Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου — «Ο αμνός
του Θεού» — Ο Ανδρέας και ο Ιωάννης — Σίμων — Προσωπική επιρροή του
Ιησού — Φίλιππος — Ναθαναήλ — «Υπό την συκήν»
Και αφού ενίκησε τον πειρασμόν και εξήλθε σώος και αμόλυντος εκ της
μεγάλης εκείνης δοκιμασίας, ο Σωτήρ εγκατέλιπε την έρημον και
επανέκαμψεν εις τας όχθας του Ιορδάνου.
Τα συνοπτικά Ευαγγέλια, άτινα περιγράφουν μόνον την εν Γαλιλαία
διδασκαλίαν, χρονολογουμένην από της φυλακίσεως του Ιωάννου, παραλείπουν
πάντα τα μεσολαβούντα γεγονότα και μνημονεύουν μόνον την αναχώρησιν του
Ιησού εις Γαλιλαίαν (Ματ. 4, 12). Αλλ' εις τον τέταρτον Ευαγγελιστήν
οφείλομεν την ωραίαν περιγραφήν των ημερών, αίτινες επηκολούθησαν αμέσως
τον πειρασμόν του Σατανά. Ούτω η εν Ιουδαία διδασκαλία φέρεται υπ'
αυτού το πρώτον εις φως. Ο Ιωάννης φαίνεται ως να είχε διαρκώς υπ' όψει
το να μη αφηγηθή τίποτε εκ των όσων δεν είδεν ιδίοις όμμασι, και
υπάρχουν σαφείς τινες ενδείξεις, ότι ο Ευαγγελιστής συνεδέετο ιδιαιτέρως
με την Ιερουσαλήμ (Ιω. 19, 27 — 18, 16). Ο Ιωάννης ήτο αλιεύς το
επάγγελμα, και δεν είνε απίθανον, αφού η Ιερουσαλήμ επρομηθεύετο μεγάλην
ποσότητα ιχθύων εκ της λίμνης της Γαλιλαίας, να μετέβαινεν εκεί εις
ωρισμένας εποχάς και να εβοήθη το πατέρα του και τον αδελφόν του εις τας
εργασίας των. Ούτοι ως ιδιοκτήται ιδίου αλιευτικού πλοίου και
προϊστάμενοι πολλών εμμίσθων εργατών, κατείχον προφανώς καλήν κοινωνικήν
θέσιν. Όπως και αν έχη το πράγμα, ο Ιωάννης είνε ο μόνος Ευαγγελιστής,
όστις εξιστορεί την προσχώρησιν των πρώτων Αποστόλων εις τας αρχάς του
Ιησού, και αφηγείται μάλιστα όλα εκείνα τα επεισόδια μετά των
λεπτομερειών και της γραφικής τρυφερότητος ανθρώπου εις την ψυχήν και
εις την καρδίαν του οποίου αφήκαν βαθυτάτην εντύπωσιν.
Η εξ ιερέων και Λευιτών πρεσβεία του Συνεδρίου, περί ης εγένετο λόγος
ανωτέρω, απεστάλη εις τον Βαπτιστήν την προτεραίαν της επανόδου του
Κυρίου ημών εκ της ερήμου· και όταν ο Ιωάννης είδε την ακόλουθον ημέραν
πλησιάζοντα τον Ιησούν, εμαρτύρησε δημοσία ότι Αυτός ήτο «ο Αμνός του
Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Αν ο Βαπτιστής υπενόει τον αμνόν
του Πάσχα, ή τον αμνόν της πρωινής και της εσπερινής θυσίας, αν η λέξις
κόσμος είναι απλή εκδοχή της Ελληνικής λέξεως «λαός», αν αντελαμβάνετο
την βαθείαν σημασίαν των λόγων του ή ωμίλει εξ απλής προφητικής
εμπνεύσεως, — δεν δυνάμεθα να είπωμεν.
Όσον όμως σημαντική και αν ήτο η προφητεία του εκείνη, φαίνεται ότι
την πρώτην ημέραν δεν επέφερεν άμεσόν τι αποτέλεσμα. Την επαύριον όμως
ενώ ο Βαπτιστής «ειστήκει πάλιν» εν τω μέσω δύο μαθητών του, είδε τον
Ιησούν περιπατούντα, και προσηλώσας επ' αυτού εκστατικόν και φλογερόν
όμμα, ανεφώνησεν εκ νέου, ωσεί υπό ακουσίου τρόμου και θαυμασμού
συσχεθείς: «Ίδε ο αμνός του Θεού!»
Οι λόγοι ούτοι ενείχον βαθυτάτην έννοιαν και ενεποίησαν μεγάλην
αίσθησιν εις τους δύο μαθητάς του Ιωάννου, οίτινες ηκολούθησαν τον
αντιπαρερχόμενον Ιησούν· Εκείνος ήκουσε τον θόρυβον των βημάτων,
στραφείς δε και «θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας», τους ηρώτησεν ηπίως:
«τι ζητείτε;
Ήτο ήδη η αρχή της διδασκαλίας του· και οι μαθηταί του Βαπτιστού δεν
ηδύναντο ακόμη να γνωρίζουν τις πράγματι ήτο· δεν είχον ακούσει μέχρι
τούδε τους γλυκείς λόγους, οίτινες έρρεον εκ του στόματός του· ήρχοντο
προς αυτόν ίσως εξ απλής περιεργείας· εξ άλλου όμως δυνατόν να τους
έφερε προς αυτόν μία ακαταμάχητος εσωτερική ώθησις.
Πόσον όμως βαθεία και πλήρης σημασίας είναι η ερώτησις του Χριστού.
Είς από τους μεγαλειτέρους αγίους της Δυτικής Εκκλησίας, ο Άγιος
Βερνάρδος, συνείθιζε να προοιδοποή εαυτόν διά της μεγάλης ταύτης
ερωτήσεως: Ber! narde, ad quid venisti ? — «Βερνάρδε προς τίνα σκοπόν
ήλθες ενταύθα;» Προκειμένου να εξετάση τις εαυτόν, προκειμένου ν'
ανιχνεύση εντός της συνειδήσεώς του, δεν υπάρχει βαθυτέρα ερώτησις· όλη
όμως η σημασία της συνεκεντρούτο εις δύο απλάς λέξεις: «Τι ζητείτε;»
Οι νεαροί Γαλιλαίοι δεν ηδύναντο βεβαίως πρώτην φοράν να εισχωρήσουν
εις το βαθύ νόημα τον λόγων του Ιησού και ν' απαντήσουν καταλλήλως.
Απεδείκνυεν όμως η απάντησίς των την δίψαν ήτις τους εφλόγιζε να μάθουν
και να φωτισθούν. «Διδάσκαλε», είπον (και ο τίτλος ο τιμητικός ον
απένειμαν εις τον Ιησούν, εδείκνυεν οπόσον βαθείαν αίσθησιν είχεν
εμποιήσει εις αυτούς η παρουσία του) «πού μένεις;»
Πού έμενε δεν γνωρίζομεν. Ίσως εις μίαν προσωρινήν καλύβην,
κατεσκευασμένην με κλάδους και φύλλα. Και ούτω φαίνεται ότι εστεγάζοντο
και όλα εκείνα τα πλήθη άτινα είχον συρρεύσει πανταχόθεν εις το βάπτισμα
του Ιωάννου. «Λέγει αυτοίς, έρχεσθε και ίδετε.» Αι λέξεις ήσαν πάλιν
απλούσταται, αν και απαντώσιν εις χωρία εγκλείοντα βαθύτατα νοήματα.
Τώρα όμως είχον αποτέλεσμα πλέον ή άλλοτε αξιοσημείωτον. Ήλθον και είδον
πού έμενεν ο Ιησούς, και επειδή ήτο τότε ωσεί τετάρτη μετά μεσημβρίαν,
έμειναν παρ' αυτώ την ημέραν εκείνην· και πιθανώς εκοιμήθησαν παρ' αυτώ
την νύκτα εκείνην· και προτού ο ύπνος κλείση τα βλέφαρά των, εγνώριζον
και ησθάνοντο εις τα μύχια της καρδίας των ότι η βασιλεία των ουρανών
είχεν έλθει, ότι αι ελπίδες των αιώνων τώρα είχον πληρωθή, ότι
ευρίσκοντο προ Εκείνου, τον οποίον επόθουν όλα τα έθνη, προ του Ιερέως
του μεγαλειτέρου του Ααρών, του προφήτου του μεγαλειτέρου του Μωυσέως,
του βασιλέως του μεγαλειτέρου του Δαυίδ, του αληθούς Αστέρος του Ιακώβ
και Σκήπτρου του Ισραήλ.
Είς εκ των δύο εκείνων νέων, οίτινες τόσον ενωρίς προσεχώρησαν εις
Χριστόν, ήτο ο Ανδρέας. Ο άλλος παρέλειψε το όνομά του, διότι ήτο ο
αφηγούμενος το επεισόδιον, ο αγαπητός μαθητής, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Ουδέν θαυμαστόν αν αι παραμικροτέραι λεπτομέρειαι, μέχρι και αυτής της
ώρας της συναντήσεως, έμειναν εντετυπωμέναι εις την μνήμην του
αλησμόνητοι μέχρι γήρατος.
Πρώτη φροντίς του Ανδρέα ήτο να εύρη τον αδελφόν του Σίμωνα και να
αναγγείλη εις αυτόν το μέγα «Εύρηκα». Ωδήγησεν αυτόν εις τον Ιησούν, και
ο Ιησούς εμβλέψας προς αυτόν ζωηρώς με το υπέροχον εκείνο όμμα, όπερ
εισέδυε μέχρι των μυχιωτέρων σκέψεων, εννοήσας δι' ενός μόνου βλέμματος
όλην την αδυναμίαν του χαρακτήρος, αλλά και όλον το έκλαμπρον μεγαλείον
του ταπεινού εκείνου αλιέως, είπεν εις αυτόν αποδούς όνομα, βραδύτερον
έμελλε να επικυρωθή τόσον πανδήμως: «Συ ει Σίμων, ο υιός Ιωνά· συ
κληθήση Κηφάς·» δηλαδή: «Συ είσαι ο Σίμων, ο υιός της περιστεράς·
από τούδε και εις το εξής θα είσαι ως ο βράχος εις τον οποίον η
περιστερά κτίζει την φωλεάν της». Ο Ιησούς έπαιζε βεβαίως με την λέξιν,
αλλά το λογοπαίγνιον ήτο συμβολικόν και βαθύτατον. Μόνον οι ανόητοι και
οι αμαθείς θα ίδουν εις τούτο παρεκτροπήν από της αξιοπρεπείας του
Χριστού. Η κεκρυμμένη σημασία των λέξεων υπήρξε καθ' όλους τους αιώνας
συμβολική διά τους Ιουδαίους, οίτινες εθεώρουν την γλώσσαν των όχι
ολιγώτερον ιεράν των πολυτίμων λίθων των κοσμούντων τα στήθη του Ααρών. Η
πεποίθησίς των επί την μυστικήν παντοδυναμίαν των ήχων, η δοξασία ότι
αι λέξεις υπεδήλουν το πεπρωμένον ενός ανθρώπου και τον επί γης
προορισμόν αυτού, ημπορεί να φανούν ανόητοι εις τους τυχόντας τεχνικής
μορφώσεως, υπήρξαν όμως καθ' όλους τους αιώνας μεγάλοι φιλόσοφοι,
οίτινες απέδωκαν εις αυτάς την πρέπουσαν σημασίαν.
Πώς συνέβη οι νέοι εκείνοι της Γαλιλαίας, — είς Ιωάννης τόσον
φλογερός, αλλά και τόσον σκεπτικιστής, και είς Πέτρος τόσον ορμητικός
εις τας συμπαθείας του, αλλά και τόσον δειλός εις τας αποφάσεις του, να
προσπέσουν με έν μόνον βλέμμα, με μίαν μόνον λέξιν, εις τους πόδας του
Σωτήρος! Πώς συνέβη, ώστε εις μίαν αιφνιδίαν αποκάλυψιν, εις ένα
απρόοπτον κύμα εμπνεύσεων, ν' αναγνωρίσουν εν τω προσώπω του τέκτονος
της Ναζαρέτ τον Μεσσίαν της προφητείας, τον Υιόν του Θεού, τον Σωτήρα
του Κόσμου;
Αναμφιβόλως εκ των όσων περί Αυτού εμαρτύρησεν ο Ιωάννης, αλλ' ίσως
και εκ μόνου του βλέμματός του. Επί του ζητήματος τούτου η παράδοσις
ποικίλλει σημαντικώς· και αφού τόσον ενέχει ενδιαφέρον, δεν είναι
άσκοπον να ενδιατρίψωμεν ολίγον επ' αυτού.
Οι μελετήσαντες τας μεσαιωνικάς εικόνας του Χριστού παρετήρησαν
βεβαίως, ότι τινές εκ τούτων είναι αισχρώς και απεχθώς βδελυραί, ενώ
άλλαι παρουσιάζουν μίαν σύλληψιν του πλέον αιθερίου και πλέον ερασμίου
ιδεώδους του ανθρωπίνου κάλλους. Πόθεν προήλθεν η περίεργος αύτη
διαφορά;
Προήλθεν εκ των προφητικών χωρίων, άτινα ενομίσθησαν ότι υπεδείκνυον την εμφάνισιν του Μεσσίου καθώς και την ζωήν αυτού.
Η Εκκλησία των πρώτων χριστιανικών χρόνων, συνειθισμένη εις την
υπέροχον τελειότητα με την οποίαν η γλυπτική περιέβαλε τας ωραίας
συλλήψεις των νεωτέρων θεών του Ολύμπου, και γνωρίζουσα εκτός τούτου την
απαισίαν διαφθοράν την οποίαν ασκεί πάσα φιλήδονος φαντασία, έλαβεν ως
ιδεώδες, διά να παραστήση το πρόσωπον του Χριστού, τας μελαγχολικάς
εικόνας των προφητών Ησαΐα και Δαυίδ, εικόνας πασχόντων εξορίστων,
ταπεινών και εξηντλημένων. Το κάλλος του, λέγει ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός
ήτο εν τη ψυχή του και εις τας πράξεις του, αλλά σωματικώς ο Ιησούς ήτο
ταπεινός. Ιουστίνος ο Μάρτυς παριστά τον Χριστόν αειδή, άδοξον, άτιμον.
«Το σώμα του» λέγει ο Ωριγένης, «ήτο μικρόν και δυσειδές και αγενές.»
«Το σώμα του», λέγει ο Τερτυλλιανός δεν είχε καμμίαν ανθρωπίνην
ωραιότητα, και κατά πολύ ισχυρότερον λόγον ουδεμίαν ουρανίαν
λαμπρότητα.» Ο εθνικός Κέλσιος, ως πληροφορούμεθα εκ του Ωριγένους,
εποφελείτο της πατροπαραδότου ταύτης σωματικής ποταπότητος και ασχημίας
διά ν' αποκηρύσση την εκ Θεού καταγωγήν του. Η άμιλλα αύτη όπως
παριστάνεται ο Χριστός όσον το δυνατόν δυσειδέστερος, προέβη μάλιστα και
περαιτέρω. Τον εφαντάσθησαν και λεπρόν ακόμη, αυτόν τον τόσους
θεραπεύσαντα λεπρούς.
Εξ αντιδράσεως αφ' ετέρου προς τας αηδείς ταύτας φαντασιοπληξίας,
υπήρξαν πολλοί οίτινες υπεστήριζον ότι ο Ιησούς, ως προς το είδος το
ανθρώπινον, αντικατώπτριζε πιστώς την γοητείαν της μορφής και το κάλλος
του Δαυΐδ, του μεγάλου προγόνου του· και ο Άγιος Ιερώνυμος και ο άγιος
Αυγουστίνος επροτίμων να εφαρμόζουν εις αυτόν τας λέξεις των Ψαλμών:
«Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων.» Φυσικόν ήτο, αφού
ελλείπουν θετικαί αποδείξεις, ν' αποκτήση η γνώμη αύτη περισσοτέρας
συμπαθείας, και να εμπνεύση όλας τας εκείνας τας περιγραφάς της
ποιήσεως, τας πλήρεις μεγαλείου και συμπαθείας, και όλας εκείνας τας
αναπαραστάσεις του Χριστού τας οποίας βλέπομεν εις τα μεγάλα ζωγραφικά
έργα του Φρα Αντζέλικο, του Βερναρδίνου Λουίνη, του Λεονάρδου Βίντσι,
του Ραφαήλ και του Τιτιανού.
Ανεξαρτήτως πάσης παραδόσεως δυνάμεθα ασφαλώς να πιστεύωμεν ότι ουδέν
υπήρχε το δυσειδές ή το απεχθές, — ότι απεναντίας υπήρχε κάτι το
ωραίον, ως λέγει ο Άγιος Ιερώνυμος, — εις το φθαρτόν περίβλημα όπερ
ενέκλειε μίαν Αιωνίαν θεότητα και μίαν Άπειρον Αγιότητα. Παν αληθές
κάλλος είνε «το μυστήριον της θεότητος», και συνείδησις τόσον
ακηλίδωτος, πνεύμα τόσον αρμονικόν, ζωή τόσον αγνώς ευγενής, δεν
ηδύναντο παρά ν' αντανακλώνται εις τους τρόπους και εις το πρόσωπον του
Υιού του Ανθρώπου. Ουδαμού ευρίσκομεν βεβαίως υπαινιγμόν τινα σχετικόν
προς το θέλγητρον τούτο της μορφής, όπως ευρίσκομεν εν τη περιγραφή του
νεαρού Αρχιερέως Αριστοβόλου, τον οποίον ο Ηρώδης εδολοφόνησεν· αλλ' αφ'
ετέρου δεν ευρίσκομεν εις την γλώσσαν των εχθρών του και μίαν λέξιν ή
ένα υπαινιγμόν όστις ηδύνατο να βασισθή επί της δυσμορφίας του Χριστού.
Εκείνος περί του οποίου ο Ιωάννης εμαρτύρησεν ότι ήτο ο Χριστός, —
Εκείνος, ον τα πλήθη μετά χαράς θα καθίστων Βασιλέα των, — Εκείνος, τον
οποίον η αγία πόλις εχαιρέτισε διά θριαμβευτικών κραυγών ως Υιόν του
Δαυίδ, — Εκείνος, τον οποίον υπηρετούν αι γυναίκες μετά τόσον βαθείας
ευλαβείας και τοιαύτης αφοσιώσεως, και ούτινος η μορφή επλήρωσεν εις
μίαν τεταραγμένην εικόνα ονείρου την φαντασίαν μιας Ρωμαίας δεσποίνης με
τρόμον και ενδιαφέρον, — Εκείνος, όστις με δύο μόνον λέξεις ηνάγκασε
τον Φίλιππον και τον Ματθαίον και πολλούς άλλους να καταλίπουν το παν
και να τον ακολουθήσουν, — Εκείνος, ούτινος έν μόνον βλέμμα συνέτριψε
την αγωνιωδώς μετανοούσαν καρδίαν του Πέτρου, — Εκείνος, προ της
παρουσίας του οποίου οι κατειλημμένοι υπό δαιμονίων εθεραπεύοντο και εις
την ερώτησιν του οποίου, εν αυτή τη κρίσει της αδυναμίας του, οι
αγριώτατοι εχθροί του κατελήφθησαν υπό τρόμου και έπεσαν κατά γης εις
μίαν στιγμήν καθ' ην η λύσσα των είχε κορυφωθή, — δεν ηδύνατο να
στερήται του προσωπικού μεγαλείου Προφήτου και Ιερέως. Όλα τα γεγονότα
της ζωής του λαλούσι πειστικώς περί της δυνάμεως εκείνης του χαρακτήρος,
και της καρτερικότητος και της αξιοπρεπείας και της ηλεκτρικής
επιρροής, προσόντα τα οποία ουδείς δύναται να έχη, αν δεν είναι
πεπροικισμένος με μεγάλα ανθρώπινα και πνευματικά δώρα. «Βεβαίως», λέγει
ο Άγιος Ιερώνυμος, «φλοξ πυρός και λαμπρότης άστρου απήστραπτεν εκ του
οφθαλμού του, και το μεγαλείον της θεότητος έλαμπεν εις το πρόσωπόν
του». Η περιγραφή αύτη δύναται να θεωρηθή ακριβής· διότι η λέξις
«θάμβος» είναι έκφρασις την οποίαν συχνάκις μεταχειρίζονται οι
Ευαγγελισταί, όπως εκφράσουν το αποτέλεσμα όπερ είχεν η παρουσία του εις
τους εχθρούς και φίλους του.
Η τρίτη ημέρα μετά την επάνοδον εκ της έρημου φαίνεται ότι κατηναλώθη
υπό του Ιησού εις συζητήσεις μετά των νέων μαθητών του. Την επαύριον
ηθέλησε να επιστρέψη εις Γαλιλαίαν, και καθ' οδόν συνήντησε και άλλον
αλιέα, τον Φίλιππον τον από Βηθσαϊδά. Εξ όλων των Αποστόλων μόνος ο
Φίλιππος είχεν ελληνικόν όνομα, προερχόμενον ίσως εκ του τετράρχου
Φιλίππου, αφού η συνήθεια του να δίδωνται εις τα παιδία τα ονόματα των
βασιλευόντων ηγεμόνων ήτο κοινή. Αν το πράγμα έχη ούτω, ο Φίλιππος ήτο
κατ' εκείνην την εποχήν τριάκοντα περίπου ετών. Πιθανώς το ελληνικόν
τούτο το όνομα δεικνύει συγγένειαν με ελληνόφωνόν τινα πληθυσμόν, εκ των
πολλών οίτινες ήσαν την εποχήν εκείνην ανάμικτοι με τους Γαλιλαίους εις
τας όχθας της Γεννησαρέτ, και εις τούτο ίσως οφείλεται το γεγονός ότι
οι Έλληνες, οίτινες επεθύμησαν να ίδουν τον Σωτήρα, κατά την τελευταίαν
εβδομάδα του βίου του, επροτίμησαν ν' απευθυνθούν μάλλον εις αυτόν παρά
εις άλλον τινά Απόστολον. Μία λέξις, μία μόνη πρόσκλησις: «Ακολούθει
μου», ήρκεσεν όπως συνδέση διά παντός με τον Ιησούν τον ευγενή και
άδολον Απόστολον, τον οποίον κατά πάσαν πιθανότητα είχε γνωρίσει
προηγουμένως.
Την ακόλουθον ημέραν προσετέθει και πέμπτος νεόφυτος εις τον άγιον
και ευδαίμονα εκείνον όμιλον. Φλεγόμενος υπό του πόθου να διακοινώση την
μεγάλην ανακάλυψιν, την οποίαν είχε κάμει, ο Φίλιππος εύρε τον φίλον
του Ναθαναήλ εξασκών τοιουτοτρόπως το θειότατον προνόμιον της φιλίας,
όπερ είνε το ν' ανακοινώμεν εις τους άλλους παν ό,τι θείον ησθάνθημεν
και είδομεν ημείς αυτοί. Ο Ναθαναήλ εν τω καταλόγω των Αποστόλων
εξομοιούται γενικώς και σχεδόν αδιαμφισβητήτως με τον Βαρθολομαίον·
διότι «Βαρθολομαίος» είναι λέξις σύνθετος εκ του «Βαρ» και «θολμαί» και
σημαίνει τον «υιόν του Θολμαί» και ενώ του Ναθαναήλ γίνεται μνεία υπό το
όνομα τούτο μόνον εις έν χωρίον (Ιω. 21, 2) ο Βαρθολομαίος συνδέεται εν
τω καταλόγω των Αποστόλων σχεδόν πάντοτε με τον Φίλιππον. Επειδή δε
κατώκει εν Κανά της Γαλιλαίας, ο υιός του Θολμαί ηδύνατο να σχετισθή
ευκόλως με τον νεαρόν αλιέα της Γεννησαρέτ. Και εν τούτοις ήτο τόσον
μεγάλη η απομόνωσις εις την οποίαν είχε ζήσει μέχρι τούδε ο Χριστός,
ώστε, μολονότι ο Ναθαναήλ εγνώριζε τον Φίλιππον, ήκουεν όμως πρώτην
φοράν το όνομα του Ιησού. Το απλοϊκόν πνεύμα του Φιλίππου εφαίνετο
αρεσκόμενον εις την αντίθεσιν, ήτις υπήρχε μεταξύ του μεγαλείου της
αποστολής του Χριστού και της ταπεινότητος της καταγωγής του. «Ον έγραψε
Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν». Και τις ήτο εκείνος τον
οποίον ευρήκε; Κανείς νεαρός ηγεμών της δυναστείας του Ηρώδου; Νεαρός
τις Ασμοναίος ιερεύς; Φωτεινόν τι πνεύμα εκ των σχολών του Ιλλήλ και του
Σαμμαΐ; Όχι, ήτο μόνον «ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, ο από Ναζαρέτ».
Ο Ναθαναήλ φαίνεται ότι ησθάνθη την αντίθεσιν. Ηννόησε την σημασίαν
των λόγων του Φιλίππου. Ο Μεσσίας ευρέθη, και όμως ήτο από την Ναζαρέτ!
Ήτο πιθανώς, όπως λέγει και η παράδοσις, ο μάλλον ανεπτυγμένος των
Αποστόλων. Και η απάντησίς του θεωρείται πλέον παροιμιώδης: «Εκ Ναζαρέτ
δύναται τι αγαθόν είναι;» Ο Ναθαναήλ ίσως υπαινίσσετο την λέξιν «ναζόρα»
εξ ης παράγεται το όνομα Ναζαρέτ, και ήτις σημαίνει: «άξιος
περιφρονήσεως». Ίσως όμως και να ηνόει ότι η Ναζαρέτ ήτο πόλις ασήμαντος
και ταπεινή, κλεισμένη μέσα εις μίαν μικράν αγρίαν κοιλάδα. Και ο
Φίλιππος, τέλειος πλέον μαθητής του Ιησού, απαντά εις τον Ναθαναήλ με
τας ιδίας λέξεις του διδασκάλου του:
«Έρχου και ίδε».
Και σήμερον ακόμη, η ερώτησις — «Εκ Ναζαρέτ δύναται τι αγαθόν είναι;»
— Επαναλαμβάνεται συχνάκις, και η μόνη απάντησις — σχεδόν η μόνη δυνατή
απάντησις, — είνε και τώρα, όπως ήτο τότε, «Έρχου και ίδε». Τότε
εσήμαινε, έρχου και ίδε τον Λαλούντα ως ουδέποτε άνθρωπος ελάλησεν·
έρχου και ίδε Εκείνον, τον ταπεινόν τέκτονα τον από Ναζαρέτ, όστις
δεσπόζει των ψυχών πάντων τον προσεγγιζόντων αυτόν, αποκαλύπτων διά
μόνης της παρουσίας του τα μυστικά των καρδιών, και σύρων όπισθέν του
τους αμαρτωλούς εις μίαν φλογεράν λατρείαν· έρχου και ίδε Εκείνον, όστις
αποπνέει την ακαταμάχητον γοητείαν αναμαρτήτου αγνότητος, το άψογον
κάλλος θείας ζωής. «Έρχου και ίδε», είπεν ο Φίλιππος πεπεισμένος εν τη
απλότητι της καρδίας και της πίστεως αυτού, ότι βλέπων τις τον Ιησούν θα
τον ανεγνώριζε και θα τον ηγάπα και θα τον ελάτρευεν. Υπό τοιαύτην
σημασίαν, δεν δυνάμεθα βεβαίως σήμερον να είπωμεν «Έρχου και ίδε»· διότι
αφ' ότου οι κυανοί ουρανοί εκλείσθησαν μετά το δράμα του Αγίου Στεφάνου
και του Αγίου Παύλου, το ανθρώπινον σχήμα του Ιησού δεν ώφθη πλέον υπ'
ουδενός. Δυνάμεθα όμως να είπωμεν το «έρχου και ίδε»· υπό άλλο πνεύμα,
Έρχου και ίδε ένα ετοιμοθάνατον κόσμον αναζωογονηθέντα, ένα κόσμον
παρηκμακότα όστις εγεννήθη, ένα γηραλέον κόσμον ανακτήσαντα σφρίγος της
νεότητος· έρχου και ίδε την αγάπην εισχωρούσαν εις την ειρκτήν του
καταδίκου, την ελευθερίαν αποδιδομένην εις τον σιδηροδέσμιον δούλον·
έρχου και ίδε τους πτωχούς και τους αμαθείς και τους πολλούς
χειραφετηθέντας διά παντός από την αφόρητον τυραννίαν των πλουσίων, των
πεπαιδευμένων και των ολίγων· έρχου και ίδε νοσοκομεία και άσυλα
φιλανθρωπικά, ορθούμενα εις αιωνίαν φιλανθρωπίαν παραπλεύρως των
ερειπίων των κολοσσαίων αμφιθεάτρων, τα οποία άλλοτε εβάφοντο με
ανθρώπινον αίμα· έρχου και ίδε την εξαγνισθείσαν οικογένειαν· έρχου και
ίδε τα άντρα της χλιδής και της τυραννίας μεταβληθέντα εις γλυκείας και
ευδαίμονας οικίας, τους αθέους εις πιστούς χριστιανούς, τους πολυθεϊστάς
εις αγίους. Ναι, έρχου και ίδε τας μεγαλοπρεπείς πράξεις ενός μεγάλου
δράματος εξακολουθούντος επί δεκαεννέα χριστιανικούς αιώνας· και όταν
ιδήτε και μάθητε εν ευλαβεί ταπεινώσει ότι ακόμη και η φαινομένη Τύχη
είνε κόρη της Προνοίας — «Ευνομίας τε και Πειθούς αδελφή και Προμαθείας
θυγάτηρ», καθώς λέγει ο αρχαίος ποιητής Αλκμάν, όταν ακούσητε την φωνήν
του Σωτήρος όστις ήλθε να ζητήση το απολωλός, τότε πιθανόν και σεις ν'
αποβάλητε την αθλίαν έξιν της αμφιβολίας και ν' αναφωνήσητε ομού με τον
καθαρόν και άδολον Ναθαναήλ «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού, συ ει ο
Βασιλεύς του Ισραήλ!»
Ο Χριστός, καθώς τον είδεν ερχόμενον, ανεγνώρισεν ότι η σφραγίς του Θεού ήτο επί του μετώπου του, κα' είπεν:
«Ίδε αληθής Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ έστι». Πόθεν με γνωρίζεις;
ηρώτησεν ο Ναθαναήλ. Τότε εδόθη η καρδιογνωστική απάντησις. «Προτού σε
Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν, ειδόν σε».
Έθιμον είχον οι θεοσεβούντες Ιουδαίοι να μελετώσι το προσευχητάριόν
των υπό δένδρον συκής. Τινές δε ενόμισαν ότι έχει τι το σημαντικόν η
κλήσις του Αποστόλου από της σκιάς δένδρου το οποίον εσυμβόλιζε τα
εβραϊκά έθιμα και την Συναγωγήν. Αλλ' εκ της όλης σκηνής οφείλομεν να
φιλοσοφήσωμεν βαθύτερον ακόμη. Και εις το γεγονός τούτο ανευρίσκομεν και
άλλην απερίγραπτον χροιάν πραγματικότητος, άλλο τεκμήριον της
γνησιότητος και αξιοπιστίας του τετάρτου ιερού Ευαγγελίου.
Υπάρχουν στιγμαί καθ' ας η θεία χάρις κινεί βαθύτερον την καρδίαν
μας. Εις τοιαύτην δε στιγμήν πρέπει να ευρέθη ο άδολος Ισραηλίτης καθώς
εκάθητο κ' εμελέτα και προσηύχετο εν σιωπή υπό την συκήν. Και την χορδήν
ταύτην, την μόνον εις καρδιογνώστην ορατήν, έθιξεν ο Κύριος. Εάν τις
εις παρομοίαν ευρέθη θέσιν, πώς θα εθεώρη ζώντα άνθρωπον όστις θα του
απεκάλυπτεν ότι, την δείνα ώραν, ακαταλήπτως τον είδε κ' εμέτρησε τας
συγκινήσεις της ψυχής του; Τοιαύται εξάρσεις και συγκινήσεις, τοιαύται
μεταρσιώσεις εις τρίτον ουρανόν, οπόταν η ψυχή αγωνίζεται να υπερβή τα
όρια του χώρου και χρόνου, υπάρχουν αναμφίλεκτα τεκμήρια και γεγονότα
ότι είναι εκ των μεμαρτυρημένων παραδειγμάτων του βίου του Χριστιανικού.
Και αν τις εκ των αναγνωστών εγνώρισέ ποτε τον παλμόν τούτον της θείας
αλλοιώσεως, όστις κτίζει καρδίαν καθαράν, και πνεύμα ευλαβές εγκαινίζει,
ούτος μόνος θα εννοήση το ρίγος της ηλεκτρικής συμπαθείας, την
ηκονημένην αιχμήν της ισχυράς πεποιθήσεως, ήτις διήλθεν εν ακαρεί την
καρδίαν του Ναθαναήλ και τον έκαμε να κλίνη πάραυτα οιονεί καρδίαν και
γόνυ και ένθους ν' αναφωνήση. «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού!»
Είναι τόσον δυσεύρετοι οι Ναθαναήλ σήμερον! Η ψυχή του φαίνεται να
υπήρξε μία από τας ψυχάς εκείνας τας γαληνίους, τας ερημικάς, τας
μελετητικάς, των οποίων η σφαίρα της υπάρξεως έγκειται όχι εδώ, αλλ' εν
τη γη των ειρηνοποιών και των πραέων. Ουδέποτε δε, μέχρι του μαρτυρικού
θανάτου του, ελησμόνησε τας λέξεις εκείνας, αίτινες έδειξαν ότι ο Κύριός
του τον είχε δοκιμάσει και τον είχε γνωρίσει. Ουχί δε άπαξ, αλλά
πολλάκις επληρώθη δι' αυτόν και τους άλλους Αποστόλους η υπόσχεσις ότι,
«Απ' άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού
αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον Υιόν του Ανθρώπου».
Ο τίτλος «ο Υιός του Ανθρώπου», τον οποίον λαμβάνει εδώ ο Ιησούς,
είναι ο πρώτος προσδιορισμός δι' ου περιγράφει τον εαυτόν Του. Ως Υιόν
του Ανθρώπου, πράον και ταπεινόν τη καρδία, οι μαθηταί του ηδύναντο
μόνον να μάθουν να τον γνωρίζωσι, πριν βαθμηδόν φθάσωσι να ίδωσιν αυτόν
ως Υιόν του Θεού.