Ο «τέκτων» — Η αξιοπρέπεια της πενίας —
Η αξιοπρέπεια της εργασίας — Ο κοινός κλήρος — Η σύνεσις καλλιτέρα της
γνώσεως — Πρωτοτυπία — Η γλώσσα την οποίαν ωμίλει ο Ιησούς — Τα βιβλία
του Θεού — Ο Ιησούς κατ' οίκον — Έργον και παράδειγμα των ετών εκείνων —
«Οι αδελφοί του Κυρίου»
Εάν διά τα δώδεκα πρώτα έτη του επί γης βίου του Ιησού έχομεν το
μόνον τούτο ανέκδοτον, όπερ μας απησχόλησεν εις το προηγούμενον
κεφάλαιον, διά τα επόμενα δέκα οκτώ έτη ουδεμία διεσώθη πληροφορία,
εκτός της περιλαμβανομένης εις μίαν μόνον λέξιν.
Η λέξις αύτη απαντά εν τω κατά Μάρκον Ευαγγελίω, 6, 3: «Ουχ ούτος εστιν, ο τέκτων;»
Πρέπει αληθώς να είμεθα ευχαριστημένοι, διότι η λέξις περιεσώθη,
καθόσον η σημασία της είνε μεγίστη και η επίδρασις αυτής εις τας τύχας
του ανθρωπίνου γένους υπήρξε βαθυτάτη, αγνή, σωτήριος. Συντελεί εις την
παρηγορίαν των πτωχών και των ενδεών, εις τον εξαγιασμόν της πενίας·
εξευγενίζει την εργασίαν· ανυψοί τον προορισμόν του ανθρώπου και τον
μεγαλύνει προ των ομμάτων του Θεού.
Αποδεικνύει λόγου χάριν, ότι όχι μόνον κατά τρία έτη της διδασκαλίας
του, αλλά και εις ολόκληρον την ζωήν του, ο Κύριος ημών ήτο πτωχός. Εις
τας πόλεις οι τέκτονες ήσαν Έλληνες και επιτήδειοι εργάται· ο τέκτων
ενός πτωχικού χωρίου, — και, αν η παράδοσις είνε αληθής, ο Ιωσήφ «δεν
ήτο πολύ ικανός», — έχει ταπεινήν θέσιν και μόλις δύναται να εξοικονομή
τα προς το ζην. Καθ' όλους τους αιώνας υπήρξε πάντοτε είς φλογερός πόθος
προς πλουτισμόν· είς υπέρμετρος θαυμασμός προς τους κατέχοντας αυτόν·
μία ακλόνητος πεποίθησις επί της επιδράσεως αυτού ως παραγωγού της
ευτυχίας του βίου· και ύστερον από τοιαύτας πλάνας η ζωή του ανθρώπου
παρεσύρθη εις ένα χείμαρρον μεριμνών, αντιζηλιών, ποταποτήτων. Και διά
τούτο ο Ιησούς εξέλεξεν εκουσίως την «ταπεινήν θέσιν του πτωχού», όχι
βεβαίως μίαν απορροφητικήν, ατιμάζουσαν, λιμοκτονούσαν ένδειαν, ήτις
είνε πάντοτε σπανία και πάντοτε σχεδόν ευθεράπευτος, αλλά τον κοινότατον
κλήρον της εντίμου πενίας, ήτις, καίτοι απαιτούσα αυταπάρνησιν, δύναται
εν τούτοις να εξοικονομή ευκόλως όλας τας ανάγκας μιας λιτής και
απλοϊκής ζωής. Η δυναστεία των Ιδουμαίων, ήτις είχεν αρπάσει τον θρόνον
του Δαυίδ, ηδύνατο να αφίεται ελευθέρα εις τα όργια διευθαρμένου
Ελληνισμού, και να επιδεικνύη την μεγαλοπρεπή χλιδήν παρακμάζοντος
πολιτισμού· αλλ' ο ελθών όπως καταστή ο Φίλος και ο Σωτήρ, προσέτι δε,
και ο Βασιλεύς όλων, καθιέρωσε τας αγνοτέρας, τας καλλιτέρας και
απλουστέρας παραδόσεις του έθνους του, και εξέλεξε την κοινωνικήν
εκείνην θέσιν, εις την οποίαν θα εξακολουθή πάντοτε ν' ανήκη η
πλειονότης του ανθρωπίνου γένους.
Και πάλιν, επεκράτησεν ανέκαθεν εις τας αφωτίστους καρδίας μία σφοδρά
επιθυμία προς αεργίαν μία τάσις εις το να θεωρήται αύτη ως δείγμα
αριστοκρατικότητος· μία επιθυμία εις το να επαφίεται πάσα εργασία εις
τους κατωτέρους και τους ασθενεστέρους και να εγκολάπτεται εις αυτήν το
στίγμα της ταπεινώσεως και της περιφρονήσεως. Αλλ' ο Κύριος ημών ηθέλησε
να δείξη ότι η έντιμος εργασία εξευγενίζει τον εργάτην· είνε το άλας
της ζωής, είναι το δείγμα του ανθρωπισμού· σώζει το σώμα από την
χαύνωσιν του εκφυλισμού και την ψυχήν από τας μιαράς σκέψεις. Και διά
τούτο ο Χριστός ειργάζετο διά των ιδίων αυτού χειρών, κατασκευάζων
«άροτρα και ζυγά» διά πάντα δεόμενον τούτων.
Από τον μονότοτον και ταπεινόν αυτόν βίον, τον άνευ επεισοδίων και
άνευ περιπετειών ή άλλου τινός σφοδρού κλονισμού, διδασκόμεθα ότι η
αληθής ημών ύπαρξις, το κατά Θεόν είναι, έγκειται εις τον εσωτερικόν και
όχι εις τον εξωτερικόν βίον. Ο κόσμος μόλις δίδει σημασίαν εις την ζωήν
άλλου τινός εκτός των ηρώων του και των ευεργετών του και των
εμπνευσμένων διδασκάλων του ή των αγερώχων κατακτητών του. Ούτοι όμως
είνε και θα είνε πάντοτε κατ' ανάγκην ολίγοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι
πρέπει να θεωρούν τον βίον των ως μίαν σταγόνα εκ των μυριάδων, αίτινες
πίπτουν εις έν έλος, ή εις έν βουνόν, ή εις μίαν έρημον, ως μίαν νιφάδα
εκ των μυριάδων αίτινες πίπτουν και αναλύονται εντός αχανούς θαλάσσης·
Αποθνήσκουν και λησμονούνται αμέσως· παρέρχονται ολίγα έτη και οι
έρποντες λειχήνες εξαλείφουν τα γράμματα των ονομάτων των από το μνήμα
του κοιμητηρίου· αλλά και ανεξάλειπτα αν ήσαν τα γράμματα ταύτα,
ουδεμίαν ανάμνησιν θ' ανεκάλουν εις το πνεύμα εκείνων οίτινες θα ίσταντο
παρά τον τάφον. Και αυτοί ακόμα οι κοινοί θνητοί ρέπουν εις το να
νομίζουν ότι είνε σπουδαίοι· απ' εναντίας, ούτε αυτός ο μεγαλείτερος
άνθρωπος είνε απολύτως αναγκαίος εις τον κόσμον, και μετά τινα χρόνον ο
τάφος και τούτον θα καλύψη.
Επομένως ο κλήρος της μεγάλης πλειονότητος είναι μία σχετική
ασημότης, και πολλοί άνθρωποι ηδύναντο εκ τούτου να καταλήξουν εις το
συμπέρασμα, ότι αφού ο άνθρωπος πληροί τόσον μικρόν χώρον εν τω κόσμω
και είναι ένα μέγα μηδέν απέναντι του σύμπαντος, το καλλίτερον είναι να
τρώγη κανείς, να πίνη και ν' αποθνήσκη. Αλλ' ο Χριστός ήλθεν όπως μας
πείση ότι το σχετικώς ασήμαντον δύναται να είναι απολύτως σπουδαίον.
Ήλθε να μας διδάξη ότι η ακαταπόνητος δραστηριότης, η υπέροχος δράσις,
αι διακεκριμένοι υπηρεσίαι, αι λαμπραί επιτυχίαι δεν αποτελούν ουσιώδη
στοιχεία της αληθούς κατά Θεόν ζωής, και ότι αι μυριάδες των λατρευτών
του υψίστου ευρίσκονται μεταξύ των ασήμων και των ταπεινών. Μία ζωή
ήρεμος και αφανής είναι πολλάκις ευτυχεστέρα, και δυνάμεθα ευκόλως να
συμπεράνωμεν ότι τα έτη εκείνα της εργασίας τα διαρρεύσαντα εις την εν
Ναζαρέτ οικίαν του τέκτονος, ήσαν πλήρη ευδαιμονίας εις τον βίον του
Σωτήρος. Αργότερα ακόμη, κατά τα τελευταία έτη του βίου του, αι λέξεις
του είναι λέξεις ανθρώπου όστις υπήρξεν ευδαίμων· είναι λέξεις αίτινες
φαίνονται ρέουσαι από τον υπερεκχειλισμένον ποταμόν μιας ανεξαντλήτου
ευτυχίας. Αλλά οπόση άρά γε να ήτο η ευδαιμονία αυτή κατά τα πρώτα έτη
της ζωής του, όταν δεν είχον ταράξει την γαλήνην της ψυχής του εκείναι
αι θύελλαι της δικαίας οργής, όταν δεν εφλέγετο ακόμη η καρδία του εξ
αγανακτήσεως διά τας αμαρτίας και διά την υποκρισίαν του ανθρώπου.
Και μολονότι τα έτη ταύτα παρήλθον εις διαρκή εργασίαν, έχομεν
ισχυράς αποδείξεις να πιστεύωμεν ότι δεν έμειναν εκμετάλλευτα και
διανοητικώς. Ουδεμία σημασία δύναται ν' αποδοθή εις τας χυδαίας ιστορίας
των Αποκρύφων Ευαγγελίων, είνε όμως πιθανόν ότι οι διδάσκαλοι της
συναγωγής παρείχαν μικράν τινα θρησκευτικήν εκπαίδευσιν εις τους μικρούς
Ναζαρηνούς. Εις τα σχολεία ταύτα, ο Χριστός, ο κατά πάντα όμοιος προς
τους άλλους ανθρώπους, έμαθε τα πρώτα στοιχεία της ανθρωπίνης γνώσεως.
Πιθανώτερόν όμως είνε, ότι ο Ιησούς εδιδάχθη κατ' οίκον τα πρώτα
μαθήματα υπό του πατρός του, συμφώνως προς τους ορισμούς του νόμου (Ιδέ
Δευτ· ΙΑ'. 19.) Εν πάση περιπτώσει ήκουε κατά την καθημερινήν προσευχήν
εν τη Συναγωγή παν ό,τι οι πρεσβύτεροι ηδύναντο να τον διδάξουν περί των
νόμων και των προφητών. Ότι δεν μετέβη εις Ιερουσαλήμ επί σκοπώ
εκπαιδεύσεως και δεν εφοίτησεν εις τα σχολεία των Ραββίνων,
αποδεικνύεται εκ της ερωτήσεως, της πλήρους οργής των φθονερών εχθρών
του: «Πόθεν τούτω ταύτα; Πώς ούτος γράμματα οίδε μη μεμαθηκώς;» Διά των
λέξεων τούτων διήκει το ραββινικόν πνεύμα της αυθάδους περιφρονήσεως
προς πάντα «αμ-χα-αρέτς», ήτοι αγράμματον χωρικόν. Η στερεοτυπημένη
διάνοια του έθνους, εθισθείσα, αν δύναμαι να μεταχειρισθώ τοιαύτην
έκφρασιν, εις την μουμιοποιηθείσαν εκείνην θρησκείαν την νεκράν, την
οποίαν είχε βαλσαμώσει ο Προφορικός Νόμος, ήτο ανίκανος να εκτιμήση την
θείαν πρωτοτυπίαν μιας σοφίας εκπορευθείσης αμέσως εκ του Θεού. Οι
Ραββίνοι δεν ηδύναντο να ίδουν πέραν της αποφθεγματικής πλάνης του υιού
του Σειράχ, όστις έλεγε, ότι διά να είναι τις σοφός πρέπει να έχη καιρόν
εις την διάθεσίν του να μάθη. Αν ο Ιησούς επροικίζετο με την τεχνικήν
μόρφωσίν των, δεν θα ήτο τόσον ισχυρώς ωπλισμένος, όπως αντιμετωπίση και
καταισχύνη την προπετή αποκλειστικότητα της στενής και περιωρισμένης
σοφίας των.
Η μαρτυρία αυτή των εχθρών του μας χορηγεί την πειστικήν απόδειξιν,
ότι η διδασκαλία του δεν ήτο, ως υποθέτουν πολλοί, απλούν εκλεκτικόν
σύστημα ερανισθέν από διαφόρους διδασκάλους της εποχής του. Είνε
βέβαιον, ότι ουδέποτε κατετάχθη μεταξύ των μαθητών των Γραμματέων
εκείνων, οίτινες ανέλαβον να διδάσκουν τας παραδόσεις των πατέρων.
Μολονότι τα σχολεία εις τας μεγάλας πόλεις είχον ιδρυθή προ ογδοήκοντα
ετών υπό του Σίμωνος Βεν Σατάχ, εις την ταπεινήν όμως και περιφρονημένην
Ναζαρέτ δεν ήτο δυνατόν να υπάρχουν τοιαύτα. Και από ποίους θα
ηρανίζετο ο Ιησούς; Από τους Γυμνοσοφιστάς της Ανατολής ή τους Έλληνας
φιλοσόφους; Ουδείς σήμερον τολμά να εκφράση τοιαύτην παράλογον εικασίαν.
Από τους Φαρισαίους; Τα θεμέλια και αι αρχαί του συστήματός των και η
γενική ιδέα της θρησκείας των αντέκειντο προς παν ό,τι Εκείνος
απεκάλυψεν. Από τους Σαδδουκαίους; Η αμεριμνησία των η επικούρειος, ο
επιπόλαιος ορθολογισμός των και η οκνηρία των, εκείνουν περισσότερον την
απέχθειαν της χριστιανοσύνης παρά του αληθούς ιουδαϊσμού. Από τους
αιρετικούς Ιουδαίους της εποχής των Μακκαβαίων; Ήσαν μία αποκλειστική,
μία ασκητική, μία απομεμονωμένη κοινότης προς τα αποθαρρυντικά περί
γάμου δόγματα, των οποίων και προς την αδράνειάν των ουδόλως συμπαθούν
τα Ευαγγέλια, και τους οποίους ουδέποτε υπηνίχθη ο Κύριος ημών, εκτός
εις τα χωρία εκείνα όπου κακίζει τους απέχοντας να χρισθώσιν εν καιρώ
νηστείας και τους κρύπτοντας τον λύχνον υπό το μόδιον. Από τον Φίλωνα
και τους Αλεξανδρινούς Ιουδαίους; Ο Φίλων ήτο πράγματι αγαθός ανήρ και
μέγας φιλόσοφος και σύγχρονος του Χριστού· αλλά και αν το όνομά του
ηκούσθη ποτέ, — όπερ λίαν αμφίβολον, — εις μέρος τόσον μακρυνόν όσον η
Γαλιλαία, θα ήτο αδύνατον να εκλέξη ο Χριστός μεταξύ όλων των φιλοσοφιών
του κόσμου ένα σύστημα τόσον ανόμοιον προς το ιδικόν του, όσον είνε η
μυστική θεοσοφία και αι αλληγορικαί υπερβολαί και εκείνη η θάλασσα των
αφηρημένων ιδεών, αίτινες απεκρυσταλλώθησαν εις τα συγγράμματά του. Από
τον Ιλλήλ και Σαμμαΐ; Ελάχιστα περί αυτών γνωρίζομεν· αλλά καίτοι έν ή
δύο χωρία των Ευαγγελίων υπαινίσσονται τας έριδας και τας διχογνωμίας,
αίτινες εσπάρασσον τας σχολάς των, καθώς και μερικά από τα καλλίτερα
σχετικώς αξιώματά των, οι τοιούτοι υπαινιγμοί ουδέν άλλο αποδεικνύουσιν ή
ότι το πνεύμα του Θεού λαλεί την κοινήν αλήθειαν εις πάντας τους
ανθρώπους· εξ άλλου το σύστημα των δύο τούτων διδασκάλων ήτο η προφορική
παράδοσις, το σύνολον των ανοήτων και νεκρών εκείνων λευιτικών τελετών,
τας οποίας τοσάκις κατήγγειλεν και επολέμησεν ο Ιησούς. Τα σχολεία εις
τα οποία εξεπαιδεύθη ο Ιησούς δεν ήσαν τα σχολεία των Γραμματέων, αλλά
το σχολείον της σεμνής ευπειθείας της γλυκείας αυταρκείας, της
αναλλοιώτου απλότητος, της αγνότητος της ακηλιδώτου, της προθύμου και
ευχαρίστου εργασίας. Η πηγή από την οποίαν ήντλησε τας γνώσεις του δεν
ήτο η σοφία του ραββινισμού, εις την οποίαν διά να εύρωμεν μίαν σκέψιν
δικαιοσύνης ή μίαν σκέψιν ευσεβείας πρέπει να παραπλανηθώμεν εντός
λαβυρίνθων παιδικών φαντασιοπληξιών ή καββαλιστικών ανοησιών, αλλά τα
Βιβλία του Θεού τα εξωτερικά, η Γραφή, η Φύσις και η Ζωή, και τα Βιβλία
του Θεού τα εσωτερικά, τα γραμμένα επί των σαρκικών πινάκων της καρδίας.
Η εκπαίδευσις ενός εβραιόπαιδος κατωτέρας τάξεως ήτο σχεδόν
αποκλειστικώς γραφική και ηθική· και οι γονείς του ήσαν κατά κανόνα οι
διδάσκαλοι του. Και δεν υπάρχουν λόγοι ν' αμφιβάλλωμεν, ότι ο Ιησούς
εδιδάχθη από τον Ιωσήφ και από την Μαρίαν ν' αναγινώσκη το Σεμά και το
Χαλλήλ και τα απλούστατα μέρη των ιερών εκείνων βιβλίων, επί των σελίδων
των οποίων η θεία σοφία του έμελλε κατόπιν να χύση τόσα κύματα φωτός.
Αλλ' έτυχε προφανώς μεγαλειτέρας εκπαιδεύσεως.
Η τέχνη του γράφειν δεν είναι κοινώς γνωστή ούτε σήμερον εν Ανατολή·
πολλοί όμως υπαινιγμοί όσον αφορά το σχήμα των αλφαβητικών γραμμάτων
(Ματθ. 5, 18) και η φράσις του Ιωάννου (8, 6) ότι ο Ιησούς έκυπτε και
έγραφεν εις το έδαφος διά του δακτύλου τας αμαρτίας εκάστου,
αποδεικνύουν ότι ο Κύριος ημών ήξευρε να γράφη. Ότι όχι μόνον είχε
μελετήσει εμβριθώς τας αγίας Γραφάς, αλλά και τας εγνώριζε λεπτομερώς
από στήθους, αποδεικνύεται εκ των περικοπών τας οποίας συχνάκις ανέφερεν
εις τους λόγους του και εκ των πολυαρίθμων παραπομπών του εις τον
Νόμον, καθώς και εις τους προφήτας Ησαΐαν, Ιερεμίαν, Δανιήλ Ιωήλ, Ωσηέ,
Μιχαίαν, Ζαχαρίαν, Μαλαχίαν, και υπέρ πάντα άλλον εις το Βιβλίον των
Ψαλμών. Είνε πιθανόν, αν και όχι βέβαιον, ότι εγνώριζεν όλα τα μη
κανονικά βιβλία των Εβραίων. Η βαθεία αύτη γνώσις των Γραφών δίδει
μεγαλειτέραν σημασίαν εις την πλήρη θυμού ερώτησιν, την τοσάκις
επαναλαμβανομένην. «Ουκ ανέγνωτε;» Η γλώσσα την οποίαν ο Κύριος ημών
ωμίλει κοινώς ήτο η Αραμαϊκή. Την εποχήν εκείνην η εβραϊκή ήτο εντελώς
νεκρά γλώσσα, γνωστή μόνον εις τους πεπαιδευμένους, εκμανθανομένη διά
πολλού κόπου. Εν τούτοις είναι φανερόν ότι ο Ιησούς την εγνώριζε,
καθόσον μερικά ρητά από τας Γραφάς ελήφθησαν παρ' αυτού απ' ευθείας εκ
του εβραϊκού πρωτοτύπου. Ήξευρεν ωσαύτως κατά πάσαν πιθανότητα και την
ελληνικήν, καθόσον ωμιλείτο ευχερώς εις πόλεις εγγυτάτας προς το χωρίον
του, όπως η Τιβεριάς και η Καισαρεία. Ο Μελάαγρος, ο ποιητής της
ελληνικής ανθολογίας, εν τω επιταφίω του εις εαυτόν, ισχυρίζεται ότι τα
ελληνικά του θα εννοηθούν υπό των Συρίων και των Φοινίκων· ομιλεί
ωσαύτως περί της γενεθλίου πόλεως του Γάδαρα, ήτις εκείτο εις μικράν από
της Ναζαρέτ απόστασιν, ως αν ήτο είδος Αθηνών της Συρίας. Από των
ημερών Αλεξάνδρου του Μεγάλου, ως εκ της στενής συναφείας των Ιουδαίων
με τους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδας, η ελληνική επίδρασις δεν έπαυσε
καθισταμένη αισθητή εν Παλαιστίνη. Η ελληνική γλώσσα ήτο, πράγματι
κοινόν μέσον συνεννοήσεως, και άνευ αυτής ο Ιησούς δεν θα ηδύνατο να
συνδιαλέγεται με τους ξένους, όπως λόγου χάριν με τον εκατόνταρχον
ούτινος εθεράπευσε τον παίδα, ή με τον Πιλάτον, ή με τους Έλληνας,
οίτινες επεθύμησαν να τον ίδουν κατά τας τελευταίας ημέρας του βίου του.
Εκτός τούτου μερικαί περικοπαί εκ των Γραφών ελήφθησαν απ' ευθείας εκ
της ελληνικής μεταφράσεως των εβδομήκοντα, και μάλιστα από μέρη τα οποία
διαφέρουν του εβραϊκού πρωτοτύπου. Όσον αφορά την λατινικήν, είναι
ελάχιστα πιθανόν ότι την εγνώριζεν, αν και ουχί απολύτως αδύνατον. Οι
Ρωμαίοι ήσαν βεβαίως πολυάριθμοι την εποχήν εκείνην εν Ιουδαία, και η
γλώσσα των εγράφετο κατά τον συνήθη τρόπον επί της προτομής των
κυκλοφορούντων νομισμάτων. Αλλ' οσονδήποτε ευρέως και αν ήξευρε τας
γλώσσας ταύτας, είναι φανερόν ότι επέδρασαν ολίγον ή μάλλον ότι ουδόλως
επέδρασαν εις την ανάπτυξίν του ως ανθρώπου, και εις όλην την
διδασκαλίαν του δεν ευρίσκομεν ούτε ένα υπαινιγμόν εις την φιλολογίαν,
εις την φιλοσοφίαν ή την ιστορίαν της Ελλάδος και της Ρώμης.
Εν τούτοις όσα και αν εδιδάχθη το παιδίον Ιησούς εν τω οίκω της
μητρός του ή εις το σχολείον της Συναγωγής είναι γνωστόν ότι ηρύσθη την
αρτίαν μόρφωσίν του απ' ευθείας εκ της εξετάσεως των θελημάτων του
Πατρός του. Η φωνή εκείνη του Θεού, ήτις ελάλησεν εις τον πατέρα του
ανθρωπίνου Γένους υπό τους φοίνικας του Παραδείσου, συνεκοινώνει
περισσότερον μετ' αυτού. Την ήκουεν εις πάντα ήχον της φύσεως, εις πάσαν
ασχολίαν της ζωής του, εις πάσαν σκέψιν του και πάντα λογισμόν. Η ζωή
του η επί της γης ήτο ωσάν μία επιγραφή, εις την οποίαν ενεγράφετο η
λέξις Θεός. Γεγραμμένον εν τω μυχώ της συνειδήσεώς του, γεγραμμένον εις
τας κοινοτέρας δοκιμασίας του, γεγραμμένον με ακτίνας ηλίου, γεγραμμένον
με των άστρων το φως, ανεγίνωσκε παντού το όνομα του Πατρός του. Η
ήρεμος και αδιατάρακτος απομόνωσις εις εκείνην την ευδαίμονα κοιλάδα, με
τους χλοάζοντας αγρούς της και τας ωραίας σκηνογραφίας της, ήγεν εις
μίαν ζωήν πνευματικής επικοινωνίας· και γνωρίζομεν πως εις παν γεγονός,
και εις παν επεισόδιον της ζωής εν τω ταπεινώ εκείνω χωρίω — εις τας
αθώας παιδιάς των μικρών Ναζαρηνών, εις τας αγοραπωλησίας τας τελουμένας
εν τη μικρά αγορά, εις τα δροσερά, νάματα της προαιωνίου πηγής, εις το
κάλλος των ορεινών κρίνων, εις τους κρωγμούς τους ακουομένους από τας
φωλεάς των κοράκων, — ο Ιησούς εύρισκε τροφήν δι' ωραίας παρομοιώσεις
και διά πνευματικάς σκέψεις.
Δεν πρέπει να λησμονώμεν το γεγονός, ότι κατά τα σιωπηλά, κατά τα
αφανή εκείνα έτη του βίου του, επετέλεσε μέγα μέρος του έργου αυτού. Όχι
μόνον «περιεζώνετο την ρομφαίαν του εις τον μηρόν», κατά την ρήσιν των
ψαλμών, αλλά και την εχειρίζετο εις ένα αμείλικτον και ακατάπαυστον
πόλεμον εναντίον του πειρασμού. Η αθόρυβος αυτή πάλη, καθ' ην δεν
ακούεται των όπλων η κλαγγή, αλλ' εις την οποίαν οι αγωνιζόμενοι καθ'
ημών είνε τόσον μάλλον τρομεροί, όσον είνε αφανείς, διεξήγετο καθ' όλην
την μακράν περίοδον του πρώτου σταδίου της ζωής του. Κατά τα έτη εκείνα
«ήρξατο ποιείν» πολύ προτού αρχίση «πράττων» (Πρ. Απ. 1, 1). Ήσαν έτη
αναμαρτήτου παιδικής ηλικίας και αναμαρτήτου νεότητος και αναμαρτήτου
ωριμότητος, καταναλωθέντα εν ταπεινοφροσύνη, εργασία, ασημότητι,
ευπειθεία, αυταρκεία, προσευχαίς, — έτη μιας ζωής καθισταμένης αιώνιον
παράδειγμα εις όλον το ανθρώπινον γένος. Δεν δυνάμεθα να τον μιμηθώμεν
εις τας ενασχολήσεις της περιόδου της διδασκαλίας του, ουδέ δύναται να
υπάρχη ομοιότης μεταξύ των περιστατικών του εξωτερικού βίου του καθ'
όλην εκείνην την θριαμβευτικήν τριετίαν, και των περιστατικών της ιδικής
μας ζωής. Η μεγάλη όμως πλειονότης των ανθρώπων προωρίσθη θεία βουλήσει
εις ένα βίον κοινόν και αδιατάρακτον, όστις αναλογεί προς τα τριάκοντα
έτη, άτινα διήλθεν ο Ιησούς εν αφανεία· και η καθ' όλην την
τριακονταετίαν ταύτην ζωή του είνε δι' ημάς σωστικόν παράδειγμα περί του
πώς πρέπει να ζώμεν. «Και σημειώσατε, — λέγει ο άγιος Ευτύχιος της
Δυτικής Εκκλησίας, — ότι το γεγονός, ότι ουδέν έπραξε θαυμαστόν καθ'
όλον τούτο το χριστιανικόν διάστημα, είνε αυτό καθ' εαυτό θαύμα. Και
όπως υπήρχε δύναμις εις την δρασίν του, ούτω υπήρχε δύναμις και εις την
σιωπήν του, την αδράνειάν του, την απομόνωσίν του. Ο Βασιλεύς ούτος του
κόσμου, όστις έμελλε να διδάξη πάσαν αρετήν, και να μας διδάξη τον
τρόπον του ζην, ήρχισε πρώτος να εφαρμόζη τας αρχάς του εναρέτου βίου,
τον οποίον ήλθε να διδάξη, αλλά κατά θαυμαστόν, ανεξερεύνητον και έως
τότε πρωτάκουστον τρόπον».
Η παρουσία του εις την ήρεμον εκείνην οικογενειακήν εστίαν επλήρου
αυτήν ευδαιμονίας και μακαριότητος. Η ώρα της πάλης, η ώρα της ρομφαίας,
η ώρα καθ' ην πολλοί εν Ισραήλ έμελλον ν' ανυψωθούν ή να πέσουν εξ
αιτίας του, η ώρα ότε αι σκέψεις πολλών καρδιών έμελλον ν' αποκαλυφθούν,
η ώρα κατά την οποίαν η βασιλεία των ουρανών επέπρωτο να υποστή την
βίαν, δεν είχεν ακόμη σημάνει. Εις πάντα οικογενειακόν κύκλον η ευμενής
επίδρασις μιας αγαπώσης ψυχής αρκεί, όπως εμφυσήση εις αυτόν άρρητον
γαλήνην. Έχει θωπευτικήν και παρήγορον δύναμιν, όπως αι ακτίνες του
ηλίου. Ουδέν κοινόν, ουδέν τυραννικόν, ουδέν ανήσυχον δύναται ν'
αντιπαλαίση τελεσφόρως προς την ευεργετικήν γοητείαν της· ουδεμία
παρατονία δύναται να διαταράξη την βασιλεύουσαν αρμονίαν. Αλλ' ο οίκος
του Ιησού δεν ήτο εκ των κοινών οίκων. Με τον Ιωσήφ, όστις απετέλει το
στήριγμα και τον οδηγόν αυτού, με την Μαρίαν, ήτις τον εξήγνιζε και τον
καθήδυνε, με τον νεαρόν Ιησούν τον φωτίζοντα αυτόν διά του φωτός του
ουρανού, ήτο εις εκείνην την οικογενειακήν εστίαν μία ζωή αληθούς
ευσεβείας, αγγελικής αγνότητος, τελείας σχεδόν ειρήνης. Αι παραδόσεις
των πρώτων Χριστιανικών χρόνων μας λέγουν, ότι ημέραν και νύκτα, όταν ο
Ιησούς εκινείτο και όταν εκοιμάτο, η φωτεινή νεφέλη έλαμπε περί αυτόν.
Και ούτω βεβαίως εγίνετο· αλλά το φως εκείνο δεν ήτο ορατόν· ήτο το
κάλλος της αγιότητος· ήτο η ειρήνη του Θεού.
Εις το ενδέκατον κεφάλαιον της αποκρύφου ιστορίας του τέκτονος Ιωσήφ,
ευρίσκομεν την πληροφορίαν, ότι ο Ιωσήφ είχεν άλλους τέσσαρας υιούς και
πολλάς θυγατέρας εξ άλλης γυναικός, και ότι οι πρεσβύτεροι υιοί ο
Δίκαιος και ο Συμεών, και αι θυγατέρες Εσθήρ και Θαμάρ, νυμφευθέντες εις
κατάλληλον ώραν, απεχώρησαν του πατρικού οίκου, εγκατασταθέντες εις τον
ίδιον. «Αλλ' ο Ιούδας και ο Ιάκωβος ο Νεώτερος, και η Παρθένος μήτηρ
μου», εξακολουθεί ο ομιλών, όστις υποτίθεται ότι είναι αυτός ο Ιησούς,
«παρέμειναν εις τον οίκον του Ιωσήφ. Εξηκολούθησα καγώ παραμένων μετ'
εκείνων, ως αν ήμην είς εκ των υιών. Διήλθον αναμαρτήτως όλον μου τον
βίον. Εκάλουν την Μαρίαν μητέρα και τον Ιωσήφ πατέρα, και υπήκουον εις
παν ό,τι έλεγον και ουδέποτε αντέστην εις αυτούς, — αλλ'
υπετασσόμην...και ουδέποτε ενέβαλον αυτούς εις οργήν, ουδέ ωμίλησα
αυτοίς ποτε δριμέως· τουναντίον, έτρεφον άπειρον δι' αυτούς αγάπην, ως
προς κόρην οφθαλμού».
Το χωρίον τούτο, όπερ παραθέτω ολόκληρον διότι μας παρέχει μίαν
τελείαν εικόνα της αρμονίας, ήτις επεκράτει εις την ταπεινήν οικογένειαν
της Ναζαρέτ, μας ενθυμίζει το περίπλοκον ζήτημα: είχεν ο Κύριος ημών
ομομητρίους τινάς αδελφούς και αδελφάς; Και αν όχι, τίνες είναι τότε οι
τόσον συχνάκις εις τα απόκρυφα Ευαγγέλια αποκαλούμενοι αδελφοί του
Κυρίου; Ολόκληροι τόμοι εγράφησαν επί του σπουδαίου και αμφισβητουμένου
τούτου ζητήματος, και δεν προτίθεμαι να εξετάσω ενταύθα εν πλάτει
καθόσον δεν επιθυμώ να διοχετεύσω εις τας σελίδας μου ταύτας πολεμικήν
συζήτησιν, και εξ άλλου επραγματεύθην αυτό αλλαχού. Αι αποδείξεις αι
αντιφατικαί είναι τόσον αβέβαιαι και αι δυσκολίαι πάσης γνώμης τόσον
σαφείς, ώστε το να επιμείνη τις δογματικώς εις θετικήν τινα λύσιν του
προβλήματος θα ήτο υπεροπτικόν και ανειλικρινές. Μερικοί εν τούτοις
παρεδέχθησαν την φυσικήν υπόθεσιν ότι μετά την θαυμαστήν σύλληψιν του
Κυρίου ημών ο Ιωσήφ και η Μαρία έζησαν ηνωμένοι εν τω γάμω και ότι ο
Ιάκωβος και ο Ιούδας και ο Συμεών και ο τέταρτος υιός και αι θυγατέρες,
των οποίων τα ονόματα δεν αναφέρονται, εγεννήθησαν κατόπιν. Κατά την
δοξασίαν ταύτην ο Ιησούς είναι ο πρεσβύτερος, και μετά τον θάνατον του
Ιωσήφ, όστις, αν πρέπει να πιστεύσωμεν την παράδοσιν, συνέβη όταν ο
Χριστός ήγε το δέκατον έννατον έτος της ηλικίας του, ανέλαβε την φυσικήν
αρχηγείαν και την υποστήριξιν της απορφανισθείσης οικογενείας. Κατ'
άλλην όμως γνώμην, την οποίαν εδημιούργησεν ο Άγιος Ιερώνυμος, οι
αδελφοί εκείνοι του Κυρίου ημών ήσαν πράγματι εξάδελφοί του. Η Μαρία
πιστεύεται, είχε μίαν αδελφήν συνώνυμον, ήτις συνεζεύχθη τον Αλφαίον ή
Κλωπάν και εγέννησεν εκ τούτου τα εν λόγω τέκνα. Πας τις δύναται να
σχηματίση επί του ζητήματος τούτου ιδίαν πεποίθησιν· αλλ' είναι δυνατόν
να παραδεχθώμεν ότι δυνάμεθα να καταλήξωσεν εις βέβαιον συμπέρασμα, το
οποίον ήθελε γείνη παραδεκτόν από όλους. Εν πάση περιπτώσει, είναι
φανερόν ότι ο Κύριος ημών είχε στενάς σχέσεις από απαλών ονύχων με
πολλούς και διαφόρους συγγενείς ή αδελφούς, μεγαλειτέρους ή μικροτέρους
αυτού κατά την ηλικίαν, οίτινες ήσαν άνθρωποι διαπύρου ζήλου, απλότητος
εξικνουμένης σχεδόν μέχρις Εσαίου ασκητισμού, εχθρικώς διακείμενοι προς
παν είδος διαφθοράς, παρεκτροπής ή αμαρτήματος, ευλαβούμενοι και
αφωσιωμένοι εξ όλης ψυχής εις τας περί Μεσσίου ελπίδας του έθνους, ακόμη
δε και εις την τήρησιν όλων των θρησκευτικών τελετών της χώρας.
Γνωρίζομεν δε ότι, καίτοι βραδύτερον υπήρξαν οι στυλοβάται της νηπιώδους
ακόμη εκκλησίας, εν τούτοις κατ' αρχάς δεν επίστευον εις την θεότητα
του Κυρίου ημών, ή τουλάχιστον είχον ιδέας αντικειμένας προς την
αποστολήν του. Εν πάση περιπτώσει ο Ιησούς δεν εύρε μεταξύ τούτων τους
πιστοτέρους οπαδούς του ή τους προσφιλεστέρους συντρόφους του. Εφαίνετο
ότι υπήρχε παρ' αυτοίς δόσις τις ισχυρογνωμοσύνης, Ιουδαϊκής επιμονής,
έλλειψις συμπαθείας, απουσία πλήρης παντός στοιχείου τρυφερότητος και
σεβασμού. Ο Πέτρος ο πλήρης αγάπης προς το πρόσωπον του Χριστού και εις
αυτάς τας στιγμάς της χειροτέρας αδυναμίας του, ο πάντοτε γενναιόφρων
και πάντοτε μεγαλόψυχος, ο Ιάκωβος ο υιός του Ζεβεδαίου, ο ήρεμος και
επιφυλακτικός και συνετός και φιλαλήθης, και υπέρ πάντας ο Ιωάννης
ούτινος η ορμητικότης εχύνετο από μίαν ψυχήν εμπεπλησμένην απείρου
τρυφερότητος ήσαν προσφιλέστεροι και πολυτιμότεροι δι' αυτόν από όλους
τους αδελφούς του και τους συγγενείς του. Μία αγρίως επιθετική ηθική
είναι ολιγώτερον ωραία από μίαν απορροφητικήν και ανεξίκακον αγάπην.
Αν παραδεχθώμεν ότι ο Ιησούς είχεν αδελφούς, είναι πιθανόν ότι
ειργάζοντο μαζύ του εις το αυτό ταπεινόν επάγγελμα, και ότι συνέζων μετ'
αυτού υπό την αυτήν πτωχικήν στέγην. Εν τούτοις είμεθα βέβαιοι εξ άλλου
ότι ο Ιησούς συνείθιζεν ως επί το πλείστον να μένη μόνος. Η απομόνωσις
και η ερημία τού έφερε την έμπνευσιν, τον έθετεν εις άμεσον επικοινωνίαν
με τον ουράνιον Πατέρα του. Και αναμφιβόλως εζήτει την σπομόνωσιν
ταύτην εις μακρούς περιπάτους ανά τους χλοάζοντας λόφους, υπό τας συκάς
και τας ελαίας, εν τω μέσω ηρέμων αγρών, κατά τα μεσημβρινά καύματα και
υπό τα άστρα της νυκτός. Ουδεμία ψυχή δύναται να διασώση το άρωμα και
την αβρότητα της υπάρξεώς της άνευ της σιωπηλής προσευχής και του
ρεμβασμού και της σκέψεως· και το μέγεθος της ανάγκης ταύτης είναι
ανάλογον προς το μέγεθος της ψυχής. Υπάρχουν πολλαί στιγμαί εις το
τριετές διάστημα της διδασκαλίας του Κυρίου ημών, καθ' ας απεμάκρυνεν
αφ' εαυτού τους πιστοτέρους και προσφιλεστέρους μαθητάς του, διά να
μείνη μόνος με τον εαυτόν του.
Ελέχθη ότι δύο μόνον μέρη υπάρχουν εν Παλαιστίνη, όπου δυνάμεθα να
έχωμεν την απόλυτον ηθικήν βεβαιότατα ότι περιεπάτησαν οι πόδες του
Χριστού, — και ονομαστικώς τα περίχωρα του εν Σεχέμ φρέατος, και η καμπή
του δρόμου εκείνου, όστις άγει από Βηθανίας εις το όρος των Ελαιών,
οπόθεν διακρίνεται καθαρώς η Ιερουσαλήμ. Αλλ' εις ταύτα προσθέτω και δύο
τουλάχιστον άλλα, τον στενόν απότομον δρόμον, όστις φέρει εις το χωρίον
Ναΐν, και την κορυφήν του λόφου, εφ' ου είναι εκτισμένη η Ναζαρέτ. Η
κορυφή αύτη δεν στολίζεται σήμερον υπό χριστιανικού τινος μνημείου·
μολύνεται δυστυχώς από το άθλιον, το κατεστραμμένον, το απαίσιον
κενοτάφιον αφανούς τινος μωαμεθανού αγίου. Βεβαίως δεν υπάρχει σήμερον
εν Ναζαρέτ κανέν δεκαετές παιδίον, όσον μελαγχολικόν και αναίσθητον και
αν υποτεθή, το οποίον να μη ανήλθε πολλάκις εις την κορυφήν εκείνου του
λόφου· και βεβαίως κατά τους παλαιοτέρους χρόνους δεν είνε δυνατόν να
ευρέθη έν παιδίον, το οποίον να μη ηκολούθησε το κοινότατον ένστικτον
της ανθρωπίνης φύσεως και να μη ανερριχήθη εις εκείνας τας θυμοφύτους
κλιτύας και να μη έφθασεν εις την κορυφήν, από την οποίαν παρουσιάζεται
ένα θέαμα τόσον μαγευτικόν της μεγάλης πόλεως της πολυανθρώπου. Ο λόφος
υψούται εις ύψος εξακοσίων ποδών άνωθεν της επιφανείας της θαλάσσης.
Τετρακοσίους ή πεντακοσίους πόδας κάτω απλούται η ευδαίμων κοιλάς. Η
άποψις εκ μέρους τούτου θα εθεωρείται εις πάσαν χώραν του κόσμου
θελκτική και ερασμία· προσδέχεται δε έν θέλγητρον μάλλον απερίγραπτον εκ
της πεποιθήσεως ημών ότι, εκεί, εν τω μέσω των ανθέων του όρους,
ριπιζόμενος υπό της αύρας, ήτις ηνέμιζε την κόμην εκ των κροτάφων του, ο
Ιησούς παρηκολούθει πολλάκις διά των οφθαλμών την πτήσιν των αετών εις
τον κυανούν αιθέρα και ανέτεινε την κεφαλήν του προς τα άνω εις το
άκουσμα του κρότου των πτερύγων της μακράς σειράς των πελαργών, των
αεροπορούντων από τον χείμαρρον Κισών προς την λίμνην της Γαλιλαίας. Και
οίον θέαμα εξηπλούτο προ αυτού από τον χλοάζοντα εκείνον λόφον, όστις
εμυρόνετο από τας αποπνοίας του θύμου! Δι' αυτόν πας αγρός και πάσα
συκή, οι φοίνικες και οι κήποι, αι οικίαι και αι συναγωγαί ήσαν γνώριμα
αντικείμενα· και υπέρ πάσας τας άλλας οικίας, με τας τετραγώνους στέγας
των, ο οφθαλμός του θα προσηλούτο ευδαιμόνως εις το μικρόν κατάλυμμα του
τέκνονος. Προς βορράν, κάτω της πολίχνης, έκειτο η στενή και εύφορος
πεδιάς η σήμερον καλουμένη Ελ-Βουτέφ, από μέσα από την οποίαν ορθούνται
οι δενδρόφυτοι λόφοι της Νεφθαλείμ· και περίοπτος εις ένα εκ τούτων ήτο η
Σαφέδ, «η πόλις η επί λόφου εκτισμένη». Υπεράνω τούτων, μακράν εις τον
ορίζοντα, το όρος Ερμών, ύψωνεν εις την κυανήν ατμόσφαιραν τον
μεγαλοπρεπή όγκον των κολοσσαίων νώτων του, των λευκών από τας αιωνίους
χιόνας. Προς ανατολάς εις απόστασιν ολίγων μιλίων, ωρθούτο η πράσινη και
στρογγυλή κορυφή του Θαβώρ, πλήρης δρυών. Προς δυσμάς, ο Χριστός
προσήλονε τους οφθαλμούς του διά μέσου του διαφανούς αέρος επί της
πορφυράς αλύσεως του Καρμήλου, εις τα δάση του οποίου ο Ηλίας είχεν
εύρει κατοικίαν. Προς νότον, διακοπτομένη μόνον από την γλαφυράν
κατατομήν του μικρού Ερμόν και του Γιλβοά, ηπλούτο πεδιάς του Εσδρακλόν,
η τόσον αξιομνημόνευτος εν τη ιστορία της Παλαιστίνης και του κόσμου·
διά της πεδιάδος ταύτης ειλίσσετο ο από νότου δρόμος προς την πόλιν
εκείνην, ήτις υπήρξε το σφαγείον των προφητών, και όπου προέβλεπεν ίσως
από τώρα ο Ιησούς, εις ένα προφητικόν δράμα, την αγωνίαν εν τω κήπω,
τους εμπαιγμούς και τους εμπτυσμούς, τον σταυρόν και τον ακάνθινον
στέφανον.
Η σκηνογραφία, ήτις ηπλούτο εκεί υπό τους οφθαλμούς του νεαρού Ιησού
ήτο το κεντρικώτερον μέρος του κόσμου, το οποίον ήλθε να σώση. Έκειτο
εις αυτήν την καρδίαν της γης Ισραήλ και εν τούτοις εκεί πλησίον ήσαν,
χωριζόμεναι από ένα στενόν όριον λόφων και χειμάρρων, η Φοινίκη, η
Συρία, η Αραβία, η Βαβυλών, η Αίγυπτος. Αι Νήσοι των Εθνών, και όλαι αι
δοξασμέναι χώραι της Ευρώπης ήσαν σχεδόν οραταί υπεράνω της
απαστραπτούσης επιφανείας των υδάτων της δυτικής εκείνης θαλάσσης. Αι
σημαίαι της Ρώμης εκυμάτιζον εις την πεδιάδα την προ αυτού· η γλώσσα των
Ελλήνων ωμιλείτο εις τας κάτω απλουμένας πόλεις. Και όσον γαληνιαία και
αν εφαίνετο τώρα η χώρα εκείνη, η πρασινίζουσα ως να είχε στρωθή με
σμαράγδους, η πλουσία εις φως, υπήρξεν από ετών ένα πεδίον μάχης μεταξύ
των εθνών. Φαραώ και Πτολεμαίοι, Εμίραι και Αρσίται, Κριταί και Ύπατοι,
είχον αποδυθή όλοι, εις μίαν αιματηράν αμφισβήτησιν της μειδιώσης
εκείνης χώρας. Απήστραψεν από την λάμψιν τον δοράτων τον Αμαληκιτών·
διεσείσθη από τους βαρείς τροχούς των αρμάτων του Σεσώστριδος· απήχησεν
από τας συριζούσας νευράς του Σεναχερίβ· είχε ποδοπατηθή υπό των
φαλαγγών του Μακεδόνος· ηκούσθη εκεί η κλαγγή των ρωμαϊκών όπλων·
προωρίζετο κατόπιν να αισθανθή το μένος των σταυροφόρων — μίαν μεγάλην
εποποιίαν ηρωισμού και δόξης — και ν' αντιλαλήση τας αγρίας κραυγάς των
από Αγγλίας και Γαλλίας καταβάντων πολεμιστών. Εις την κοιλάδα εκείνην
του Ιεσραέλ η Ευρώπη και η Ασία, ο Ιουδαϊσμός και ο Χριστιανισμός, η
Βαρβαρότης και ο Πολιτισμός, το Παλαιόν και το Νέον Συμβόλαιον, η
Ιστορία του παρελθόντος και αι ελπίδες του παρόντος, εφαίνετο ως να
είχον συναντηθή επί το αυτό. Και ενείχεν η σκηνογραφία εκείνη, επί της
οποίας πολλάκις προσήλωσε ρεμβός τους οφθαλμούς του ο Ιησούς, μίαν
σημασίαν πλέον πάσης άλλης βαθυτέραν διά τας τύχας της ανθρωπότητος.