της οποίας πας λόφος και παν χωρίον ανεκάλει και μίαν ανάμνησιν εις το
πνεύμα· της πρώτης επισκέψεως εις εκείνον τον Ναόν του Πατρός του, όστις
συνεδέετο με τόσα έκτακτα γεγονότα εν τη ιστορία των βασιλέων προγόνων
του και των προδρόμων του προφητών.
Η Ναζαρέτ κείται εις απόστασιν οκτώ περίπου μιλίων από την
Ιερουσαλήμ, και παρ' όλην την σφοδράν και την πλήρη αντιζηλιών εχθρότητα
των Σαμαρειτών, είναι πιθανόν ότι η μεγάλη και πολυάριθμος συνοδία των
Γαλιλαίων προσκυνητών ηκολούθησε τον δρόμον τον ευθύτερον και ολιγώτερον
επικίνδυνον, όστις εξετείνετο διά των χωρών του Μανασσή και του Εφραΐμ.
Καταλιπόντες τους λόφους τους κυκλικώς περιβάλλοντας την μικράν πόλιν,
ωσάν πέταλα ανοίγοντος ρόδου, κατά την ωραίαν παρομοίωσιν του Ιερεμίου,
κατήλθον διά της στενής και υπό ανθέων περιχειλιζομένης ατραπού, ήτις
άγει εις την μεγάλην κοιλάδα του Ιεσραέλ. Επειδή δε το Πάσχα συμπίπτει
κατά τα τέλη Μαρτίου και εις τας αρχάς Απριλίου, η χώρα ήτο
περιβεβλημένη την λαμπροτέραν, την μάλλον χλοάζουσαν και ερασμιωτέραν
όψιν της, και τα άκρα των σταχυοσπάρτων αγρών εκατέρωθεν του δρόμου, του
απλουμένου διά μέσου της ευρείας κοιλάδος, ήσαν ούτως ειπείν κεντημένα,
ως ο χιτών του Μεγάλου Ιερέως, με κυανά και με πορφυρά και με κόκκινα
άνθη αναρίθμητα. Πέραν του αρχαίου ποταμού Κισόν, ο δρόμος ήγεν εις το
Εν- Γανμέν, όπου παρά τας πηγάς και εν τω μέσω των σκιερών και ωραίων
κήπων, οίτινες στολίζουν ακόμη το μέρος, οι προσκυνηταί εσταμάτησαν όπως
αναπαυθούν την νύκτα. Την ακόλουθον ημέραν ήρχισαν βεβαίως ανερχόμενοι
τα όρη του Μανασσή και διέβησαν τον «Πνιγόμενον Λειμώνα», όπως καλείται
σήμερον, και διέσχισαν τα πλούσια δάση των συκών και τους ελαιώνας,
οίτινες καλύπτουν εκείνο το διαμέρισμα, και άφησαν προς τα δεξιά τους
λόφους, οίτινες εις το έκπαγλον κάλλος των αποτελούν το «στέμμα της
υπερηφανείας» διά την οποίαν εκαυχάτο η Σαμάρεια, αλλ' ήτις κατά του
προφήτου την πρόρρησιν θα ήτο ως «άνθος μαραινόμενον». Ο δεύτερος
σταθμός των ήτο πιθανώς παρά το φρέαρ του Ιακώβ, εν τη ωραία και ευφόρω
κοιλάδι μεταξύ του Εβάλ και του Γεριζίμ, και ουχί μακράν της αρχαίας
Σηχέμ. Η οδοιπορία της τρίτης ημέρας τους έφερε πιθανώς πέραν του Σιλόχ,
του Βεθήλ και του Βηρόθ· και μετά βραχύν σταθμόν, και μετ' ολίγον ακόμη
δρόμον, ευρέθησαν απέναντι των πύργων της Ιερουσαλήμ. Το πτέρωμα το
βέβηλον του ρωμαϊκού αετού εσκίαζεν ήδη την Ιεράν Πόλιν· αλλά δεσπόζων
των τειχών της, ήστραπτεν ακόμη ο μέγας Ναός, με τας χρυσάς στέγας του
και τας μαρμαρίνους κιονοστοιχίας του, και ήτο ακόμη η Ιερουσαλήμ την
οποίαν έψαλλεν ο Δαυίδ ο Βασιλεύς, και διά την οποίαν ελαχτάριζαν με
τόσον πόνον οι εξόριστοι, παρά τα ύδατα της Βαβυλώνος, όταν έλαβον τας
άρπας των από τας ιτέας διά να τονίσουν το θρηνώδες άσμα των. Ποίος
δύναται ν' αναμετρήση την άφραστον συγκίνησιν, με την οποίαν το παιδίον
Ιησούς απελάμβανε το αλησμόνητον εκείνο θέαμα;
Οι προσκυνηταί, οι συρρέοντες κατά το Πάσχα εις την Ιερουσαλήμ από
όλας τας χώρας της Ανατολής, ήσαν απειράριθμοι. Η πόλις δεν ηδύνατο να
τους χωρέση ευκόλως· και όπως τώρα, οι οδοιπόροι έφερον και τότε μεθ'
εαυτών τας σκηνάς των και όλα τα σκεύη τα εξυπηρετούντα τας πρώτας
ανάγκας των. Η εορτή διήρκει μίαν εβδομάδα, — μίαν εβδομάδα πιθανώς
αρρήτου ευδαιμονίας και ισχυρών θρησκευτικών συγκινήσεων· και με τους
ημιόνους των και με τους ίππους των και με τους όνους των και τας
καμήλους των, οι ευσεβείς προσκυνηταί εξεκένουν τα καταληφθέντα μέρη και
ανεχώρουν διά τας εστίας των. Ο δρόμος εζωογονείτο από την φαιδρότητα
και ήτο μία ακατάπαυστος μουσική και έν αδιάκοπον άσμα και μία
κατανυκτική ψαλμωδία. Την μονοτονίαν και την οχληρότητα της πεζοπορίας
διεσκέδαζον πολλάκις με τους ήχους τυμπάνων και με άσματα και με
ψαλμούς, και εσταμάτων προς αναψυχήν, δροσιζόμενοι εις τα φρέατα ή εις
τας κρυσταλλώδεις και αφθόνους πηγάς. Αι πεπλοφόροι γυναίκες και οι
μεγαλοπρεπείς γέροντες επέβαινον ως επί το πλείστον υποζυγίων, ενώ οι
υιοί των ή οι αδελφοί των, μακράς ράβδους φέροντες εις τας χείρας,
έσυρον κατά μήκος του δρόμου τα ζώα με τα έμψυχα και τα άψυχα φορτία
των. Τα παιδία πολλάκις εβάδιζον παίζοντα παρά το πλευρόν των γονέων
των, και όταν εκουράζοντο ανήρχοντο επί ίππου ή ημιόνου. Δεν ευρίσκω
ουδέν ίχνος του ισχυρισμού ή της εικασίας του Βεδ, ότι αι γυναίκες και
τα παιδία και οι άνδρες αποτέλουν τρεις διακεκριμένας τάξεις εν τη
συνοδεία, και τοιαύτη βεβαίως συνήθεια δεν επικρατεί ούτε κατά τους
νεωτέρους χρόνους. Αλλ' εν πάση περιπτώσει, εις ένα τοιούτον ωκεανόν
ανθρωπίνων πλασμάτων, πόσον ήτο εύκολον ν' απολεσθή ή να παραπλανηθή έν
μικρόν παιδίον!
Η απόκρυφος παράδοσις λέγει, ότι κατά την εξ Ιερουσαλήμ προς την
Ναζαρέτ οδοιπορίαν το παιδίον Ιησούς αφήκε την συνοδίαν και επέστρεψεν
εις την Ιεράν Πόλιν. Με μεγαλειτέραν ειλικρίνειαν και απλότητα, ο Λουκάς
μας πληροφορεί ότι ο Χριστός, απορροφημένος κατά πάσαν πιθανότητα υπό
νέων και υψηλών συγκινήσεων, «υπέμεινεν εν Ιερουσαλήμ». Παρήλθε μία
ολόκληρος ημέρα προτού ανακαλύψουν οι γονείς την απώλειαν του παιδίου·
τούτο βεβαίως συνέβη την εσπέραν, όταν εσταμάτησαν ν' αναπαυθούν, και
όλην την ημέραν ήσαν απηλλαγμένοι πάσης ανησυχίας, υποθέτοντες ότι το
παιδίον ήτο με άλλον τινά όμιλον φίλων ή συγγενών εκ της συνοδίας. Αλλ'
όταν ήλθεν η νυξ, και ανεζήτησαν επιμελώς και ουδέν ίχνος εύρον, είδον
μετ' απελπισίας ότι ο Ιησούς είχεν απολεσθή χωρισθείς της συνοδίας. Την
ακόλουθον ημέραν, ανήσυχοι και αγωνιώντες, αισθανόμενοι ίσως τύψεις
συνειδήσεως, διότι δεν κατέβαλον την δέουσαν προσοχήν, υπέστρεψαν εις
Ιερουσαλήμ, ζητούντες το παιδίον. Η χώρα ευρίσκετο εις αγρίαν και
ανώμαλον κατάστασιν. Ο εθνάρχης Αρχέλαος, μετά δεκαετή σκληράν και
επονείδιστον βασιλείαν, είχε καθαιρεθή εσχάτως υπό του Αυτοκράτορος, και
εξωρίσθη εις Γαλατίαν. Οι Ρωμαίοι είχον προσαρτήσει εις το κράτος των
την επαρχίαν, εφ' ης εκείνος εβασίλευε, και η υπό του Κοπονίου, του
πρώτου διώκτου, εισαγωγή του ιδίου αυτών φορολογικού συστήματος εγέννησε
την ανταρσίαν, ήτις υπό τον Ιούδαν τον εκ Γαμάλας και τον Φαρισαίον
Σαδέκ περιέβαλεν ολόκληρον την χώραν με μίαν θύελλαν σιδήρου και πυρός. Η
ανώμαλος αυτή κατάστασις του πολιτικού ορίζοντος, όχι μόνον θα καθίστα
δυσκολωτέραν την οδοιπορίαν των, όταν ήθελον αποχωρισθή της λοιπής
συνοδίας, αλλά και επέτεινε τον τρόμον των μήπως είχε πάθει τι το Τέκνον
των εν τω μέσω όλων εκείνων των αγρίων στοιχείων των συγκρουομένων
εθνικοτήτων, άτινα είχον συρρεύσει περί τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Αληθώς
δε κατ' εκείνην την ημέραν του τρόμου και της αγωνίας η ρομφαία, την
οποίαν επροφήτευσεν ο Συμεών, διήλθε την ψυχήν της Παρθένου μητρός!
Οι γονείς δεν εύρον το τέκνον των ούτε εκείνην την ημέραν, ούτε
εκείνην την νύκτα, ούτε κατά το πλείστον μέρος της επομένης, έως ότου
τέλος ανεκάλυψαν αυτό εις το μέρος, όπου τελευταίον εξ όλων εσκέφθησαν
να το ζητήσουν, εν τω Ιερώ «καθεζόμενον εν τω μέσω των διδασκάλων και
ακούοντα αυτών και επερωτώντα αυτούς· εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες
αυτού επί τη συνέσει και ταις αποκρίσεσιν αυτού».
Η τελευταία φράσις καθώς και ολόκληρον το κείμενον και, παν ό,τι
γνωρίζομεν περί του χαρακτήρος του Ιησού και της φύσεως των γεγονότων,
αποδεικνύουν ότι το Παιδίον ήτο εκεί διά να ερωτά και διά να διδαχή, και
όχι ως το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας ισχυρίζεται, διά να
εξετάζη τους διδασκάλους κατ' αντιπαράστασιν «ένα έκαστον με την σειράν
του», — όχι διά να εξηγή τον αριθμόν των σφαιρών και των ουρανίων
σωμάτων, και την φύσιν και τας κινήσεις των, πολύ δε ολιγώτερον «διά να
συζητή ζητήματα φυσικά και μεταφυσικά, υπερφυσικά και υποφυσικά»(!). Όλα
αυτά ουδέν είνε ή μύθοι εφευρημένοι υπό των προτιμώντων τας
φαντασιοσκοπίας των από την απλοϊκήν ειλικρίνειαν με την οποίαν οι
Ευαγγελισταί μας αφίνουν να ίδωμεν ότι ο Ιησούς, ως παν άλλο παιδίον,
προέκοπτεν εις σοφίαν βαθμιαίως και συμφώνως προς την εξέλιξιν της
φυσικής αναπτύξεώς του. Εκαθέζετο εν τω Ναώ, όπως μας πληροφορεί ο
Λουκάς εν πάση ταπεινοφροσύνη, πλήρης σεβασμού προς τους πρεσβυτέρους
του, ως μαθητής φλογιζόμενος υπό της δίψης της γνώσεως, με ένα
ενθουσιασμόν άγιον, όστις εκίνει τους διδασκάλους εις θαυμασμόν και
είλκυε την εκτίμησίν των και την αγάπην των προς το Παιδίον. Η οίησις
και η προπέτεια ήσαν ελαττώματα ξένα προς τον χαρακτήρα του, όστις από
της παιδικής του ηλικίας μέχρι του θανάτου του, ήτο γλυκύς, εράσμιος,
ταπεινόφρων. Ο Σεπ εικάζει ότι μεταξύ των παρισταμένων εις εκείνην την
σκηνήν ήσαν πιθανώς και ο μέγας Ιλλήλ τον οποίον οι Εβραίοι τιμώσι και
σέβονται ως δεύτερον σχεδόν Μωυσήν, και ο υιός του Ραββάν Συμεών, ο
θεωρών την σιγήν ως την υψίστην των αρετών· και ο εγγονός του, ο ευγενής
και χαρίεις και φιλελεύθερος Γαμαλιήλ· και ο Σαμμαΐ, ο μέγας αντίπαλός
του, διδάσκαλος όστις ηρίθμει μεγαλειτέραν στρατιάν μαθητών και ο Αννάν ή
Ανάς, υιός του Σηθ, του μέλλοντος δικαστού του Σωτήρος· και ο Βοίθος, ο
πενθερός του Ηρώδου· και ο Ραββάν Βεν Βουτάχ, του οποίου τους οφθαλμούς
εξώρυξεν ο Ηρώδης· και ο Νεχανιά Βεν Χισκανά, ο τόσον δοξασθείς διά τας
νικηφόρους προσευχάς του· και ο Ιωχανάν Βεν Ζακχαίος, όστις προέλεξε
την καταστροφήν του Ναού· και ο πλούσιος Ιωσήφ ο εξ Αριμαθείας· και ο
συνεσταλμένος αλλά φλογερός Νικόδημος· και ο νεανίας Ιωνάθαν Βεν Ουσριήλ
ο γράψας κατόπιν την περίφημον χαλδαϊκήν παράφρασιν, ο απείρως
τιμώμενος υπό των ομοφύλων του. Αι αόριστοι χρονολογίαι των ραββινικών
βιογραφιών καθιστώσιν απίθανον αν τινές εκ των ανωτέρω παρίσταντο εις το
Ιερόν· όλα όμως τα πρόσωπα ταύτα αντιπροσωπεύουν ποικίλους τύπους
ιουδαίων διδασκάλων της εποχής εκείνης. Και μολονότι ουδείς εξ αυτών
ηδύνατο να υποθέση τις ο προ αυτών παριστάμενος, και μολονότι ουδείς εξ
αυτών έζησεν όπως πιστεύση εις Εκείνον, ήσαν όμως όλοι γοητευμένοι και
εξίσταντο εις την θέαν εκείνου του ευγενούς Παιδίου, όπερ ήκμαζεν εις
όλον το πρώιμον κάλλος του βίου του και το οποίον εδείκνυε τόσην σύνεσιν
και τόσον βαθείαν γνώσιν των θείων πραγμάτων, αν και ουδέποτε εφοίτησεν
εις τας σχολάς των Ραββίνων.
Ενταύθα λοιπόν, εν τω ναώ τω μεγαλοπρεπεί και απαστράπτοντι,
καθήμενον εις τους πόδας των διδασκάλων, επί του πολυχρώμου ψηφιδωτού
του καλύπτοντος το έδαφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία εύρον το θείον Παιδίον.
Οι δε γονείς, διακατεχόμενοι υπό του πνεύματος εκείνου της λατρείας και
του σεβασμού προς τους μεγάλους ιερείς και τους θρησκευτικούς
διδασκάλους, όπερ εχαρακτήριζε επί των ημερών των τους απλοϊκούς και
ευσεβείς Γαλιλαίους, εξεπλάγησαν ιδόντες αυτό, ήρεμον και ευτυχές, εν τω
μέσω τόσον σεπτού κύκλου. Και πιθανόν να ησθάνθησαν ότι το παιδίον ήτο
σοφώτερον των διδασκάλων και υπερόχως μεγαλείτερον αλλά μέχρι τούδε το
είχον γνωρίσει μόνον ως σιωπηλόν, γλυκύν, ευπειθή Υιόν, και ίσως η
αδιάκοπος συνάφεια του καθημερινού βίου είχεν εξαλείψει την συναίσθησιν
της θείας καταγωγής του. Και όμως είνε και πάλιν η Μαρία και ουχί ο
Ιωσήφ, ήτις τολμά να του απευθύνη τον λόγον εις μίαν γλώσσαν τρυφεράς
μομφής: «Τέκνον, τι εποίησας ημίν ούτως; Ιδού ο πατήρ σου καγώ
οδυνώμενοι εζητούμεν σε». Και επακολουθεί η απάντησις του παιδός, η
τόσον συγκινητική εν τη απλοϊκή αθωότητι αυτής, η τόσον ανεξερεύνητος
εις το βάθος της σοφίας της, η τόσον απείρως σημαντική, αφού αποτελεί
τους πρώτους λόγους τους οποίους είπεν ο Χριστός:
«Τι ότι εζητείτε με; ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου δει είναι με;»
Η απάντησις αύτη, η τόσον θείως φυσική και τόσον υπερόχως ευγενής,
φέρει εν εαυτή την βεβαίαν σφραγίδα της αυθεντίας. Η ελαφρά οργή και
έκπληξις του παιδός, διότι τόσον ολίγον το ηννόησαν οι γονείς του, και η
ευγενής εκείνη αξιοπρέπεια η συνδυαζομένη με τόσον μεγάλην
ταπεινοφροσύνην, δεν είνε δυνατόν να έχουν εφευρεθή, να είνε αποκυήματα
της φαντασίας του Ευαγγελιστού. Και εκτός τούτου η θαυμαστή απάντησις
είνε σύμφωνος προς πάσαν άλλην ρήσίν του, και προς εκείνην την θαυμασίαν
αποστροφήν του προς τον πειρασμόν: «Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο
άνθρωπος, αλλ' επί παντί ρήματι Θεού», και προς την ήρεμον απάντησίν του
εις τους μαθητάς αυτού παρά το φρέαρ της Σαμάρειας: «Εμόν βρωμά εστιν,
ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον». Η
Μαρία είπεν αυτώ «ο πατήρ σου», αλλά διά της απαντήσεώς του δεν
αναγνωρίζει άλλον πατέρα εκτός του ουρανίου. Διά της ερωτήσεως «ουκ
ήδειτε;» υπενθυμίζει λεπτώς εις τους γονείς του παν ό,τι εγνώριζον εν
σχέσει προς την εκ Θεού καταγωγήν του, και διά του «δει είναι με»
καθορίζει ευκρινώς τον άγιον νόμον της αυτοθυσίας, όστις ήγαγεν αυτόν
εις τον επί του σταυρού θάνατον.
«Και αυτοί ου συνήκαν το ρήμα ό ελάλησεν αυτοίς». Ακόμη και αυτός ο
γέρων, όστις είχε προστατεύσει το βρέφος, ακόμη και αυτή η μήτηρ η
εγκλείουσα εν τη καρδία της το σεπτόν μυστικόν της γεννήσεώς του, δεν
ηννόησαν τελείως την βαθείαν έννοιαν των ηρέμων εκείνων λόγων. Ήσαν οι
πρώτοι λόγοι του Χριστού, οι αναφερόμενοι υπό του Ευαγγελίου, και ήσαν
λόγοι πενθίμως και αλλοκότως προφητικοί ολοκλήρου της ζωής του: «Εν τω
κόσμω ην, και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω.
Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον».
Και εν τούτοις μολονότι η συναίσθησις της θείας καταγωγής του ήτο
σαφής εις το πνεύμά του, αν και μία ακτίς του κρυπτομένου ακόμη
μεγαλείου του είχεν εξαστράψει αιφνιδίως, ευπειθής όμως και απλοϊκός και
ταπεινός «κατέβη μετ' αυτών και ήλθεν εις Ναζαρέτ· και ην υποτασσόμενος
αυτοίς».